της Αθανασίας Τριάντου,
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το κεντρικό ζήτημα που εξετάζει αυτό το άρθρο είναι το ποινικό αδίκημα του βιασμού, υπό το πρίσμα του αναθεωρημένου Ποινικού Κώδικα (στο εξής ΠΚ), που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019. Πρόκειται για ένα αδίκημα το οποίο, χρησιμοποιώντας εγκληματολογικούς όρους, χαρακτηρίζεται από μεγάλο σκοτεινό αριθμό (Κρανιδιώτη, 1995). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μόνο ένα μικρό μέρος περιπτώσεων βιασμού έρχεται στο φως της δημοσιότητας, για διάφορους λόγους, όπως τα χαμηλά ποσοστά καταγγελιών.
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ
Κάτι που πρέπει να διευκρινιστεί εξ’ αρχής είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός ορισμός του βιασμού, καθώς αυτός διαφοροποιείται ανάλογα με το φορέα και την επιστήμη που τον αποδίδει (Τσιγκρής, 1996). Για παράδειγμα, διαφορετικά θα ορίσει το βιασμό το ποινικό δίκαιο και διαφορετικά οι επιστήμες της κοινωνιολογίας, της εγκληματολογίας, κλπ. Ξεκινώντας από τις κοινωνιολογικές και εγκληματολογικές προσεγγίσεις του βιασμού, αυτές είναι στην πλειοψηφία τους ευρύτερες συγκριτικά με την ποινική. Ένας αρκετά παραστατικός ορισμός του βιασμού έχει δοθεί από τους κοινωνικούς επιστήμονες K. Weis και S. Borges, οι οποίοι τον χαρακτηρίζουν ως «έγκλημα εχθρότητας και επιθετικότητας», «ύστατη πράξη αντικειμενοποίησης της γυναίκας ως σεξουαλικού πλάσματος» και «άμεση επίθεση εναντίον της προσωπικότητάς της» (Τσιγκρής, 1996). Μια παρόμοια προσέγγιση έκαναν και οι εγκληματολόγοι H. Schwendinger και J. Schwendinger, καθώς αντιλαμβάνονται το βιασμό ως «μια πράξη επιθετικότητας» και «μια πράξη περιφρόνησης -και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μόνο κατά δεύτερο λόγο σεξουαλικό» (Τσιγκρής, 1996). Φαίνεται, λοιπόν, τόσο από τους παραπάνω ορισμούς, όσο και από τους περισσότερους ανάλογους ορισμούς στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, ότι ο βιασμός συνιστά μια πράξη που πρωταρχικό της σκοπό δεν έχει τη σεξουαλική ικανοποίηση, αλλά την εξουσίαση, την αντικειμενοποίηση και την ταπείνωση. Επιπλέον, στη θέση του θύματος, τοποθετείται συνήθως η γυναίκα, κάτι το οποίο εξηγείται από τη δυσανάλογη θυματοποίηση των γυναικών, αναφορικά με το έγκλημα του βιασμού (World Health Organization, 2003).
Παράλληλα, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτός ο τρόπος που το ίδιο το θύμα ορίζει το βιασμό. Όπως ήδη αναφέρθηκε, πρόκειται για ένα έγκλημα με μεγάλο σκοτεινό αριθμό και ειδικότερα, πολύ μικρό αριθμό καταγγελιών τόσο από το θύμα όσο και από τρίτους. Επομένως, προκειμένου το θύμα να θεωρήσει ότι υπέστη βιασμό, πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: α) η πράξη να έχει τελεστεί μεταξύ αγνώστων και β) να ασκήθηκε έντονη βία. Αυτός είναι ο λεγόμενος «κλασσικός βιασμός», τον οποίο αντιλαμβάνεται το θύμα (Τσιγκρής, 1996).
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το ποινικό δίκαιο προσεγγίζει εντελώς διαφορετικά το βιασμό. Γενικότερα, το ποινικό δίκαιο αποτελεί μια δογματική επιστήμη (Φαρσεδάκης, 2005). Αυτό σημαίνει ότι ως βιασμός, ορίζεται κάθε φορά αυτό που αποφασίζει ο νομοθέτης ότι συνιστά το ποινικό αδίκημα του βιασμού. Αυτό, φυσικά, ισχύει για κάθε τυποποιημένο έγκλημα. Είναι αυτονόητο ότι ο βιασμός, ως ποινικό αδίκημα, δεν είχε πάντοτε το ίδιο περιεχόμενο, αλλά αυτό διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Συνεπώς, προκειμένου να φτάσουμε στον παρών ποινικό ορισμό του βιασμού, είναι απαραίτητη μια σύντομη αναδρομή στην εξέλιξή του στην ποινική νομοθεσία της Ελλάδας.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Στο παρελθόν, η ποινική αντίληψη περί του βιασμού ήταν χαρακτηριστική των τότε αντιλήψεων για τη γυναίκα. Συγκεκριμένα, ο βιασμός είχε τον χαρακτήρα της προσβολής από έναν άνδρα σε έναν άλλον και συνιστούσε έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας (Τσιγκρής, 1996). Θεωρούνταν έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, γιατί η γυναίκα αποτελούσε ιδιοκτησία του άνδρα (αρχικά του πατέρα και ύστερα του συζύγου), και μέσω του βιασμού, ο δράστης ήθελε να ενισχύσει το δικό του ανδρισμό. Ο ρόλος της γυναίκας, ως θύματος βιασμού, ήταν ανύπαρκτος.
Ο ΠΚ της προσωρινής Κυβέρνησης της επαναστατημένης Ελλάδας, το 1824, το λεγόμενο «Απάνθισμα των Εγκληματικών», θεωρούσε ως βιασμό μόνο τις περιπτώσεις φθοράς από έγγαμο (Σαρέλη, 1999). Έπειτα, ο ΠΚ του νεοσύστατου ελληνικού Κράτους το 1834, είχε συγκριτικά ευρύτερα όρια, καθώς αναγνώριζε ως βιασμό την καταναγκαστική συνουσία ανεξάρτητα από το φύλο (Σαρέλη, 1999).
Στη συνέχεια, ο ΠΚ που ξεκίνησε να ισχύει στην Ελλάδα το 1951, ύστερα από την κύρωσή του με το Ν.1492/1950, υιοθετούσε αντιλήψεις για το βιασμό που και πάλι ανταποκρίνονταν στις κοινωνικές συνθήκες και τη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή. Αρχικά, το έγκλημα του βιασμού συμπεριλαμβανόταν στα εγκλήματα κατά των ηθών, ενώ αφορούσε αποκλειστικά: α) συνουσία εκτός γάμου, β) με χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, γ) εναντίον γυναίκας.
Ο βιασμός συνιστούσε κακούργημα, καθώς του αντιστοιχούσε η ποινή της (πρόσκαιρης) κάθειρξης. Ποινική δίωξη ασκούνταν μόνο ύστερα από έγκληση, αν το θύμα ήταν γυναίκα, και στην περίπτωση θανάτου του παθόντος, επιβάλλονταν κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών ή ισόβια κάθειρξη.
Σταθμό στην εξέλιξη της ποινικής αντιμετώπισης του βιασμού αποτελεί ο Ν. 1419/1984, ο οποίος αφορούσε τροποποιήσεις στον ΠΚ και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι πιο ουσιαστικές τροποποιήσεις στο άρθρο 336 ΠΚ αφορούσαν:
α) την κατάργηση της έμφυλης διάκρισης που μέχρι τότε στιγμάτιζε αποκλειστικά τη γυναίκα ως θύμα βιασμού (αντικατάσταση του όρου «θήλυ» από τον όρο «άλλον»),
β) τη συμπερίληψη και άλλων ασελγών πράξεων και όχι μόνο της συνουσίας στην αντικειμενική υπόσταση του βιασμού,
γ) την εγκληματοποίηση του ομαδικού βιασμού (με 2 ή περισσότερους δράστες που δρουν από κοινού), που συνιστά διακεκριμένη μορφή του βασικού εγκλήματος του βιασμού (δηλ. τιμωρείται αυστηρότερα, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών) και
δ) τη θέσπιση της αυτεπάγγελτης δίωξης του εγκλήματος του βιασμού.
Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση, μπορεί και πάλι ο Εισαγγελέας να απέχει οριστικά από την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη έκθεσή του και έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών, ή, στην περίπτωση που έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο μπορεί να παύσει την άσκησή της. Η αυτεπάγγελτη δίωξη του εγκλήματος του βιασμού στοχεύει στη μείωση του σκοτεινού του αριθμού, μέσω του περιορισμού των διαπραγματεύσεων της παραίτησης του θύματος από την έγκληση, ενώ η πλέον ουδέτερη ταυτότητα του θύματος στο νόμο αποσκοπεί στον περιορισμό του στιγματισμού των γυναικών θυμάτων (Κρανιδιώτη, 1995).
Με το Π.Δ. 283/1985, ο βιασμός εντάσσεται πλέον στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και τα εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Είναι αυτονόητο ότι η έννοια της ελευθερίας εμπεριέχει και την έκφανση της γενετήσιας ελευθερίας, δηλαδή του δικαιώματος του ατόμου να επιλέγει ελεύθερα τον/την ερωτικό του σύντροφο, καθώς και το είδος, τον τόπο και το χρόνο τέλεσης της ερωτικής πράξης (Καράμπελας, 2001).
Κατά τα λοιπά, το περιεχόμενο του εγκλήματος του βιασμού στο Π.Δ. 283/1985 παρέμεινε ως είχε, μέχρι τις τροποποιήσεις του Ν. 1419/1984:
α) εξώγαμη συνουσία ή άλλη ασελγής πράξη,
β) που ασκείται με σωματική βία ή απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου (στη σωματική βία συμπεριλαμβάνεται και η αναισθητοποίηση του ατόμου με ναρκωτικές, υπνωτικές ή άλλες ουσίες -άρθρο 13 στοιχ. δ’ ΠΚ),
γ) και το διακεκριμένο έγκλημα του ομαδικού βιασμού.
Οι τελευταίες αλλαγές, πριν το Ν. 4619/2019, ήταν η επιβολή αποκλειστικά ισόβιας κάθειρξης στο θανατηφόρο βιασμό, με το Ν. 3064/2002, και επιπλέον η εγκληματοποίηση του συζυγικού βιασμού, με το Ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.
Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Το ισχύον περιεχόμενο του βιασμού στην ελληνική έννομη τάξη αποτελεί δικαίωση των φεμινιστικών κινημάτων, όπως και ανθρωπιστικών οργανώσεων σαν τη Διεθνή Αμνηστία, η οποία κατέθεσε υπόμνημα διαμαρτυρίας για το νομικό ορισμό του βιασμού. Συγκεκριμένα, τόνιζε τον απαράδεκτο ορισμό του βιασμού στο άρθρο 336 ΠΚ, που προτάσσει την άσκηση σωματικής βίας και όχι τη μη ύπαρξη συναίνεσης του παθόντος ως συστατικό στοιχείο του βιασμού. Η ουσιαστικότερη αλλαγή είναι ότι στα στοιχεία του εγκλήματος του βιασμού, συμπεριλαμβάνεται πλέον και η απουσία συναίνεσης του θύματος.
Αυτή η νομοθετική κατοχύρωση οφείλεται στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, ευρύτερα γνωστή ως Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Η Σύμβαση αυτή υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 2011, ενώ τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την Ε.Ε. το 2017. Ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο το 2018, με το Ν. 4531/2018, και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Δηλαδή έχει την ισχύ διεθνούς σύμβασης και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης, ύστερα από την υπογραφή και την κύρωσή της.
Το άρθρο του Ν. 4531/2018 που αφορά άμεσα το βιασμό, είναι το άρθρο 36. Στο άρθρο αυτό δεν τονίζεται η χρήση σωματικής βίας ή η απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, όπως ίσχυε στη μέχρι τότε ελληνική νομοθεσία, αλλά η απουσία συναίνεσης του παθόντος για οποιαδήποτε διείσδυση σεξουαλικού χαρακτήρα, είτε με τη χρήση οργάνου του σώματος είτε αντικειμένου, είτε μεταξύ δύο είτε περισσότερων ατόμων. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ο εκούσιος χαρακτήρας της συναίνεσης, δηλαδή η αβίαστη παραχώρησή της από το άτομο. Σε περίπτωση «αναγκαστικής» παραχώρησης συναίνεσης, είναι δόκιμος ο όρος «συγκατάθεση» (Κωστάρας, 2016). Άλλες σημαντικές προβλέψεις της Σύμβασης (και) για το βιασμό αποτελούν: η ασημαντότητα της σχέσης δράστη και θύματος για την άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 43), η αναγνώριση επιβαρυντικών περιστάσεων, όπως η χρήση ή απειλή όπλου στη διάρκεια της πράξης (άρθρο 46) και η μη στήριξη της ποινικής δίωξης αποκλειστικά σε τυχόν αναφορά ή έγκληση του θύματος (άρθρο 55). Μια τελευταία σημαντική ρύθμιση είναι αυτή του άρθρου 48, που ορίζει την απαγόρευση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών (π.χ. διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης) σε εγκλήματα όπως ο βιασμός. Αυτή οφείλεται στην αποδεδειγμένη αναποτελεσματικότητα μέτρων αποκαταστατικής δικαιοσύνης σε σεξουαλικά εγκλήματα, καθώς και στην πρόληψη της δευτερογενούς θυματοποίησης (Αρτινοπούλου, 2010).
Ύστερα, λοιπόν, από την υπογραφή και την κύρωση της Σύμβασης από την Ελλάδα, την ενσωμάτωσή της στο εθνικό δίκαιο και την μετέπειτα κύρωση του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), νομικά υφίστανται 4 περιπτώσεις βιασμού:
α) ο εξαναγκασμός άλλου σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας,
β) το διακεκριμένο έγκλημα του ομαδικού βιασμού,
γ) το διακεκριμένο έγκλημα του θανατηφόρου βιασμού,
δ) η επιχείρηση γενετήσιας πράξης χωρίς τη συναίνεση του παθόντος.
Εκτός της εισαγωγής του στοιχείου της απουσίας συναίνεσης ως συστατικού του βιασμού, παρατηρούνται και κάποιες ακόμη τροποποιήσεις. Αρχικά, έγινε αντικατάσταση των όρων «συνουσία» και «άλλη ασελγής πράξη», που υπήρχαν πριν την τροποποίηση του άρθρου, από τον όρο «γενετήσια πράξη». Προκειμένου να μην υπάρχουν παρερμηνείες στην κατανόηση του όρου αυτού, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου διευκρινίζεται ότι η γενετήσια πράξη αφορά τη συνουσία και τις ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις. Αντιθέτως, δεν υπήρχε καμία επεξήγηση των αντίστοιχων όρων στην προγενέστερη νομοθεσία, ενώ κυρίως η συζήτηση περί ασελγών πράξεων συνάντησε πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες λόγω του ασαφούς περιεχομένου της (Κωστάρας, 2013). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι προτού ψηφιστεί το τελικό νομοσχέδιο, η περίπτωση της επιχείρησης γενετήσιας πράξης χωρίς συναίνεση επρόκειτο να έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα -η ποινή δηλαδή μπορούσε, μεταξύ άλλων, να ανασταλεί ή να μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αυτό εν τέλει άλλαξε, αφού η ποινή σε αυτή την περίπτωση είναι κάθειρξη έως 10 έτη, δηλαδή κακούργημα.
Ως είχε παραμένει η πρόσκαιρη κάθειρξη για το βασικό έγκλημα του βιασμού και η κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών για τον ομαδικό βιασμό. Στην περίπτωση του θανατηφόρου βιασμού, πλέον μπορεί να εφαρμοστεί διαζευκτικά είτε ισόβια κάθειρξη είτε κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, αφού μετά τον προαναφερθέντα νόμο του 2002 μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο ισόβια κάθειρξη. Τέλος, μια ήσσονος σημασίας τροποποίηση επήλθε με το Ν. 4637/2019, ο οποίος απλώς τοποθέτησε στην ίδια παράγραφο τον ομαδικό και το θανατηφόρο βιασμό, χωρίς καμία περαιτέρω αλλαγή.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αναμφίβολα, η ισχύουσα διάταξη για το βιασμό στο νέο ΠΚ εμπεριέχει στοιχεία προόδου και, ως κάποιο βαθμό τουλάχιστον, εναρμόνιση του νομικού ορισμού του βιασμού με τον κοινωνικό. Ωστόσο, δεν αποτελεί το τελικό στάδιο αυτής της αλλαγής. Από νομική άποψη, μεγάλο μέρος των προβλέψεων της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης δεν έχουν υιοθετηθεί από το ελληνικό δίκαιο, όπως είναι πολλές από τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Επίσης, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019, «ως μέσο τέλεσης του εγκλήματος διατηρείται η σωματική βία». Φαίνεται δηλαδή ότι η απουσία συναίνεσης του παθόντος προστέθηκε απλώς ως μια περίπτωση του εγκλήματος του βιασμού -η οποία έγινε και μετά από κοινωνική πίεση. Πέραν αυτών, όμως, το κυριότερο που πρέπει να γίνει για να επέλθει ουσιαστική αλλαγή, είναι η εξάλειψη της λεγόμενης «κουλτούρας του βιασμού» (rape culture), η οποία ενισχύει τόσο την πρωτογενή όσο και τη δευτερογενή θυματοποίηση. Ο στιγματισμός, η καλλιέργεια του αισθήματος ενοχής του θύματος και τα ποικίλα σεξιστικά στερεότυπα το αποτρέπουν από την προσφυγή στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, αλλά παράλληλα οδηγεί στην κανονικοποίηση αυτής της πράξης, τόσο στη συνείδηση του ίδιου του θύματος όσο και της κοινής γνώμης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
World Health Organization (2003). Guidelines for Medico-Legal Care for Victims of Sexual Violence. Ανακτήθηκε από:
https://reliefweb.int/report/world/guidelines-medico-legal-care-victims-sexual-violence
Αρτινοπούλου Β. (2010). Επανορθωτική δικαιοσύνη: Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων. Πρόλογος: Dr Theo Gavrielides. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Βλάχου, Β. (2008). Η εξέλιξη των εγκληματολογικών θεωριών για τη βία και την επιθετικότητα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Καράμπελας, Λ. (2001). Οι βιαστές και τα θύματά τους: Πορίσματα έρευνας για βιασμούς στην Ελλάδα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Κοτσαλής, Λ. (2019). Νέος Ποινικός Κώδικας: Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019). 15η έκδοση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Κρανιδιώτη, Μ. (1995). «Προς μια αξιολόγηση των ρυθμίσεων του Ν. 1419/1984 για το βιασμό». Σε Κουράκης, Ν. (επιμ.) (1995). Τιμητικός Τόμος Τομέα Ποινικών Επιστημών, Τμήματος Νομικής, Πανεπιστημίου Αθηνών, Μνήμη ΙΙ Ιωάννη Δασκαλόπουλου, Κωνσταντίνου Σταμάτη και Χρήστου Μπάκα, Τόμος Α’, Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 169-222.
Κωστάρας, Α. (2013). Ποινικό δίκαιο: Επιτομή ειδικού μέρους (Άρθρα 134-410 ΠΚ).4η έκδοση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Κωστάρας, Α. (2016). Ποινικό δίκαιο: Έννοιες & θεσμοί του γενικού μέρους. 2η έκδοση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Σαρέλη, Α. (1999). Βιασμός: Η τυποποίηση στον ελληνικό ποινικό κώδικα. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Τσιγκρής, Α. (1996). Βιασμός: Το αθέατο έγκλημα. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Τσιγκρής, Α. (1998). Χωρίς συναίνεση: Εγκληματολογική και νομολογιακή προσέγγιση του βιασμού στην Ελλάδα. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Φαρσεδάκης, Ι. (2005). Στοιχεία Εγκληματολογίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Χαραλαμπάκης, Α. (2019). Ποινικό δίκαιο & νομολογία: Ενημερωμένο με το νέο ποινικό κώδικα (Ν. 4619/2019) και το νέο κώδικα ποινικής δικονομίας (Ν. 4620/2019). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Νόμος 1492/1950. Κύρωση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ανακτήθηκε εδώ.
Νόμος 1419/1984 – ΦΕΚ 28/Α/14-3-1984. Τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις. Ανακτήθηκε εδώ.
Νόμος 3064/2002 – ΦΕΚ 248/Α/15-10-2002. Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της πορνογραφίας ανηλίκων και γενικότερα της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και αρωγή στα θύματα των πράξεων αυτών. Ανακτήθηκε εδώ.
Νόμος 4531/2018 – ΦΕΚ 62/Α/5-4-2018. Ι) Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, ΙΙ) Ενσωμάτωση της 2005/214/ΔΕΥ απόφασης πλαίσιο, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών και ΙΙΙ) Άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και λοιπές διατάξεις. Ανακτήθηκε εδώ.
Νόμος 4637/2019 – ΦΕΚ 180/Α/18-11-2019. Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις. Ανακτήθηκε εδώ.
Προεδρικό Διάταγμα 283/1985 (2) – ΦΕΚ Α 106/31-5-1985. Ποινικός Κώδικας. Βιβλίο Δεύτερο – Ειδικό Μέρος (Άρθρα 134-473). Ανακτήθηκε εδώ.