της Μαρίας Εμμανουήλ,

Η 25η Μαρτίου 1957 αποτελεί ημερομηνία-σταθμό για την επώαση και την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Ήδη από τη Διακήρυξη  Σουμάν (1950) και τη Συνθήκη των Παρισίων (1951) τέθηκαν οι βάσεις για μια μελλοντική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μάλιστα, η ιδέα μιας ενωμένης ευρωπαϊκής ηπείρου γεννήθηκε το 1946, όταν στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Winston Churchill τόνισε την ανάγκη για τη δημιουργία των “Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης” κατά το μοντέλο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μια συνεργεία μεταξύ των κρατών της δυτικής Ευρώπης θα έλυνε, επιπρόσθετα, τις μακροχρόνιες διενέξεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Σε αυτό το κλίμα, ιδρύθηκε η πρώτη κοινότητα το 1951, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η οποία αποτελείτο από το Βέλγιο, τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Είχε κυρίως τεχνικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην ενοποίηση της παραγωγής και εμπορίας του άνθρακα και του χάλυβα, των δύο κυριότερων υλών πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και ενέργειας. Η συγκεκριμένη συνθήκη (ορισμένου χρόνου) έληξε  με την παρέλευση των 50 ετών από την υπογραφή της, το 2002.

Την 25η Μαρτίου 1957, τα ίδια κράτη που στελέχωσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα υπέγραψαν στη Ρώμη τις δύο συνθήκες που επρόκειτο να αλλάξουν τον ρου της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας: την συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και την συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ).

Η ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας εκπλήρωσε την -ήδη από εκείνη την εποχή- ανάγκη για έλεγχο, διαχείριση και παραγωγή της ατομικής ενέργειας. Στόχος της ίδρυσής της αποτέλεσε η τελική δημιουργία μιας κοινής αγοράς, ώστε, υπό κοινή εποπτεία, όλα τα κράτη μέλη να δύνανται να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες μέσω της ατομικής ενέργειας. Η ΕΥΡΑΤΟΜ ήταν και παραμένει ένα φιλόδοξο εγχείρημα, καθώς το ζήτημα των πυρηνικών κεφαλών και της πυρηνικής αποτροπής εξακολουθεί, εν έτει 2020, να είναι ένα από τα πιο «καυτά» ζητήματα διεθνούς πολιτικής.

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας αποτέλεσε στην πράξη ένα γενικό σχέδιο δράσης για τα κράτη μέλη, βασισμένο στις αρχές του διαφωτισμού και του laissez faire, laissez aller, laissez passer. Όπως δηλώνει και η ονομασία της, κύριος τομέας δράσης της ΕΟΚ ήταν η οικονομία και κύριος στόχος της η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Επιπλέον, προέβλεπε την εφαρμογή κοινού δασμολογίου όσον αφορά τρίτες χώρες, αλλά και, μελλοντικά, την ίδρυση μιας κοινής οικονομικής και νομισματικής ένωσης και την δυνητική εδραίωση ενός κοινού νομίσματος. Όπως είναι φυσικό, στο πλαίσιο της υλοποίησης των στόχων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας υιοθετήθηκε μια πλειάδα πολιτικών, από την κοινή πολιτική για τη γεωργία και την αλιεία μέχρι και την προώθηση της έρευνας και της τεχνολογίας.

Οι Συνθήκες της Ρώμης και οι Κοινότητες, οι οποίες ιδρύθηκαν ως απότοκό τους, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα σημαντικό βήμα προς αυτή τη κατεύθυνση αποτέλεσε η Συνθήκη Συγχώνευσης, η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες την 8η Απριλίου 1965 και αντικαταστάθηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997. Με τη συγκεκριμένη συνθήκη, συγχωνεύτηκαν συγκεκριμένα όργανα των τριών υπαρχουσών κοινοτήτων (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΚΑΕ), ιδρύθηκε η Επιτροπή («Κομισιόν») και χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτές για πρώτη φορά η ονομασία «Ευρωπαϊκές Κοινότητες». Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια μετά, το 1992, υπογράφηκε, στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας, η ομώνυμη Συνθήκη, η οποία συνιστά την σημαντικότερη συνθήκη για την ήπειρο. Οι μεταρρυθμίσεις που επέφερε η Συνθήκη του Μάαστριχτ όσον αφορά στο περιεχόμενο των Συνθηκών της Ρώμης ήταν η αναγωγή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε έναν -τον σπουδαιότερο- από τους τρεις πυλώνες της Ένωσης, με δεύτερο την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) και τρίτο την Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις. Ιδιαίτερη σημασία έχει, επίσης, η επιλογή της ονομασίας «Ένωση»  για  την  νέα  αυτή  οντότητα,  αντί  του  συχνά  χρησιμοποιούμενου  τότε  όρου «Κοινότητα». Η χρήση της λέξης “Ένωση” υποδηλώνει ακριβώς εκείνον τον αρχικό στόχο της δεκαετίας του 1950, εκείνο ακριβώς το όραμα: την εμβάθυνση των διακρατικών σχέσεων των ευρωπαϊκών κρατών σε μια πληθώρα τομέων πολιτικής, ως μόνιμη και αποτελεσματική λύση για την παράταση της ειρήνης στην γηραιά ήπειρο.

Η σημασία των Συνθηκών της Ρώμης γίνεται εύκολα διακριτή αν παρατηρήσει κανείς μια ιδιαιτερότητά της. Κατά το διάστημα 1957-93 ονομαζόταν Συνθήκη της Ρώμης, έπειτα (1993-2009) Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και, τέλος, από το 2009 μέχρι σήμερα, αποτελεί την Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Γενικότερα, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρίνεται σε πρωτογενές και παράγωγο. Η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί, μαζί με την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ. Οι δύο αυτές συνθήκες, δηλαδή, αποτελούν τη νομική βάση, το νομικό υπόβαθρο για κάθε μορφή δράσης της Ένωσης. Το ενωσιακό νομικό πλαίσιο διαφέρει σε σχέση με το δίκαιο που διαπνέει τους υπόλοιπους διεθνείς και περιφερειακούς – υπερεθνικούς οργανισμούς, κυρίως εξαιτίας των συνεχών μεταβολών που υφίσταται ώστε να παραμένει επίκαιρο και αποτελεσματικό.

Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πώς ένα αρχικό σχέδιο του 1957, ύστερα από αναγκαίες πραγματολογικά τροποποιήσεις, βρίσκεται ακόμη όχι μόνο σε ισχύ, αλλά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη λειτουργία της Ένωσης. Εύλογα, όμως, ανακύπτει το ερώτημα αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δύναται, με τα εργαλεία που διαθέτει, να αντιμετωπίσει την πληθώρα των προκλήσεων που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο κόσμο. Είναι αναμφισβήτητο ότι η επιτυχία και η σταθερότητα ενός υπερεθνικού οργανισμού τέτοιου βεληνεκούς όχι μόνο εξαιτίας της πληθώρας των διαφορετικών μορφολογικά κρατών που συμμετέχουν, αλλά κυρίως λόγω του βαθμού εμβάθυνσης που επιδιώκεται, είναι ένα απαιτητικό εγχείρημα, ειδικά σε ένα πλαίσιο διαρκώς μεταβαλλόμενης διεθνούς πολιτικής. Ιδανικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί την διεύρυνσή της και την προσχώρηση περισσότερων χωρών σε αυτή, δεδομένου ότι οι χώρες αυτές τηρούν τις προϋποθέσεις (πρωτίστως δημοκρατικό πολίτευμα, σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, λειτουργούσα οικονομία της αγοράς). Μάλιστα, χώρες όπως η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία βρίσκονται στη «λίστα αναμονής» για την προσχώρησή τους. Το 2016, όμως, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ενεργοποίησε το άρθρο 50 της ΣΕΕ για την αποχώρησή του από την ΕΕ, η τελευταία έπρεπε να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη για την ιστορία της κατάσταση με επιτυχία και με όσο το δυνατόν λιγότερες συνέπειες για τα υπόλοιπα κράτη μέλη.  Αντίστοιχα, υπό την απειλή της κλιματικής αλλαγής, η ΕΕ σκοπεύει ν υλοποιήσει το σχέδιο EU Green Deal, με απώτερο σκοπό μέχρι το 2050 οι ευρωπαϊκές δραστηριότητες να είναι κλιματικά ουδέτερες. Η εγρήγορση αλλά και η προνοητικότητα της Ένωσης όσον αφορά καταστάσεις κρίσεων έγινε ιδιαίτερα αισθητή με την έλευση της πανδημίας του κορονοϊού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με μήνυμα της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, για κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων μέσων για την προστασία της δημόσιας υγείας στα κράτη μέλη.

Σε κάθε οικοδόμημα, είτε αυτό είναι κυριολεκτικό είτε μεταφορικό, τα θεμέλια διαδραματίζουν αναμφισβήτητα τον σημαντικότερο ρόλο για την εξέλιξή του. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ίσως στο άκουσμα των 63 χρόνων παρέλευσης από την υπογραφή τους, οι Συνθήκες της Ρώμης μπορεί να μοιάζουν παρωχημένες. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι καταστροφικές συνέπειές του οδήγησαν τους Ευρωπαίους ηγέτες σε μια συνειδητοποίηση γνωστή από τη Βεστφαλία: οι χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου λειτουργούν καλύτερα ενωμένες σε μια συνύπαρξη, προς αποφυγήν μεταξύ τους συγκρούσεων και με στόχο την ανάπτυξή τους. Τέθηκαν, λοιπόν, περισσότερο από μισό αιώνα πριν, οι βάσεις μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία απολαμβάνουμε σήμερα. Αν και κατά βάση οι ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και, κατ’ επέκταση, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας ήταν οικονομικές, αργότερα επεκτάθηκαν σε άλλους τομείς της ζωής των Ευρωπαίων πολιτών. Το κείμενο των δύο αυτών συνθηκών θεωρείται από τα πιο βασικά, «συνταγματικής αξίας» κείμενα της ΕΕ, χωρίς τα οποία δεν θα υπήρχε η βάση για τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, οι οποίες ανήγαγαν την πλειονότητα των εγχώριων δραστηριοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (αποκλειστικές, συντρέχουσες, υποστηρικτικές αρμοδιότητες).

Οι τομείς πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ποικίλλουν: από τον ανταγωνισμό και την εκπαίδευση-κατάρτιση μέχρι το περιβάλλον και την ενεργειακή πολιτική, στόχο έχουν τη βελτιστοποίηση των εν λόγω τομέων και την ανάπτυξή τους. Επί παραδείγματι, χωρίς την προστασία την οποία παρέχει η πολιτική ανταγωνισμού, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις θα  είχαν την ελευθερία να επιβάλλουν δικούς τους όρους στην αγορά, παρεμποδίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την συναλλαγή των πελατών τους με ανταγωνιστές. Όσον αφορά στην εκπαίδευση, η Ένωση μάχεται για τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης, ενώ ταυτόχρονα εμφυσά το ευρωπαϊκό πνεύμα στους νέους μέσω προγραμμάτων όπως το Erasmus+ και το DiscoverEU, δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να ανακαλύψουν τρίτες ευρωπαϊκές χώρες. Τέλος, η υιοθέτηση πολιτικών που συμβάλλουν σταδιακή μετατροπή της οικονομίας της ΕΕ σε «πράσινη» και αποδοτική με βλέμμα στο μέλλον και τη προστασία του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με μια σύγχρονη ενεργειακή πολιτική, υποδεικνύει την επιθυμία των κρατών μελών να γίνει η Ένωση αρωγός για ένα «καθαρότερο» και βιώσιμο μέλλον για όλους.

Η ανάγκη για εξέλιξη και μεταβολή είναι αδήριτη, ιδιαίτερα για μια οντότητα sui generis όπως η ΕΕ. Είναι, όμως, προφανές ότι μια τόσο φιλόδοξη εκ γενετής προσπάθεια για υπερεθνική συνεργασία, εμβάθυνση και ολοκλήρωση έχει να αντιμετωπίσει πολλά εγγενή προβλήματα, με κυριότερα τον διχασμό σε ευρωπαϊκό βορρά και νότο και τις οικονομικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Είναι, όμως, σημαντικό να αναφερθεί ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και μετέπειτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ευρωπαϊκά κράτη απολαύουν μιας πρωτόγνωρης στην ιστορία της ηπείρου περιόδου ειρήνης. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και συνεργασία δεν αποτελεί ένα status quo που επιβλήθηκε με τη βία, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, συνιστά μια ρευστή, πολύπλοκη διαδικασία που καλείται να αντέξει στο πέρασμα του χρόνου.

Μια αψεγάδιαστη, ωστόσο, Ένωση αποτελεί ουτοπία, διότι, απλούστατα, η ιδέα μιας «τέλειας συνεργασίας» διαφέρει στον άξονα του χρόνου. Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο για την διασφάλιση και τη συνέχιση της μακρόχρονης επιτυχημένης πορείας της υπάρχουσας σύμπραξης είναι η πίστη στο όραμα των Σπάακ, Αντενάουερ, Σουμάν και Μονέ για μια ενωμένη Ευρώπη, η συνεχής υπενθύμιση των αρχών που διέπουν την Ένωση όπως η ειρήνη, η δημοκρατία και η ισότητα, αλλά και του συνθήματός της: in varietate concordia, ενότητα στην πολυμορφία. Ένα είναι βέβαιο: η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα διαρκώς εξελισσόμενο, ασυνήθιστο ιστορικά, πολιτικό σύστημα που διατηρεί το βλέμμα του σταθερό στο μέλλον, μαθαίνοντας ταυτόχρονα από το πλούσιο παρελθόν του.