της Αθανασία Τριάντου,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το άρθρο αυτό εξετάζει το αντίκτυπο που έχει το φαινόμενο της διαφθοράς στην προώθηση της καθολικής εδραίωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι η διαφθορά αποτελεί μια έννοια με πολλά νοήματα, αρχικά επιχειρείται μια προσπάθεια οριοθέτησής της και καθορισμού του περιεχομένου αυτής. Ύστερα, εφόσον έχει καταστεί σαφές το περιεχόμενό της, μελετάται πώς αυτή συνδέεται με τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Τέλος, θα αναλυθεί η σύνδεση της διαφθοράς και του στόχου 16 του Ο.Η.Ε. με τον σεβασμό και την καταπατηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ;

Η διαφθορά αποτελεί ένα πολύπλευρο και σύνθετο φαινόμενο με το οποίο έχουν ασχοληθεί ποικίλες επιστήμες, όπως είναι το ποινικό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο, η εγκληματολογία και η κοινωνιολογία. Υποστηρίζεται, γενικώς, ότι η διατύπωση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού για τη διαφθορά είναι δύσκολο να επιτευχθεί (Hemsley, 2015). Αυτό έχει ως συνέπεια να έχουν προταθεί αρκετοί ορισμοί από διάφορους φορείς και επιστημονικούς κλάδους.

Ένας από τους γνωστότερους ορισμούς της διαφθοράς είναι αυτός της Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International), που ορίζει τη διαφθορά ως «κατάχρηση εμπιστευμένης εξουσίας προς ίδιον όφελος» the abuse of entrusted power for private gain») (Ζιούβας, 2018). Ένας παρόμοιος ορισμός είναι αυτός της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank), που νοηματοδοτεί τη διαφθορά ως «κατάχρηση δημόσιας εξουσίας προς ίδιον όφελος» abuse of public office for private gain») (Hamsley, 2015).

Ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με αυτό το φαινόμενο, είναι το εάν συνιστά έγκλημα. Στην Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (UN Convention against Corruption), το σημαντικότερο νομοθετικό κείμενο για τη διαφθορά, υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο με τυποποιήσεις εγκλημάτων διαφθοράς, όπως είναι η δωροδοκία εθνικών δημοσίων λειτουργών (bribery of national public officials), η εμπορία επιρροής (trading in influence) και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός (illicit enrichment). Ο δεσμευτικός χαρακτήρας του διεθνούς αυτού κειμένου απορρέει από την κύρωσή του με νόμο, την υποχρέωση των κρατών-μελών να συμμορφώνονται με αυτό, την εγκληματοποίηση τουλάχιστον των εγκλήματων που προβλέπονται από τον εθνικό νομοθέτη και τη θέσπιση μηχανισμών ελέγχου της εφαρμογής του. Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση το 2008, με το Ν. 3666/2008, και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28, παρ. 1 του Συντάγματος. Συνιστά, δηλαδή, διεθνή σύμβαση που υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου και είναι αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού δικαίου, ύστερα από την κύρωσή της.

Ο πυρήνας των εγκλημάτων διαφθοράς είναι η δωροδοκία και η δωροληψία, είτε στον δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα, και αποτελούν τη λεγόμενη εν στενή εννοία διαφθορά (Ζιούβας, 2018). Στην ελληνική έννομη τάξη, δεν τυποποιούνται «εγκλήματα διαφθοράς» ως ξεχωριστή κατηγορία, αλλά περιλαμβάνονται κυρίως παραλλαγές των εγκλημάτων της δωροδοκίας και της δωροληψίας σε διάφορες κατηγορίες, όπως τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία. Ωστόσο, εκτός αυτών, υπάρχουν και άλλα εγκλήματα, τα οποία υποστηρίζουν αυτές τις πράξεις, είτε στο στάδιο της προπαρασκευής του βασικού εγκλήματος είτε στην συγκάλυψή του (π.χ. νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες). Αυτά ανήκουν στην εν ευρεία εννοία διαφθορά και, μαζί  με την προϋπόθεση ότι η τέλεση οποιουδήποτε εγκλήματος διαφθοράς χρειάζεται τουλάχιστον δύο πρόσωπα (π.χ. δωροδότης-δωρολήπτης), πιστοποιούν το συστηματικό χαρακτήρα του φαινομένου (Ζιούβας, 2018).

Μια άλλη γνωστή διάκριση της διαφθοράς είναι αυτή σε μείζονα (grand corruption) και ελάσσονα διαφθορά (petty corruption). Η μείζων διαφθορά αφορά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που λαμβάνουν αθέμιτα μεγάλα ποσά, τις λεγόμενες μίζες, ενώ στην ελάσσονα διαφθορά εμπλέκονται άτομα μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και αφορά ασήμαντα ποσά, π.χ. «φακελάκι» (Ζιούβας, 2018).

Τέλος, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει και μια σειρά από προληπτικά μέτρα κατά της διαφθοράς, τα οποία θα ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή των πολιτών και, σύμφωνα με το άρθρο 5, παρ. 1, θα βασίζονται στις αρχές: α) του κράτους δικαίου (rule of law), β) της χρηστής διακυβέρνησης και διαχείρισης του δημοσίου χρήματος (proper management of public affairs and public property), γ) της ακεραιότητας (integrity), δ) της διαφάνειας (transparency) και ε) της λογοδοσίας (accountability).

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΣΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Ως βιώσιμη  (sustainable development) ορίζεται η ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να στερεί από τις επόμενες γενιές τη δυνατότητα να καλύψουν τις δικές τους. Αυτή η ενδεικτική περιγραφή δόθηκε στην Έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, «Our Common Future» του 1987, γνωστή και ως «Έκθεση Brundtland». Με πιο απλά λόγια, η βιώσιμη ανάπτυξη αφορά την ικανότητα της οικονομίας να διατηρεί ένα καλό βιοτικό επίπεδο μέσα στο χρόνο. (Aidt, 2012).

Η διαφθορά είναι ένα από τα εμπόδια προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό έχει αποτυπωθεί στους «17 Στόχους του Ο.Η.Ε. για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» ή αλλιώς «Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη», όπου σκοπός της πρωτοβουλίας είναι η επίτευξη των συγκεκριμένων 17 στόχων μέχρι το 2030. Όσον αφορά στη διαφθορά, ο στόχος που τη συνδέει με τη βιώσιμη ανάπτυξη είναι ο Στόχος 16: «Ειρήνη, Δικαιοσύνη και Ισχυροί Θεσμοί». («Peace, Justice and Strong Institutions»)

Σύμφωνα με επίσημα δεδομένα του Ο.Η.Ε., μέσω αυτού του στόχου προωθείται η ειρήνη στις κοινωνίες και αποθαρρύνονται οι πολιτικές αποκλεισμού, στηρίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για όλους και η δημιουργία αποτελεσματικών και διαφανών θεσμών. Προκειμένου όλοι να νιώθουν ασφαλείς και να μην πλήττονται από οποιαδήποτε μορφή βίας, χρειάζονται θεσμοί που θα στηρίζουν την ποιοτικότερη εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, τις δίκαιες οικονομικές πολιτικές και την προστασία του περιβάλλοντος. Το κράτος δικαίου και η ανάπτυξη είναι αλληλένδετες έννοιες, καθώς η διαφθορά, η δωροδοκία, η κλοπή και η φοροδιαφυγή κοστίζουν 1.26 τρισεκατομμύρια δολάρια ανά έτος στις αναπτυσσόμενες χώρες, ποσό που θα μπορούσε να διατεθεί σε όσους ζουν με λιγότερα από 1.25 δολάρια τη μέρα, ώστε να ζουν με περισσότερα χρήματα για τουλάχιστον 6 χρόνια (UN General Assembly, 2015).

Όπως όλοι οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης, έτσι και ο στόχος 16 αποτελείται από επιμέρους στόχους (targets). Για το φαινόμενο της διαφθοράς και την καταπολέμησή του, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιμέρους στόχοι 16.3, 16.4, 16.5 και 16.6. Αναλύοντας, ο στόχος 16.3 αφορά την προώθηση της αρχής του κράτους δικαίου σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο και την εξασφάλιση της ίσης πρόσβασης στη δικαιοσύνη για όλους. Βάσει των δεδομένων του Ο.Η.Ε., ανάμεσα στους θεσμούς που έχουν πληγεί περισσότερο από τη διαφθορά είναι η δικαιοσύνη και η αστυνομία. Ο στόχος 16.4 σκοπεύει στη σημαντική μείωση της παράνομης ροής χρήματος και όπλων, την ενίσχυση της ανάκτησης και επιστροφής κλεμμένων περιουσιακών στοιχείων και την καταπολέμηση κάθε μορφής του οργανωμένου εγκλήματος μέχρι το 2030. Ο στόχος 16.5 σχετίζεται με την ουσιαστική μείωση κάθε μορφής διαφθοράς και δωροδοκίας, ενώ ο στόχος 16.6 προτάσσει την ανάπτυξη αποτελεσματικών, αξιόπιστων και διαφανών θεσμών σε όλα τα επίπεδα (UN General Assembly, 2015). Όλοι οι ανωτέρω επιμέρους στόχοι αποτυπώνονται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, καθώς και σε άλλα σχετικά διεθνή κείμενα.

Είναι, επομένως, φανερό ότι η διαφθορά επηρεάζει άμεσα την χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, την καθολική πρόσβαση σε ένα (τουλάχιστον) αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και τη σωστή διακυβέρνηση. Δρα, λοιπόν, σε βάρος πολλών θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.

ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Από τη στιγμή που η διαφθορά δρα ανασταλτικά για τη βιώσιμη ανάπτυξη, είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς πως παραβιάζει και πλήθος ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την Απόφαση της 5ης Αυγούστου 2005 του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών, περί του αντικτύπου της διαφθοράς στην πλήρη απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων («Corruption and its impact on the full enjoyment of human rights, in particular economic, social and cultural rights»), αναγνωρίζεται ότι η απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε πρόκειται για οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά είτε αστικά ή πολιτικά, υπονομεύεται σημαντικά από το φαινόμενο της διαφθοράς (Peters, 2018).

Αρχικά, η διαφθορά υπονομεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ισότητα και την ελευθερία, κυρίως των ήδη μειονεκτούντων σε βιοτικό επίπεδο και των κοινωνικά αποκλεισμένων ατόμων (Prasad & Eeckeloo, 2019). Από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τονίζεται η υποχρέωση του Κράτους να απέχει από τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε μορφή διαφθοράς και να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω πρακτικών διαφθοράς, κάτι που οδηγεί στη διάκριση μεταξύ θετικής (positive obligation) και αρνητικής υποχρέωσης (negative obligation) των Κρατών αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα (Hemsley, 2015).

Επεξηγηματικά, η θετική υποχρέωση αφορά τις ενέργειες των Κρατών υπέρ της υποστήριξης, της προστασίας και της προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επικράτεια, καθώς και την προστασία των πολιτών από ενέργειες τρίτου Κράτους. Άρα, αναφορικά με τη διαφθορά, συγκεκριμένα, η θετική υποχρέωση των Κρατών συνίσταται στην λήψη προληπτικών μέτρων και την επιβολή κυρώσεων για τη δωροδοκία και τη δωροληψία -κατά βάση- του δημοσίου τομέα (Μπαντέκας, 2018). Από την άλλη, η αρνητική υποχρέωση σημαίνει τη μη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κρατικό παράγωντα.

Επομένως, το Κράτος έχει υποχρέωση (Prasad & Eeckeloo, 2019) να σέβεται (respect) τα ανθρώπινα δικαιώματα και να μην τα παραβιάζει ή να στέκεται εμπόδιο στην απόλαυσή αυτών, να τα προστατεύει (protect) από κακόβουλες ενέργειες άλλων Κρατών, να κάνει πράξη (fulfil) την καθολική απόλαυσή τους.

Ωστόσο, καμία από τις θεμελιώδεις Συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν κάνει άμεση αναφορά σε ανθρώπινο δικαίωμα κατά της διαφθοράς. Οι διεθνείς προσπάθειες πάταξης της διαφθοράς ξεκίνησαν την δεκαετία του ’90, με αποτέλεσμα να μην συμπεριλαμβάνεται στις Συμβάσεις, που δημιουργήθηκαν από την δεκαετία του ’40 έως και την δεκαετία του ’60. (Hamsley, 2015) Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι στο διεθνές δίκαιο έχει γίνει αναφορά στο δικαίωμα σε μια κοινωνία χωρίς διαφθορά (the right to a corruption-free society), ωστόσο, είναι αμφιλεγόμενο ακόμη κατά πόσο αυτό μπορεί να αποτελέσει αυθύπαρκτο, διεθνώς αναγνωρισμένο δικαίωμα (Μπαντέκας, 2018).

Μπορεί η διαφθορά να μη συνιστά άμεση παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όμως αυτή η παραβίαση μπορεί να θεμελιωθεί έμμεσα, με δύο τρόπους. Πρώτον, υπάρχει σύνδεση της διαφθοράς με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (Μπαντέκας, 2018). Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. β’ του Καταστατικού της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, η εκτεταμένη και συστηματική εν γνώσει εξόντωση (extermination) οποιουδήποτε άμαχου πληθυσμού, συνιστά ένα τέτοιο έγκλημα. Όπως ορίζει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, η εξόντωση αφορά την σκόπιμη επιβολή περιορισμών στην αξιοπρεπή καθημερινή διαβίωση, όπως την μεθοδευμένη στέρηση πρόσβασης σε τροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη,  έτσι ώστε να επιφέρει την καταστροφή μέρους του πληθυσμού. Δεύτερον,  σύνδεση παρατηρείται και μεταξύ της διαφθοράς και της παραβίασης ήδη θεμελιωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Μπαντέκας, 2018). Να αποδοθεί, δηλαδή, η παραβίασή τους σε πρακτικές διαφθοράς.

Τέτοια δικαιώματα θα μπορούσαν να είναι:

  • Το δικαίωμα στη ζωή
  • Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης (σύνδεση και με μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος)
  • Το δικαίωμα στην εκπαίδευση
  • Το δικαίωμα στην υγεία.

Παρόλο, λοιπόν, που, όπως αναφέρθηκε, καμία από τις θεμελιώδεις Συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θίγει άμεσα το ζήτημα της διαφθοράς, μηχανισμοί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός ισχυρού διεθνούς πλαισίου αντιδιαφθοράς (Prasad & Eeckeloo, 2019). Τέτοιοι είναι: α) μηχανισμοί των Ηνωμένων Εθνών, λ.χ. το Συμβούλιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Human Rights Council) και β) οι μηχανισμοί ελέγχου εφαρμογής των Συμβάσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η διαφθορά υπονομεύει την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση και τη δημοκρατία. Συγκεκριμένα, δε οι πράξεις διαφθοράς που διαπράττονται από άτομα που κατέχουν υψηλές θέσεις, δηλαδή πράξεις μείζονος διαφθοράς, λειτουργούν σε βάρος όσων ήδη ζουν υπό άσχημες συνθήκες. Για το λόγο αυτό, τα Κράτη οφείλουν να τηρούν τόσο τη θετική όσο και την αρνητική τους υποχρέωση, τόσο στο πεδίο της αντιδιαφθοράς. όσο και εν γένει στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ένα από τα δυσκολότερα σημεία σε όλο το εγχείρημα της ανάληψης δράσεων κατά της διαφθοράς είναι η απόδειξη ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα σε πρακτικές διαφθοράς και εξαθλίωσης τμημάτων του πληθυσμού. Ωστόσο, εφόσον πλέον αρκετά διεθνή κείμενα αναγνωρίζουν ότι η διαφθορά δυσχεραίνει την απόλαυση πολλών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη, θα μπορούσε αυτή η θέση να αποτυπωθεί, τυπικά τουλάχιστον σε πρώτη φάση, σε ένα αυτοτελές ανθρώπινο δικαίωμα, όπως το δικαίωμα σε μια κοινωνία χωρίς διαφθορά που αναφέρθηκε παραπάνω και έχει συζητηθεί στο διεθνές δίκαιο. Φυσικά, όμως, αυτό εξαρτάται και από την εκάστοτε πολιτική βούληση, όπως και κάθε άλλη νομοθετική ενέργεια.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Aidt, T. (2012). Corruption and Sustainable Development. The University of Cambridge. Vol. 2, pp. 1-51. Available here.

Hemsley, R. (2015). «Human Rights & Corruption: States’ Human Rights Obligation to fight Corruption». Journal of Transnational Legal Issues, 2(1), pp. 1-24. Available here.

Peters, A. (2018). «Corruption as a Violation of International Human Rights». The European Journal of International Law, 29(4), pp. 1251-1287. Available here.

Prasad, D. & Eeckeloo, L. (2019). Corruption and Human Rights: How to better integrate corruption issues in the UN human rights mechanisms. A practitioner’s guide and strategic advocacy tool for civil society organisations. Geneva Academy, Center for Civil and Political Rights. Available here.

UN General Assembly (1987). Report of the World Commission on Environment and Development: Our Common Future (A/42/427).  Available here.

UN General Assembly (1998). Rome Statue of the International Criminal Court (last amended 2010).  Available here.

UN General Assembly (2015). Transforming our world: The 2030 Agenda for Sustainable Development (A/RES/70/1). Available here.

Ζιούβας, Δ. (2018). Αξιόποινη Δωροληψία: Θεωρητικά θεμέλια και ανάλυση ποινικής υπόστασης. Σε Ζιούβας, Δ. (2018). Ποινικό δίκαιο και αντεγκληματική πολιτική κατά της διαφθοράς. Πρόλογος: Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπιος Παυλόπουλος. Τόμος 3 – Σειρά Εκδόσεων ΚΠΕ «Ποινικό Δίκαιο, Αντεγκληματική Πολιτική και Ανθρώπινα Δικαιώματα». Αθήνα: Ευρωπαϊκές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, σσ. 89-334.

Ζιούβας, Δ. (2018). Συστηματική θεώρηση και καταπολέμηση των εγκλημάτων διαφθοράς στην Ελλάδα. Σε Ζιούβας Δ. (2018), ό.π., σσ. 35-87.

Μπαντέκας, Η. (2018). Διαφθορά και Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε Ζιούβας, Δ. (2018). ό.π. σσ. 839-858.