Από την Κατερίνα Φράγκου

Η απέλαση του Λίβυου πρέσβη υπήρξε μια έκπληξη για την ελληνική κοινωνία, από την άποψη ότι η έχει περάσει καιρός από τότε που η χώρα μας υιοθέτησε μια κάπως πιο δυναμική στάση απέναντι σε κράτη που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και μάλιστα εις βάρος των ελληνικών ή κυπριακών δικαιωμάτων.
Ο Λίβυος πρέσβης κηρύχτηκε persona non grata από την Ελλάδα, εφόσον αρνήθηκε να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις για τη Συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης, όταν κλήθηκε από την ελληνική πλευρά. Η κίνηση αυτή υπήρξε  μια προσπάθεια ενεργής διαμαρτυρίας για τη Συμφωνία αυτή, που όχι μόνο δεν συνομολογήθηκε σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά πολύ περισσότερο τα παραβίαζε κιόλας.
Αν κάποιος παρακολουθούσε τα διεθνή δρώμενα την ίδια περίοδο που συνέβησαν τα παραπάνω, θα παρατηρούσε μια ακόμα ενδιαφέρουσα συγκυρία: με διαφορά λίγων μόλις ημερών, η Ρωσία είχε αποφασίσει να κηρύξει κι εκείνη ως persona non grata τον πρέσβη της Βουλγαρίας αυτήν τη φορά, σε μια κίνηση-αντίδραση έπειτα από απέλαση Ρώσου διπλωμάτη από τη Βουλγαρία.
Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δύο διαφορετικά κράτη για διαφορετικούς λόγους επέλεξαν τη χρήση του όρου «persona non grata» την ίδια χρονική περίοδο και μάλιστα, αυτή συγκεκριμένα τη χρονική περίοδο.
Ο όρος αυτός, βέβαια, κάθε άλλο παρά σπάνιος είναι στη διεθνή διπλωματική σκηνή.  Ο χαρακτηρισμός του διπλωματικού εκπροσώπου ενός κράτους σε άλλο έδαφος ως persona non grata, αναλύεται  στο Άρθρο 9 της Σύμβασης της Βιέννης  για Διπλωματικές και Προξενικές Σχέσεις, που ορίζει πως ένα κράτος έχει το δικαίωμα να κηρύξει ως ανεπιθύμητη την παραμονή ενός επικεφαλή ή μέλους της διπλωματικής αποστολής ενός άλλου κράτους, αφού ειδοποιήσει το ενδιαφερόμενο κράτος. Αξίζει να σημειωθεί δε, ότι το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους κατέληξε  σε αυτήν την κίνηση.
Το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε έπειτα από εκτενή πρακτική των κρατών. Το παλαιότερο και πιο γνωστό παράδειγμα υπήρξε η εκδίωξη του πρέσβη της Ισπανίας από τη βασίλισσα Ελισάβετ Α’, έπειτα από συνωμοσία του για να την καθαιρέσει από το θρόνο. Σε αυτήν την περίπτωση βέβαια, η βασίλισσα Ελισάβετ έσπευσε να διευκρινίσει πως ο λόγος που τον είχε κηρύξει ανεπιθύμητο πρόσωπο, σχετιζόταν με την πράξη του πρέσβη ως άτομο και δεν είχε σκοπό να εκφράσει εχθρικές διαθέσεις προς την Ισπανία.
Με τον καιρό, ωστόσο, η πρακτική αυτή εξελίχθηκε διαφορετικά. Σε αντιδιαστολή με τη λογική της Ελισάβετ Α’, η απομάκρυνση διπλωματικού εκπροσώπου μιας χώρας πλέον  δε βασίζεται αποκλειστικά στα ατοπήματα, που ίσως έχει διαπράξει ο διπλωματικός εκπρόσωπος ως άτομο. Είναι δυνατόν η συμπεριφορά  αυτού του εκπροσώπου να αποτελεί μόνο την αφορμή, ενώ  η κίνηση του  χαρακτηρισμού του ως ανεπιθύμητου να κρύβει από πίσω της τη δυσαρέσκεια ή διαμαρτυρία προς το κράτος, που εκείνος εκπροσωπεί.
Για παράδειγμα, το 2007, τέσσερις Ρώσοι διπλωμάτες χαρακτηρίστηκαν ανεπιθύμητοι από το Ηνωμένο Βασίλειο, αντιδρώντας στην άρνηση της Ρωσίας να εκδώσει Ρώσο, που είχε διαπράξει έγκλημα σύμφωνα με τις βρετανικές αρχές,  χωρίς μάλιστα να επικαλεστεί  το Ηνωμένο Βασίλειο κάποια προσωπική τους ατασθαλία. Αντίστοιχα, ο χαρακτηρισμός persona non grata από τη Σερβία, το 2008, προς τους πρέσβεις της Βόρειας Μακεδονίας και του Μαυροβουνίου, ήλθε ως συνέπεια της αναγνώρισης του Κοσόβου ως ανεξάρτητου κράτους από τις κυβερνήσεις των παραπάνω χωρών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ρωσίας, η κήρυξη του κάθε πρέσβη ως persona non grata πήρε τη μορφή έντονης διαμαρτυρίας. Το ερώτημα και το ενδιαφέρον του ζητήματος είναι για ποιο λόγο οι δύο χώρες επέλεξαν αυτό το συγκεκριμένο διπλωματικό εργαλείο, τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και γιατί όχι κάποιο άλλο μέσο πίεσης και διαμαρτυρίας.
Η Ελλάδα επιλέγει, όντως, να δράσει δυναμικά,  για να ξεφύγει από τις απλές δηλώσεις διαμαρτυρίας του παρελθόντος και την παθητική στάση.  Αποφασίζει, λοιπόν, να ενεργήσει στο διπλωματικό επίπεδο όπου το “persona non grata” έχει μεν βαρύτητα και υπερθεματίζει το πόσο σοβαρές είναι για την Ελλάδα οι εξελίξεις με τη Συμφωνία Λιβύης- Τουρκίας, χωρίς ωστόσο να παρουσιάζει αδικαιολόγητα εχθρική ή επιθετική στάση.
Αυτός ακριβώς ο λόγος είναι που οδηγεί την Ελλάδα να κηρύξει ανεπιθύμητο τον πρέσβη της Λιβύης και όχι τον Τούρκο ομόλογό του.  Η συμφωνία ήταν διμερής , επομένως και οι δύο χώρες (Τουρκία- Λιβύη) μοιράζονται φαινομενικά την ευθύνη για παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά αποφεύγει να κατηγορηθεί από τρίτα κράτη για προκατάληψη ενάντια στην Τουρκία, με κίνδυνο να χάσει το δίκιο της σε αυτήν την περίπτωση. Ταυτόχρονα, αποφεύγει και να προκαλέσει την τουρκική πλευρά, δίνοντάς της αφορμή για κλιμάκωση της κατάστασης.
Όσον αφορά στην περίπτωση της Ρωσίας, η κυβέρνηση είναι ήδη επιβαρυμένη στα μάτια των Ευρωπαίων από ένα παρελθόν που συμπεριέλαβε χρήση βίας. Επιπλέον, η περίοδος που διανύουμε με τις πρόσφατες εξελίξεις στη Συρία, και όχι μόνο, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα πιο απαγορευτικό από ποτέ για επιθετικές κινήσεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Παρόλα αυτά, η Ρωσία υπήρξε πάντα δυναμική στις αντιδράσεις της εξωτερικής της πολιτικής. Ο συνδυασμός της ανάγκης για χαμηλούς τόνους αλλά όχι και απάθεια, την οδήγησε, επίσης, να καταφύγει σε αυτό το διπλωματικό μέσο, εμπνευσμένη πιθανόν και από τη χρήση του ίδιου μέσου προς την ίδια, το 2007, από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η τάση στην ισορροπία των σχέσεων μεταξύ των κρατών του Δυτικού Κόσμου είναι οι δυναμικές κινήσεις που ωστόσο δε θα οδηγήσουν σε κάποια σύγκρουση. Τα δύο κράτη επιλέγουν μια παρόμοια προσέγγιση στο ίδιο χρονικό πλαίσιο τυχαία φαινομενικά, ωστόσο, επηρεασμένα από τα γεγονότα και την κριτική των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών.
Η Ελλάδα δε, ακολουθεί ένα διπλωματικό μονοπάτι όμοιο με αυτό μιας υπολογίσιμης δύναμης στην παγκόσμια σκηνή. Αρχίζει να ξεφεύγει από τις καθιερωμένες μετριοπαθείς αντιδράσεις της και κινείται, όπως και η Ρωσία, με γνώμονα τα γεωπολιτικά συμφέροντά της.
Δε χρειάζεται, ίσως, να ειπωθεί ότι μια τέτοια αλλαγή στη λογική των ελληνοτουρκικών είναι αναζωογονητική και ευπρόσδεκτη. Το μόνο που μένει είναι να παρακολουθήσουμε τα αποτελέσματα που θα επιφέρει.