από την Μάγδα Τσόχα,

Όρος που ολοένα και συχνότερα ακούγεται, το «Brain Drain», δηλαδή η μαζική φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, στην Ελλάδα του 2019 άφησε ένα πολύ αισθητό «αποτύπωμα» στους δείκτες της δημογραφίας. Έρευνα που διεξήχθη από την ICAP People Solutions, μεταξύ 27 Μαρτίου και 8 Μαΐου του 2019, αποκάλυψε τόσο τα «τερατώδη» ποσοστά των απόδημων Ελλήνων ενώ παράλληλα ταυτοποίησε τη νέα γενιά, τους γνωστούς millenium, με τη γενιά του «Brain Drain».

Με την ανοδική πορεία ανάκαμψης της οικονομίας, έγινε ολοφάνερη η μεγάλη «πληγή» στον ελληνικό παραγωγικό ιστό αφού το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό δείχνει να μην επαρκεί για τις νέες θέσεις υψηλών προσόντων κι εξειδίκευσης. Στην αρχή της κρίσης, το 2010, περισσότεροι από 30.000 Έλληνες πήραν την απόφαση κι έφυγαν από την Ελλάδα. Μέχρι και το 2012, δύο χρόνια αργότερα, το κύμα αυτό φυγής άρχισε να «φουσκώνει» και τα επόμενα χρόνια να μονιμοποιείται με τις ετήσιες εκροές να ξεπερνούν τον αριθμό των 50.000 κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 25- 45 ετών. Για την ίδια ηλικιακή ομάδα, μεταξύ 2008 και 2017 μετανάστευσαν κατά προσέγγιση 467.000 άτομα.

Στη φετινή έρευνα που προαναφέρθηκε, και η οποία διεξήχθη για 5η συνεχόμενη χρονιά, συμμετείχαν 942 Έλληνες, κάτοικοι 43 διαφορετικών χωρών. Η πλειοψηφία αυτών (ποσοστό 75%) ζει και εργάζεται στην Ευρώπη. Εξ αυτών, το 24% βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 9% στις ΗΠΑ και ένα 5% στην Αυστραλία. Στην έρευνα ακόμη μελετήθηκαν και οι κύριοι κλάδοι ενασχόλησης τους, οι οποίοι είναι, κατά σειρά προτεραιότητας: η πληροφορική, ο τραπεζικός κλάδος, ο οικονομικός και τέλος ο ασφαλιστικός. Ακόλουθες έρχονται οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις, , η έρευνα και η εκπαίδευση. Ως προς τις σπουδές των αποδήμων αυτές σε ποσοστά κατά φθίνουσα σειρά είναι 38% στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Οικονομικά και το Μάρκετινγκ, 16% στην πληροφορική και 15% στη μηχανική. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως περίπου το 69% του συνολικού ποσοστού των αποδήμων κατέχει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών ενώ το 41% από αυτούς απέκτησε το διδακτορικό του στην Ελλάδα. Ανάλογες έρευνες του 2015 δείχνουν πως τα ποσοστά οριακά ξεπερνούσαν το 22%.

Στην ίδια έρευνα, όσοι ερωτήθηκαν σχετικά με την επιστροφή τους στη χώρα απάντησαν πως η αγάπη τους για την Ελλάδα και η δημιουργία οικογένειας στέκονται ίσως ικανά κίνητρα για την επιστροφή τους πίσω στη χώρα, ενώ πολλοί επέστρεψαν βάσει αυτής. Η σύνδεσή τους με την Ελλάδα υπάρχει μέσω της γλώσσας, της ιστορίας και του πολιτισμού και το 41% δηλώνουν ότι υποστηρίζουν όσο μπορούν την Ελλάδα στο εξωτερικό λαμβάνοντας δράσεις στήριξης για την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Μεγάλο ποσοστό που διαρκώς και αυξάνεται είναι το 42%, το οποίο δεν σκοπεύει να γυρίσει πίσω, τουλάχιστον άμεσα, ενώ το 45% βλέπει την επιστροφή του μακροπρόθεσμα σε ορίζοντα των τριών ή και περισσότερων χρόνων.

Σύμφωνα και πάλι με την τελευταία έρευνα, το 60% μετακινήθηκε στο εξωτερικό, αφότου είχε ήδη εργαστεί στην Ελλάδα, πάνω στο αντικείμενο των σπουδών του. Βασικές αιτίες για τη λήψη της απόφασής τους ήταν η  παντελής έλλειψη αξιοκρατίας και η μεγάλη διαφθορά στη χώρα μας, αλλά και η γενικευμένη αβεβαιότητα, ιδιαιτέρως μετά το 2010, δηλαδή στο «ξέσπασμα» της οικονομικής κρίσης.

Το 61% έφυγε από την Ελλάδα πριν από πέντε χρόνια και περισσότερο. Όπως και να ‘χει, πάνω από το 50% είναι 30-40 ετών, ενώ ένα 29% των Ελλήνων του εξωτερικού είναι 41 ετών και άνω. Το 2015, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 12%. Σήμερα το ποσοστό των άγαμων ανέρχεται σε 48% ενώ το 2015, χωρίς δεσμεύσεις ήταν το 71%. Για ακόμα μία φορά, ο αριθμός των υπαλλήλων έδειξε μείωση και αντίστοιχα, αυξήθηκαν οι ανώτερες και ανώτατες θέσεις, δηλαδή το 2019 προϊστάμενοι, διευθυντές και ανώτατα στελέχη είναι το 46%, σε αντίθεση με  το 27% του 2015, γεγονός που γίνεται αντιληπτό και στις αμοιβές τους. Οι επιχειρηματίες φυσικά παραμένουν ελάχιστοι.

Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα που προκύπτει εδώ, πέραν φυσικά από τα εμφανή; Παρά το γεγονός πως η Ελλάδα διαθέτει πλούσια μεταναστευτική εμπειρία το σημερινό «κύμα» μετανάστευσης παρουσιάζει δύο πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα ιστορικά προηγούμενα. Αρχικά, περισσότεροι από 1 στους 3 αποδήμους είναι γυναίκες, πράγμα που δημιουργεί σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τον ήδη χαμηλό δείκτη γονιμότητας, και έπειτα, στην πλειονότητά τους είναι άτομα που διαθέτουν υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο. Συμπέρασμα; Η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού υψηλής μόρφωσης και κατάρτισης υποβαθμίζει υπερβολικά τη σημασία της χώρας ως προορισμό επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και συγχρόνως δυσχεραίνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και τη μετάβασή της στην «οικονομία της γνώσης».

Το κύμα αυτό της εξερχόμενης μετανάστευσης τροφοδοτήθηκε σημαντικά από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες όπως η έλλειψη διαφάνειας και αξιοκρατίας, κυρίως στην επιλογή υποψηφίων, η εσωστρεφής και καθόλου ανταγωνιστική οικονομία, η αδράνεια των θεσμών αλλά και η πληθώρα αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε γνωστικά αντικείμενα που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της αγοράς και κατ’ επέκταση δεν απορροφούνταν από αυτήν.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, για να υπάρξει επιστροφή των Ελλήνων στη στελέχωση της ελληνικής παραγωγικής μηχανής, θα πρέπει να γίνουν τουλάχιστον τα αυτονόητα:

α) Η καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού. Το Κράτος, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και τον ακαδημαϊκό χώρο, θα πρέπει να αναλάβει στοχευμένη δράση για την ψηφιακή αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να υποστηρίξει έμπρακτα τη διά βίου μάθηση και εκπαίδευση, με έμφαση στις γυναίκες

β) Η επικαιροποίηση των προγραμμάτων σπουδών. Η αγορά εργασίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ψηφιακής επανάστασης και της οικονομίας της γνώσης αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα.

γ) Η ενίσχυση των ανθρωπιστικών σπουδών στο πρόγραμμα της εγκύκλιας εκπαίδευσης καταπολεμά το λειτουργικό αναλφαβητισμό και περιορίζει το χρησιμοθηρικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

δ) Η δυνατότητα χρηματοδότησης των ερευνητικών πανεπιστημιακών προγραμμάτων από τον ιδιωτικό τομέα με σκοπό την άμεση χρησιμοποίηση του ερευνητικού προϊόντος στην παραγωγική διαδικασία.

ε) Η διασύνδεση των ελληνικών πανεπιστημίων με ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα και η ανάπτυξη κέντρων αριστείας μπορούν να προσελκύσουν μια κρίσιμη μάζα επιστημόνων και ερευνητών.

στ) Η δημιουργία δομών κινητικότητας ερευνητών (“brain circulation”), καθώς και προγραμμάτων μετακίνησης για λόγους επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (Erasmus+)

ζ) Η βελτίωση των εσωτερικών συνδέσεων, η ενίσχυση των συνεργασιών πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, η αμφίδρομη κυκλική ροή πληροφοριών μέσα από δίκτυα “τριπλής έλικας”, με στόχο τη στενή και αποτελεσματική σύνδεση της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, των τριών δηλαδή πλευρών του “τριγώνου της γνώσης”

η) Η υποχρεωτική επέκταση του θεσμού της μαθητείας ώστε να προωθηθεί η σύνδεση της επαγγελματικής εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.

θ) Η παροχή οικονομικών κινήτρων στις επιχειρήσεις, π.χ. με τη μορφή φοροαπαλλαγών, για την ανάπτυξη προγραμμάτων έρευνας και καινοτομίας καθώς και εκπαίδευσης του προσωπικού τους στις νέες τεχνολογίες. Η αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων αναδεικνύει τη σημασία της επένδυσης στη συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και επανειδίκευση.