του Σπήλιου Δαμαλίτη,
Όπως ανεφέρεται στην αστερόεσσα σημαία, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι η γη των ελεύθερων και η πατρίδα των γενναίων. Αυτά τα δύο ιδανικά πρέπει να διέπουν τον Πρόεδρο της Αμερικής. Αφ’ενός, πρέπει να είναι πρόεδρος όλων των κοινοτήτων της χώρας και να προάγει την ενότητα και την ειρηνική συμβίωση. Αφ’ετέρου, χρειάζεται ο ίδιος να διέπεται από γενναιότητα, γιατί ένας πλανητάρχης δεν μπορεί να είναι αναποφάσιστος, ενώ σίγουρα κάποιες αποφάσεις του δεν θα τυγχάνουν καθολικής αποδοχής. Το εάν ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εκλέχθηκε το 2016, υπερισχύοντας στις εκλογές έναντι της Χίλαρι Κλίντον, ενσαρκώνει αυτές τις αξίες, θα το κρίνει η ιστορία και σύντομα ο λαός της Αμερικής στις εκλογές που πλησιάζουν, το Νοέμβριο του 2020. Ο κύριος αντίπαλος του δεν έχει ακόμα αναδειχθεί, αφού οι δημοκρατικοί καλούνται να δώσουν το χρίσμα τους σε έναν υποψήφιο, ο οποίος θα πρέπει να έχει την δυναμική να κερδίσει τις εκλογές, ενώ αμφιταλαντεύονται μεταξύ μίας πληθώρας αξιόλογων υποψηφίων. Σ’ αυτό το άρθρο, θα γίνει μία προσπάθεια αποτίμησης της τετραετίας του ρεπουμπλικανού προέδρου των ΗΠΑ, η οποία μόνο απαρατήρητη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Το ισχυρό χαρτί του Τραμπ, σίγουρα είναι η οικονομική πορεία της Αμερικής κατά την θητεία του. Ενδεικτικό είναι ότι το 56% των πολιτών, σύμφωνα με έρευνα για λογαριασμό του CNN(SSRS,2019), έχει θετική άποψη για τις οικονομικές πολιτικές του Προέδρου. Φυσικά, μιλάμε για ποσοστό ρεκόρ τις τελευταίες δεκαετίες. Ρεκόρ αποτελεί και η μείωση της ανεργίας στο 3,6%(The White House,2020), ποσοστό που οι ΗΠΑ έχουν να ζήσουν εδώ και πολλές δεκαετίες. Παράλληλα, η ανεργία στους αφροαμερικανούς και ισπανόφωνους πολίτες της χώρας, έχει πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Έχουν δημιουργηθεί σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, ενώ η οικονομική ανάπτυξη το τελευταίο τρίμηνο, έπιασε ρυθμούς της οικονομικής τάξεως του 4,2%(The white House,2020). Επιπλέον, επί προεδρίας Τραμπ αναθεωρήθηκε η NAFTA, η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της Βόρειας Αμερικής και δημιουργήθηκε η USMC, η οποία την αντικαθιστά. Κατά τον Αμερικανό πρόεδρο, η καινούργια συμφωνία διορθώνει και εκσυγχρονίζει τη NAFTA, ενώ οι πολέμιοί του ισχυρίζονται πως είναι η ίδια συμφωνία, με άλλη όμως ονομασία. Ωστόσο, τα θετικά της συμφωνίας αυτής είναι αρκετά και δικαιολογούν τα λεγόμενα του Προέδρου, καθώς έχουν προστεθεί παράγοντες που προστατεύουν το ηλεκτρονικό εμπόριο και την πνευματική ιδιοκτησία, που τονώνουν την παραγωγή αυτοκινήτων στη Βόρεια Αμερική με υλικά από τη Βόρεια Αμερική, που προστατεύουν το περιβάλλον, που ανοίγουν την αγορά αγροτικών προϊόντων που προέρχονται από τις ΗΠΑ. Τέλος, υποχρεώνει το Μεξικό να καθιερώσει ισχυρούς εργατικούς κανόνες, για να προστατευτεί το εγχώριο εργατικό δυναμικό.
Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ είναι ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ και Κίνας. Ο Αμερικανός Πρόεδρος επί χρόνια κατηγορεί την Κίνα για αντικανονικές εμπορικές πρακτικές και κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Για να το διορθώσουν αυτό, οι ΗΠΑ επέβαλαν δισεκατομμύρια δασμών στις εισαγωγές μιας πληθώρας Κινεζικών προϊόντων, με σκοπό να πιέσουν την Κίνα να βρεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ. Η θέση του Προέδρου σε αυτό το ζήτημα είναι αποδεκτή, καθώς είναι γνωστό πως η Κίνα για να αναπτυχθεί χρησιμοποίησε ένα μείγμα αντικανονικών, στην ανοικτή οικονομία, πολιτικών και οικονομικού προστατευτισμού, για να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστικών χωρών. Επίσης, η Κίνα έχει χαρακτηριστεί ως χειραγωγός συναλλάγματος από τις ΗΠΑ, επί προεδρίας Τράμπ και όχι άδικα. Η πρώτη, δεν έχει ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα και εύκολα φροντίζει να έχει υποτιμημένο το νόμισμά της από καιρό σε καιρό, ούτως ώστε στο εξωτερικό να είναι φθηνότερα τα προϊόντα της και άρα να τονώνει τις εξαγωγές της, με συνέπεια να αποκτά πλεονέκτημα, ειδικά έναντι των αναπτυγμένων βιομηχανικά κρατών και συγκεκριμένα των ΗΠΑ. Μπορεί η επιβολή δασμών και ο γενικότερος εμπορικός πόλεμος να είναι μια ανορθόδοξη οικονομική πολιτική για τις οικονομίες της ανοικτής αγοράς της Δύσης, όμως απέναντι σε έναν αντίπαλο που αγωνίζεται με αθέμιτα μέσα, η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί ότι μάλλον είναι η μοναδική διέξοδος. Επίσης, εξυπηρετεί μία άλλη πολιτική του Τραμπ, την μείωση του εμπορικού ελλείμματος της χώρας του και να η στροφή των Αμερικανών σε εγχώρια προϊόντα.
Στα κακώς κείμενα της διακυβέρνησης Τραμπ, πιστώνεται, σε οικονομικό επίπεδο πάντα, το νέο φορολογικό σύστημα. Αποτέλεσμα των αλλαγών στη φορολογία, αναμενόταν να είναι η μείωση των φόρων στις μεγάλες επιχειρήσεις, όπου αυτό σύμφωνα με την κυβέρνηση θα έφερνε επενδύσεις και άρα μεγαλύτερη αύξηση των νέων θέσεων εργασίας και των μισθών. Αυτό ωστόσο δεν έγινε, καθώς οι επενδύσεις, οι μισθοί και οι νέες θέσεις εργασίας, δεν σημείωσαν κάποια ραγδαία αλλαγή στα δύο χρόνια εφαρμογής του νόμου, αλλά και γενικώς δεν υπάρχει κάποιο υπόδειγμα ή θεωρία στα οικονομικά που να στηρίζει αυτή την κίνηση. Οι μόνοι κερδισμένοι του νέου φορολογικού συστήματος ήταν οι πλούσιοι των ΗΠΑ, οι οποίοι κέρδισαν ακόμη περισσότερα χρήματα και έτσι οξύνθηκε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα της εισοδηματικής ανισότητας στη χώρα.
Στο εξωτερικό, οι ΗΠΑ αποτελούσαν πάντοτε μία κυρίαρχη δύναμη με τεράστιο κύρος. Παρά τις πολιτικές απομονωτισμού στο παρελθόν, η δυναμική της Αμερικής δεν περιορίζεται στις θάλασσες που την χωρίζουν με τις άλλες Ηπείρους. Η πρόσφατη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σουλεϊμανί, κατάφερε μόνο να εντείνει το κλίμα στην Μέση Ανατολή, η οποία συνεχίζει να είναι ένα καζάνι που βράζει. Ναι μεν ο Τραμπ στόχευε με αυτή την στρατηγική κίνηση στην παράλυση της επαναστατικής φρουράς, αλλά το να δολοφονήσεις τον δεύτερο πιο ισχυρό άντρα στο Ιράν είναι μία βεβιασμένη και επικίνδυνη κίνηση. Το Ιράν, αντέδρασε απειλώντας τις ΗΠΑ με εκδίκηση, σηκώνοντας μάλιστα και το κόκκινο λάβαρο του πολέμου, γεγονός πρωτόγνωρο για την σύγχρονη ιστορία, καθώς το κόκκινο λάβαρο είχε να κάνει την εμφάνιση του τόσο έντονα από τις ημέρες του τελευταίου Χαλίφη της Δυναστείας των Ρασιντούν, Αλή. Επίσης, παρά τις εξαγγελίες για αποχώρηση της Αμερικής από την Μέση Ανατολή, το 2019 αναπτύχθηκαν περισσότερα από 14.000 στρατεύματα εκεί. Σίγουρα αυτά τα δρώμενα, θα δώσουν την ευκαιρία στους Ιρανούς να επεκτείνουν την επιρροή τους στο Ιράκ και να ενισχύσουν το αντιαμερικανικό κλίμα που επικρατεί τόσο εκεί, όσο και στην ευρύτερη σφαίρα επιρροής της συμμαχίας BRICS, καθιστώντας την πραγματικότητα αρκετά τεταμένη. Αυτό αυτόματα θα σημάνει και ένα μεγάλο πλήγμα στα Αμερικανικά συμφέροντα. Όσον αφορά την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, σ’αυτό έχει συμβάλει και η άρνηση της επικύρωσης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν από την πλευρά της Αμερικής, η οποία θεωρεί ότι η Τεχεράνη το παραβιάζει. Πλήγμα στα Αμερικανικά συμφέροντα, αποτελεί και η αποχώρηση των ΗΠΑ από την Συρία (επί διακυβέρνησης Τραμπ έχει πραγματοποιηθεί αεροπορική επιδρομή ως αντίποινα στο καθεστώς Ασάντ), που πλέον βρίσκεται στην σφαίρα της επιρροής της Ρωσίας, η οποία αποκτά λόγο στη Μέση Ανατολή. Επιπρόσθετα, στην πολύπαθη Συρία, ο Τραμπ έδειξε ασυνέπεια στο ζήτημα των Κούρδων, οι οποίοι ήταν σύμμαχοί του στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά του ISIS, επιτρέποντας στην αρχή στους Τούρκους να ξεκινήσουν επιχείρηση εναντίον τους και έπειτα χαρακτηρίζοντας παράνομη αυτή την δράση, γεγονός που έπληξε την διεθνή αξιοπιστία των ΗΠΑ. Πρέπει όμως να πιστώσουμε στον Πρόεδρο των ΗΠΑ την καταπολέμηση του ISIS, μια παγκόσμια απειλή που σχεδόν έχει εξουδετερωθεί.
Από εκεί και πέρα, ο Αμερικανός Πρόεδρος εκπλήρωσε την προεκλογική του υπόσχεση, μεταφέροντας την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, κάνοντας πραγματικότητα την προεκλογική δέσμευση που είχε δώσει στους Ευαγγελικούς Χριστιανούς, υπόσχεση που του είχε προσδώσει εκατομμύρια ψήφους και τη νίκη σε μεγάλο μέρος των νοτιοδυτικών πολιτειών(προκαλώντας την αντίδραση του αραβικού κόσμου και των Παλαιστινίων), κάτι το οποίο είχαν αθετήσει να κάνουν οι προκάτοχοί του. Έντονα αντέδρασαν πολλές χώρες, ανάμεσα τους, φυσικά, και η Τουρκία. Οι σχέσεις με την Τουρκία τα τελευταία χρόνια, δοκιμάζονται από ισχυρές αντιπαραθέσεις. Η αγορά των S-400 από την Ρωσία, παρά τις οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ, προχώρησε με σιωπηρή τελικά αποδοχή του Τραμπ. Βέβαια, η Τουρκία είναι στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τραμπ πρέπει να υποκύπτει στο Ανατολίτικο παζάρι της. Η Τουρκία, συνεχώς απομακρύνεται από την δύση, ενώ παράλληλα προκαλεί γείτονες χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Το State Department απλά αρκείται σε μη ουσιαστικές ανακοινώσεις, οι οποίες προτρέπουν την Τουρκία να συμμορφωθεί. Ο Ντόναλντ Τραμπ, όσον αφορά αυτά τα ζητήματα, θα έπρεπε να είναι πιο σκληρός και αποφασιστικός, γιατί η μέχρι στιγμής κατάληξη είναι να κάνει τα στραβά μάτια στις προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Όταν αναφέρουμε Ανατολική Μεσόγειο, αυτόματα πάει το μυαλό μας και στο ΝΑΤΟ. Στην αρχή της θητείας του, ο Τραμπ θεωρούσε απαρχαιωμένο τον Οργανισμό και επιζήμιο, ενώ μετά άλλαξε θέση, υπερασπίζοντας την σταθερότητα που προσφέρει στην περιοχή. Όσον αφορά αυτό τον Οργανισμό, πέτυχε μία μεγάλη επιτυχία για την χώρα του, μειώνοντας την χρηματική συνεισφορά των ΗΠΑ με παράλληλη αύξηση της συνεισφοράς των συμμάχων. Σημαντικό είναι να αναφερθεί, έστω και εμβόλιμα, η πρόσφατη συνάντηση του ισχυρού άνδρα των ΗΠΑ με τον Ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν (ο οποίος χαρακτήρισε ειδική την σχέση του με τον Τραμπ), σε μία προσπάθεια αποκλιμάκωσης της οποιασδήποτε έντασης και σύσφιξης των διμερών σχέσεων.
Συνεχίζοντας την εκπλήρωση των προεκλογικών του δεσμεύσεων, την 1η Ιουνίου του 2017, ο Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ από την Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή, μόλις ένα χρόνο μετά την υπογραφή της επί προεδρίας Ομπάμα. Αμηχανία προκλήθηκε στην πλευρά των Δημοκρατικών, ενώ οι συντηρητικοί χαιρέτισαν την απόφαση. Η διακυβέρνηση του θεωρεί την συμφωνία επιζήμια και προσδοκεί την επαναδιαπραγμάτευση της, κάτι όμως που κρίνεται αδύνατο χωρίς να συμφωνηθεί και από τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη. Αφενός η συμφωνία των Παρισίων είναι μία ιστορική συμφωνία διεθνούς συνεργασίας, που κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει, αφετέρου όμως ο τέως πρόεδρος δεσμεύτηκε σε μια τεράστια οικονομική συμμετοχή στο Ταμείο Πράσινου Κλίματος, ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που ξεπερνά την συνεισφορά οποιασδήποτε άλλης χώρας. Είναι ίσως κατανοητό, η νέα διακυβέρνηση να εξετάζει τρόπους να επαναδιαπραγματευτεί την συμμετοχή της στην συμφωνία, όμως είναι οπωσδήποτε αναγκαίο να επιστρέψει σ’αυτήν. Πάντως, η αποχώρηση της θα πραγματοποιηθεί στις 4 Νοεμβρίου του 2020, την επαύριο των Αμερικανικών εκλογών, ενώ μέχρι τότε διατηρεί την έδρα της, επηρεάζοντας τις όποιες αποφάσεις λαμβάνονται. Στον αντίποδα, οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι έχουν ήδη δεσμευτεί, ότι η εκλογή τους θα σημάνει και επιστροφή στην συνθήκη. Γενικά, ανεξαρτήτως της συμφωνίας, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ επιδιώκει την δημιουργία ενός νέου διεθνούς συστήματος, που ο ίδιος πιστεύει ότι κέντρο θα έχει το συμφέρον του κράτους και του λαού όλων των χωρών, θέτοντας εμπόδιο στην διαρκή επέλαση της παγκοσμιοποίησης, όπως ανέφερε και ο ίδιος σε πρόσφατες ομιλίες του.
Στα τέλη του 2019, ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ο τρίτος Αμερικανός πρόεδρος που παραπέμπεται από την Βουλή των Αντιπροσώπων (σώμα που ελέγχουν οι δημοκρατικοί), με αίτημα την καθαίρεση του. Η πρώτη κατηγορία ήταν η κατάχρηση εξουσίας και η δεύτερη η παρεμπόδιση της καλής λειτουργίας του Κογκρέσου. Την αφορμή έδωσε το τηλεφώνημα του Προέδρου στον Ουκρανό ομόλογο του, για να διενεργήσει έρευνα σε πολιτικό του αντίπαλο. Ο Τραμπ, αμέσως έκανε λόγο για κυνήγι μαγισσών από τους Δημοκρατικούς, ενώ τόνισε ότι δεν προέβη σε κάποια παράνομη κίνηση. Γρήγορα, οι ρεπουμπλικανοί συσπειρώθηκαν γύρω του, με συνέπεια την αθώωση του στην Γερουσία, την οποία και ελέγχουν. Παρόλο που οι Δημοκρατικοί, με την Πρόεδρο της Βουλής, Νάνσι Πελόσι,στην πρώτη γραμμή, προσπάθησαν να κρατήσουν χαμηλούς τους τόνους και να αποφύγουν τον ρεβανσισμό, η αλήθεια είναι ότι η παραπομπή συσπείρωσε τους ψηφοφόρους του Τραμπ. Η χρονική στιγμή που αποφασίστηκε αυτή η κίνηση από την ηγεσία των δημοκρατικών, είναι λανθασμένη για το κόμμα τους και ίσως τους γυρίσει μπούμερανγκ. Τέτοιες πρακτικές, λίγο πριν τις εκλογές, είναι επικίνδυνες και σίγουρα τρέφουν τους ψηφοφόρους του Αμερικανού προέδρου.Το αν τελικά ήταν αθώος ή όχι, κρίθηκε από τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα, αλλά σίγουρα οι κινήσεις των Δημοκρατικών έπρεπε να είναι πιο προσεκτικές και να επικεντρωθούν στην προβολή του υποψηφίου που θα λάβει το χρίσμα τους και όχι σε μία εσωτερική διαμάχη με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Η τετραετία του Ντόναλντ Τραμπ, που σύντομα τελειώνει, είναι ένα ταξίδι που παρακολουθεί όλος ο πλανήτης. Προς την ολοκλήρωση του ταξιδιού βλέπουμε μία ισχυρή αμερικανική οικονομία που συνεχώς αναπτύσσεται, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία, δείχνοντας σε αντίπαλες οικονομίες, όπως της Κίνας, ότι ακόμα οι ΗΠΑ είναι ο κύριαρχος παίχτης στην σκακιέρα. Αυτό είναι και το ισχυρό του χαρτί για την επανεκλογή του. Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται ως αμφιλεγόμενη, απροσδόκητη και παρορμητική σε πολλά ζητήματα, χρήζοντας σημαντικής βελτίωσης. Το αν όμως ο λαός συμφωνεί ή όχι με τις πρακτικές του Τραμπ, θα φανεί τον ερχόμενο Νοέμβριο. Η πορεία προς τις κάλπες είναι ήδη τεταμένη μεταξύ των δύο κομμάτων, που προσπαθούν και τα δύο να κερδίσουν τις εντυπώσεις, με θεμιτά αλλά και, σε κάποιες περιπτώσεις, με αθέμιτα μέσα. Πως θα μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά σε μία χώρα, που μέχρι και η πολιτική της σκηνή είναι ένα show;