του Στέφανου Ζώτου,

Σήμερα, οι σπάνιες γαίες παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη των κρατών και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ασφάλειάς τους. Η ζήτησή τους, τον 21ο αιώνα, έχει αυξηθεί ραγδαία, καθώς αυτές είναι πολύ σημαντικές για την τεχνολογία και χρησιμοποιούνται στα κινητά τηλέφωνα, στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, την πράσινη τεχνολογία και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Ωστόσο,  επειδή η εξόρυξή τους αποτελεί δύσκολη υπόθεση και έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στον άνθρωπο, η παραγωγή έχει μετατοπιστεί στην Κίνα. Πράγματι, η Κίνα ελέγχει περίπου το 95% της παραγωγής των σπάνιων γαιών παγκοσμίως, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στα κράτη που εισάγουν σπάνιες γαίες από αυτήν, διότι η Κίνα για δικούς της πολιτικούς στόχους μπορεί να διακόψει την παραγωγή ή τις εξαγωγές προς τα άλλα κράτη, τα οποία θα υποστούν βαρύτατες επιπτώσεις. (Μπόση, 2018)

Ως σπάνιες γαίες ορίζονται 15 μέταλλα που ονομάζονται Λανθανίδες, καθώς και άλλα δύο -το Ύττριο και το Σκάνδιο. Οι περισσότερες από αυτές εμφανίζονται μέσα σε ορυκτά, όπως ο μοναζίτης, ο μπαστναζίτης και ξενότιμο, τα οποία συμπεριλαμβάνουν και τα στοιχεία του Ουρανίου και του Θορίου. (Κατσικάρης, 2015) Ο προσδιορισμός των γαιών αυτών ως «σπάνιες» είναι μάλλον παραπλανητικός, διότι τα μέταλλα αυτά δεν είναι ιδιαίτερα σπάνια, αντίθετα είναι εύκολο να βρεθούν και απαντώνται σε μεγάλες ποσότητες στον άνω φλοιό της Γης. (Μπόση, 2018) Για παράδειγμα, δύο από τα σπανιότερα μέταλλα -το θούλιο και το λουτέτσιο- είναι πολύ περισσότερο άφθονα από το χρυσό.  Επομένως, η σπανιότητα τους δεν έγκειται στο κατά πόσο είναι άφθονες ή όχι, αλλά στην απαιτούμενη συγκέντρωση τους ώστε να είναι τα μέταλλα εκμεταλλεύσιμα, δηλαδή να ανιχνευθούν μέσα στα ορυκτά σε συγκέντρωση υψηλή, ώστε η εξόρυξη να είναι οικονομική.  (Δρ. Τζεφέρης, 2014)

Η πρώτη τους ανακάλυψη έγινε στην Σουηδία, τον 19ο αιώνα, αλλά χρειάστηκε ενάμισης αιώνας για να διαχωριστούν και να προσδιοριστούν. Έως τη δεκαετία του 1950, οι βασικοί παραγωγοί σπάνιων γαιών ήταν η Βραζιλία και η Ινδία, ενώ κατά την δεκαετία του 1950, την σκυτάλη πήρε η Νότια Αφρική. (Κατσικάρης, 2015) Το 1960, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν εξορύξεις στην περιοχή της Καλιφόρνια, όμως, από το 1980 και μετά, η παραγωγή μετατοπίστηκε στην Κίνα, η οποία κατέκτησε τις εξαγωγές, εκμεταλλευόμενη το συγκριτικό της πλεονέκτημα, δηλαδή την δυνατότητα της να παράγει σπάνιες γαίες πολύ φθηνότερα και με μεγαλύτερη καθαρότητα από τους ανταγωνιστές της, εξαιτίας του χαμηλού κόστους εργασίας και των πολύ χαμηλών περιβαλλοντικών προδιαγραφών που τηρεί. (Μπόση, 2018) Πιο συγκεκριμένα για το λόγο αυτό, υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι η Κίνα παράγει τρεις φόρες φθηνότερα από τους ανταγωνιστές της αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και ρυπαίνοντας δίχως επιστροφή τους τόπους παραγωγής. (Κατσικάρης, 2015)

Η εξόρυξη, ο διαχωρισμός και η επεξεργασία των σπάνιων γαιών έχει σοβαρές συνέπειες στο περιβάλλον, διότι οι σπάνιες γαίες εμφανίζονται εντός άλλων ορυκτών που περιέχουν και ραδιενεργά στοιχεία. Κατά τη διαδικασία του διαχωρισμού, δημιουργούνται ραδιενεργά απόβλητα και τοξικά υποπροϊόντα, τα οποία αποβάλλονται σε περιοχές κατακράτησης -τεχνητές λίμνες και φυσικές δεξαμενές με φράγματα- και μένουν εκεί για πάντα. (Κατσικάρης, 2015) Τα λύματα αυτά, εκτεθειμένα στο νερό της βροχής μπορεί να αποπλυθούν, να μολύνουν τα υπόγεια νερά και σε περίπτωση έντονης βροχόπτωσης οι δεξαμενές να μην μπορέσουν να συγκρατήσουν το νερό, με αποτέλεσμα αυτό να διαχυθεί και να μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα και το έδαφος. Επίσης, η διαδικασία της εξόρυξης δημιουργεί ρυπογόνες αέριες εκπομπές, μολύνοντας τους εργάτες, οι οποίοι εκτίθενται σε αέρια που περιέχουν Θόριο, Ουράνιο και άλλα ραδιενεργά στοιχεία. (Κατσικάρης, 2015) Η Κίνα, ως ο μεγαλύτερος παραγωγός, είναι η χώρα που επιβαρύνει περισσότερο το περιβάλλον με σκοπό την εξόρυξη των σπάνιων γαιών.

Η κινεζική πόλη Baotou, η οποία βρίσκεται στην Εσωτερική Μογγολία, έχει τεράστια γεωπολιτική και οικονομική σημασία, διότι αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή σπάνιων γαιών -εκεί παράγονται τα 2/3 της κινεζικής παραγωγής.  Το κοίτασμα της Baotou περιέχει θόριο, το οποίο έχει δημιουργήσει εστίες μόλυνσης στο έδαφος και στο νερό. Μέσα σε δύο δεκαετίες, από το 1958 που ξεκίνησε η εξόρυξη, στην ευρύτερη περιοχή, οι σοδειές άρχισαν να μην αποδίδουν, τα ζώα να πεθαίνουν και οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα υγείας. Αποτέλεσμα αυτών των επιπτώσεων ήταν η εγκατάλειψη της περιοχής. Μάλιστα, η μόλυνση πλέον έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, διότι έχουν βρεθεί λύματα στον Κίτρινο ποταμό, ο οποίος περνάει από την Baotou και παίζει σημαντικό ρόλο στην υδροδότηση της πρωτεύουσας και άλλων μεγάλων πόλεων. Σήμερα, έχουν γίνει προσπάθειες από μεγάλες εταιρίες να βρουν πιο βιώσιμους τρόπους διαχείρισης των σπάνιων γαιών, όμως άλλες εξακολουθούν να ακολουθούν τον παραδοσιακό τρόπο, με σκοπό το κόστος να παραμένει χαμηλό. [(Κατσικάρης, 2015), (Δρ. Τζεφέρης, 2014), (Thinkglobalgreen.org, 2018)]

Οι σπάνιες γαίες και η απρόσκοπτη ροή τους εντάχθηκε στα ζητήματα ασφαλείας στις αρχές του 21ου αιώνα, έπειτα από ένα ένθερμο επεισόδιο μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2010, ένα κινέζικο αλιευτικό παραβίασε τα ιαπωνικά χωρικά ύδατα και συνελήφθη από την ιαπωνική ακτοφυλακή. Το συμβάν αυτό έλαβε χώρα στο αρχιπέλαγος Σενκάκου (Ντιαόγιου), όπου τα οκτώ νησιά της περιοχής ανήκουν στην Ιαπωνία, αλλά διεκδικούνται παράλληλα από την Κίνα, από το 1970. Η αντιπαράθεση αυτή ήρθε στο προσκήνιο με την υπόθεση τη σύλληψης του αλιευτικού και πήρε ευρύτερες διαστάσεις, καθώς η Κίνα κατά τη διάρκεια της κράτησης του πλοιάρχου διέκοψε τις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς τα λιμάνια της Ιαπωνίας. Η πράξη αυτή θα μπορούσε να έχει τεράστιες επιπτώσεις στην ιαπωνική οικονομία, η οποία στηρίζεται στις σπάνιες γαίες για την παραγωγή και εξέλιξη προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Η Ιαπωνία αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο μακροχρόνιας έλλειψης σπάνιων γαιών, απελευθέρωσε τον πλοίαρχο άμεσα. [(Zajec, 2010), (Μπόση, 2018)] Επί της ουσίας, η Κίνα μετέφερε την διαμάχη στο πεδίο των φυσικών πόρων, χρησιμοποιώντας τις σπάνιες γαίες ως πολιτικό όπλο για την πραγματοποίηση των πολιτικών της στόχων. Η Ιαπωνία εισάγει από την Κίνα τις σπάνιες γαίες, οι οποίες είναι πολύτιμες για την εύρυθμη παραγωγική λειτουργία της, καθώς και για την τεχνολογική και οικονομική της ανάπτυξη.

Η κίνηση αυτή του Πεκίνο αναδεικνύει τη σημασία των σπάνιων γαιών, σήμερα, αλλά και την αδυναμία της Ιαπωνίας και των άλλων κρατών να αποκτήσουν τις σπάνιες γαίες. (Zajec, 2010) Η απουσία, βέβαια, κατοχής σπάνιων γαιών δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα κράτη μειονεκτούν σε επίπεδο ισχύος, δημιουργείται, όμως, δυσλειτουργία στην εύρυθμη κανονικότητά τους, καθώς αυξάνεται η εξάρτηση τους, και καθίστανται ευάλωτα στις πολιτικές και στρατηγικές διαθέσεις της Κίνας. Επομένως, η ανασφάλεια των σπάνιων γαιών σχετίζεται με την ηθελημένη μείωση ή και διακοπή των εξαγωγών της Κίνας στις διεθνείς αγορές, η οποία με την σειρά της θα οδηγήσει στη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης. Παρ’ όλα αυτά, αν και η Κίνα φάνηκε να κερδίζει την αντιπαράθεση με την Ιαπωνία, στην πραγματικότητα κατάφερε πολύ λίγα. Πέτυχε μια τακτική νίκη, η οποία δεν επέφερε μια σημαντική στρατηγική αλλαγή. Η περιοχή εξακολουθεί να διοικείται από την Ιαπωνία, και τα υπόλοιπα κράτη δεν άλλαξαν τις νομικές απόψεις περί των διαφιλονικούμενων νησιών. (Gholz, 2014)

Πρέπει, όμως, να γίνει αντιληπτό ότι η χρησιμότητα των σπάνιων γαιών δεν αφορά μόνο την τεχνολογία, άλλα επικεντρώνεται και στη στρατιωτική βιομηχανία. Οι σπάνιες γαίες εφαρμόζονται στα ηλεκτρονικά συστήματα πολεμικών αεροπλάνων και τανκ, στα ραντάρ και στα συστήματα επικοινωνιών. Είναι σημαντικές για την κατασκευή πυρομαχικών ακρίβειας, πυραύλων Κρούζ και υψηλής τεχνολογίας θωρακίσεις. Η σπουδαιότητά τους και η στενή τους σύνδεση με τα οπλικά συστήματά τους προσδίδει νέα διάσταση, καθώς τα κράτη τις έχουν ανάγκη για τη στρατιωτική τους ασφάλεια. Ένας πιθανός αποκλεισμός σπάνιων γαιών θα μπορούσε να εξισωθεί με ανασφάλεια και απώλεια στρατιωτικής ισχύος, θέτοντας τα υπόλοιπα κράτη σε κίνδυνο. Με το σκεπτικό αυτό, καθώς τα κράτη έχουν ως πρωταρχικό αντικειμενικό στόχο την επιβίωση και την προστασία των πολιτών τους, η απρόσκοπτη ροή των σπάνιων γαιών είναι μη διαπραγματεύσιμη και ένας πόλεμος μπορεί να αιτιολογηθεί σε περίπτωση διακοπής των εξαγωγών τους. (Μπόση, 2018)

Εν κατακλείδι, με την αυγή του 21ου αιώνα, τα ζητήματα ασφάλειας εντείνονται, οι διαμάχες δε για την ενέργεια και τον ορυκτό πλούτο, καθώς και η πιθανότητα ενός πολέμου για την απρόσκοπτη ροή τους αυξάνονται. Αυτό ισχύει και για τις σπάνιες γαίες. Το ολιγοπώλιο της Κίνας εμποδίζει τα κράτη να βρουν άλλους, πιο αξιόπιστους παραγωγούς, και η ζήτηση έχει εκτοξευθεί. Το βάρος της εκμετάλλευσης και της ανάπτυξης επωμίζεται το περιβάλλον. Είναι μάλλον ειρωνικό το γεγονός πως, ενώ οι σπάνιες γαίες είναι αναγκαίες για την πράσινη ανάπτυξη, η εξόρυξή τους οδηγεί σε σοβαρή μόλυνση του ίδιου του περιβάλλοντος. (Μπόση, 2018)

Βιβλιογραφία

  1. Μπόση, Μ. (2018). Οι Όψεις Της Διεθνούς Ασφάλειας. Εκδ. Ποιότητα, Βάρη Αττικής.
  2. Κατσικάρης, Δ. (2015). Μελέτη της ραδιενεργούς μόλυνσης του περιβάλλοντος λόγω των εξορύξεων σπάνιων γαιών. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας. [online] Διαθέσιμο εδώ [Προσπελάθηκε 04 Απριλίου 2020].
  3. Δρ. Τζεφέρης, Π. (2014). Οι πέντε αλήθειες για τις Σπάνιες Γαίες. net. [online] Διαθέσιμο εδώ [Προσπελάθηκε 04 Απριλίου 2020].
  4. Zajec, O. (2010). Το γεωπολιτικό παιχνίδι με τις «σπάνιες γαίες». Enet.gr. [online] Διαθέσιμο εδώ [Προσπελάθηκε 04 Απριλίου 2020].
  5. Gholz, E. (2014). Rare earth elements and national security. Council of foreign relations. [online] Διαθέσιμο εδώ [Προσπελάθηκε 04 Απριλίου 2020].
  6. org. (2018). Rare Earths: What are rare earth elements? [online] Διαθέσιμο εδώ [Προσπελάθηκε 04 Απριλίου 2020].