από τον Σπήλιο Δαμαλίτη,

Όταν αναφερόμαστε στην Ελλάδα και στην Τουρκία,  παραλληλίζουμε τη σχέση αυτή, ως ένα δίπολο που χαρακτηρίζεται από αντιπαλότητα και ανταγωνισμό. Οι εντάσεις άφθονες. Τα θερμά επεισόδια μεταξύ τους έχουν θέσει σε κίνδυνο, όχι μόνο την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την βιωσιμότητα της Βορειοατλαντικής συμμαχίας. Γενικά, υπάρχει ένα πολύ βεβαρημένο ιστορικό ανάμεσα τους, στο οποίο φυσικά συγκαταλέγονται πόλεμοι και πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Τα τελευταία χρόνια και μετά την δεκαετία του ’70, η Τουρκία έχει εκφράσει πολλές αμφισβητήσεις απέναντι στην Ελλάδα, που απειλούν θεμελιώδη κυριαρχικά της δικαιώματα και δηλητηριάζουν τις σχέσεις τους. Δύο κύρια προβλήματα, τα οποία μέχρι σήμερα θέτουν την σχέση των προαναφερθέντων κρατών σε μία κλωστή, είναι η Ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα αλλά και η αμφισβήτηση από την πλευρά της Τουρκίας, του  ελληνικού εναέριου χώρου.

Αρχικά, θα πρέπει να αναφέρουμε τι είναι η υφαλοκρηπίδα. Πρόκειται για τον βυθό και το υπέδαφος περιοχών που καλύπτει η θάλασσα και βρίσκονται σε επαφή με την ακτή νησιού ή παράκτιου κράτους. Το εκάστοτε κράτος, ασκεί το αποκλειστικό δικαίωμα της εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου αυτών των περιοχών. Η τριβή σε αυτό το ζήτημα άρχισε το 1973, με την Τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων να χορηγεί άδειες για έρευνα, στην περιοχή της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Το 1976, η Ελλάδα προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου όμως δεν προέκυψε κάποιο αποτέλεσμα, αφού το δικαστήριο θεώρησε ότι δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί επί του ζητήματος αυτού. Ανάλογη, άκαρπη, προσπάθεια έγινε και στο συμβούλιο ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Οι συζητήσεις συνεχίζονται σε επίπεδο διαπραγματεύσεων μέχρι και σήμερα, έχοντας αποφέρει μηδενικά αποτελέσματα. Η μόνη -αξιόλογη για αναφορά- προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος ήταν το 1981 με το πρακτικό της Βέρνης, το οποίο όμως τελικά κατέρρευσε με υπαιτιότητα της Τουρκικής στάσης. Πολλές φορές, επίσης, το ζήτημα έχει φέρει τις χώρες κοντά σε μία ένοπλη σύρραξη, με τρανταχτό παράδειγμα την κρίση του Σισμίκ, το 1987. Στην περίπτωση αυτή, οι δύο πλευρές έλυσαν το ζήτημα σε επίπεδο πρωθυπουργών και η Ελληνική πλευρά επαναδιατύπωσε τις θέσεις της πάνω στο ζήτημα.

Οι θέσεις των δύο χωρών είναι προφανώς-όπως έχει αποδειχθεί από την μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία- και αντίθετες, με κανένα κοινό σημείο. Η Ελληνική στάση στο θέμα της υφαλοκρηπίδας είναι ξεκάθαρη. Το δίκαιο της θάλασσας προσφέρει στο παράκτιο κράτος κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή της υφαλοκρηπίδας, εφόσον αυτή είναι τουλάχιστον 200 ναυτικά μίλια. Έπειτα, το άρθρο 121 της ίδιας σύμβασης προβλέπει ότι όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και υφαλοκρηπίδας. Όσον αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Ελλάδα πιστεύει εδώ και αρκετές δεκαετίες ότι θα πρέπει να γίνει  με βάση την αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής. Η τουρκική πλευρά απορρίπτει τις ελληνικές θέσεις. Πιστεύει, αυθαίρετα, ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, αφού αποτελούν εξάρσεις του βυθού, καταρρίπτοντας το δίκαιο της θάλασσας, το οποίο και προφανώς δεν έχει υπογράψει. Γενικεύσεις και ακραίες διατυπώσεις χαρακτηρίζουν, ως επί το πλείστον, τις θέσεις της Τουρκίας στο ζήτημα. Επικαλείται ότι το Αιγαίο αποτελεί ειδική περίσταση, το οποίο και θεωρεί μία ημίκλειστη θάλασσα και ότι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας θα πρέπει να λυθεί με την μέθοδο της ευθυδικίας. Στο Αιγαίο, καλό είναι να τονιστεί, ότι η Ελληνική κυριαρχία θα έπρεπε να είναι αδιαμφισβήτητη, σύμφωνα και με το διεθνές δίκαιο. Ένα λογικό της επιχείρημα είναι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, όπου λήφθηκε απόφαση για την διαμάχη μεταξύ των χωρών της Δανίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας, ότι η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα κάθε κράτους πρέπει να είναι η φυσική προέκταση του εδάφους του και δεν πρέπει να καταπατά τη φυσική προέκταση του εδάφους ενός άλλου κράτους. Η Ελλάδα έχει τονίσει ότι, αν δεν βρεθεί λύση μεταξύ των δύο κρατών, το ζήτημα θα πρέπει να λυθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, πράγμα το οποίο μπορεί να γίνει μόνο με την υπογραφή συνυποσχετικού, αφού η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η τακτική, ίσως, να μην αποφέρει θετικά αποτελέσματα για την Ελλάδα, γεγονός που θα έχει μεγάλο πολιτικό κόστος. Το προαναφερθέν δικαστήριο, έχει δώσει μέχρι τώρα την εντύπωση ότι, για να αποφύγει να διαφανεί με τις αποφάσεις του ότι λαμβάνει πολιτική θέση, συνήθως τηρεί μια πιο ουδέτερη στάση, δίνοντας πράγματα και στις δύο πλευρές που προσφεύγουν.

Πριν προχωρήσουμε στην αμφισβήτηση του εναέριου χώρου, θα μιλήσουμε περιληπτικά και για την αιγιαλίτιδα ζώνη. Η Ελλάδα, από το 1936, έχει ορίσει τα ναυτικά της μίλια στα 6, αν και δικαιούται, σύμφωνα με το Διεθνές δίκαιο, να τα επεκτείνει στα 12 ναυτικά μίλια, όπως έχουν κάνει τα περισσότερα κράτη. Αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό της δικαίωμα. Η ίδια έχει επιφυλαχθεί ότι στο μέλλον μπορεί να ασκήσει αυτό το δικαίωμα. Η Τουρκική πλευρά, παρά το ότι έχει επεκτείνει τα ναυτικά της μίλια σε 12, τόσο στη Μεσόγειο όσο και στον Εύξεινο Πόντο από το 1995, έχει τονίσει ότι θα κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα, αν εκείνη επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ναυτικών μιλίων. Παρατηρούμε, λοιπόν, μία κατά ριπάς παραβίαση του διεθνούς δικαίου, της καλής γειτνίασης αλλά και της συμμαχικής αλληλεγγύης (ΝΑΤΟ) από την Τουρκία. Η Ελλάδα, παρά τις όποιες κινήσεις της για την άρση του Casus Belli, όπως για παράδειγμα να εντάξει την διευθέτηση του ζητήματος στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, θα πρέπει, με διπλωματικά βέβαια μέσα, να ασκήσει κάθε νόμιμο κυριαρχικό της Δικαίωμα.

Επόμενο ζήτημα και αρκετά μεγάλο, εφόσον σημειώνονται πολλές τουρκικές παραβιάσεις και προκλήσεις με κίνδυνο ένα θερμό επεισόδιο, αποτελεί ο ελληνικός εθνικός εναέριος χώρος. Η Ελλάδα και σε αυτό το θέμα είναι σύμφωνη με τους Διεθνείς κανονισμούς και έχει ορίσει σε 10 τα ναυτικά της μίλια στον εναέριο χώρο της, ήδη από το 1931, με προεδρικό διάταγμα. Η κυριαρχία της έχει γνωστοποιηθεί σε όλες τις διεθνείς διασκέψεις και συνθήκες, πάνω στην αεροναυτιλία. Μέχρι και στις συνδιασκέψεις των Παρισίων, το 1952, και της Γενεύης, το 1958, που αφορούσαν την πολιτική αεροπορία και συμπεριλήφθηκαν τα εξωτερικά όρια του ελληνικού εναέριου χώρου για τον καθορισμό του FIR Αθηνών, η Τουρκία, η οποία ήταν παρούσα σε αυτές, δεν προέβει σε κάποια διαμαρτυρία. Η ελληνική πλευρά βάσιμα απορρίπτει κάθε ισχυρισμό της Τουρκίας, ότι το εύρος του εναέριου χώρου της δεν συμπίπτει με το διεθνές δίκαιο. Ήδη, το δίκαιο της θάλασσας δίνει την δυνατότητα στην Ελλάδα να επεκτείνει την κυριαρχία της στα 12 ναυτικά μίλια, παρόλο που εκείνη την έχει ορίσει στα 10. Η απόφαση για τον καθορισμό του ελληνικού εναέριου χώρου, έχει γνωστοποιηθεί διεθνώς από το 1931, όπου επίσημη γνωστοποίηση του ορίου των 10 ναυτικών μιλίων περιελήφθη στο εθνικό Εγχειρίδιο Αεροναυτικών Πληροφοριών, το οποίο και δημιουργήθηκε μετά τις εξελίξεις της Σύμβασης του Σικάγο. Από το 1931, λοιπόν, η τουρκική πλευρά γνωρίζει για τα όρια της ελληνικής κυριαρχίας και για πολλές δεκαετίες δεν προέβη σε κάποια επίσημη διαμαρτυρία ή τοποθέτηση, ακόμα και σε όργανα που συμμετείχε για τον καθορισμό της αεροναυτιλίας. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, αυτό αποτελεί σιωπηρή παραδοχή.

Μιας και αναφερθήκαμε παραπάνω στο FIR Αθηνών, χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω σε αυτό το ζήτημα για να αναλύσουμε πλήρως το θέμα. Το όριο του FIR έχει ήδη καθορισθεί από συνδιασκέψεις που έλαβαν χώρα την δεκαετία του 1950 (στις οποίες σημειωτέον παρούσα ήταν και η Τουρκία). Το FIR Αθηνών, παρόλο που καλύπτει όλο τον ελληνικό εναέριο χώρο, αμφισβητήθηκε, αρχικά, από την Τουρκία, όταν εκείνη εξέδωσε την NOTAM 714, στην οποία επέκτεινε την δικαιοδοσία της στο μισό Αιγαίο. Η Ελλάδα τότε κήρυξε το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή για πτήσεις. Παρά τις προσπάθειες διεθνών οργάνων, λύση δεν βρέθηκε, μέχρι που η ίδια η Τουρκία απέσυρε αυτή την αυθαίρετη και ανεύθυνη οδηγία. Από τότε, λοιπόν, η Τουρκία, αρνείται να καταβάλει τα σχέδια πτήσεων των κρατικών της αεροσκαφών, αφού δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποια διεθνής συνθήκη που να την υποχρεώνει για αυτό. Έτσι, στο ίδιο έργο θεατές, η Ελλάδα αναχαιτίζει τα τουρκικά κρατικά (πολεμικά) αεροσκάφη, προσπαθώντας να αποφύγει ένα θερμό επεισόδιο.

Καταλαβαίνουμε ότι τα παραπάνω ζητήματα, περικλείουν τον κίνδυνο συνεχόμενων θερμών επεισοδίων. Η Ελλάδα πάντοτε τηρεί μία αμυντική και διπλωματική στάση σε κάθε τουρκική πρόκληση, ενώ η ίδια είναι σύμφωνη με το Διεθνές δίκαιο. Οι κινήσεις που μπορούν να γίνουν έχουν πολλά πιθανά σενάρια. Η λύση, φυσικά, πρέπει να βρεθεί με τρόπο ειρηνικό. Όμως, προβληματισμό δημιουργεί, πλέον, το εάν η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει στο μέλλον την ίδια αμυντική στάση απέναντι στα ζητήματα αυτά ή θα πρέπει να αναθεωρήσει τον τρόπο αντιμετώπισης της προκλητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας με πιο δυναμικό τρόπο. Ο πόλεμος δεν είναι η λύση, αλλά μία πιο δυναμική απάντηση ίσως κρίνεται απαραίτητη. Η στάση της Τουρκίας είναι προκλητική και επιθετική και δείχνει να εκλαμβάνει τη στάση της Ελλάδας, η οποία κινείται στα πλαίσια της νομιμότητας και του διεθνούς δικαίου, ως αδυναμία. Διαφαίνεται με σαφήνεια ότι η Τουρκία πάντα θα προσπαθεί να κερδίσει, με αυθαίρετες και σπασμωδικές κινήσεις, όσα περισσότερα μπορεί. Πάντως, το βέβαιο είναι πως η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να λύσει πολλά από αυτά τα ζητήματα, δίνοντας επιτέλους τον στόχο μιας συνύπαρξης, χωρίς εντάσεις, με την γείτονα χώρα.

 

logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς  και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.