του Εμμανουήλ Πανανά,

Αν συλλογιζόταν κάποιος και τοποθετούσε επί τάπητος τους πολιτικούς, στρατηγικούς διεθνείς συμμάχους της Ελληνικής Δημοκρατίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας του κράτους, το όνομα μίας συγκεκριμένης χώρας θα γινόταν ιδιαίτερα αισθητό στην συχνότητα, αν και όχι με την συνήθη πομπώδη χροιά άλλων, αλλά με υπέρτερο το αίσθημα εντιμότητας και ειλικρίνειας. Το όνομα της χώρας αυτής είναι Γαλλία.

Η Γαλλική Δημοκρατία, μέσω της συμβολής της οποίας οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώθηκαν στο γνώριμο πλαίσιο τέλεσης της νεωτερικής εποχής, από τον διαφωτισμό ακόμα, την χρονική περίοδο κατά την οποία το σύνολο του ελλαδικού χώρου βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους Έλληνες λόγιους της εποχής. Μερικοί από τους πιο σημαντικούς υπήρξαν οι Έλληνες λόγιοι του εξωτερικού, όπως ο Ρήγας (Φεραίος) Βελεστινλής και ο Αδαμάντιος Κοραής. Από την ανεξαρτησία του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, εξίσου σπουδαία υπήρξε η συνεισφορά γάλλων πολιτών στην διαμόρφωση της ανασύστασης του νεογνού, ακόμη, ελληνικού κράτος. Ένας από τους σπουδαιότερους υπήρξε ο Κάρολος Φαβιέρος, ο θεμελιωτής, πατέρας θα μπορούσε να υποστηριχθεί, του σύγχρονου ελληνικού στρατού. Παράλληλα, δεν γίνεται να μην σημειωθεί πως η Γαλλία έγινε μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, μαζί με Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία, του ελληνικού βασιλείου. Το στίγμα της επίδρασης αυτής αποτυπώνεται γλαφυρά στην εσωτερική πολιτική του νεοϊδρυθέντος κράτους, όπου το λεγόμενο «γαλλικό» ή «συνταγματικό» κόμμα, με αρχηγό τον Ιωάννη Κωλέττη, είχε ισχυρή παρουσία στον τομέα της διακυβέρνησης τασσόμενο δίπλα στις αποφάσεις του νεαρού βασιλιά Όθωνα. Το κόμμα του Κωλέττη υπήρξε ένας από τους κυριότερους δρώντες της εγχώριας πολιτικής πραγματικότητας κατά την οθωνική περίοδο. Η επιρροή αυτή υπήρξε συνεχής μέχρι την έξωση του βασιλέως Όθωνα και τον ερχομό του Γεωργίου Ι . Επιπρόσθετα, καθοριστικός θεωρείται ο ρόλος της γαλλικής ηγεσίας και διπλωματίας, μαζί με την αποφασιστική δράση του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, προκειμένου η Ελλάδα να εισέλθει σε πολλά βαρύνουσας σημασίας σκηνικά μαχών. Τα σημαντικότερα από αυτά έμελλε να αποτελέσουν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή αλλιώς «Μεγάλο Πόλεμο», και την σε μέσες άκρες εμφυλιοπολεμική πραγματικότητα που υπήρξε ο λεγόμενος «Εθνικός Διχασμός». Καίριας σημασίας ήταν η αταραξία των διμερών συμμαχικών δεσμών και στις υπόλοιπες διεθνείς διαμάχες που ακολούθησαν το πέρασμα του 20ου αιώνα, με σημαντικότερες τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Πόλεμο της Κορέας και τον Ψυχρό Πόλεμο.

Στο πεδίο των διεθνών οργανισμών, με κυριότερους τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ), η συμπόρευση Ελλάδας και Γαλλίας χαρακτηρίζεται παραπάνω από αξιοσημείωτη. Μοναδικό είναι το γεγονός πως τρεις Γάλλοι πρόεδροι (De Gaulle, Sarkozy, Hollande) έχουν αποτελέσει τους μόνους ξένους ηγέτες στην νεότερη Ελλάδα που είχαν την μέγιστη των τιμών, την δυνατότητα ανάληψης, έστω και για μερικές συμβολικές στιγμές, του ρόλου του προέδρου της Βουλής και την αρμοδιότητα διεύθυνσης του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Οι παραπάνω πράξεις αποτελούν αδιαμφισβήτητη πιστοποίηση της στενότατης σύνδεσης και συνεργασίας των δύο κυρίαρχων κρατών.

Όλη αυτή η διάδραση στο πέρασμα των ετών έχει συμβάλλει στη δημιουργία του γνωστού συνθήματος «Ελλάς-Γαλλία συμμαχία». Το σημείο καμπής για την θεμελίωση του εύηχου αυτού συνθήματος αποτελεί η πολιτική και διπλωματική υποστήριξη που παρείχε η Γαλλική Δημοκρατία στην μόλις αποδεσμευμένη από την Επταετή Δικτατορία των Συνταγματαρχών Ελλάδα κατά την επιστροφή της στην κανονικότητα της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το 1974. Σήμερα, η χρήση του γίνεται κυρίως για να υπάρξει σημείο χαρακτηρισμού των βαθέων ιστορικών, πολιτιστικών και πολιτικών σχέσεων και της στενότατης συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες.

Στο σημείο αυτό οφείλει να τονιστεί πως ο πρώτος μεταπολιτευτικός πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς δρώντες που διαμόρφωσαν την πραγματικότητα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας και κοινωνίας, είχε αυτοεξοριστεί στην Γαλλία και πιο συγκεκριμένα, στο Παρίσι. Ο Έλληνας πολιτικός, αισθανόμενος την αστάθεια και την αναδυόμενη αναταραχή στην εσωτερική πολιτική, που οδήγησε εν τέλει στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, παρέμεινε στο Παρίσι για μία περίοδο έντεκα ετών, από το 1963 έως τις 24 Ιουλίου 1974. Απαράμιλλες έχουν χαρακτηριστεί οι στιγμές εκείνες από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, όπου και πάτησε ξανά ελληνικό έδαφος μετά από τόσα χρόνια απουσίας ο μετέπειτα πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Επίσης, σημαντικό αποτελεί το γεγονός πως και στην ίδια την έμπρακτη πολιτική εφαρμογή του εκτελεστικού προγράμματός του, ο Καραμανλής παρουσιάζει αρκετά κοινά σημεία αναφοράς με τα προεδρικά πολιτικά προγράμματα, τα οποία συναναστράφηκε κατά την παραμονή του στην γαλλική πρωτεύουσα. Αν έπρεπε να γίνει μία αναφορά στο πολιτικό πρόγραμμα με το οποίο ταυτίστηκε ο Έλληνας πρωθυπουργός, αυτό σίγουρα ήταν το πρόγραμμα των «Γκωλικών» κυβερνήσεων και των κυβερνήσεων του Giscard d’Estaing, προγράμματα που εξάλλου ταυτίζονταν σε σημαντικό βαθμό εκ προοιμίου με τις ιδεολογικές παραδοχές και πεποιθήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επιπλέον, πολύ ιδιαίτερη υπήρξε και η υιοθέτηση αρκετών μεταρρυθμιστικών ιδεών και πολιτικών του δημοφιλούς σοσιαλιστή προέδρου της Γαλλίας, François  Mitterrand, πολιτικές που βρήκαν πεδίο υιοθέτησης στους πολιτικούς κόλπους του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος και στις πρωθυπουργίες του Ανδρέα Παπανδρέου.

Όπως και στις διαπροσωπικές ανθρώπινες σχέσεις, όμως, έτσι και στις διμερείς σχέσεις του μακρόκοσμου της διεθνούς διπλωματίας, η ιστορία είναι σημαντική, αλλά ακόμα σημαντικότερη χαρακτηρίζεται η προοπτική της κοινής πορείας και το μέλλον, η προσδοκία της διάδρασης αυτής. Η τελευταία εφ’ όλης της ύλης συνάντηση μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, και του Γάλλου προέδρου, Emmanuel Macron, στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αφενός, και η μερική κρίση του γερμανικού πολιτικού συστήματος με την επερχόμενη λήξη της μακρόχρονης παραμονής στην γερμανική Καγκελαρία της Angela Merkel, αφετέρου, δίνουν τον τόνο της αναπροσαρμογής των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Γαλλίας. Από τα παραπάνω θα μπορούσε να παρατεθεί μία εικασία για την πιθανή σταθεροποίηση της γαλλικής προεδρίας ως την πρωτοκαθεδρούσα φωνή συγκερασμού και καθοδήγησης της πολιτικής πορείας της ευρωπαϊκής ‘’οικογένειας’’. Πιο συγκεκριμένα, η τάση που συστήθηκε έπειτα από την συνάντηση των «πρώτων ανδρών» των δύο χωρών έδειξε μία πρόθεση σημαντικής εμβάθυνσης. Τα κυριότερα σημεία αναφοράς των τοποθετήσεων στόχευαν στα πεδία της ενέργειας, της κοινής δράσης στην Ανατολική Μεσόγειο, το κρίσιμο ζήτημα του μεταναστευτικού και την ανταλλαγή μεθόδων, πρακτικών και τεχνογνωσίας σχετικά με την άμυνα. Εδώ κρίνεται αναγκαίο να τονιστεί η ιδιαίτερα θερμή φρασεολογία μεταξύ προέδρου Macron και πρωθυπουργού Μητσοτάκη, που παρουσίασαν μια διάθεση «στρατηγικής εταιρικής σχέσης» και «κοινού οράματος» των δύο χωρών για την Ευρώπη του μέλλοντος. Ομολογουμένως, μετά από αρκετό καιρό, ηχούν λόγια θερμής εγκαρδιότητας, τα οποία διόλου αφηρημένα και απλά, ωσάν κενές εκφράσεις των τύπων, είναι. Αντιθέτως, αποτελούν έκφραση στοχευμένης και συστρατευμένης κοινής φιλοδοξίας για την διαμόρφωση μίας πραγματικότητας, που θα μετουσίωνε την σαφέστατα οξυμένη κατάσταση σε διεθνές επίπεδο και, πιθανόν, να αποτελέσει έναν φάρο καλής θέλησης και συνεργατικότητας. Ακόμα, η Ελλάδα πλέον, εξερχόμενη από την δίνη της βαρείας κρίσης όπου είχε περιπέσει, δύναται πλέον να αντιμετωπίζεται ξανά ως ισότιμος και σταθερός ομόλογος, κάτι το οποίο είχε απεμποληθεί σε αρκετό βαθμό κατά τα χρόνια της ακραίας λιτότητας. Πλέον, διαφαίνεται η ύπαρξη ενός ξεκάθαρου στρατηγικού σχεδιασμού, ο οποίος δύναται να μεταβάλλει την ημερήσια διάταξη, όχι μονάχα των ίδιων των δύο συνεργαζόμενων μερών, αλλά και στην οξυμένη περιφερειακή “γειτονιά’’ της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Σε  ένα  πιο  συγκεκριμενοποιημένο, τεχνοκρατικό επίπεδο, ενέργειες και δράσεις που έχουν αρχίσει να ενδυναμώνονται με ταχύτατους ρυθμούς, μπορούν να φέρουν την διμερή συνεργασία και την κοινή πλεύση των δύο εταίρων σε ένα βαθύτερο κοινωνικό, οικονομικό και γνωστικό επίπεδο, αποκεντρώνοντας την συνολική διάδραση πέρα από το αυστηρό πεδίο της πολιτικής. Μία από αυτές τις κινήσεις είναι και τα κοινά fora όπου παρουσιάζονται τόσο η θέαση της πραγματικότητας κάθε πλευράς της συμμαχίας για το γίγνεσθαι, όσο και η δημιουργία κοινών πλεύσεων που μπορούν να βρουν γόνιμο τόπο στις δράσεις αυτές. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί το forum με τίτλο «Ελλάδα, στρατηγικός παράγοντας στην νοτιοανατολική Ευρώπη-η εμπιστοσύνη ξαναγεννιέται», με την παρουσία πέντε υπουργών, με   την   συνοδεία   περίπου   τριάντα   σημαντικής   εμβέλειας   και   καινοτομίας ελληνικών επιχειρήσεων. Καίριας σημασίας αποτελεί και η αντίστοιχη δυναμική παρουσία περί των εκατό γαλλικών ομίλων, πρωτοπόρων όλων στον τομέα αρμοδιοτήτων τους. Με κινήσεις όπως την παραπάνω, η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να προωθήσει τις επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις με αποφασιστικότητα. Με τον τρόπο αυτόν, η Ελλάδα παρέχει στους στρατηγικούς εταίρους ένα αίσθημα αποφασιστικότητας της ελληνικής πραγματικότητας, αφενός, και δέχεται ένα αίσθημα εμπιστοσύνης και ελπίδας από την γαλλική πλευρά για τις προοπτικές που δημιουργούνται, αφετέρου. Μπορεί να υποστηριχθεί πως η ελληνική κρατική υπόσταση και το σύνολο της κοινωνίας που την συναποτελεί, έπειτα από αρκετές βαρύνουσες καταστάσεις, μπήκε σε μία λελογισμένη πορεία. Φυσικά, για να επιτευχθεί αυτό χρειάστηκαν θυσίες και κόπος, όπως όλα όσα αξίζουν στην ζωή, αλλά τελικά κατόρθωσε και ανέπτυξε ταχύτητα και σθένος αναβαθμίζοντας το σύνολο του κράτους.

Συμπερασματικά, οι συμμαχικές σχέσεις μεταξύ της Ελληνικής και της Γαλλικής Δημοκρατίας, αν και πλάθονται σε ένα αρκετά απαιτητικό και οξυμένο περιβάλλον,  φαίνονται πιο ώριμες, στοχευμένες και εμπνέουν σιγουριά που αρκετό καιρό είχε να διαφανεί. Το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία Συμμαχία» ηχεί πιο ενδυναμωμένο και ώριμο από ποτέ και παρουσιάζει την αρμόζουσα θέληση και πίστη, όπως και κάθε σχέση εξάλλου που διαπερνά σκοπέλους κρατώντας στον χρόνο και σφυρηλατείται στην πορεία, ωθώντας αμφότερους τους εταίρους που την αποτελούν σε μία νέα πραγματικότητα που είναι πάντοτε καλύτερη από το παρελθόν και παρέχει ελπίδα για το μέλλον.