της Μάγδας Τσόχα,
Το εδαφικό καθεστώς στο Αιγαίο, αν μη τι άλλο, έχει αποτελέσει φλέγον ζήτημα και διαρκώς επανερχόμενο στη διεθνή επικαιρότητα. Ξεκινώντας από τα βασικά, μια σύντομη μελέτη του διεθνούς δικαίου μας «αποκαλύπτει» πως οι συνθήκες οι οποίες καθορίζουν τα σύνορα δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Λαμβάνοντας υπόψιν μας αυτό, η οριοθέτηση στο Αιγαίο υπάγεται στις Συνθήκη της Λωζάνης (1923), Συνθήκη των Παρισίων (1947), την Ιταλο-Τουρκική Συμφωνία (Ιανουάριος 1932) και τη συμπληρωματική συμφωνία αυτής (Δεκέμβρης 1932), των οποίων η κυριαρχία έχει αμφισβητηθεί πολλάκις από την τουρκική πλευρά. Επί των ελληνοτουρκικών, η τουρκική εξωτερική πολιτική επικεντρώνεται γύρω από την οριοθέτηση αυτή, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει συνθήκες και να διεκδικήσει το «κάτι παραπάνω», αν όχι, να ταράξει τις διμερείς σχέσεις.
Ήδη από το 2016, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν «δοκίμασε» επανηλειμμένα τις αντοχές της ελληνικής πλευράς, κάνοντας δριμείες αναφορές στα «σύνορα της καρδιάς του», αμφισβητώντας, εμμέσως, τη Συνθήκη της Λωζάνης και κυρίως κάνοντας λόγο για συγκρούσεις μεταξύ ελληνικής και τουρκικής πλευράς ως προς το καθεστώς εγγυήσεων της Κύπρου. Αξίζει να αναφερθεί πως την αφορμή για τη στάση της Τουρκίας έδωσαν τα Ίμια το 1996, με την κρίση να ξεσπάει και να «ανοίγει το δρόμο» για ευρύτερη αμφισβήτηση στο υπόλοιπο Αιγαίο. Είναι, επίσης, άξιο αναφοράς πως η τουρκική κυβέρνηση έχει αμφισβητήσει την κυριαρχία των νήσων Φούρνοι και Οινούσες, οι κάτοικοι των οποίων δεν ξεπερνούν τους χίλιους. Η τουρκική θεώρηση, λοιπόν, υποστηρίζει ακράδαντα πως στο Αιγαίο υπάρχει αριθμός νησιών, αρκετά σημαντικός για να τους απασχολήσει, τα οποία δεν έχουν επισήμως με κάποια συμφωνία μεταβιβαστεί σε κανένα κράτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και συνεπώς είτε ανήκουν στο διάδοχο κράτος της τελευταίας, η σημερινή Τουρκία, είτε θα πρέπει να επανεξετασθούν και το καθεστώς τους να επαναπροσδιοριστεί.
Συμπερασματικά, σκοπός της Τουρκίας είναι πρωτίστως, η απειλή και δευτερευόντως, η αλλαγή του παρόντος καθεστώτος, εδαφικού και νομικού, στο Αιγαίου. Η σχετική αμφισβήτηση έγκειται στην υποκειμενική ερμηνεία διεθνών συνθηκών, 100 και 70 χρόνων, και ο απώτερος σκοπός είναι η επίλυση επιπλέον ζητημάτων. Ζωτικής σημασίας είναι επίσης να κατανοήσουμε πως οι πράξεις αυτές της Τουρκίας αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και την καθαυτή κυριαρχία που αυτή ανεμπόδιστα είχε κι έχει έως τώρα. Εμείς πως μπορούμε, όμως, να βεβαιωθούμε για την εγκυρότητα των Τουρκικών αμφισβητήσεων; Φυσικά, οφείλουμε απλώς να επανεξετάσουμε τις συνθήκες αυτές. Με άλλα λόγια, μια απλή ανάγνωση καθιστά αρκετά σαφές ποια νησιά υπάγονται που και εύκολα συμπεραίνει κανείς πως οι αμφισβητήσεις της Τουρκίας είναι αβάσιμες.
Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), άρθρο 12, αναφέρει: «Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των Άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913 […] αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων […] επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τα υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους», δηλαδή τα Δωδεκάνησα. Η συνθήκη είναι απόλυτα σαφής ως προς το καθεστώς των νησιών, καθώς ορίζει ως ελληνικά όλα τα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου (εννοεί τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους), πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών (τα οποία ονομάζονται Gökçeada, Bozcaada και Tavşan adaları στα τούρκικα αντίστοιχα), αλλά και των Δωδεκανήσων, τα οποία αναγνωρίζονταν βάσει του Άρθρου 15 της ίδιας συνθήκης ως ιταλικά. [1]
Η ανωτέρω συνθήκη κάνει επίσης σαφή αναφορά στη διακοίνωση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία και Ρωσία) της 13ης Φεβρουαρίου 1914, δια της οποίας οι Δυνάμεις ανακοίνωσαν την απόφασή τους «να αποδώσουν στην Ελλάδα όλες τις νήσους του Αιγαίου Πελάγους που αυτή κατέχει στρατιωτικά, εκτός από την Τένεδο, την Ίμβρο και το Καστελόριζο, που πρέπει να επιστραφούν στην Τουρκία».[2]
Ποια είναι, λοιπόν, τα νησιά που η Τουρκία αμφισβητεί; Αρκετά νησιά στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Μοσχονησίων, στον κόλπο του Αδραμυττίου έναντι της Λέσβου. Πρόκειται για τα νησάκια Δασκαλειό ή Κοκκινονήσι, Λιός, Καλαμόπουλο, Γιαλονήσι, Πύργος, Αδιάβατος, Ουλιά, Κάλαμος καθώς και για πέντε ανώνυμους βράχους. Ακόμη, άλλοι τρεις ανώνυμοι βράχοι βρίσκονται πέραν των τριών μιλίων ανάμεσα στις Οινούσσες της Χίου και στη χερσόνησο της Ερυθραίας. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται, επίσης, το βορειότερο από τα αμφισβητούμενα αυτά κομμάτια ξηράς, η βραχονησίδα Ζουράφα, η οποία βρίσκεται ανατολικά της Σαμοθράκης. Νοτιότερα, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Σάμου και Νισύρου, ο οποίος συμπίπτει κάπως με το βόρειο «μισό» των Δωδεκανήσων. Τα περισσότερα απ’αυτά τα νησιά είναι εντελώς ακατοίκητα ( παραδείγματος χάρη Καλόλιμνος, Πλάτη, Γυαλί, Γλάρος, Λέβιθα, Σύρνα, Περγούσα, Κανδελιούσσα), αν και ορισμένα έχουν ελληνικό πληθυσμό, όπως το Αγαθονήσι, οι Αρκιοί, το Φαρμακονήσι και ο Κίναρος, με σημαντικότερο τους Φούρνους, που ήδη αναφέραμε.
Και πάλι καταλήγουμε πως τα Ίμια, πριν από 25 περίπου χρόνια, «άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου», σε πολύ λεπτά και για την ελληνική κυβέρνηση, δικαίως, παράλογα ζητήματα.[1], [2]. Η ελληνική πλευρά θεώρησε ως αστείο την αμφισβήτηση της Γαύδου, μέχρις ότου το ζήτημα επανήλθε κατά τρόπο οξύ τον Μάιο του 1996, οπότε ομάδα Ελλήνων αξιωματικών στο στρατηγείο της Νάπολης πρότεινε τη συμπερίληψη του νησιού στην άσκηση Dynamic Mix του ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος αξιωματικός παρευρισκόμενος στη συνάντηση αντέδρασε έντονα, καταφέρνοντας έτσι να αποτρέψει την πρόταση.[3] Το ζήτημα προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στον τότε υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος επικοινώνησε με τον Τούρκο ομόλογο του Emre Gönensay για να λύσει τη φερόμενη ως «παρεξήγηση». Μόλις ενημερώθηκε για το που βρίσκεται το νησί, ο τελευταίος υποστήριξε ότι ενδεχομένως πρόκειται για παρεξήγηση, αλλά σύντομα επανήλθε καλύπτοντας απόλυτα τον Τούρκο αξιωματικό, επαναβεβαιώνοντας ότι το καθεστώς της Γαύδου είναι «ασαφές», κατά συνέπεια το νησί «δικαίως» δεν περιλήφθηκε στα σχέδια της συμμαχίας.[4]
[1] & [2], Γ. Λιμαντζάκης, Οι λεγόμενες «Γκρίζες Ζώνες» στο Αιγαίο: Ποια νησιά διεκδικεί η Τουρκία; 19/12/16, apopseis.gr
[3] Η περίπτωση της Γαύδου θυμίζει σε κάποιο βαθμό τις αντίστοιχες ενστάσεις των Τούρκων για τη Λήμνο, για την οποία υποστηρίζουν ότι είναι αποστρατικοποιημένη με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να περιληφθεί σε γυμνάσια και ασκήσεις του ΝΑΤΟ. Για περισσότερα σχετικά με την τουρκική θέση στο ζήτημα αυτό, βλέπε Gündüz Asim, Limni Adası’nın Hukukî Statüsü Üzerinde Türk–Yunan Uyuşmazlığı (Η ελληνοτουρκική διαφωνία σχετικά με το νομικό καθεστώς της Λήμνου), İstanbul 1985.
[4] Οι διπλωμάτες του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών έδειξαν δυσφορία ως προς την τροπή που πήρε το θέμα, θεωρώντας ότι ο αξιωματούχος είχε δημιουργήσει θέμα εκεί που δε χρειαζόταν, και το θέμα έκλεισαν διακριτικά οι ΗΠΑ με σχετική δήλωση, όπου ανέφεραν ότι έγινε κάποιο λάθος και επιβεβαίωσαν ότι η Γαύδος είναι ελληνική. M. Fırat, «Yunanistan’la İlişkiler» στο Baskın Oran (ed.), Türk Dış Politikası (Τουρκική Εξωτερική Πολιτική), İletişim Yayınları, 10η έκδοση, 2008, σελ. 469-470.