της Δήμητρας Φούτση,

Ο διαπρεπής αναλυτής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας,  Αdam Lesky, έχει χαρακτηρίσει τη θουκυδίδεια ιστορική έκθεση ως  «φυσιολογία και παθολογία της δύναμης».  Ρήση ευστοχότατη, η οποία επιβεβαιώνεται αλλεπάλληλα, ενόσω ο αναγνώστης εντρυφά στο θουκυδίδειο έργο. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος, για τον οποίο η συγγραφή του Θουκυδίδη έχει υπερβεί το φράγμα του φθοροποιού χρόνου, κερδίζοντας επάξια  τις δάφνες του «ες αεί κτήματος[1]»: ο Θουκυδίδης, μολονότι σύγχρονος των αφηγηθέντων γεγονότων, επιτυγχάνει να σπάσει το απόστημα του μυθώδους και της υποκειμενικής και αβασάνιστης, γι’ αυτό και εν τοις πράγμασι έωλης, γνώμης των πλειόνων και έτσι διεισδύει στην ουσία. Προσεγγίζει, δηλαδή, τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώθηκαν τα γεγονότα, εντοπίζοντας τις βαθύτερες αιτίες τους .

Την προσέγγισή του αυτή, ρητώς, καταγράφει ο ίδιος, ήδη στο Α’ Βιβλίο των Ιστοριών του, όπου με απόλυτη σαφήνεια προσδιορίζει την επακριβή αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου: « Η πραγματικότερη λοιπόν αιτία, αλλά και η πιο ανομολόγητη  (αφανεστάτην δε λόγω), είναι κατά τη γνώμη μου ότι οι Αθηναίοι, καθώς η δύναμή τους είχε αυξηθεί και ενέπνεαν φόβο στους Λακεδαιμονίους, έφεραν τους τελευταίους στην ανάγκη να πάρουν τα όπλα»[2]

Ήδη διαφαίνεται από το συγκεκριμένο απόσπασμα η διορατικότητα και οξυδέρκεια της θουκυδίδειας γραφής , η οποία δεν έγκειται μόνο  στον προαναφερθέντα αντικειμενικό της χαρακτήρα, που την καθιστά ίσως το πρώτο δείγμα επιστημονικού ιστορικού κειμένου. Έγκειται σε κάτι υψηλότερο, ανάγεται στην σφαίρα του πολιτικού στοχασμού, τολμά με σταθερό και διάφανο λόγο να στοχάζεται επί του συσχετισμού δυνάμεων της εποχής, αλλά ακόμη σημαντικότερα να στοχάζεται επί της φύσης της ίδιας της δύναμης ως εξουσιαστικής σχέσης που διέπει τα ανθρώπινα. Παραμερίζει το εφήμερο και συνθέτει το αμάλγαμα του ανθρωπίνου αρχετύπου. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζει και ο μεγάλος Νίτσε την ανωτερότητα της ιστορικής του έκθεσης: «Τι αγαπάω στον Θουκυδίδη; Ο Θουκυδίδης αισθάνεται απέραντη μεγάλη και απροκάλυπτη χαρά για κάθε τυπικό γνώρισμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και τα γεγονότα και αναγνωρίζει μέσα σε κάθε τέτοιο γνώρισμα μία λογική ικανότητα: αυτήν προσπαθεί να ανακαλύψει».[3]

Διατρέχοντας τις σχέσεις μεταξύ ομάδων αντικρουόμενων συμφερόντων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν τόσο στην παλαιότερη όσο και στην εγγύτερη ιστορική πραγματικότητα, με ίσως το πιο πρόδηλο παράδειγμα τον Ψυχρό Πόλεμο, αντιλαμβανόμαστε ότι το δίκαιο της ισχύος είναι παρόν και άρχον. Αποκορύφωμα της αποτύπωσής του στο θουκυδίδειο έργο είναι ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων. Ο αφοπλιστικός του ρεαλισμός είναι τόσο διδακτικός όσο και επίκαιρος, καθώς θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε να αρθρώνεται, ίσως εξωραϊσμένος υπό του διπλωματικού μανδύα, ωστόσο κατ’ ουσίαν αμετάβλητος, από οικεία στόματα στις σύγχρονες διεθνείς συνδιασκέψεις ( των οποίων οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται εν αγνοία  της κοινωνίας των πολιτών).

Οι Αθηναίοι προειδοποιούν τους Μηλίους , αποίκους των Λακεδαιμονίων, ουδέτερους, ωστόσο, μέχρι το συγκεκριμένο σημείο του πολέμου, ότι η μη υποταγή στην υπέρτερη ισχύ των πρώτων θα σημάνει την απόλυτη συντριβή των δεύτερων . Η ωμότητα των λόγων της εν λόγω άνισης διαπραγμάτευσης είναι χαρακτηριστική, γι’ αυτό και η αυτούσια παράθεσή τους κρίνεται σκόπιμη :

Αθηναίοι : Νομίζουμε ότι και εσείς και εμείς πρέπει να επιδιώξουμε ό,τι πραγματικά θεωρούμε εφικτό , αφού ξέρουμε και ξέρετε πως κατά την ανθρώπινη λογική μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο  όταν και τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ και ότι οι ισχυροί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και το αποδέχονται.[4] [89]

Οι Μήλιοι σθεναρά αλλά ματαίως προσπαθούν να αντιτάξουν ίσως στην πρώτη τόσο σαφή ιστορική καταγραφή του νόμου της επιβίωσης ένα δίκαιο που μεταφράζεται με όρους ηθικής και όχι συμφέροντος.

Μήλιοι : Όπως εμείς τουλάχιστον νομίζουμε , χρήσιμο θα ήταν ( διότι κατ’ ανάγκην μιλάμε για το χρήσιμο αφού εσείς παραμερίζοντας το δίκαιο θέσατε ως βάση της συζήτησης το συμφέρον)…[90]

Επικαλούνται ως ύστατο καταφύγιο και το θείο , το οποίο θα σταθεί με την πλευρά της ηθικής και θα τους προστατέψει . Αντιλαμβανόμαστε , λοιπόν, την στενή σχέση θείου και της ανώτερης ηθικής που εκπηγάζει από αυτό , καθώς και την καθολική ανάγκη- αδυναμία του ανθρώπου να καταφεύγει στο υπερφυσικό στοιχείο , όταν οι φυσικοί νόμοι αποβαίνουν σε βάρος τους.

Μήλιοι: Έχουμε όμως εμπιστοσύνη στην τύχη , πως οι θεοί δε θα αφήσουνε να πάθουμε κακό, διότι άμωμοι εμείς έχουμε απέναντι μας ανθρώπους όχι δίκαιους …[104]

Κρίση η οποία γνωρίζει την πλήρη συντριβή από την επακόλουθη απάντηση των Αθηναίων .

Αθηναίοι : Πιστεύουμε δηλαδή ότι και οι θεοί και , προφανώς, οι άνθρωποι από φυσική κυριαρχία επιβάλλουν πάντοτε την κυριαρχία τους στον ασθενέστερο . Αυτόν τον φυσικό νόμο ούτε τον θεσπίσαμε εμείς ούτε πρώτοι τον εφαρμόσαμε , αλλά τον βρήκαμε να υπάρχει και θα τον αφήσουμε να ισχύει παντοτινά , και ξέρουμε πως και εσείς και κάθε άλλος που θα είχε την ίδια με εμάς δύναμη θα έκανε το ίδιο . [105]

Οι Αθηναίοι δε διστάζουν να προσδώσουν στο νόμο της επιβολής του ισχυρότερου θεϊκή διάσταση, υπό την έννοια ότι, επειδή είναι νόμος φυσικός, δεν μπορεί να αποδοκιμάζεται από τους θεούς. Η στάση τους δεν εγείρει ηθικές μομφές, οι οποίες είναι το μοναδικό όπλο των αδυνάτων, αλλά υπαγορεύεται από το αδιάψευστο δόγμα: ο ισχυρός προϋποθέτει τον υποτασσόμενο και η θέση της ισχύος αυτομάτως γεννά την προσταγή για συγκέντρωση όλο και μεγαλύτερης ισχύος. Η θέση αυτή δεν επιτρέπει έλεος και αμφισβήτηση, γιατί άλλως αυτοαναιρείται.

Η προσέγγιση αυτής της ανθρώπινης φύσης  ως ακόρεστης για δύναμη και  κυριαρχία και δρώσας, όχι  αμιγώς βάσει απόλυτων ηθικών κινήτρων, αλλά και του συσχετισμού δυνάμεων, στο οποίο αναπόφευκτα εντάσσεται, επιβεβαιώνεται από το ιστορικό μοτίβο. Κανείς δεν αρνείται ότι η επιμονή των Μηλίων να μην υποταχθούνε παρά τη λογική αποτυπώνει κάτι  από το ανώτερο ηθικό υπόβαθρο που θέλουμε να αποδίδουμε στον άνθρωπο {« ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα , ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, και η ομορφιά του ανθρώπου»} [5]. Ποιος όμως μπορεί να αρνηθεί ότι η κατοχή ισχύος δε δημιουργεί  εγγενώς την τάση ( ακόμη και εάν κάποτε παραμένει τάση και δε μετουσιώνεται σε πράξη) για υπέρτερη ισχύ. Τάση που σε επίπεδο πολιτικού στοχασμού εκφράζεται με την επιρροή που ασκεί η εξουσία στον άνθρωπο.

Το αμετάβλητο της φύσεως του ανθρώπου με το πέρας της ιστορίας έρχεται σε αυτό το σημείο να διασταυρωθεί με την σκέψη του σπουδαίου Καντ, ο οποίος υποστήριζε ότι δεν σημειώνεται ηθική εξέλιξη των ανθρώπων, σημειώνεται, όμως, δικαϊκή  εξέλιξη των οργανωμένων και ευνομούμενων κοινωνιών. Το δίκαιο είναι αυτό που καλείται να εκλεπτύνει και να περιορίσει αυτήν την τάση με τους κανόνες του. Στη σύγχρονη μας εποχή, η δικαϊκή εξέλιξη είναι πράγματι πρόδηλη ακόμη και σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, καθώς υπάρχει δυνατότητα τα κράτη να δικαστούν καθώς και δυνατότητα οι ιδιώτες να στραφούν κατά κράτους (τόσο στο ΔΕΕ όσο και στο ΕΔΔΑ)[6]. Ωστόσο, θα εθελοτυφλούσαμε, εάν δεν αναγνωρίζαμε, ότι οι διακρατικές σχέσεις και η συσπείρωση οικονομικής δύναμης από συγκεκριμένες δυνάμεις δεν μεταφράζεται και εν τέλει ορίζεται από το δίκαιο του ισχυρότερου.

Στο τέλος της σειράς αυτής των συλλογισμών, προσωπικά, έχω την βαθιά πεποίθηση ότι  πέραν της ανεκτίμητης αξίας του ως παρακαταθήκης στην παγκόσμια πολιτισμική κληρονομία, για τον τρόπο που θεάται και ερμηνεύει τα ανθρώπινα, το θουκυδίδειο έργο αποτελεί μία παρακαταθήκη για τον καθένα μας ξεχωριστά. Διαβάζοντας, λοιπόν, τον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων ας αναλογιστούμε, πώς εμείς δρούμε, όταν τυγχάνει να βρεθούν στα χέρια μας οι πιο πρωτογενείς μορφές εξουσίας: η εξουσία του λόγου,  η εξουσία στην εργασία, η εξουσία που έχουμε στους συναισθηματικούς δεσμούς και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Διότι μόνο εάν πραγματικά συνειδητοποιήσουμε το πώς εμείς λειτουργούμε εντός του εξουσιαστικού πλέγματος, τιμούμε την ιδιότητα μας ως όντων έλλογων και γι’ αυτό ακριβώς ικανών να σταθούν απέναντι στα εξουσιαστικά τους πάθη. Γιατί, έτι περαιτέρω, μόνο μέσω αυτής της διεργασίας μπορούμε να μην αποδεχθούμε μία έποψη της ιστορίας μοιρολατρική και συντριπτική του ατόμου. Και αντιθέτως μας οδηγεί στο να ενστερνιστούμε μία ιστορική πορεία που αναλύεται σε επιμέρους προσωπικές επιλογές ελευθέρων ανθρώπων. Αυτήν την δύσκολη προσπάθεια του ανθρώπου να ασκήσει την ελευθερία  του ανεξάρτητα από τη θέση του στο ζυγό της εξουσίας τιμά εν τέλει και ο ίδιος ο Θουκυδίδης. Δυσκολία που αποτυπώνεται με τον πιο ευκρινή τρόπο στον πλατωνικό Γοργία «Γιατί είναι δύσκολο, Καλλικλή, και αξίζει να το παινέσεις, άνθρωπος που έχει την εξουσία να αδικήσει, να ζήσει δίκαια»[7]. Σε εμάς, τελικά, εναπόκειται να κρίνουμε αν είναι μια δυσκολία που αξίζει τον κόπο .

[1] Βιβλίο Α’ 22, σελ.58 από το βιβλίο Θουκυδίδη Ιστορίες , μετάφραση Ν.Μ. Σκουτερόπουλος , εκδόσεις Πόλις

[2] Βιβλίο Α’23 σελ.61 του αυτού βιβλίου

[3] Από το οπισθόφυλλο της προαναφερθείσας έκδοσης

[4] Βιβλίο Ε’  της αυτής έκδοσης σελ.779 και επόμενα

[5] Από το ποίημα «Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου

[6] Δικαστήριο Ευρωπαϊκής  Ένωσης και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

[7] Γοργίας Πλάτωνος 527 b σελ.83 από «Μεταγραφές» , Γιώργος Σεφέρης , φιλολογική επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης , εκδόσεις  Ίκαρος 

 

logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς  και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.