της Καλλιόπης Βακαλοπούλου,

Δευτέρα, 23 Μαρτίου, 2020. Σε λίγες μέρες θα μετράμε μονάχα 4 μήνες από το ξέσπασμα της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, Covid-19. Και, ενώ στους τηλεοπτικούς δέκτες μας λαμβάνουμε εικόνες άδειων δρόμων μεγάλων πρωτευουσών του κόσμου, μαρτυρίες εξαντλημένων γιατρών και ψυχρή καταμέτρηση θανάτων στην Ιταλία, την Ισπανία και αλλού, η νεοεξελθούσα, από τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μεγάλη Βρετανία μας παρουσιάζει ένα διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης.

Στις 13 Μαρτίου, αρκετά ετεροχρονισμένα, ο νεοπαγής Πρωθυπουργός, Boris Johnson, υπό την καθοδήγηση του κυβερνητικού επιστημονικού του συμβούλου, Patrick Vallance, ανακοίνωσε την απάντηση της χώρας στον Covid-19. Αυτή είναι η «ανοσία αγέλης» (herd immunity). Πρόκειται για έναν επιδημιολογικό όρο που περιγράφει το φυσικό τρόπο ανοσοποίησης ενός πληθυσμού σε συγκεκριμένο ιό με ισόβια αντισώματα, διαφοροποιούμενος από τον τεχνητό τρόπο του εμβολιασμού. Εν προκειμένω, η βρετανική κυβέρνηση εξήγγειλε την επιθυμία της να περιορίσει την καμπύλη προσβολής των πολιτών από τον ιό σε βάθος χρόνου μέχρι το καλοκαίρι, χωρίς να τον περιορίσει εντελώς, αλλά προστατεύοντας μόνο τις ευπαθείς ομάδες. Απώτερος στόχος καθίσταται η ανοσολογική οχύρωση των Βρετανών σε πιθανό δεύτερο κύμα του κορωνοϊού, τον επόμενο χειμώνα (περίπου 60% του πληθυσμού να κολλήσει τον ιό), αλλά και η σταδιακή απασχόληση του εθνικού συστήματος υγείας, NHS. Ο Johnson προειδοποίησε ότι «μπορεί κάποιοι να χάσουν νωρίς αγαπημένα πρόσωπα», αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο και εν τέλει θα εξυπηρετηθεί το ευρύτερο καλό.

Προτού περιγραφούν οι εύλογες απορίες και αντιδράσεις της παγκόσμιας κοινότητας σε αυτήν τη ρηξικέλευθη πολιτική, είναι απαραίτητη η παρουσίαση των επιχειρημάτων της βρετανικής κυβέρνησης. Σε πρώτο στάδιο, οι Βρετανοί προέβλεψαν ότι η χώρα τους βρίσκεται περίπου 4 εβδομάδες πριν βρεθεί σε παρόμοια κρίση με αυτήν της Ιταλίας. Για το λόγο αυτό, επέλεξαν ήπια μέτρα πρόληψης, κυρίως την παραμονή στο σπίτι όσων παρουσιάζουν βήχα με υψηλό πυρετό για επτά μέρες. Σε αντίθεση με τις διεθνείς τάσεις, δεν προέβησαν άμεσα σε περιορισμό των μετακινήσεων (εγχώριων ή διεθνών) και των συναθροίσεων, ούτε εφάρμοσαν μεθόδους θερμομέτρησης στα αεροδρόμια. Όλα αυτά σε ένα κλίμα σχετικισμού, καθώς δε φάνηκε να δεσμεύονται απόλυτα με τις πολιτικές τους. Τουναντίον, δήλωναν τη συνέχιση της εξέτασης των επιστημονικών εξελίξεων και των πιθανών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της όποιας πολιτικής επρόκειτο να ακολουθήσουν. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ζήτησε τις συμβουλές της Ομάδας Συμπεριφορικών Γνώσεων (Behavioural Insights Team), μιας ομάδας που αρωγεί τη διοίκηση σε ζητήματα συμπεριφορικής οικονομίας, όπως τη σχέση πολιτών και φορολογίας. Πιο συγκεκριμένα, η ομάδα αυτή επισήμανε ότι μηνύματα φόβου ή συνεχούς επαγρύπνησης, που ακολουθούνται σε περιόδους γρίπης, δεν βοηθούν αποτελεσματικά, καθώς το πλήθος μετά από λίγο καιρό υπερφορτώνεται και αδιαφορεί. Για αυτό και επέλεξαν να διατηρήσουν ουδετερότητα στις ενημερωτικές καμπάνιες (“keep calm and wash your hands”). Κάτι για το οποίο επικρίθηκαν, διότι δεν έδωσαν βήμα στους επιδημιολόγους να αναλάβουν την ενημέρωση του πληθυσμού.

Παρ’ όλα αυτά, εν μέσω του παγκόσμιου ντελίριου και της (δικαιολογημένης) λήψης περιοριστικών μέτρων, η συμπεριφορά της Μεγάλης Βρετανίας δεν έπεισε κανέναν, ούτε καν τους ίδιους τους πολίτες της. Σε εθνικό επίπεδο, η Σκωτία έσπευσε να απαγορεύσει τις συναθροίσεις άνω των 500 ατόμων, ενώ μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις ακυρώθηκαν παρά την κυβερνητική οδηγία (ή μάλλον την απουσία της). Τα παραπάνω, σωρευτικά, προβλημάτισαν το βρετανικό πληθυσμό που ξεκίνησε να αμφισβητεί το εύλογο των επιχειρημάτων του Johnson. Παράλληλα, οι οδηγίες της κυβέρνησης προξένησαν δυσκολίες ερμηνείας και εφαρμογής ως προς το πώς τελικά θα έπρεπε να δράσει κάποιος με συμπτώματα του ιού και με ποιο τρόπο θα έπρεπε να προφυλαχθούν οι γύρω του. Και αυτό, διότι από την αρχή το NHS διεξήγε επιλεκτικά τεστ, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που βρίσκονταν στο δίλημμα ενός διεθνούς ταξιδιού ή ακόμα για το εάν θα έπρεπε να πάνε αύριο στη δουλειά. Αλλά ακόμα και για το πιθανό κλείσιμο των σχολείων επικρατούσε διχογνωμία, καθώς αυτό θα σήμαινε πραγματικό κώλυμα στους εργαζόμενους γονείς, αλλά και σε ολόκληρη την οικονομία.

Η εξωτερική κριτική, ωστόσο, αποδείχθηκε δριμύτερη. Πολλοί επισήμαναν την επιδεικτική αδιαφορία της Μεγάλης Βρετανίας για τα «κεκτημένα» πάνω στον ιό. Αυτά αποκτήθηκαν από τις εμπειρίες πληγέντων χωρών (Κίνα, Ιταλία, Ισπανία) και διασφαλίστηκαν με την πειθαρχία και την οργάνωση της καθημερινής ζωής των πολιτών τους. Το να αμφισβητεί μια χώρα, με αξιοσέβαστο αριθμό πολιτών και αξιόλογο σύστημα υγείας, τις οδηγίες που εκπόνησαν οι παθόντες, αλλά και η επιστημονική κοινότητα (Π.Ο.Υ.), είναι τουλάχιστον δείγμα επιπολαιότητας και ηθικής ανευθυνότητας. Σε αυτό οι Βρετανοί απαντούν κάνοντας λόγο για σχετικότητα των επιστημονικών απαντήσεων στο ζήτημα της πανδημίας, σχολιάζοντας πως κάθε κυβέρνηση ανά τον κόσμο επιλέγει με επιστημονικά, πολιτικά, οικονομικά ή άλλα κριτήρια το πώς θα καταπολεμήσει τον ιό.

Μολαταύτα, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα τόνισε τα σαθρά θεμέλια της βρετανικής πολιτικής περί ανοσίας αγέλης. Στις δηλώσεις τους, οι επιδημιολόγοι σημείωσαν τα ελάχιστα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας για τον ιό και, ιδίως, για τα χαρακτηριστικά των συμπτωμάτων. Σε κάθε περίπτωση, ο νέος κορωνοϊός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως η εποχική γρίπη, στην οποία η ανοσία αγέλης πρέπει να μολύνει το 96% του πληθυσμού. Με τα σημερινά δεδομένα, ο Covid-19 θα πρέπει να πλήξει τουλάχιστον 2 εκατομμύρια Βρετανούς, για να μπορέσει να «οχυρώσει» την κοινότητα. Αλλά κατά πόσο αξίζει την προσπάθεια, εφόσον σε λίγο καιρό θα έχει αναπτυχθεί το εμβόλιο; Οι επιστήμονες θεωρούν πως ακόμα και αν η εν λόγω πρακτική οδηγήσει στα ίδια αποτελέσματα με τον εμβολιασμό με περιορισμένη θνητότητα, η διαδρομή προς αυτά θα καταγράψει πολλά θύματα σε πραγματικούς αριθμούς. Συγχρόνως, η ανταπόκριση του δημόσιου συστήματος υγείας θα βρεθεί υπό σοβαρή κρίση.

Πολλοί είναι αυτοί που δε δίστασαν να υπαγάγουν την πολιτική της Βρετανίας σε ένα ευρύτερο επίπεδο. Η Μεγάλη Βρετανία ανέκαθεν είχε παράδοση στη δημόσια υγεία και δη στις πανδημίες ως αποικιοκρατία. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι αλήθεια ότι διακατέχεται από σοβαρές ταξικές διαφορές μέχρι και σήμερα. Το “stiff upper lip” περιγράφει τη μηχανική ψυχραιμία (ή ψυχρότητα) με την οποία οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες, σε σημείο που στον κόσμο εκλαμβάνονται ως κυνικοί. Ακόμη και το περήφανο αγγλικό σύστημα υγείας δεν καταρρίπτει πάντα την παραπάνω εντύπωση. Και αυτό γιατί, υπό κανονικές συνθήκες, είναι αρκετά επιλεκτικό ως προς το ποιος ασθενής δικαιούται να εισέλθει σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ή σε αιμοκάθαρση. Σε τελική ανάλυση, οι επιλογές της κυβέρνησης για τα μέτρα κατά του κορωναϊού εμφορήθηκαν περισσότερο από το φόβο μιας οικονομικής κρίσης, παρά από την αποφυγή θανάτων, οι οποίοι κατά κύριο λόγο θα προκληθούν σε ηλικιωμένους ή άτομα ευπαθών ομάδων.

Στην εκπνοή της προηγούμενης εβδομάδας, με απολογισμό 5,683 κρούσματα και 281 θανάτους, ο Boris Johnson φάνηκε να υποχωρεί στις πιέσεις και να τροποποιεί το σχέδιο δράσης της κυβέρνησής του με σκοπό την επιβράδυνση της εξάπλωσης του κορωνοϊού. Οι νέες οδηγίες περιόρισαν 1,5 εκατομμύρια πολιτών που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες στα σπίτια τους για 3 μήνες, ενώ μπήκε λουκέτο σε χώρους διασκέδασης/συνάθροισης, γυμναστικής, ακόμη και στα σχολεία «μέχρι νεωτέρας». Στους υπόλοιπους Βρετανούς, ζητήθηκε να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους και να αποφεύγουν τις επαφές με ηλικιωμένους ή ευάλωτα άτομα. Ταυτόχρονα, εξειδίκευσε περαιτέρω τους κανόνες περιορισμού των νοσούντων στο σπίτι τους για επτά ημέρες και των οικείων τους για δεκατέσσερις. Στις δηλώσεις του ο Βρετανός Πρωθυπουργός φάνηκε αποφασισμένος ζητώντας τη συνεργασία των συμπολιτών του, ενώ επισήμανε πως η χώρα τους απέχει μόλις 2 εβδομάδες από την κατάσταση στην Ιταλία.

Στο νέο αυτό πλαίσιο, η κυβέρνηση προτίθεται να ξοδέψει μέχρι και 350 δις λίρες για τη δημόσια αυτή κρίση υγείας, θέτοντας την οικονομική πολιτική της χώρας σε δεύτερη μοίρα. Ας μη ξεχνάμε ότι η Βρετανία μόλις ξεκίνησε να βιώνει την έξοδό της από την ΕΕ και κάθε απόφαση φέρει και τις δικές της συνέπειες, τις οποίες πλέον η χώρα επωμίζεται μόνη της. Η μεγάλη καθυστέρηση του Johnson στην επαρκή καταστολή του ιού μπορεί να αποβεί μοιραία σε όλους τους τομείς της ευημερίας της Αγγλίας, καθώς τα μέτρα που πρόσφατα εξέδωσε μπορούν να αποδώσουν καρπούς το νωρίτερο σε 15 μέρες. Μένει μόνο να δούμε αν οι ιδιάζοντες ακρίτες της ευρωπαϊκής ηπείρου γνωρίζουν τι κάνουν με την παγκόσμια αυτή απειλή.

Επικαιροποίηση

 Το παρόν άρθρο ακολουθεί τις εξελίξεις μέχρι την Κυριακή 22 Μαρτίου. Ο ιός, ωστόσο, κινείται πολύ πιο γρήγορα. Τα σημεία κριτικής στην πολιτική της Μ. Βρετανίας που παρουσιάστηκαν παραπάνω, δυστυχώς, πλέον δεν είναι μόνο σημεία αλλά πραγματικότητα. Σε έναν μαραθώνιο εξελίξεων, ο Πρωθυπουργός, Boris Johnson, διαγνώστηκε θετικός στον κορωνοϊό στις 27 Μαρτίου, ενώ η κυβέρνησή του έδωσε την εντολή στους Βρετανούς να παραμείνουν σπίτια τους και να εξέρχονται μόνο για τα απολύτως απαραίτητα. Παρ’ όλα αυτά, το lockdown της Αγγλίας θεωρείται κάτι παραπάνω από καθυστερημένο. Η καμπύλη εξάπλωσης αυξήθηκε κατακόρυφα, σε επίπεδα ανάλογα των χωρών με τα μεγαλύτερα πλήγματα από τον ιό. Με 563 θανάτους σε μία μέρα, η κυβέρνηση κατέγραψε συνολικά 2.352 θύματα στις 2 Απριλίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο φόβος για πιθανή περιέλευση στην κατάσταση της Ιταλίας γίνεται ολοένα και πιο ισχυρός, και για το λόγο αυτό το σύστημα περίθαλψης εντατικοποίησε τις παροχές του (τεστ, προστατευτικά μέσα κλπ.). Το ανώτατο σημείο της κρίσης, όμως, δεν φαίνεται να έχει έρθει για τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με τις σκληρές συνέπειες της «λοιμωξιολογικής πρωτοπορίας» που επέλεξε να ακολουθήσει. Η ανοσία αγέλης μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όμως, πόσα μέλη από την αγέλη θα έχουν επιζήσει για την απολαύσουν;