από τον Εμμανουήλ Πανανά,
Καθ’ όλη την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας είναι δυνατόν να παρατηρηθεί ένα σύνηθες μοτίβο, το οποίο πλέον, σχεδόν 6.000 χρόνια από την δημιουργία των πρώτων πολιτισμών, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τύπος κανόνα. Ποικίλα είναι τα παραδείγματα διαμάχης για τον έλεγχο και την πρωτοκαθεδρία επί των φυσικών πόρων, την επιβολή ισχύος, και τη σφαίρας επιρροής μεταγενέστερα, ειδικά όταν η σύγκρουση φτάνει σε επίπεδο διπολισμού. Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα το οποίο συντελείται στην εποχή μας είναι μία αντιπαράθεση κάπως υποκρύπτουσα και συγκεκαλυμμένη. Η διαμάχη αυτή εντοπίζεται ανάμεσα στην δυτική συμμαχία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO) και στην σύμπραξη των ισχυρότερων ετέρων του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού, με τις πλέον ισχυρότερες από τις αναδυόμενες δυνάμεις, οικονομικές και στρατιωτικές, της υφηλίου (BRICS).
Ας ξεκινήσουμε, όμως, από μία αναδρομή, καθώς η ιστορία όπως έχει αποδειχθεί, άλλωστε, επανειλημμένως, αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους δασκάλους του ανθρώπου. Εντοπίζουμε στα αρχαία γραπτά, αρχικά, διαμάχες μεταξύ Αιγυπτίων και Χετταίων, το δοξασμένο Τρωικό Πόλεμο ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες, τους αναρίθμητους πολέμους ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες, τις μετέπειτα συγκρούσεις των αυτοκρατοριών και τα δίπολα Χριστιανισμός-Ισλάμ, Καθολικισμός-Μεταρρύθμιση κατά την προνεωτερική εποχή. Μετέπειτα, έως τους ολοκληρωτικούς πολέμους των σύγχρονων θρησκειών, δηλαδή των ιδεολογιών, όπου σε πρώτη φάση συγκρούστηκαν οι ασυγκράτητοι εθνικισμοί (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος) και έπειτα η φιλελεύθερη δημοκρατία, συμπορευόμενη με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ενάντια στην χίμαιρα του φασισμού-ναζισμού (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος). Η τελευταία μεγάλη διαμάχη των πρώην συμμάχων, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του υπαρκτού σοσιαλισμού, κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου οδηγεί σε παρόμοιο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό είναι πως, κάθε φορά που η ισχύς οδηγείται σε σημείο να τιθασεύεται ανάμεσα σε δύο μοναδικές πλευρές συγκρουόμενων συμφερόντων, τότε το αποτέλεσμα είναι ένας αγώνας για την ανάδειξη του μοναδικού αδιαφιλονίκητου νικητή, ένας αγώνας που μπορεί να λάβει ιδιάζουσες συνθήκες και τροπή.
Κάπως έτσι ερχόμαστε στην τωρινή πραγματικότητα. NATO και BRICS, αν και στις καταστατικές τους συνθήκες φαντάζουν ως δύο οργανισμοί διακριτού, μη συμβατού σκοπού σύστασης και λειτουργίας, η αλήθεια είναι πως έχουν αρκετά κοινά σημεία μεταξύ τους, αλλά και μερικές διαφορές, το σύνολο των οποίων δημιουργεί μία πραγματικότητα, ικανοποιητική για την δημιουργία τριβών μεταξύ των δύο συμμαχιών. Προτού, όμως, εμβαθύνουμε στην στοχοθεσία και τα σημεία διαφοροποίησης των δύο συμμαχιών ας κατανοήσουμε την ουσία του καθενός.
Ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου, αγγλιστί North Atlantic Treaty Organization, κοινώς γνωστός ως Βορειοατλαντική Συμμαχία ή NATO, αποτελεί μία στρατιωτική αμυντική συμμαχία των χωρών της λεγόμενης Δύσης. Η Συμμαχία είναι ο θεματοφύλακας των φιλελεύθερων δυτικών αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας, όπως έχει χαρακτηριστεί αρκετές φορές από τους εκπροσώπους των μερών που την απαρτίζουν, και έχει θεμελιωθεί στις αρχές της «συλλογικής άμυνας», όπως εκφράστηκαν από τα ιδρυτικά μέλη. Ο Οργανισμός συστάθηκε με την υπογραφή, στην Ουάσιγκτον στις 4 Απρίλιο του 1949, της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού από δώδεκα χώρες της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Mε σταδιακές προσχωρήσεις κατά το πέρασμα των ετών, αριθμεί πλέον είκοσι εννέα κράτη μέλη και έχει ως έδρα την πρωτεύουσα του Βασιλείου του Βελγίου, τις Βρυξέλλες. Ως κύριος σκοπός σύστασης του Συμφώνου χαρακτηρίζεται η ανάπτυξη της συνεργασίας και η παροχή κάθε αναγκαίας βοήθειας μεταξύ των μελών σε ποικίλους τομείς, όπως η στρατιωτική εκπαίδευση, η ενδυνάμωση και σύμπραξη, η πολιτική συνεργασία, η οικονομική ενίσχυση και υποστήριξη της καινοτομίας, η δημιουργία εμπορικών, μορφωτικών και κοινωνικών διόδων επικοινωνίας.
Παρόλο το αίσθημα αλληλεγγύης και την θέληση ομόνοιας, όπως σε κάθε συνεργασία, δε γίνεται να λείψουν οι εσωτερικές τριβές. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αποτελούν η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του NATO της Γαλλίας το 1967, η αποχώρηση της Ελλάδας, επίσης, από το στρατιωτικό σκέλος το 1974, ως απότοκος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, και γενικότερα οι εντάσεις που αποτελούν την καθημερινότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Παρά τις εσωτερικές διαφωνίες, η εξαγγελία της Συμμαχίας είναι πως κάθε κίνηση και απόφαση λαμβάνεται πάντοτε ομόφωνα.
Ως το κυριότερο σημείο συνεργασίας, όπως αναφέρεται ρητά στο Άρθρο 5 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού, αποτελεί η προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων της Συμμαχίας και η αποτροπή οποιασδήποτε ένοπλης επίθεσης, και γενικότερα πολεμικής πράξης, εναντίον κάποιας χώρας μέλους, με την στήριξη της θιγόμενης χώρας από όλες τις υπόλοιπες συμμάχους. Για την επίτευξη και διασφάλιση των αμυντικών στόχων της Συμμαχίας, υπάρχει η δέσμευση προσπάθειας καταβολής από κάθε συνεργαζόμενο μέρος του 2% του ΑΕΠ του και υπολογίζεται πως οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες του Οργανισμού ξεπερνούν τα 1 τρις δολάρια, σε μια συμμαχική οικονομία που ανέρχεται σε 38 τρις δολάρια. Σημαντική λεπτομέρεια αποτελεί το γεγονός πως οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη με ΑΕΠ σχεδόν 19,4 τρις δολάρια, δαπανούν περισσότερα από 706 δις δολάρια, κερδίζοντας δικαιωματικά τον, άτυπο, χαρακτηρισμό του ηγέτη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Το παραπάνω συλλογικό μέγεθος δύναται να χαρακτηριστεί συγκριτικά τεράστιο και δυσανάλογο με τα υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη του κόσμου, αν σκεφτεί κανείς πως εκπροσωπεί περισσότερο από το 70% των συνολικών στρατιωτικών δαπανών σε παγκόσμιο επίπεδο και αντιστοιχεί σε ένα πληθυσμό περίπου 800 εκατομμυρίων κατοίκων που συναποτελούν τον μόνιμο πληθυσμό των κρατών μελών του NATO.
Εξετάζοντας λίγο πιο λεπτομερειακά την υπόσταση του, γίνεται κατανοητό, λοιπόν, πως ο πυρήνας του NATO αποτελείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κυριαρχικό στοιχείο στην δράση των ΗΠΑ γίνεται εμφανές τόσο κατά την υπογραφή του Συμφώνου ίδρυσης της Συμμαχίας στην Ουάσινγκτον, όσο ακόμα και πριν την ίδρυση της. Τα περισσότερα, εξάλλου, κράτη μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ως επί το πλείστον, υπήρξαν τα κράτη στα οποία παρασχέθηκε μεγάλο μερίδιο των χρηματικών πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ, όπως η Ελλάδα, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Δυτική Γερμανία. Επιπρόσθετα ισχυρότατη διακρίνεται η παρουσία στην λήψη αποφάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Νορβηγίας και παράλληλα, η έντονα στενή σχέση και συνεργασία με τις χώρες της Σκανδιναβικής Σοσιαλδημοκρατίας (Σουηδία, Φινλανδία), το Ισραήλ, τις ισχυρές οικονομίες της Ωκεανίας (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) και το οικονομικό θαύμα της Ανατολής, την Ιαπωνία.
Στον αντίποδα του NATO, βρίσκουμε την λεγόμενη συνεργασία των BRICS. Το ακρωνύμιο αυτό προέρχεται από τα αρχικά γράμματα των κρατών που συναποτελούν και συμμετέχουν στην δράση αυτή, για παράδειγμα τα δύο κυριότερα κομμάτια που αποτελούσαν μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τον Υπαρκτό Σοσιαλισμό. Συνολικά, τα πέντε αυτά κράτη μέλη πλέον αντιπροσωπεύουν τις ισχυρότερες από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες δυνάμεις της υφηλίου σε οικονομικό επίπεδο. Αυτά τα κράτη είναι, δηλαδή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Δημοκρατία της Ινδίας, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και η Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής (Brazil, Russia, India, China, South Africa). Σημαντικό είναι να αναφέρουμε παράλληλα, πως και τα πέντε αυτά κράτη, αποτελούν μέλη των G20, δηλαδή των είκοσι ισχυρότερων κρατών και οικονομιών του κόσμου.
Αξίζει να σημειωθεί πως αρχικά το όνομα της συνεργασίας είχε γίνει ευρέως γνωστό ως BRIC, έπειτα από μία ανεπίσημη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Κίνας στην Νέα Υόρκη, το Σεπτέμβριο του 2006. Η Νότια Αφρική δεν αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος κατά την πραγματοποίηση της πρώτης επίσημης συνόδου κορυφής των BRICS, που έγινε στο Γεκατερίνμπουργκ ή Αικατερινούπολη της Ρωσίας, στις 16 Ιουνίου του 2008, αλλά προσχώρησε επίσημα στις 24 Δεκεμβρίου του 2010. Κατά την πρώτη σύνοδο του Γεκατερίνμπουργκ, τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη εξέδωσαν κοινή δήλωση με την οποία διακήρυξαν την επιθυμία για την δημιουργία μιας «δίκαιης, δημοκρατικής και πολυπολικής παγκόσμιας τάξης», κάνοντας με ένα, τρόπον τινά, διπλωματικό τρόπο υπόδειξη στις ΗΠΑ και στους συμμάχους του NATO.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως το γεγονός ότι η πρώτη επίσημη συνδιάσκεψη την συνεργασίας έγινε σε ρωσικό έδαφος, με την έντονη προτροπή του Βλαδιμίρ Πούτιν, από μόνο του υποδηλώνει την στρατηγική πρωτοκαθεδρία του ρώσου προέδρου στα ηνία των ηγετών-εταίρων του οργανισμού των BRICS. Παραπάνω από λογικό μπορεί να θεωρηθεί, πως η Ρωσία μετά την πτώση των καθεστώτων του Υπαρκτού Σοσιαλισμού την περίοδο 1989-1991, των οποίων αποτελούσε πυρήνας, θα επεδίωκε ύστερα από μία φάση ανασυγκρότησης να διεκδικήσει εκ νέου μία θέση ισχύος στην παγκόσμια γεωστρατηγική σκακιέρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιδίωξη αυτή, για την απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος ισχύος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, υπήρξε καίριος παράγοντας σύγκλισης με τους υπόλοιπους εταίρους της συνεργασίας, ιδιαίτερα της Κίνας και της Ινδίας, των οποίων η βιομηχανία, τα οικονομικά κεφάλαια και η τεχνολογική καινοτομία απέκτησαν ρυθμούς ανάπτυξης πρωτοφανείς.
Οι πέντε χώρες μέλη των BRICS, παρόλο που δεν δίνουν τόση έμφαση στην πολιτική της «συλλογικής άμυνας» όπως το NATO, κινούνται με ιδιαίτερη ένταση στους τομείς της οικονομικής συνεργασίας, του εμπορίου, της ανταλλαγής τεχνολογίας, επιστημονικών ανακαλύψεων, αλλά και στην ενδυνάμωση της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και στην ανάπτυξη καινοτόμων μεθόδων αγροτικής ανάπτυξης και καλλιέργειας τροφίμων. Σε απόλυτα νούμερα, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η σύμπραξη των BRICS ελέγχει περίπου το 23,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, δηλαδή κάτι περισσότερο από 18,6 τρις δολάρια. Ακόμα, η συνεργασία αυτή αντιστοιχεί στο 42,58% του παγκόσμιου πληθυσμού ή αλλιώς σε πάνω από 3 δις κατοίκους, σε αντιδιαστολή με τα 800 εκατομμύρια κατοίκων του NATO.
Το σημαντικότερο σημείο της κοινής πορείας των BRICS αδιαμφισβήτητα αποτελεί η ίδρυση της «Νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας» στις 16 Ιουλίου του 2014, μια πράξη που αξίζει να σημειωθεί πως χαιρετήθηκε θερμά από την Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία δήλωσε παραπάνω από έτοιμη και πρόθυμη για συνεργασία. Το αρχικό κεφάλαιο της τράπεζας κυμαινόταν ανάμεσα σε 40 με 80 δις ευρώ και ως έδρα ορίστηκε η Σαγκάη, το οικονομικό κέντρο της Κίνας. Ταυτόχρονα, η συμφωνία έκλεινε με την υπόσχεση δημιουργίας ενός αποθεματικού ταμείου ασφαλείας, περίπου 100 δις ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτούνται αναπτυξιακά έργα των κρατών μελών και να ισοσκελίζουν όποτε κρίνεται αναγκαίο τον ισολογισμό τους. Πλέον τα αποθεματικά συναλλαγματικά υπολογίζονται σε 4 τρις δολάρια.
Όπως μπορούμε να εντοπίσουμε, η αντιδιαστολή ανάμεσα σε NATO και BRICS εμφανίζει ποικίλα σημεία τριβής κοινών συμφερόντων, αλλά και διαφοροποιήσεις σε τομείς που ο ένας οργανισμός πρωτοπορεί έναντι του άλλου λόγω στρατηγικών επιλογών. Αν ήταν να κάνουμε έναν κάθετο διαχωρισμό, σαν αυτούς που έχουν παρουσιαστεί στο σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας, υπάρχει η δυνατότητα να δηλώσουμε πω, αυτή η διαμάχη των καιρών μας είναι μία σύγχρονη διαμάχη “Δύσης” και “Ανατολής”, ένας κληρονόμος του Ψυχρού Πολέμου που χαρακτήρισε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Εύκολο είναι να παρατηρήσει κανείς πως σε αδρές γραμμές οι βασικοί διαμορφωτές της συνθήκης αυτής ανταγωνισμού είναι η Δυτική Συμμαχία του NATO, όπως εξάλλου συνέβη κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Από τη άλλη πλευρά βρίσκονται οι κληρονόμοι του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, η Ρωσία και η Κίνα, σε σύμπλευση με τα κράτη που απεμπόλησαν με ταχύ ρυθμό το αποικιοκρατικό τους παρελθόν και κατέγραψαν δυναμικά την δική τους ανεξάρτητη πορεία, δηλαδή η Ινδία, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική. Παρατηρείται, λοιπόν, η πλάση ενός ιδιαίτερα γόνιμου εδάφους, αν όχι για την αναγέννηση αυτή καθαυτή του ψυχρού κλίματος του παρελθόντος, αλλά για την μετουσίωση και τον εκσυγχρονισμό της διαμάχης αυτής. Μία διαμάχη που πλέον δεν διαδραματίζεται στην ενδυνάμωση του πυρηνικού οπλοστασίου, αλλά σε επίπεδο οικονομικών κεφαλαίων, στην ενδυνάμωση του εμπορικού μεριδίου, στη διασφάλιση των σφαιρών επιρροής μέσω παροχής καινοτομιών σε τεχνολογικό και στρατιωτικό επίπεδο και σε επιβολή οικονομικών κυρώσεων στο αντίπαλο δέος.
Αρκετά είναι τα παραδείγματα που υποδηλώνουν την διαμόρφωση αυτής της εξέλιξης στην παγκόσμια σκακιέρα. Οι οικονομικές κυρώσεις σε εμπορικά προϊόντα, συναλλαγματικά αποθεματικά και επιχειρηματικές δράσεις από την μεριά των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Κίνα και η ανταπάντηση της Κίνας σε παρόμοιες κυρώσεις προς τις ΗΠΑ αποτελούν το πιο πρόσφατο δείγμα ανταγωνισμού. Επίσης, η διαμάχη για την ένταξη στην οικεία σφαίρα επιρροής, μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, της Συρίας και η εμπλοκή του καθενός, αλλά και της Γαλλίας και της Τουρκίας, στην εμφύλια διαμάχη και στον ταυτόχρονο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας εδώ και σχεδόν μία δεκαετία έδειξαν πως η διαμάχη επεκτείνεται ακόμα και μέσω στρατηγικών κινήσεων επιρροής σε πολεμικό επίπεδο. Ακόμα, η κρίση στην Κριμαία και ο ουκρανικός εμφύλιος, με τις παράλληλες κυρώσεις στους τομείς της ενέργειας και των τροφίμων ανάμεσα σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Ρωσία, έδειξαν την λεπτή γραμμή, στην οποία ακροβατεί η ειρήνη σε παγκόσμιο επίπεδο και την ύψιστη σημασία της.
Κλείνοντας, είναι φανερό πως για ακόμα μια φορά στην διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας το σκηνικό είναι πολύ οικείο. Η πολυπόθητη επιδίωξη, η οποία δημιούργησε και αφάνισε αυτοκρατορίες, μέσω της οποίας δοξάστηκαν ήρωες και τραγικοί δρώντες μνημονεύθηκαν, για παγκόσμια κυριαρχία είναι πιο σύγχρονη από ποτέ. Αυτή την φορά είναι συγκεκαλυμμένη σε ένα πέπλο διαφορετικό από το παρελθόν και τόσο το NATO όσο και η συνεργασία των BRICS είναι αμφότεροι έτοιμοι για την πραγμάτωση της.
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.