της Μαρίας Εμμανουήλ,

Το τελευταίο χρονικό διάστημα ένα συγκεκριμένο ζήτημα μονοπωλεί τα ελληνοτουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, κι αυτό δεν είναι άλλο από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και  κατ’ επέκταση την πρόσφατη εμπλοκή της Λιβύης στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα.

Είναι γνωστό ότι ένα από τα σπουδαιότερα προβλήματα προς επίλυση μεταξύ  Ελλάδας και Τουρκίας είναι το κυπριακό ζήτημα. Η τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο αποτελεί πρόβλημα που άπτεται του διεθνούς δικαίου, καθώς πρόκειται για κατάφωρη παραβίασή αυτού, οφειλόμενη στην παράνομη στρατιωτική εισβολή και μετέπειτα κατοχή του βόρειου τμήματος της νήσου. Το θέμα είχε, επιπλέον, βαθιά ανθρωπιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η βίαιη διχοτόμηση της Κύπρου ακολουθείται από την ανάδυση προβλημάτων. Το κυριότερο ζήτημα αποτελεί  ο αγνοούμενος πληθυσμός αποτελούμενος τόσο από Ελληνοκυπρίους αλλά και Τουρκοκυπρίους, καθώς και το ζήτημα των προσφυγικών περιουσιών, η αποζημίωση, δηλαδή, όλων όσων εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους. Η διεθνής διάσταση του Κυπριακού κατέστη περισσότερο φανερή με το σχέδιο Ανάν, ενώ αφορμή για το συγκεκριμένο στάθηκαν οι συζητήσεις για την ένταξη το 2004 της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με λίγα λόγια, το σχέδιο Ανάν, το οποίο πήρε το όνομά του από τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Κόφι Ανάν, προέβλεπε στη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με δύο ομόσπονδα κρατίδια, τον Ελληνοκυπριακό Νότο και τον Τουρκοκυπριακό Βορρά, και τη γέννηση ενός αρκετά πολύπλοκου πολιτειακού συστήματος. Η συγκεκριμένη πρόταση, λοιπόν, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε σταθμό στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, απορρίφθηκε δις από την ελληνοκυπριακή πλευρά.

Προς επίρρωση της ήδη διεθνώς επιβαρυμένης νομικά θέσης της Τουρκίας λόγω των ζητημάτων της αυτοδιάθεσης και παράνομης στρατιωτικής εισβολής, η γειτονική χώρα παραβιάζει συστηματικά ακόμη έναν κλάδο του διεθνούς δικαίου, το δίκαιο της θάλασσας.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο. Το συγκεκριμένο τμήμα της Μεσογείου είναι υψίστης γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας, κάτι που πιστοποιείται από το γεγονός ότι στην περιοχή δραστηριοποιούνται τόσο χώρες όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Τουρκία αλλά και η Γαλλία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πόλο έλξης στην περιοχή δεν έχει αποτελέσει ούτε το κλίμα ούτε ο πολιτισμός, αλλά η ύπαρξη ενεργειακών πόρων. Οι συγκεκριμένοι έχουν αποτελέσει το “μήλον της έριδος” τα τελευταία χρόνια, κυρίως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εξαιτίας του λεπτού και διφορούμενου, κατά την άποψη της δεύτερης, νομικού και γεωγραφικού καθεστώτος της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Η Τουρκία υποστηρίζει πως τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της Ελλάδας δεν είναι βάσιμα, εξαιτίας των νησιών της. Ωστόσο, η Ελλάδα μπορεί να βασιστεί στο διεθνές δίκαιο. Σύμφωνα με την United Nations Convention on the Law of the Sea (1982), «η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και η υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης, που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές». Ενώ, λοιπόν, η Ελλάδα είναι σύμφωνη τόσο με το συμβατικό (διεθνείς συνθήκες), όσο και με το εθιμικό (επαναλαμβανόμενες διεθνείς πρακτικές) διεθνές δίκαιο, η γειτονική χώρα βασίζει τις ενέργειες της στην αρχή της ευθυδικίας (equity, ex aequo et bono).

Στις 27 Νοεμβρίου 2019, στην Κωνσταντινούπολη, η Τουρκία και η μία, αναγνωρισμένη από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, εκ των δύο κυβερνήσεων της Λιβύης υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας (Memorandum of Understanding, MoU), σχετικό με την άμυνα, την ασφάλεια και τον καθορισμό θαλάσσιων ζωνών. Στόχος του μνημονίου είναι να προβεί, συγκεκριμένα, η Τουρκία σε νέα έρευνα και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Η σύναψη της διεθνούς αυτής συμφωνίας προκάλεσε αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πιθανή την επιβολή κυρώσεων. Η άμεσα ενδιαφερόμενη Ελλάδα, με δήλωση του Υπουργείου Εξωτερικών, ανακοίνωσε πως η συγκεκριμένη διμερής συμφωνία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, καθώς είναι αντίθετη με το διεθνές δίκαιο. Σε μία πρωτοφανή ενέργεια, το Υπουργείο  Εξωτερικών προέβη στην ανακήρυξη του Λίβυου πρέσβη στην Ελλάδα ως persona non grata, χωρίς ωστόσο αυτό να συνεπάγεται την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Λιβύη. Η απάντηση της Άγκυρας στις ενέργειες αυτές ακολούθησε τη γνωστή τακτική της Τουρκίας, με την ενοχοποίηση της Ελλάδας και τη δοξασία πως με την συμπεριφορά της η Ελλάδα «έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο». Η Αθήνα, για ακόμη μια φορά, κάλεσε την γειτονική χώρα να σταματήσει τις προκλητικές ενέργειες, ούτως ώστε να τηρηθούν οι κανόνες όχι μόνο του διεθνούς δικαίου, αλλά και της καλής γειτονίας.

Ενώ, λοιπόν, το μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης δεν έχει λάβει την αναγκαία νομιμοποίηση από τη διεθνή σκηνή και βρίσκεται στα χέρια του ΟΗΕ, μια διαφορετική διακρατική συμφωνία υπεγράφη μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Ιταλίας για τον αγωγό East Med,  έναν αγωγό φυσικού αερίου  μήκους δύο χιλιάδων χιλιομέτρων και υψίστης γεωπολιτικής σημασίας. Η εισήγηση της ισραηλινής κυβέρνησης να υπογραφεί άμεσα η συμφωνία, προκάλεσε την αντίδραση της Άγκυρας. Το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών -εσφαλμένα- ισχυρίζεται πως για την επικύρωση της σύμβασης είναι προαπαιτούμενη η έγκριση της Τουρκίας, καθώς ο αγωγός διέρχεται από την, συμπεφωνημένη στο μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Όπως είναι φανερό, η έγκριση της γειτονικής χώρας δεν ήταν στην πραγματικότητα αναγκαία, καθώς δεν προκύπτει από έννομο δικαίωμα. Αντιθέτως, έχει ως πηγή μια συμφωνία (μνημόνιο συνεργασίας) βασισμένη σε μη έννομες αξιώσεις. Παρά, λοιπόν, τις αντιδράσεις της γειτονικής χώρας, η σύμβαση υπεγράφη και επικυρώθηκε στην Αθήνα, στις 2 Ιανουαρίου του 2020.

 Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό το γεγονός ότι η Τουρκία βαδίζει προς ενός είδους απομόνωση, είτε αυτή χαρακτηριστεί ως διπλωματική ή ακόμη και οικονομική. Οι διακρατικές σχέσεις της χώρας με τα γειτονικά της -και μη- κράτη βρίσκονται σε σημείο καμπής. Πρώτον, η προ λίγων μηνών εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, με στόχο την εξουδετέρωση της κουρδικής μειονότητας, δυσχέρανε τον ήδη μαινόμενο εμφύλιο στην περιοχή. Δεύτερον, το ζήτημα της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής και επηρεάζει τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου και Τουρκίας. Ως άμεση συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράζει με κάθε ευκαιρία την δυσαρέσκειά της, με πιθανή την ενεργοποίηση του μηχανισμού κυρώσεων. Τέλος, οι “συμμαχίες” της Άγκυρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Ρωσία για την εξασφάλιση πολεμικού εξοπλισμού το μόνο που καταδεικνύουν είναι η αναξιοπιστία της.

Το συμπέρασμα; Ο Ερντογάν καλό θα ήταν να είναι περισσότερο συνειδητοποιημένος όσον αφορά το συμφέρον της χώρας του, το οποίο σίγουρα δεν εξυπηρετείται από μια πολιτική αδιαλλαξίας, τρόμου και απειλών και να προωθήσει μια σχέση συνεργασίας με τα κράτη της περιοχής.