της Μαρίας Εμμανουήλ,
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν αναμφισβήτητα έναν από τους μεγαλύτερους, σε ισχύ και δυναμική, πόλους αυτής της πολυπολικότητας που ονομάζουμε διεθνές σύστημα. Είναι, επίσης, γεγονός ότι λίγες αποφάσεις -έως καμία- λαμβάνονται στη διεθνή σκηνή δίχως την «άδεια» των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην ιστορική ύπαρξη μιας αμερικανικής «αυτοκρατορίας»· ο παραπάνω όρος δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ για να περιγράψει το καθεστώς των ΗΠΑ, ούτε προκειμένου να εξηγηθεί η ύπαρξη αποικιακών περιοχών κατά το παρελθόν. Για να κατανοήσει κανείς ποια ακριβώς είναι η επιρροή, η θέση και η δράση των ΗΠΑ στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, είναι θεμιτό να ανατρέξει σε ορισμένα ιστορικά στοιχεία.
Από την κήρυξη της ανεξαρτησίας στις 4 Ιουλίου του 1776, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίστηκαν και συνταγματικά ως δημοκρατία· μια δημοκρατία που δημιουργήθηκε σε αντιδιαστολή με την ηττημένη από την αμερικανική επανάσταση Βρετανική Αυτοκρατορία. Στην περίπτωση των αυτοκρατοριών, από την ρωμαϊκή μέχρι και την βρετανική του 18ου αιώνα, ένα στοιχείο παραμένει αναλλοίωτο. Αναφέρομαι, φυσικά, στον θεσμό της αποικιοκρατίας.
Πώς όμως συνδέθηκε η έννοια της αποικιοκρατίας, συνδεδεμένη με την επιβίωση των αρχαίων αυτοκρατοριών, με μια σύγχρονη δημοκρατία όπως εκείνη τη νεοσύστατη δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής; Ήδη από την κήρυξη της ανεξαρτησίας τους, οι ΗΠΑ άρχισαν, αναντίρρητα με στρατηγικό σχεδιασμό, να επεκτείνουν σταδιακά τη σφαίρα επιρροής τους στο διεθνές σύστημα και να προσθέτουν περιοχές στο ενεργητικό τους. Μπορεί, μάλιστα, να θεωρηθεί ότι η αποικιοκρατία χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ ως ένα εργαλείο για την προστασία και την ανάπτυξη των συμφερόντων τους, παρά το γεγονός ότι αγωνίστηκαν εναντίον της και υπέρ της εδραίωσης της δημοκρατίας.
Οι κάτοικοι των σημερινών αμερικανικών αποικιών δεν κατέχουν τα δικαιώματα του Αμερικανού πολίτη, με κυριότερη την έλλειψη εκπροσώπησης στο Κογκρέσο, δηλαδή την απουσία από το νομοθετικό σώμα της χώρας, ενώ δεν χαίρουν ούτε δικαίωμα ψήφου στις προεδρικές εκλογές (second-class citizenship). Χαρακτηριστικά παραδείγματα της προαναφερθείσας τάξης πραγμάτων αποτελούν το Πουέρτο Ρίκο, η Γκουάμ, οι Παρθένες Νήσοι, η Κοινοπολιτεία των Βορείων Μαριανών Νήσων και η Αμερικανική Σαμόα.
Από τον Ουάσιγκτον μέχρι τον Λίνκολν και από τον Ρούσβελτ μέχρι τον Κλίντον και τον Τραμπ, λίγα έχουν αλλάξει όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της χώρας. Οι στόχοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αποκρυσταλλώνονται σε τέσσερα σημεία· την προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών και των αμερικανών πολιτών, την προστασία και τη διασφάλιση των εμπορικών συναλλαγών, την διατήρηση της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Κατ’αυτόν τον τρόπο, κάθε πράξη εξωτερικής πολιτικής της χώρας οφείλει να υπηρετεί τους παραπάνω σκοπούς. Επί παραδείγματι, οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν αντιμετωπίζουν προκλήσεις τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, ωστόσο πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν η εκλογή του Τραμπ το 2017 και η απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν το 2018(Iran Nuclear Deal). Η συγκεκριμένη συμφωνία προέβλεπε την άρση των οικονομικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράν από τον ΟΗΕ (με κυριότερο το εμπάργκο), έναντι ανταλλαγμάτων όπως η καταστροφή του ιρανικού αποθέματος σε εμπλουτισμένο ουράνιο και το κλείσιμο των εργοστασίων που θα ασχολούνταν με την παραγωγή πυρηνικών. Συμβαλλόμενα μέρη αποτέλεσαν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία, Γαλλία και Κίνα) με την προσθήκη της Γερμανίας και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αποχώρηση από τη διεθνή συμφωνία υπό τη νεοσύστατη προεδρία Τραμπ, συνοδευόμενη από την αιτιολογία ότι οι ΗΠΑ θεωρούν τη συμφωνία άδικη, μονομερή και αναποτελεσματική («it didn’t bring calm, it didn’t bring peace, and it never will») δυσχέρανε τις διακρατικές σχέσεις μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ. Ενώ οι διεθνείς δρώντες μέσω της συμφωνίας του 2015 είχαν ελαφρύνει το άχθος των ιρανών πολιτών όσον αφορά την οικονομία και τις συνθήκες διαβίωσης, η αποχώρηση των ΗΠΑ έθεσε ξανά σε εφαρμογή αυστηρούς κανόνες και κυρώσεις που επηρέασαν τις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας της Μέσης Ανατολής. Η αντιπαλότητα των δύο χωρών έφτασε στο απόγειό της την 3η Ιανουαρίου 2020, με την δολοφονία του στρατηγού Σολεϊμάνι υπό την εντολή Τραμπ, μια πράξη η οποία έδωσε την αφορμή στα διεθνή μέσα να κάνουν λόγο για Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο κατώφλι της νέας δεκαετίας.
Η ένταση στη Μέση Ανατολή, ωστόσο, δεν φαίνεται να επηρεάζει τις σχέσεις Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών. Παρά τις φιλικές επαφές Τραμπ-Ερντογάν, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται, κατά τον Αμερικανό πρέσβη στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, σε «νέο επίπεδο», ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και του εμπορίου. Ιδιαίτερα, η στενότερη συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας στον τομέα της ενέργειας μπορεί να αποτελέσει σταθεροποιητικό παράγοντα στην εποχή του EastMed, του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης και της κλιματικής αλλαγής, με την τελευταία να επιτάσσει την εύρεση εναλλακτικών μορφών ενέργειας και την εξέλιξη των υπαρχόντων. Στον απόηχο της επίσκεψης του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στις ΗΠΑ στις 7 Ιανουαρίου, η Ελλάδα μπορεί να προσμένει μεγαλύτερο ενδιαφέρον εκ μέρους των ΗΠΑ και όσον αφορά τις επενδύσεις και την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Όπως είναι ωστόσο φυσικό λόγω των περιστάσεων, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού ο Ντόναλντ Τραμπ δέχτηκε καταιγισμό ερωτήσεων σχετικών όχι με τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, αλλά με την έκρυθμη κατάσταση στο Ιράν και τη δολοφονία Σολεϊμανί. Αμέσως μετά το συμβάν αυξήθηκε η ασφάλεια στην Αθήνα, με ενίσχυση των πρεσβειών τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και του Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι η ιρανική “απάντηση” στην εξόντωση Σολεϊμανί δεν φαίνεται πιθανό να λάβει χώρα στην Ελλάδα αλλά σε ιρακινό έδαφος.
Για την Ελλάδα η στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι πολύπλευρη και πολυδιάστατη. Σε μια εποχή όπου η χώρα κατανοεί όσο ποτέ τι ακριβώς συνεπάγεται της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, η δημιουργία και η διατήρηση ισχυρών διπλωματικών και φιλικών σχέσεων με άλλες χώρες κρίνεται υψίστης σημασίας. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται μόνο στο επίκεντρο μιας περιοχής όπου κρίνονται συμφέροντα σχετικά με την ενέργεια, και διενεργούνται πολεμικές συρράξεις με το προσωπείο των ειρηνευτικών αποστολών. Εν μέσω αυτών, η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινές απειλές από τη γειτονική Τουρκία, η οποία καταπατά κατάφωρα κάθε πτυχή του διεθνούς δικαίου, είτε αναφερόμαστε στα τουρκικά αεροσκάφη και τις προκλητικές διαδρομές τους στον ελληνικό εναέριο χώρο, είτε στις παράνομες έρευνες των τουρκικών πλοίων στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, οι προβοκατόρικες δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν περί μη ύπαρξης νομικού πλαισίου για κήρυξη ΑΟΖ στα ελληνικά νησιά, δυνατότητα που αναφέρεται ρητά στο άρθρο 121 παρ. 2 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982), σύμφωνα με το οποίο στα νησιά εφαρμόζεται το ισχύον καθεστώς της ηπειρωτικής περιοχής.
Είναι φανερό πως με τόσα μέτωπα ανοιχτά το ζήτημα της προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της προάσπισης των εθνικών συμφερόντων απαιτεί λεπτή διαχείριση και, το λιγότερο, δημιουργία φιλικών διακρατικών σχέσεων με ισχυρούς δρώντες, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, με αξιωματούχους να ισχυρίζονται πως οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας βρίσκονται σε ένα πολύ καλό σημείο, παρά την παράδοση των πρώτων να υποστηρίζουν την Τουρκία, θέτοντας κατ’αυτόν τον τρόπο τα θεμέλια μιας ελπιδοφόρας συνεργασίας. Παρόλο που η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο επίκεντρο των αμερικανικών επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή, η γεωπολιτική-γεωστρατηγική της θέση την συνεπικουρούν στην επικοινωνία της με χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κυριότερες τις ΗΠΑ, με απότοκο την περισσότερο αποτελεσματική προώθηση των συμφερόντων της ως ένα μικρό κράτος του ευρωπαϊκού νότου.
Μολαταύτα ο αμερικανός πρόεδρος, σε συνδυασμό με την διαχείριση των εξωτερικών κρίσεων και της επιτυχούς συνεργασίας των Ηνωμένων Πολιτειών με χώρες όπως η Ελλάδα, καλείται να παραστεί σε δίκη με παραπομπή της ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Το κατηγορητήριο (articles of impeachment) περιλαμβάνει τις κατηγορίες της κατάχρησης εξουσίας, πρώτον, και της παρεμπόδισης των ερευνών του Κογκρέσου, δεύτερον. Ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί των τρίτο Πρόεδρο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών στον οποίο γίνεται καταγγελία (impeachment) από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, με πρώτο τον Τζόνσον το 1868 και δεύτερο τον Μπιλ Κλίντον το 1999. Ο κατηγορούμενος δεν φαίνεται να πτοείται από τις κατηγορίες, έχοντας προσλάβει μια ομάδα δικηγόρων έτοιμων να εκμηδενίσουν τις κατηγορίες και να εξασφαλίσουν όχι μόνο την συνέχιση της θητείας του και την αποφυγή μιας καταδικαστικής απόφασης, αλλά και την πιθανή επανεκλογή του.
Είναι, καταληκτικά, αναντίρρητο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής διανύουν μεν μια ιστορική περίοδο όσον αφορά την εξωτερική τους πολιτική, η οποία όμως δεν διαφέρει από τις συνήθεις πρακτικές της χώρας. Όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και στο 2020 η υπερδύναμη δεν διστάζει να πραγματοποιεί επίδειξη ισχύος, η οποία εδραιώνει ολοένα και περισσότερο τη θέση της στο πολυπολικό διεθνές σύστημα και, φυσικά, θα αποδείξει την πραγματική αποτελεσματικότητά της στο πέρασμα του χρόνου.