Η ευθανασία εξελίσσεται σε ένα επιστημονικό ζήτημα της εποχής μας ολοένα και μεγαλύτερης σπουδαιότητας, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέλιξη κλάδων όπως η Βιολογία και η Ιατρική. Αφορά, ωστόσο, άμεσα και τη Νομική επιστήμη, ενώ η μελέτη της εντάσσεται και στα πεδία της Κοινωνιολογίας, της Θεολογίας, της Ψυχολογίας και της Πολιτικής.

Πρακτικές ευθανασίας μπορούν να εντοπιστούν ήδη από την αρχαιότητα, ιδίως στην αρχαία Σπάρτη, εντούτοις οι περισσότεροι σχετικοί προβληματισμοί έχουν προκύψει κατά τον περασμένο αιώνα. Επί του παρόντος δεν έχει δοθεί μια κοινώς αποδεκτή λύση. Άλλες χώρες την έχουν νομιμοποιήσει, ενώ άλλες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η χώρα μας, δεν έχουν προβεί σε νομοθετική πρόβλεψη της.

Η ευθανασία είναι αρχαία ελληνική λέξη και προέρχεται από τις λέξεις εὖ και θνήσκειν που σημαίνει καλός, ήρεμος και ήπιος θάνατος. Η ετυμολογική αυτή ανάλυση δεν αποκαλύπτει όμως τη σημερινή έννοια της ευθανασίας, η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο όχι μόνο επιστημονικών, αλλά και κοινωνικοηθικών τριβών. Ο όρος ευθανασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε ιατρικό κείμενο από το φιλόσοφο Francis Bacon, τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, σήμερα με τον όρο αυτό νοείται η σύντμηση διά ενεργείας ή παραλείψεως, εκ μέρους του ιατρού συνήθως, της ζωής του πάσχοντος, ο οποίος βρίσκεται ήδη στο στάδιο της επιθανατίου αγωνίας, ώστε να απαλλαγεί ο τελευταίος από τους αφορήτους πόνους μέχρι την κατάληξή του. Η προερχόμενη αυτή από πολιτισμικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διαφορές σύγκρουση σχετίζεται με το καθήκον. Η έννοια του καθήκοντος στην υπό κρίση περίπτωση έχει δισυπόστατο χαρακτήρα‧ αφορά τόσο το καθήκον που έχουμε εμείς για έναν ανώδυνο θάνατο όσο και το καθήκον που έχουν άλλοι να μας βοηθήσουν σε αυτό.

Εν έτει 2020 η ευθανασία είναι νόμιμη σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, όπως το Όρεγκον και η Ουάσιγκτον. Στην Ευρώπη ήδη από το 2002 προβλέπεται νομοθετικά υπό προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, όπως για παράδειγμα στην Ολλανδία.

Ειδικότερα, δεν αποτελεί έγκλημα η πράξη του ιατρού που χαρακτηρίζεται ως «αρωγή σε αυτοκτονία» στην περίπτωση εκείνη που: α) ο ασθενής έχει προβεί αυτοβούλως στη διατύπωση σχετικού αιτήματος, β) ο ασθενής έχει υποφέρει από συνθήκες αφόρητης οδύνης και η κατάστασή του δεν πρόκειται να βελτιωθεί, γ) ο ιατρός έχει ενημερώσει τον ασθενή για την κατάστασή του και τις προοπτικές του, δ) ο ιατρός έχει καταλήξει στο συμπέρασμα μαζί με τον ασθενή για το ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση σε σχέση με την κατάστασή του, και ε) ο ιατρός θα έχει συσκεφθεί με τουλάχιστον άλλον έναν ανεξάρτητο ιατρό, ο οποίος θα πρέπει να έχει δει τον ασθενή και να έχει γνωμοδοτήσει γραπτώς ως προς την πλήρωση των προαναφερθέντων προϋποθέσεων.

Οι χώρες που δεν έχουν προβεί επί του παρόντος σε νομιμοποίηση της ευθανασίας – όπως η Ελλάδα – ανάγουν τη ζωή σε υπέρτερη αξία, η οποία κατοχυρώνεται σε διεθνή κείμενα, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρ. 2 ΕΣΔΑ), το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρ. 2, παρ. 1) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρ. 6 ΔΣΑΠΔ). Σε κάθε περίπτωση, η επιχειρηματολογία περιστρέφεται γύρω από τον ηθικό προβληματισμό ανάμεσα στη θανάτωση και την απραξία ενώπιον του επικειμένου θανάτου. Στη θεωρία έχουν αναπτυχθεί μάλιστα δύο απόψεις. Από την μεν πρώτη προβάλλεται το ερώτημα αν ο τερματισμός της ζωής ενός ασθενούς είναι επιδεκτικός αιτιολογίας στην περίπτωση που προκαλεί λιγότερο πόνο στον ασθενή από ό,τι θα του προκαλούσε η αναμονή μέχρι το θάνατό του. Κατά τη δεύτερη άποψη, ωστόσο, ο τερματισμός της ζωής δεν μπορεί να αιτιολογηθεί ακόμα και αν ο ασθενής θα ανακουφιστεί σε ένα βαθμό από τους πόνους, διότι η θανάτωση είναι απαράδεκτη από ηθικής απόψεως.

Βέβαια, πέραν της νομικής προσεγγίσεως αξίζει να προβούμε και σε μια ηθικο-φιλοσοφική προσέγγιση. Συγκεκριμένα, ο Immanuel Kant, σημαντικός σε θέματα βιοηθικής και ιδρυτής της θεωρίας της Αυτονομίας, θεωρεί τον αυτόβουλο θάνατο ανήθικη πράξη. Ο Κant αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο της σχολής της Δεοντοκρατίας, η οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να θέσουμε εξ αρχής κάποιες ηθικές αξίες απέναντι στις οποίες οφείλουμε να είμαστε συνεπείς. Ο άνθρωπος αποτελεί ον ηθικώς ενεργό και όταν αποδίδει στην ανθρώπινη ζωή ύψιστη αξία οφείλει να διαφυλάξει με συνέπεια αυτήν την αξία. Το ζήτημα ευθανασίας διχάζει την παγκόσμια κοινότητα, διότι περιστρέφεται γύρω από δύο πόλους. Αφενός, τίθεται με ένταση το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και κατ’επέκταση το δικαίωμα σε έναν ανώδυνο και αξιοπρεπή θάνατο, ωστόσο η άσκησή του καταλύει την περαιτέρω ανάπτυξη της προσωπικότητας. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να λησμονούμε και τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στη ζωή όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ειδικότερα ότι: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.» Αυτή η διατύπωση δεν αναγνωρίζει απλώς το δικαίωμα της ζωής ως εξ υποκειμένου δικαίωμα, αλλά το κατοχυρώνει ως αντικειμενικά προστατευομένη αξία.

Το  ζήτημα  της  ευθανασίας  διχάζει  την  παγκόσμια  κοινότητα,  διότι περιστρέφεται γύρω από δύο πόλους. Αφενός, πρόκειται για το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και κατ’ επέκταση, εν προκειμένω, σε έναν ανώδυνο και αξιοπρεπή θάνατο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποτελεί το ύστατο καταφύγιο, αλλιώς ultimum refugium, ώστε να έχουν εξαντληθεί όλες οι πιθανότητες προς διάσωση της ανθρώπινης ζωής. Σε περίπτωση που νομιμοποιηθεί πλήρως στο μέλλον η ευθανασία, θα πρέπει να τελείται σύμφωνα με τα πρότυπα του ολλανδικού μοντέλου, ώστε να διαφυλάσσεται το δικαίωμα του ασθενούς στον αυτοκαθορισμό του.