Το Συμβούλιο Ασφαλείας, ένα από τα έξι βασικά όργανα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, είναι επιφορτισμένο με την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Με “όπλα” την επιβολή οικονομικών κυρώσεων, ταξιδιωτικών απαγορεύσεων και περιορισμών, την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων και την απόφαση συγκρότησης συλλογικής στρατιωτικής δράσης μεριμνά για την επίλυση των διεθνών διαφορών και την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ των χωρών. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι φωνές που κρίνουν τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας ως άκαρπες και χωρίς κατάληξη σε αποφάσεις για ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως πρόσφατα για την τουρκική επιχείρηση εισβολής στην βορειοανατολική Συρία και τον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη. Ποιά, λοιπόν, η πορεία του Συμβουλίου Ασφαλείας τα τελευταία χρόνια και ποιά, τελικά, η δύναμη επιρροής του; Μπορεί η διεθνής κοινότητα, εν τέλει, να αισθάνεται ασφαλής μέσα στο κλίμα ανασφάλειας που επικρατεί;

Από το 1990 έως σήμερα, το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει υιοθετήσει πλειάδα αποφάσεων με βάση το κεφάλαιο VII περί ειρηνευτικών δυνάμεων του καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Δυνάμει των αποφάσεων αυτών εξουσιοδοτεί ορισμένα Κράτη μέλη του Οργανισμού να λάβουν “όλα τα απαραίτητα μέτρα” για την επίτευξη λιγότερο ή περισσότερο σαφώς προσδιορίσιμων στόχων, στο πλαίσιο της διατήρησης, της αποκατάστασης ή της επιβολής της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Πιο συγκεκριμένα, τα ενδιαφερόμενα Κράτη -τα οποία συνήθως δεν κατονομάζονται ρητά στις σχετικές αποφάσεις- είναι ελεύθερα είτε να συστήσουν ad hoc στρατιωτικές δυνάμεις για το σκοπό αυτό, είτε να δράσουν μέσω των ήδη υφιστάμενων “περιφερειακών συμφωνιών ή οργανώσεων”.

Οι πρώτες ενδείξεις της πρακτικής αυτής εμφανίζονται ήδη τη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου κατά τη σύγκρουση στη Νότιο Κορέα το 1950 και κατά τον αποκλεισμό της Νοτίου Ροδεσίας, σημερινή Ζιμπάμπουε, το 1966. Τότε οι Άγγλοι φρόντισαν να κηρύξει ο ΟΗΕ εμπάργκο κατά της συγκεκριμένης χώρας, ενόσω αυτή επεδίωκε να ανεξαρτητοποιηθεί ξεφεύγοντας του ελέγχου τους. Το Συμβούλιο Ασφαλείας αδυνατούσε να παρέμβει αποτελεσματικά σε διεθνείς κρίσεις λόγω της συστηματικής άσκησης του δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) από τα μόνιμα μέλη (Γαλλία, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα, Ρωσία). Οι σχετικές αποφάσεις ενεργοποίησης των κατ’εξουσιοδότηση επιχειρήσεων στις παραπάνω υποθέσεις ήταν μάλλον συγκυριακές αν λάβει κανείς υπόψη την απουσία του εκπροσώπου της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στη περίπτωση της Κορέας και την εν τέλει πολύ περιορισμένης εμβέλειας εξουσιοδότηση στη περίπτωση της Ροδεσίας.

Επί της ουσίας, μη έχοντας τη δυνατότητα να προχωρήσει σε εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις με δικές του δυνάμεις, το Συμβούλιο Ασφαλείας εκχωρεί κατά περίπτωση στα Κράτη μέλη την άσκηση του σημαντικότερου τμήματος των αρμοδιοτήτων εξαναγκασμού που διαθέτει και συγκεκριμένα την εξουσία χρήσης ένοπλης βίας. Το όργανο στο οποίο ανατίθεται η κύρια ευθύνη για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας αποδέχεται με αυτό το τρόπο στην πράξη την αδυναμία του να αναλάβει τη διαχείριση μιας διεθνούς κρίσης εξ ολοκλήρου και μεμονωμένα. Παράλληλα, όμως, τονίζει και την αναγκαιότητα συνεργασίας και χάραξης μια κοινής πορείας προς επίλυση των διεθνών διαφορών.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως οι κατ’ εξουσιοδότηση επιχειρήσεις διακρίνονται από τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις (peace-keeping operations) των Ηνωμένων Εθνών. Τόσο οι μεν, όσο και οι δε, δεν προβλέπονται από το Χάρτη, αλλά αποτελούν προϊόντα της πρακτικής του Οργανισμού και τείνουν να υποκαταστήσουν ως ένα βαθμό το θνησιγενές σύστημα συλλογικής ασφάλειας. Διαφέρουν, όμως, ως προς το ότι οι  ειρηνευτικές επιχειρήσεις, γνωστές και ως δυνάμεις “κυανοκράνων” (εξαιτίας του μπλέ κράνους που αποτελεί μέρος της ενδυμασίας των στρατιωτών), αποτελούν επικουρικά όργανα των Ηνωμένων Εθνών. Αντίθετα, οι κατ’ εξουσιοδότηση επιχειρήσεις εκφεύγουν από το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο καθώς το Συμβούλιο Ασφαλείας ασκεί γενική εποπτεία σε αυτές, επιτρέπει όμως στα Κράτη να συγκροτήσουν τις δικές τους δυνάμεις επί του πεδίου.

Όσον αφορά στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να ενεργοποιηθεί το κεφάλαιο VII και η λήψη κυρωτικών ή άλλων μέτρων, η διαπίστωση απειλής για την ειρήνη, διατάραξης αυτής ή άλλης επιθετικής ενέργειας αποτελεί αναγκαία προπαρασκευαστική πράξη. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να αναφερθεί η καινοτόμος θεώρηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς αυτό δεν ταυτίζει την διεθνή ειρήνη με την απουσία διακρατικής σύγκρουσης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας, John Major, σε δήλωση του 31 Ιανουαρίου του 1992, “Η ανυπαρξία πολέμου και ενόπλων συρράξεων μεταξύ κρατών δεν εγγυάται από μόνη της τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Άλλες απειλές για την ειρήνη και την ασφάλεια, μη στρατιωτικής φύσης, πηγάζουν από την αστάθεια που υφίσταται στον οικονομικό, τον κοινωνικό, τον ανθρωπιστικό και τον οικολογικό τομέα”. Με βάση τη δήλωση αυτή, καθίσταται σαφής η πρόθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας να παρεμβαίνει με σκοπό την αντιμετώπιση των κρίσιμων καταστάσεων που εκδηλώνονται στο εσωτερικό των κρατών.

Πότε, όμως, μια κατάσταση αποτελεί πραγματική απειλή για την ειρήνη; Πιο σωστά, ακόμα και αν αποτελεί πραγματική απειλή για την ειρήνη, θα είναι ποτέ τα κράτη απεξαρτημένα από ιδία συμφέροντα ώστε να στηρίξουν μια στρατιωτική επέμβαση τέτοιας έκτασης και περιεχομένου; Ή μήπως θα υιοθετούν μια ουδέτερη στάση, επικαλούμενα το ότι οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν εξαντληθεί και ότι απλές οικονομικές κυρώσεις ίσως αποδώσουν καρπούς, όπως στην περίπτωση επανεγκαθίδρυσης της δημοκρατίας στην Αϊτή όπου είχαν διατυπωθεί σχετικές επιφυλάξεις;

Σε γενικές γραμμές, παρατηρείται πως οι καταστάσεις που τα τελευταία έτη οδήγησαν σε ενεργοποίηση του Κεφαλαίου VII και επομένως χαρακτηρίστηκαν ως “διατάραξη”, αποτελούσαν κατά κανόνα ουσιώδεις παραβάσεις υποχρεώσεων “erga omnes” ή κανόνων “jus cogens” (αναγκαστικού δικαίου), όπως είναι η υποστήριξη και ενίσχυση τρομοκρατικών ενεργειών. Το τελικό ερώτημα που τίθεται με βάση όλα τα παραπάνω είναι το εξής: αποτελεί πλέον το Συμβούλιο Ασφαλείας μία ειρηνοποιός δύναμη ή έναν αμέτοχο παρατηρητή;

Είναι σήμερα νομίζω πιο φανερό από ποτέ πως, ενώ υπάρχουν τα θεμέλια και οι βάσεις για την διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης μέσω του συγκεκριμένου οργάνου του ΟΗΕ, ο τρόπος με τον οποίο αυτό συγκροτείται (η δυνατότητα δηλαδή των μονίμων μελών να αποτρέψουν την έκδοση ψηφίσματος αντίθετου με τις θέσεις τους) έχει ως συνέπεια την κωλυσιεργία των διαδικασιών προς αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων. Η δύναμη των οικονομικά αναπτυγμένων κρατών και η επιθυμία εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους αντανακλάται στις συνεδριάσεις των τελευταίων ημερών και αποδεικνύει πως η εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης μάλλον υποχωρεί μπροστά στη διασφάλιση του πλούτου και της  ισχύος. Παρά ταύτα, το σύστημα αντιμετώπισης των διεθνών κρίσεων φαίνεται να εκσυγχρονίζεται όλο και περισσότερο, κάτι που αποτυπώνεται και στη προαναφερθείσα θεώρηση του Συμβουλίου Ασφαλείας σχετικά με το πότε υπάρχει μια διεθνής κρίση. Έχει νομίζω πλέον, αποδειχθεί πως ο ευγενής σκοπός και η ιδέα παγίωσης της διεθνούς ειρήνης υπάρχουν, αλλά οι εφαρμοστές αυτής φαίνεται να έχουν αποπροσανατολιστεί. Πόσο ασφαλείς είμαστε, λοιπόν, μέσα στο κλίμα ανασφάλειας που επικρατεί;