της Φιλίππας Δαμιανάκου,

Ο πληθυσμός της  Κολομβίας, χρειάστηκε να διανύσει 52 χρόνια εμφύλιας εξέγερσης για να επιτευχθεί η αναγνώριση ενός ελεύθερου πλέον και ανεξάρτητου κράτους (Clarke, 2016). Ο πόλεμος της Κολομβίας, χαρακτηρίζεται ως ο μακροβιότερος πόλεμος με εμφύλιο χαρακτήρα στη Νότιο Αμερική και στην ιστορία όλων των εθνών (Young Pioneer Tours). Η επίσημη και οριστική λήξη του επήλθε το 2016, ύστερα από τη  Συμφωνία Ειρήνης, που υπεγράφη μεταξύ των εμπόλεμων, υπό την αιγίδα και το ομόφωνο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

 Η παρούσα ανάλυση, θα εστιάσει στο ιστορικό υπόβαθρο του πολέμου, στην υφιστάμενη κατάσταση της σημερινής κολομβιανής επικράτειας και στο κατά πόσο επρόκειτο για μια πραγματική νίκη ελευθερίας των πολιτών. Ωστόσο, αξιοσημείωτο για  την κατανόηση των εξελίξεων αποτελεί το γεγονός ότι ως ένα από τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, η Κολομβία, έχει δεχτεί πλήγματα εμφύλιων συγκρούσεων ήδη από το 1948, τον ιστορικό πόλεμο La Violencia, ο οποίος διήρκησε μία δεκαετία, που είχε ως αποτέλεσμα  το θάνατο χιλιάδων πολιτών της στον αγώνα των φιλελεύθερων και συντηρητικών κομμάτων. Αιτία του πολέμου αποτέλεσε η δολοφονία του ηγέτη του παραδοσιακού Φιλελεύθερου Κόμματος, Jorge Eliécer Gaitán (Guillermoprieto, 2018).

Ιστορική αναδρομή πολέμου

 Στον απόηχο των συγκρούσεων του 1948, ο πληθυσμός της Κολομβίας οδηγήθηκε σε εξεγέρσεις με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, αλλά και οργάνωση. Αφετηρία του εμφυλίου πολέμου, αποτέλεσε  η ένοπλη επίθεση των Επαναστατικών Ένοπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC), το 1968, εναντίον της κυβέρνησης της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, επρόκειτο για κομμουνιστές και φιλελεύθερους αγωνιστές,[1] οι οποίοι αναδιοργανώθηκαν ως FARC, ύστερα από τη σύγκρουση La Violencia, υποστηρίζοντας πως αγωνίζονται για τον λιγότερο ευκατάστατο πληθυσμό του κράτους, την προστασία του και την απόδοση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Εξίσου, καθοριστικής σημασίας θεωρείται  η παρουσία του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (ELN) ως αντάρτικο κίνημα που μάχεται για τους πιο καταπιεσμένους πολίτες. Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται  οι κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες αγωνίζονται για τα δικαιώματα όλων των πολιτών, την τάξη και τη σταθερότητα της χώρας, την ίδια στιγμή που οι παραστρατιωτικές ομάδες, με σημαντικότερη την AUC, τις Ηνωμένες Δυνάμεις Αυτοάμυνας της Κολομβίας, υποστηρίζουν ακράδαντα ότι αποτελεί χρέος τους να αντιδρούν σε κάθε απειλή που προέρχεται από αντάρτικα κινήματα (BBC,  2013).

Η ύπαρξη και η δράση των ποικίλων και πολλαπλών οργανώσεων κατέληξε σε περισσότερες μορφές βίας και ακόμα περισσότερες δολοφονίες. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα μέτωπα έχουν κατηγορηθεί για εξαφανίσεις, απαγωγές, φαινόμενα βιασμού, βασανιστηρίων, υποχρεωτικών εκτοπισμών ή ακόμα και σφαγών. Αναφέρονται ως υπαίτιοι μέχρι και για τη δημιουργία πληθώρας εγκληματικών συμμοριών, που έχουν ως κύριο έργο τη διακίνηση ναρκωτικών (BBC,  2013). Τελικά, ο άμαχος πληθυσμός καταλήγει στη θέση του θύματος, σε μια προσπάθεια να βρει διέξοδο μέσα στο απόλυτο χάος του εσωτερικού διαμελισμού και των ένοπλων συγκρούσεων. Σύμφωνα με επίσημη μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κολομβίας για την Ιστορική Μνήμη, περίπου 220 χιλιάδες πολίτες έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκαν στον άμαχο πληθυσμό, ενώ πολύ λιγότεροι ήταν οι μάχιμοι (Al jazeera, 2013) και ταυτόχρονα περίπου 5 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν και δημιούργησαν το δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό εσωτερικά εκτοπισμένων (IDP) στον κόσμο (Clarke, 2016). Σε αυτό το σημείο, χρειάζεται να ληφθεί υπόψιν το γεγονός πως η Κολομβία αποτελεί ένα ανέκαθεν διαχωρισμένο λατινοαμερικανικό έθνος. Μία διασπασμένη κοινωνία μεταξύ των πλούσιων οικογενειών με ισπανική καταγωγή και των φτωχών κολομβιανών, οι οποίοι συχνά είναι μικτής φυλής[2] και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της (BBC, 2013).

Τα γεγονότα του πολέμου ακολουθούν εξελισσόμενη πορεία στο πέρασμα των ετών. Τη δεκαετία του 1970, οι απαγωγές με αντάλλαγμα λύτρα υπό τη FARC κάνουν την εμφάνιση τους, την ίδια ακριβώς στιγμή που το εμπόριο ναρκωτικών βρίσκει πρόσφορο έδαφος να εξελιχθεί και να προσφέρει πλούτο και όπλα στους αγωνιστές (Yuhas, 2016). Το 1982 ωστόσο, ο πρόεδρος της Κολομβίας, Belisario Betancur, αποφασίζει παύση πυρός, χορήγηση αμνηστίας σε αντάρτες και απελευθέρωση κρατουμένων, ύστερα από φιλική συνεννόηση με το Λαϊκό Στρατό (BBC, 2018). Στα τέλη της δεκαετίας, ο αγώνας κατά του εμπορίου ναρκωτικών ενισχύεται, ενώ οι φατρίες και τα καρτέλ εντάσσονται τελικά στο πλευρό του στρατού. Το 1991 όμως, ο ηγέτης τους, Pablo Escobar, δολοφονείται σε μια προσπάθεια του να αποφύγει τη σύλληψη και η φύση του πολέμου αλλάζει πορεία. Οι ειρηνευτικές συνομιλίες, δεν αργούν να κάνουν την εμφάνιση τους και τελικά με την αλλαγή της χιλιετίας δημιουργείται το “Plan Colombia” υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, σε μια επιχείρηση τους να προσφέρουν περαιτέρω στρατιωτική βοήθεια στη γειτονική χώρα, αναφορικά με τον αγώνα που διεξάγει κατά των ναρκωτικών. Οι συνομιλίες για εύρεση κοινών λύσεων κατά του πολέμου οδηγούνται γρήγορα σε αποτυχία και επανεμφανίζονται μια δεκαετία αργότερα, δίχως όμως την τήρηση των ειρηνευτικών αποφάσεων των αντιμαχόμενων πλευρών.

Ο εμφύλιος πόλεμος του 1964, ύστερα από 5 δεκαετίες οδηγήθηκε τελικά στο τέλος του. Η Συμφωνία Ειρήνης υπεγράφη 27 Ιουνίου του 2016, ενώ η οριστική κατάπαυση πυρός περιήλθε στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους, ύστερα από ομόφωνο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο ΟΗΕ, συνέβαλε στην οικονομική και κοινωνική επανένταξη του μάχιμου πληθυσμού και άσκησε έλεγχο στα εσωτερικά της χώρας προκειμένου να βεβαιωθεί ότι τηρούνται οι συμφωνηθέντες όροι. Το τελικό αναθεωρημένο ψήφισμα ολοκληρώθηκε στα τέλη του έτους, με την παράδοση των όπλων των ανταρτών και παραστρατιωτικών ομάδων (Young Pioneer Tours).  Οι ειρηνευτικές συνομιλίες είχαν ξεκινήσει ήδη από το 2012 υπό την διακυβέρνηση του Juan Manuel Santos, αλλά ήδη από τα προηγμένα χρόνια της προεδρίας του Uribe με τον Santos τότε υπουργό αμύνης είχαν επιτευχθεί  σοβαρά πλήγματα στα αντάρτικα κινήματα, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά ώστε να καταφέρουν να τα αποδυναμώσουν εξ’ ολοκλήρου. Η ισχύς τους, εξακολουθούσε να είναι σημαντική στις αγροτικές περιοχές, εκεί όπου η κυβέρνηση αδυνατούσε να ασκεί έλεγχο (BBC,  2013).

Εμπόλεμες-ένοπλες ομάδες

φιλιππα1Για να καταφέρει κανείς να κατανοήσει την κολομβιανή εμφύλια σύγκρουση, απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η μελέτη των εμπόλεμων μερών και των επιδιώξεων τους. Εν πρώτοις, η μεγαλύτερη ομάδα ανταρτών και η πλουσιότερη στρατιωτικά σε ολόκληρη την υφήλιο θεωρείται η FARC. Ιδρυτής και ηγέτης της αποτέλεσε ο Manuel “Sureshot” Marulanda, μετά το θάνατο του οποίου, ανέλαβαν τη θέση του ποικίλοι υποστηρικτές του κινήματος. Τελευταίος ηγέτης της αποτέλεσε ο Rodrigo Londono, γνωστός με το ψευδώνυμο Timocheno. Αρχική, αιτία της σύστασης της, το 1964, ήταν η ανατροπή της κυβερνήσεως. Σκοπός ήταν η εγκαθίδρυση  ενός μαρξιστικού μοντέλου διακυβέρνησης, η οποία θα ήταν σύμφωνη με τις ιδρυτικές αρχές και αξίες της οργάνωσης. Από τη δεκαετία του 1990 όμως, όταν οι δεξιές παραστρατιωτικές ομάδες ξεκίνησαν τις επιθέσεις εναντίον της, οι επιδιώξεις της άλλαξαν πορεία. Στην προσπάθεια της να αποκτήσει περισσότερη ισχύ και πλούτο για μία οργανωμένη εκστρατεία, τελικά μετεξελίχθηκε στη σημαντικότερη ομάδα εμπορίου ναρκωτικών. Στην πραγματικότητα, το λαθρεμπόριο κοκαΐνης προσέφερε ακριβώς όσα ήταν αναγκαία για να επιτευχθεί η εκπαίδευση των μαχητών της και να οργανωθεί η ομάδα σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι ΗΠΑ, αλλά και πολλές ευρωπαϊκές χώρες τη συγκαταλέγουν σε καταλόγους τρομοκρατικών οργανώσεων (BBC, 2013). Ωστόσο, το αντάρτικο κίνημα παρά την αποστρατικοποίηση του και την παύση των εχθροπραξιών μετά την υπογραφή των ειρηνευτικών όρων δεν έπαψε να υφίσταται, αλλά αντιθέτως οργανώθηκε σε πολιτικό κόμμα ως Κοινή Εναλλακτική Επαναστατική Δύναμη. Καθοριστική γραμμή της πολιτικής του πορείας, αποτελεί η ναι μεν μαρξιστική οργάνωση και  επίτευξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά αυτή τη φορά με πολιτικά και όχι στρατιωτικά μέσα (Young Pioneer Tours) .

Το δεύτερο σημαντικότερο και ισχυρότερο αντάρτικο κίνημα του εμφυλίου αποτελεί το ELN, εμπνευσμένο από τις τακτικές του Che Guevara, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο χριστιανικός ή καθολικός κομμουνισμός. Έκτοτε, αναγνωρίζεται ως η μεγαλύτερη δύναμη ξεπερνώντας  τη FARC, ύστερα από την αποστρατικοποίηση και αποδυνάμωση της, παρόλο που η ίδια διετέλεσε τον κινητήριο πολιτικό παράγοντα της σύστασης της (BBC, 2013). Η εμφάνιση του κινήματος, ως κύριο μέλος σε πετρελαιοπαραγωγικές επιθέσεις και απαγωγές οδήγησε εκ νέου στην αναγραφή του σε καταλόγους τρομοκρατικών οργανώσεων. Η σύσταση των αντάρτικων κινημάτων επεκτάθηκε περαιτέρω με τη δημιουργία μικρότερων οργανώσεων, όπως το Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (EPL), ομάδα εμπνευσμένη από τον Μάο με μικρότερη όμως έκταση.

Στους παραστρατιωτικούς στρατούς, από την αντίπερα όχθη, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1997, δημιουργήθηκαν οι Ηνωμένες Δυνάμεις Αυτοάμυνας Κολομβίας (AUC) με αφορμή την ανάγκη αντιμετώπισης απαγωγών και φαινομένων μορφών εκβιασμού εναντίον των ανταρτών του κράτους. Η AUC, έκανε την εμφάνιση της ως ομάδα ομπρέλας από εμπόρους ναρκωτικών και ιδιοκτήτες γης, η οποία υποστήριζε πως επειδή η πολιτεία είναι ανίσχυρη έπρεπε να εφοδιαστεί με οπλισμό για λόγους αυτοάμυνας. Κατηγορείται ως κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα καρτέλ ναρκωτικών, έχοντας πραγματοποιήσει σφαγές, βασανιστήρια και δολοφονίες. Ωστόσο, η κυβέρνηση ήδη από το 2003 κατέληξε σε συμφωνία με την AUC. Στην συμφωνία αυτή, πάρθηκε η απόφαση παράδοσης των παραστρατιωτικών ηγετών με αντάλλαγμα την μειωμένη ποινή φυλάκισης τους (BBC,  2013).  Βέβαια, έχει δημιουργηθεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα στην πολιτεία αναφορικά με το νομικό πλαίσιο και την ατιμωρησία τέτοιο είδους εγκληματικών ενεργειών. Εξίσου σημαντικό το γεγονός πως η κυβέρνηση της χώρας, υποστηρίζει πως η  AUC έχει αντικαταστήσει μια σειρά εγκληματικών συγκροτημάτων ή διαφορετικά ονομαζόμενοι Bacrims ως συμμορίες με παραστρατιωτικούς μαχητές, οι οποίοι συμβάλλουν στη διακίνηση του εμπορίου ναρκωτικών και στην προώθηση των περαιτέρω εκβιασμών (BBC, 2013).

Γιατί οι ΗΠΑ εμπλέκονται στην Κολομβία;

 Βαρύνουσας σημασίας, αποτελεί το γεγονός πως κάθε ενέργεια αναφορικά με τα προβλήματα που ταλανίζουν το κολομβιανό κράτος και την ασφάλεια του χαρακτηρίζονται από την άμεση εμπλοκή των  ΗΠΑ στα εσωτερικά της Κολομβίας. Η λογική εξήγηση της συγκεκριμένης καταστάσεως, οφείλεται στο ότι η Κολομβία αποτελεί την κύρια πηγή διακίνησης ναρκωτικών στην Αμερική. Οι πρόεδροι Andrés Pastrana και Bill Clinton το 2000 δημιούργησαν το “Plan Colombia”, ένα έργο αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, με πρωταρχικό σκοπό την καταπολέμηση της FARC και στη συνέχεια, την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και την εξάλειψη των καλλιεργειών κοκαΐνης. Οι ΗΠΑ, ανέλαβαν πλήρως τα έξοδα ώστε να εξοπλιστούν με τα αναγκαία μέσα οι κολομβιανές δυνάμεις, όσον αφορά το στράτευμα,  τον οπλισμό, αλλά και τα συστήματα παροχής πληροφοριών, ενώ  παράλληλα συνέβαλαν σημαντικά και στην παροχή στρατιωτικής βοήθειας στα τοπικά στρατεύματα. Τον Οκτώβριο του 2009, υπεγράφη τελικά Συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της Κολομβίας σχετικά με την καταπολέμηση του εμπορίου ναρκωτικών και των τρομοκρατικών ενεργειών, ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ, απέκτησαν αδειοδότηση να πραγματοποιούν στρατιωτική χρήση ορισμένων αεροσκαφών της Κολομβίας (BBC,  2013).

Η κολομβιανή επικράτεια: Σήμερα

 Η λογική εξέλιξη του κολομβιανού κράτους, έπειτα από τόσα έτη, δεκαετίες και περιόδους συγκρούσεων (BBC, 2018), δεν είναι η δημιουργία ενός απόλυτα ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους με μια ανοδική πορεία προς την ανάπτυξη της χώρας και τον κατοίκων της. Παρόλο που οι συμφωνηθέντες όροι αναφέρονται σε καταστάσεις ελευθερίας και ειρήνης, η πραγματικότητα απέχει αρκετά. Οι πολίτες, αντιλαμβανόμενοι την υφιστάμενη κατάσταση και τη μηδενική εξέλιξη οργανώθηκαν σε ομάδες και εγκαινίασαν μια περίοδο εθνικής απεργίας τους τελευταίους μήνες του 2019 σε διάφορες πολιτείες της Κολομβίας. Χαρακτηριστική, είναι εκείνη στην περιοχή Μπογκοτά, σε μία προσπάθεια των κατοίκων να δώσουν ένα τέλος στη διαφθορά, στις μορφές βίας, στις ανισότητες, στο κακό σύστημα υγείας, στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αφορμή αποτέλεσε η μείωση των ποσοστών των συντάξεων και οι περικοπές στο τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης. Ανάμεσα στους διαδηλωτές, πέρα από τα πρωταρχικά εργατικά κόμματα, κάνουν την εμφάνιση τους αυτόχθονες, ακόμα και μαθητές κατηγορώντας τις κυβερνητικές δυνάμεις του σημερινού προέδρου Ivan Duque και ζητώντας της αποχώρηση του, εφόσον αδυνατεί να επισπεύσει την εφαρμογή των ειρηνευτικών ορών. Ως απάντηση, ο Duque ανήγγειλε σε τηλεοπτική εκπομπή πως θα διεξαγάγει εθνικό διάλογο προκειμένου να δώσει λύση σε κάθε δυσεπίλυτο ζήτημα για να βελτιωθούν οι  ζωές των ανθρώπων. Παρά τις συγκεκριμένες δηλώσεις, οι διαδηλωτές παραμένουν πιστοί στον αγώνα τους, αυτού του να αποκτήσουν κι εκείνοι μία θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων (Grattan, 2019).

φιλιππα2Το νέο FARC, κατά κύριο λόγο πραγματοποιεί επιθέσεις κατά του στρατού σε τοπικό επίπεδο, βασανιστήρια, εκβιασμούς και ξανά φέρνει στο προσκήνιο κάθε μορφή βίας. Οι παραστρατιωτικές συγκρούσεις, δεν έπαψαν ποτέ να υφίστανται, ενώ παράλληλα τα καρτέλ ναρκωτικών αποκτούν ολοένα και περισσότερη δύναμη με το πέρασμα των ετών. Ακόμα και η σύσταση καινούργιας συμμορίας, της Clan de Golfo, μιας δεξιάς παραστρατιωτικής ομάδας που εντάχθηκε στη FARC, αποδεικνύει πως τίποτα δεν έχει λήξει στην πραγματικότητα, τίποτα δεν έχει παύσει να εξελίσσεται ως μια επιπλέον απειλή για τους πολίτες και τη ζωή τους (Young Pioneer Tours). Η Κολομβία, παραμένει μια φτωχή χώρα με συνεχιζόμενη την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με την πλειοψηφία των κατοίκων της να μην έχουν ζήσει ουδέποτε σε περίοδο ειρήνης.

Συμπεράσματα

 Ο κολομβιανός εμφύλιος πόλεμος, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας ολόκληρης της υφηλίου. Η ένταση και διάρκεια του, έχει χαραχθεί στη μνήμη κάθε ανθρώπινου νου και η βιαιότητα του έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτα τραύματα σε όσους κατάφεραν να επιβιώσουν. Η λήξη του μακροβιότερου εφιάλτη για τη Λατινική Αμερική, που έληξε μερικά χρόνια πρωτύτερα, δεν κατάφερε να επιφέρει την ανάκαμψη στο βιοτικό επίπεδο  των πολιτών της, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρά ζητήματα απειλών και βίας σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Με το εγχείρημα εθνικών απεργιών και διαδηλώσεων οι πολίτες της Κολομβίας, φαίνεται ότι τρέφουν ακόμα ελπίδες και αισθήματα πίστης προς ένα καλύτερο αύριο και ένα πιο λαμπρό μέλλον. Η επιμονή και η αέναη προσπάθεια τους για την επίτευξη μιας πραγματικά ελεύθερης ζωής παραμένει ακράδαντη και μαρτυρά την αξία απλών, αλλά διόλου αυτονόητων και εγγυημένων δικαιωμάτων, που κάθε άνθρωπος αναζητά προκειμένου να ανακαλύψει την ευτυχία στον κόσμο. 

Βιβλιογραφία

[1]. Rachel Clarke, 2016,  “Colombia: 52 years of war, 220,000 dead, now peace.”, CNN, Available here. [πρόσβαση 14 Ιανουαρίου 2020]

[2]. Young Pioneer Tours, “A guide to the Colombian Civil War.”, Available here.  [πρόσβαση 15 Ιανουαρίου 2020]

[3]. BBC News, May 2013, “Q&A: Colombia’s civil conflict.”, Available here. [πρόσβαση 20 Ιανουαρίου 2020]

[4]. BBC News, August 2013, “Profiles: Colombia’s armed groups.”, Available here. [πρόσβαση 21 Ιανουαρίου 2020]

[5]. Alma Guillermoprieto, 2018, “After Five Decades of Civil War, Colombia’s Healing Begins.”, National Geographic, Available here. [πρόσβαση 21 Ιανουαρίου 2020]

[6]. Al jazeera, 2013, “Report says 220,000 died in Colombia conflict.”, Available here. [πρόσβαση 17 Ιανουαρίου 2020]

[7]. BBC News, 2018, “Colombia Profile – Timeline.”, Available here. [πρόσβαση 23 Ιανουαρίου 2020]

[8]. Steven Grattan, 2019, “Colombia protests: What prompted them and where are they headed?”, Al jazeera, Available here. [πρόσβαση 28 Ιανουαρίου 2020]

[9]. Alan Yuhan, June, 2016, “ Colombia’s half-century of conflict that led to historic peace deal.”, The Guardian, Available here. [πρόσβαση 25 Ιανουαρίου 2020]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

           

 

 

           

           

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα τους αποτελεί το γεγονός ότι ο κομμουνισμός ασπάζεται τον αθεϊσμό, ενώ ο κομμουνισμός της Λατινικής Αμερικής συμβαδίζει με τη βαθιά πίστη στον χριστιανισμό και συγκεκριμένα στον καθολικισμό. Το στοιχείο αυτό δίνει τη δυνατότητα να συνυπάρχουν κομμουνιστές και φιλελεύθεροι σε μία οργάνωση.

[2] Μιγάδες (mestizo) σε ποσοστό 58%, 20% λευκοί, 14% mulatto, 4% Αφρικανοί, ενώ οι υπόλοιποι είναι Αμερικανοί Ινδιάνοι.