του Ηλία Λουκαΐτη,
Από την εποχή που ο Όμηρος έγραψε τα ομηρικά έπη και συγκεκριμένα την Ιλιάδα, παρατηρείται στο περιεχόμενο του κειμένου πως περιγράφεται η απαρχή του πολέμου με διαφορετικές μορφέςόπως παραδείγματος χάρη, όταν ο Αχιλλέας πολεμάει σώμα με σώμα με τον Έκτορα (corps a corps) ή όταν χρήσιμοποιέι το ακόντιο μετά τον χαμό του επιστήθιου φίλου του Πάτροκλου, που καταλήγει με τον θάνατο του Έκτορα. Πολλούς αιώνες αργότερα, κατά την διάρκεια του Β’ Π.Π., παρατηρείται για πρώτη φορά μία προσπάθεια βιομηχανοποίησης του πολέμου, από την πολεμική μηχανή του Χίτλερ για τις επεκτατικές βλέψεις του στην Ευρώπη στην μάχη του Στάλιγκραντ όπου ο Κόκκινος Στρατός χρησιμοποίησε ελεύθερους σκοπευτές, προωθόντας τον πόλεμο εξ’ αποστάσεως με σκοπό τις λιγότερες δυνατές παράπλευρες απώλειες. Στις αρχές του 21ου αιώνα, κεντρική τακτική των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων αποτέλεσε η χρήση drones για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Αυτή η τακτική εισάγει στην θεωρία του πολέμου την χρήση της τεχνολογίας και έρχεται, ουσιαστικά, να εγκαταστήσει με δυναμικό τρόπο τον πόλεμο εξ ‘αποστάσεως. Ποια, όμως, είναι η ηθική της χρήσης drones στην εξωτερική πολιτική;
Για πρώτη φορά, η χρήση drones υπό την μορφή παρακολούθησης ξεκίνησε στην διάρκεια του Β’Π.Π. και συνέχισε ακόμη εντονότερα στον πόλεμο του Βιετνάμ. Μετά το χτύπημα της 9/11, η κυβέρνηση του George W. Bush δημιούργησε εκστρατεία σχετικά με την προώθηση «στοχευμένης δολοφονίας» (targeting killing) εναντίον υποτιθέμενων μελών της Αλ Κάιντα και άλλων ένοπλων ομάδων. Η πρώτη επίθεση έγινε τον Φεβρουάριο του 2002, στο Αφγανιστάν. Μέχρι το 2009, οι ΗΠΑ είχαν επιχειρήσει 45 επιθέσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Πακιστάν, εστιάζοντας σε προσωπικά χτυπήματα κατά υψηλόβαθμων ηγετών ένοπλων, μη κρατικών ομάδων, όπως ο Σαλίμ Σινάν αλ Χαρέθι και Νεκ Μοχάμαντ. Περνώντας στο σήμερα, ο Προέδρος Τράμπ επιμένει στην χρήση των drones για την πάταξη της τρομοκρατίας, με αποκορύφωμα τον θάνατο του Abu Bakr al-Baghdadi, ηγέτη της τρομοκρατικής οργάνωσης ISIL, αλλά και του ιρανού στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί.
Ο πρώτος που επέμεινε στην συστηματική χρήση των drones ήταν ο Προέδρος Ομπάμα, ο οποίος επικεντρώθηκε στην σύλληψη των τρομοκρατών μέσω της ανάλυσης της καθημερινής τους ζωής. Το δόγμα της εξωτερικής του πολιτικής κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ήταν να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία με τον αποτελεσματικότερο τρόπο και με το λιγότερο δυνατό ρίσκο για τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Αυτή η αντίληψη βασίζεται στην αρχή του μη απαραίτητου ρίσκου, δηλαδή να μπορούν οι στρατιώτες εξ ’αποστάσεως να επιχειρούν (είτε αμυντικά είτε επιθετικά) χωρίς να θέτουν σε ρίσκο τις ζωές τους. Για τα κράτη, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι οι πιθανές απώλειες στρατιών υπονομεύουν την προσπάθεια αντίστασης προς τον εχθρό και δυσκολεύουν την απόπειρα των κρατών για περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, λοιόν, οι απώλειες στις ένοπλες δυνάμεις μειώνονται και τίθεται δυνατή η εξουδετέρωση των τρομοκρατών.
Βέβαια, αυτό δεν αποτελεί το μοναδικό πλεονέκτημα της χρήσης των μη επανδρωμένων σκαφών. Το χαμηλό ρίσκο, που συνοδεύει τα drones, καθιστά ευκολότερη την ανθρωπιστική παρέμβαση των κρατών για την προστασία άλλων κρατών από τυχόν αυταρχικά καθεστώτα ή από περιπτώσεις γενοκτονίας. Με αυτόν τον τρόπο, τυχόν επιθετικές ενέργειες μπορούν να αντικρουστούν, χωρίς την διεξαγωγή πολέμου. Ακόμα, όσον αφορά το κόστος της αγοράς τους, είναι φθηνότερα από την αγορά αεροπλάνων, τανκ ή οποιωνδήποτέ άλλων μέσων χρήσιμων για την διεξαγωγή μιας στρατιωτικής επιχείρησης. Τα περισσευούμενα κρατικά έσοδα θα μπορέσουν να διοχετευθούν σε άλλους τομείς εξίσου σημαντικούς.
Παρ’όλα αυτά, υπάρχουν πολλοί ενάντιοι στην χρήση των drones σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, εγείροντας κυρίως ηθικά ζητήματα. Αρχικά, οι χειριστές των μην επανδρωμένων σκαφών βρίσκονται σε μια συνεχόμενη αντίθεση της καθημερινής τους ζωής. Αυτό συμβαίνει διότι η πλειοψηφία εξ’αυτών, εν ώρα εργασίας, βρίσκονται σε πόλεμο σκοτώνοντας ανθρώπους, ενώ, με το σχόλασμα, επιστρέφουν φυσιολογικά στην οικογένεια τους. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη αντίθεση, στην οποία οι χειριστές των drones βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου και ειρήνης, ταυτόχρονα. Η απόσταση από το πεδίο μάχης είναι τόσο μεγάλη και ασφαλής για τις ζωές τους, όπου πολλές φορές μπορεί ακόμα και οι ίδιοι να μην καταλαβαίνουν τους αριθμούς των νεκρών. Χάνουν το συναίσθημα της εμπόλεμης κατάστασης διότι κατά την διάρκεια μιας επιχείρησης δεν μπορούν να διακρίνουν την ανθρώπινη ιδιότητα του στόχου, δεν θα ζήσουν τις εικόνες φρίκης τις οποίες θα έβλεπε ένας στρατιώτης. Το μόναδικό στοιχείο που εμφανίζεται στην οθόνη τους κατά την διάρκεια της επιχείρησης είναι μια εικόνα γεμάτη από συντεταγμένες. Γι΄αυτόν τον λόγο, αρχίζουν και πιστεύουν ότι βρίσκονται σε παιχνίδι, χάνοντας την αίσθηση της πραγματικότητας με αποτέλεσμα να σκοτώνουν όλο και περισσότερο κόσμο. Από στρατιωτικής ηθικής, γίνεται κατανοητό ότι αλλάζει η φύση και ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου.
Η θεωρία περί δίκαιου πολέμου, δηλαδή η δυνατότητα προστασίας των θυμάτων από τις ένοπλες συρράξεις στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τροποποιείται καθώς στην περίπτωση των drones πρόκειται για μια μονομερής πράξη θανάτου. Η αντίπαλη πλευρά χάνει το δικαίωμα της αντεπίθεσης και της άμυνας. Εξίσου σημαντικό είναι ότι η στρατιωτική τιμή αποτελεί ένα μέσο για να ξεπεράσουν οι στρατιώτες τον φόβο τους για τον θάνατο, να αποκτήσουν θάρρος αλλά και να θέσει εμπόδια σε πιθανή ανήθικη δράση τους. Θεωρείται αυτονόητο πως όποτε παρουσιαστεί ο κίνδυνος, οι στρατιώτες είναι οι πρώτοι που θα βγούνε στην πρώτη γραμμή. Ο πόλεμος εξ’αποστάσεως καταργεί ακριβώς αυτή την διάθεση των ενόπλων δυνάμεων για αυτοθυσία. Αυτή η επιθυμία τους να πεθάνουν τους δίνουν την «άδεια» να σκοτώνουν. Αντίθετα, τα drones, όντας σε τόσο ασφαλή απόσταση από τον εχθρό, δεν επιδεικνύουν το ρίσκο αυτό της αυτοθυσίας και έτσι, από στρατιωτικής απόψεως, δεν θα έπρεπε να αδειοδοτούνται για να πραγματοποιούν επιθέσεις.
Η νομική βάση και η προσαρμογή του προγράμματος των μη επανδρωμένων σκαφών με το διεθνές δίκαιο αποτελεί από τα πιο καίρια και δύσκολα ζητήματα. Καθώς η CIA δεν δημοσιοποιεί τα στοιχεία των επιχειρήσεων και τα κατατάσσει ως εμπιστευτικά αρχεία, γίνεται μεγάλη συζήτηση για την νομιμότητα όλων των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται κατά την διάρκεια των επιθέσεων. Η χρήση των drones παραβιάζει την κυριαρχία άλλων κρατών, εφόσον παρατηρείται, για παράδειγμα, η αμερικανική αποστολή μη επανδρωμένων σκαφών στην Υεμένη και η δράση αυτών εκτός του εγχωρίου εναερίου χώρου τους . Τα μη επανδρωμένα σκάφη είναι προγραμματισμένα μόνο να σκοτώνουν. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές , δεν προβλέπεται ποινή φυλάκισης, γιατί σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, είναι καλύτερο να σκοτώνεις από το να συλλαμβάνεις, όταν πρόκειται για τρομοκράτες. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι χειριστές των drones είναι απλοί πολίτες και όχι στρατιώτες. Γι’ αυτόν τον λόγο, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για εγκλήματα πολέμου. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις εξουσιοδοτούν χτυπήματα με drones σε εδάφη εκτός της δικαιοδοσίας τους με το έρεισμα της αυτοάμυνας έναντι των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Οι ΗΠΑ επικαλούνται το άρθρο 2 παράγραφο 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για νομιμοποιημένη χρήση βίας σε περίπτωση αυτοάμυνας. Πάνω σε αυτό το επιχείρημα, ο ειδικός εισηγητής για τις εξωδικαστικές, συνοπτικές ή αυθαίρετες εκτελέσεις, ο κ. Christof Heyns, αμφισβήτησε κατά πόσον «οι δολοφονίες που πραγματοποιήθηκαν το 2012 μπορούν να δικαιολογηθούν ως απάντηση σε γεγονότα το 2001». Επίσης, στην 27η συνεδρίαση του Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, επισημάνθηκε η αναγκαιότητά τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη να τηρούν τις υποχρεώσεις του έτσι όπως αυτές προσδιορίζονται από το διεθνές δίκαιο χωρίς να το παραβιάζουν.
Σε εσωτερικό επίπεδο, μετα την 9/11, οι ΗΠΑ, Βουλή και Κονγκρέσο, ενέκριναν σχέδιο νόμου περί εξουσιοδοτήσεως για χρήση στρατιωτικής βίας(AUMF) εναντίον όχι μόνο της Al Qaeda αλλά και άλλων ομάδων σχετικέών με αυτή. Όμως, πρέπει να αναλυθεί, αν παραβιάζεται το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο σε σχέση με τα θύματα των επιθέσεων. Πιθανή είναι η παραβίαση της αρχής της διαφοροποίησης(principle of dinstiction). Αυτό συμβαίνει διότι οι μαχητές ταυτίζονται τακτικά με αμάχους, ασχολούνται με καθημερινές δραστηριότητες και δεν φορούν στρατιωτικές στολές. Παρόλα αυτά, οι εμπλεκόμενοι στρατιώτες πρέπει να βρουν τρόπο να διακρίνουν τους νόμιμους και παράνομους στόχους στις επιθέσεις. Αν αυτή η διάκριση δεν μπορεί να συμβεί , υπάρχει παράφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Εκτός της νομικής βάσης, η ανάληψη ευθύνης για τις επιθέσεις από drones αποτελεί ένα κρίσιμο σημείο, ποιός δηλαδή είναι υπαίτιος για τα drones και, πιθανόν στο μέλλον, τα λεγόμενα killer robots, όταν παρατηρούνται βασικές αλλά απρόβλεπτες παραβιάσεις. Η αδιαφορία ανάληψης ευθύνης από ένα κράτος ή από κάποιον άλλον δρώντα για άδικους θανάτους αμάχων ή ακόμα και εχθρών, μειώνει αυτόματα το κίνητρο για την αλλαγή αυτής της κατάστασης. Ηθικά σημαντικό είναι ότι όταν γίνεται επίθεση σε ορισμένους στόχους και προκαλούνται παράπλευρες απώλειες, να αποδίδεται σεβασμός στις οικογένειες των θυμάτων. Για όλους αυτούς τους αναίτιους θανάτους, θα έπρεπε τα κράτη να αναλαμβάνουν την ευθύνη. Κανονικά για ανήθικη συμπεριφορά σχετικά με την ανάληψη ευθυνών, θα πρέπει να προβλέπεται εκ των υστέρων τιμωρία για τους υπαίτιους. Στην περίπτωση των μη επανδρωμένων σκαφών, η κατάσταση είναι πιο εύκολη γιατί υπάρχουν καταγεγραμμένα δεδομένα, τα οποία μπορούν να υποδείξουν αυτούς τους οποίους έδωσαν τις εντολές.
Επομένως , κατανοούμε ότι η τεχνολογία και, συγκεκριμένα, τα drones αλλάζουν με ριζικό τρόπο τις μεθόδους διεξαγωγής του πολέμου και καθιστώντας τον πιο ασφαλή. Όμως, οι άνθρωποι, σε πρώτο επίπεδο, αντικαταστάθηκαν από τα μη επανδρωμένα σκάφη και τα τελευταία υπολογίζεται στο μέλλον να αντικατασταθούν από ρομπότ. Αν η τεχνητή νοημοσύνη εγκατασταθεί με τον πιο δυναμικό τρόπο στα πεδία των μαχών, θα τεθούν πολλά ερωτήματα ηθικής αλλά και δεν θα υπάρχει καμία αίσθηση της πραγματικής μάχης και των απωλειών, που μπορεί να προκαλέσει μια ένοπλη σύρραξη, καθώς και δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα από αυτά που θα ένιωθε ένας στρατιώτης, όταν θα ερχόταν σε φυσική επαφή με τον αντίπαλο.