του  Ηλία Τσακαγιάννη,

Η συγκεκριμένη ανάλυση μελετά τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και της Κίνας. Αρχικά, θα αναλυθούν κάποιοι χρήσιμοι οικονομικοί όροι, όπως τι είναι εμπορικός πόλεμος, δασμός και ο προστατευτισμός. Στη συνέχεια, θα γίνει μία αναδρομή στους εμπορικούς πολέμους των προηγούμενων δεκαετιών και κατόπιν, θα αναλυθεί ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ και Κίνας, οι διαστάσεις που έχει εκλάβει και ο αντίκτυπος που συνεπάγεται για τις οικονομίες των δύο χωρών.

Βασικοί Όροι

Εμπορικός πόλεμος είναι μία διαμάχη μεταξύ δύο κρατών ή και περισσότερων, και αφορά τους δασμούς ή άλλα μέτρα εμπορικού προστατευτισμού που λαμβάνονται από αυτά για την προστασία της εκάστοτε εθνικής οικονομίας από τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Πιο συγκεκριμένα, είναι το είδος της διαμάχης που συνήθως ξεκινάει επειδή τα κράτη θέλουν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους ή να μειώσουν τις εισαγωγές τους. Οι εμπορικοί πόλεμοι έχουν ως αποτέλεσμα την άνοδο του κόστους των εισαγωγών, σε περίπτωση που τελικά οι εμπλεκόμενες χώρες δεν καταλήξουν σε συμβιβασμό (Business Dictionary, 2020).

Γενικά, ο όρος προστατευτισμός είναι οικονομικός όρος της οικονομικής πολιτικής που ασκεί μία χώρα προκειμένου να παράσχει προστασία της εγχώριας παραγωγής αγαθών έναντι ξένου ανταγωνισμού. Τα μέτρα-μέσα που λαμβάνει μία χώρα με αντικείμενο τον προστατευτισμό χαρακτηρίζονται «προστατευτικά μέτρα». Ο προστατευτισμός αναφέρεται στις κυβερνητικές πολιτικές, που περιορίζουν το διεθνές εμπόριο για να βοηθήσουν τις εγχώριες βιομηχανίες. Οι προστατευτικές πολιτικές εφαρμόζονται συνήθως με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας εντός της εγχώριας οικονομίας, αλλά μπορούν επίσης να υλοποιηθούν για θέματα ασφάλειας ή ποιότητας (Chappelow, 2019).

Στο σύνολο τους, «τα προστατευτικά μέτρα» αποτελούν στην ουσία οικονομικό μηχανισμό κυβερνητική παρέμβασης στην αγορά και κατ’ επέκταση στον καθορισμό των τιμών των διακινούμενων αγαθών. Η κυβερνητική αυτή παρέμβαση λέγεται επίσης και ‘πολιτική προστατευτισμού’. Όταν αυτή ασκείται, οι τιμές δεν διαμορφώνονται ελεύθερα, όπως δηλαδή ορίζει ο γενικός νόμος της προσφορά και της ζήτησης.

Προστατευτικά μέτρα που λαμβάνει κυρίως μία χώρα είναι οι δασμοί, οι επιδοτήσεις, οι ποσοστώσεις εισαγωγών, τα διάφορα συναλλαγματικά μέσα, οι ποσοτικοί περιορισμοί, ή διάφοροι άλλοι περιορισμοί, όπως πχ επιδοτήσεις ναύλων ή το λεγόμενο καμποτάζ στις μεταφορές κλπ. Ο Προστατευτισμός δεν είναι οικονομική θεωρία, αλλά μία οικονομική αντίληψη-πρακτική ως εκδήλωση της Εθνικής Πολιτικής.

Γενικά, η λήψη προστατευτικών μέτρων αποσκοπεί κυρίως στη τόνωση της εσωτερικής εγχώριας παραγωγής, ειδικότερα όταν παρουσιάζει ύφεση ή κάποιας μορφής στασιμότητας. Χαρακτηριστικότερη είναι η ανάγκη επιβολής της υπό ανάπτυξη βιομηχανίας ή όπως λέγεται «νηπιακή βιομηχανία» στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ποσοτικοί περιορισμοί επιβάλλουν μέγιστα επίπεδα εισαγωγών ορισμένων αγαθών, όπως ομοίως μπορεί και να επιβληθούν προστατευτικοί δασμοί που αποτρέπουν μεγάλες εισαγωγές με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

Ο δασμός είναι ειδικός φόρος, έμμεσος που επιβάλλεται στα διάφορα εμπορεύματα κατά την εισαγωγή ή εξαγωγή τους. Συνεπώς, ο δασμός διακρίνεται σε εισαγωγικό και εξαγωγικό.

Ο εισαγωγικός δασμός επιβάλλεται από μία χώρα στα εμπορεύματα που εισάγονται από άλλη χώρα ή συνασπισμό (όπως π.χ. Ε.Ε.), ενώ ο εξαγωγικός δασμός επιβάλλεται από μία χώρα στα εξαγόμενα προϊόντα της, είτε προς άλλη ή άλλες χώρες, είτε σε συνασπισμένες χώρες. Η βεβαίωση των δασμών γίνεται κατά τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων στις επίσημες εισόδους-εξόδους της χώρας, όπου εδρεύουν τελωνειακές αρχές, (μεθοριακοί, οδικοί και σιδηροδρομικοί σταθμοί, λιμένες και αεροδρόμια). Για πρακτικούς λόγους, οι δασμοί δεν επιβάλλονται σε όλα ανεξαιρέτως τα εμπορεύματα, ή ακόμα και τις υπηρεσίες, αλλά μόνο σ’εκείνα που φέρονται ταξινομημένα ή μπορούν να μετρηθούν και να αποτιμηθούν.

Ειδικότερα, οι δασμοί διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα του σκοπού που εξυπηρετεί η επιβολή τους ή και με τον τρόπο που θεσπίζονται. Η επιβολή τους, εκτός του ότι επιφέρουν έσοδα στο κράτος, ταυτόχρονα, προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή, ενώ παράλληλα επιφέρουν μείωση στη κατανάλωση του δασμολογημένου αγαθού. Έτσι, αναλόγως του κύριου επιδιωκόμενου σκοπού -γιατί ουσιαστικά υφίστανται όλοι- ο δασμός διακρίνεται σε «ταμιευτικό» και σε «προστατευτικό» (της εγχώριας παραγωγής), ή «μειωτικό» (κατανάλωσης), που μπορεί να αποβλέπει ακόμα και σε βελτίωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών. Ειδική περίπτωση δασμού είναι ο λεγόμενος «διαμετακομιστικός δασμός» που αφορά εμπορεύματα «τράνζιτ».

Ταμιευτικός δασμός: Ο ταμιευτικός δασμός εμφανίζεται από την αρχαιότητα. Οι πρώτοι δασμοί που εμφανίζονται στην ιστορία, τόσο στην αρχαία Ελλάδα, όσο και στην αρχαία Ρώμη, επιβάλλονταν με αποκλειστικό σκοπό τον προσπορισμό εσόδων για τις ανάγκες των διαφόρων πόλεων-κρατών. Οι ταμιευτικοί δασμοί παρουσιάζουν τρία πλεονεκτήματα: α) παραγωγή εσόδων, β) προτιμότερη φορολογία αυτών ως ευκολότερη αποδεκτή, παρά τη φορολόγηση της εγχώριας παραγωγής και γ) ευκολότερη φορολόγηση αγαθών ειδικότερα σε αναπτυσσόμενες χώρες, που δεν έχουν αναπτύξει μηχανισμούς ελέγχου εσωτερικής παραγωγής.

Αναδρομή στους εμπορικούς πολέμους

Πρώτος  πόλεμος του οπίου

Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου (1839) διεξήχθη ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και την Αυτοκρατορία των Τσινγκ (Κίνας), λόγω των αντιμαχόμενων απόψεων τους πάνω σε διπλωματικές σχέσεις, στο εμπόριο, καθώς και την απονομή δικαιοσύνης για ξένους υπηκόους. Τον 17ο και 18ο αιώνα, η ζήτηση για τα κινεζικά προϊόντα (συγκεκριμένα μετάξι, πορσελάνη και τσάι) στην ευρωπαϊκή αγορά δημιούργησε μια εμπορική ανισορροπία, επειδή η αγορά για τα δυτικά αγαθά στην Κίνα ήταν πρακτικά ανύπαρκτη.

Η Κίνα ήταν αυτάρκης σε ικανοποιητικό βαθμό και στους Ευρωπαίους δεν επιτρεπόταν πρόσβαση στα εσωτερικά θέματα της Κίνας. Το ευρωπαϊκό ασήμι εισάγονταν στην Κίνα, όταν το σύστημα της Καντόνας, που δημιουργήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα, περιόρισε το θαλάσσιο εμπόριο στην Καντόνα και στους Κινέζους εμπόρους. Η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (ΕΑΙ) είχε το μονοπώλιο του βρετανικού εμπορίου. Η ΕΑΙ ξεκίνησε να βγάζει σε πλειστηριασμό όπιο που καλλιεργούσε σε φυτείες της στην Ινδία, με σκοπό σε ανεξάρτητους ξένους εμπόρους με αντάλλαγμα ασήμι. Το όπιο τότε μεταφέρονταν στις κινέζικες ακτές και πωλούνταν σε Κινέζους μεσάζοντες,  οι οποίοι το μεταπωλούσαν μέσα στην Κίνα. Αυτή η αντιστροφή στη ροή του ασημιού, καθώς και ο αυξανόμενος αριθμός εθισμών στο όπιο ανησύχησε τις κινεζικές αρχές. Το 1839, ο αυτοκράτορας Νταουγκανγκ, απορρίπτοντας προτάσεις για νομιμοποίηση και φορολόγηση του οπίου, διόρισε τον Λιν Ζέξου ως υπεύθυνο για να λύσει το πρόβλημα, εξαφανίζοντας το εμπόριο. Η Βρετανική κυβέρνηση παρόλο που δεν αρνήθηκε το δικαίωμα της Κίνας να ελέγχει τις εισαγωγές του ναρκωτικού, εναντιώθηκε σε αυτό το απροσδόκητο μέτρο και χρησιμοποίησε το ναυτικό της και το πυροβολικό της για να προκαλέσει μια γρήγορη και αποφασιστική ήττα. Το 1842, η συνθήκη του Ναντσίνγκ, η πρώτη από τις συνθήκες που οι Κινέζοι αποκάλεσαν «άνισες», χορήγησε μία αποζημίωση και ετεροδικία στη Βρετανία, το άνοιγμα πέντε λιμανιών της συνθήκης και  την εκχώρηση του νησιού του Χονγκ Κονγκ (Δεληγιάννη, 2017).

ΗΠΑ Vs Καναδά (1866-1897)

Η πρώτη μεγάλη εμπορική διαμάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ και τον Καναδά ήρθε σε μία περίοδο, κατά την οποία ο οικονομικός εθνικισμός ανθούσε και στις δύο χώρες. Οι ΗΠΑ έδωσαν τέλος στη Συνθήκη Αμοιβαιότητας αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου- το 1866- και οι Καναδοί άρχισαν να απαντούν με δασμούς. Δέκα χρόνια μετά, αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν αρχίσει να μεταφέρουν τα εργοστάσια τους σε καναδικό έδαφος. Μεταξύ αυτών, οι Singer Manufacturing, American Tobacco, Westinghouse and International Harvester. Έως το 1890, περίπου 65 αμερικανικά εργοστάσια είχαν μεταφέρει τις δραστηριότητες τους στον Καναδά, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν  το υψηλό κόστος των εμπορικών εμποδίων, που είχαν ορθώσει οι κυβερνήσεις. Η μικρή απόσταση είχε ως αποτέλεσμα ο προστατευτισμός, αντί να θωρακίσει τις θέσεις εργασίας, να τις καταστρέψει (Στασινού, 2020).

Ο γαλλο-ιταλικός πόλεμος (1866-95)

Μετά την ενοποίηση της (1861), η Ιταλία δεν άργησε να στραφεί σε μέτρα προστατευτισμού, με στόχο να τονώσει τη βιομηχανία της και συνολικά την οικονομία. Η απόφαση αυτή οδήγησε στον απότομο τερματισμό της εμπορικής συμφωνίας της με τη Γαλλία, το 1886. Ο γαλλικός ανταγωνισμός ήταν αρκετά απειλητικός για τους Ιταλούς, εάν κρίνουμε από το γεγονός ότι επέβαλαν δασμούς έως και 60% στις γαλλικές εισαγωγές. Η Ρώμη αντέδρασε άμεσα, απειλώντας και εκείνη με «τιμωρητικούς» δασμούς . Έκανε δε δεύτερη  στροφή στον εμπορικό προστατευτισμό με το νόμο «Meline Tariff»του 1892. Οι δύο χώρες είδαν εξίσου το εμπόριο τους να συρρικνώνεται, χωρίς παράλληλα να κερδίσουν τα οφέλη που προσδοκούσαν. Το κόστος του εμπορικού πολέμου ήταν αισθητό και στα δύο κράτη, πάρα όλα αυτά δεν προέβησαν σε κάποια αντίδραση περιορισμού της ζημιάς. Συνέπεια των ανωτέρω δεν ήταν μόνο η υποχώρηση του ιταλο-γαλλικού εμπορίου, αλλά και η επιδείνωση των συνθηκών εφοδιασμού των πρώτων υλών από τρίτες χώρες, μη άμεσα εμπλεκόμενες στην εμπορικής φύσεως διένεξη. Στα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν και οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κράτος της Ιταλίας οδηγήθηκε σε συνεργασία με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία (Marc-William Palen 2018).

Οι ΗΠΑ και ο εμπορικός πόλεμος

Επίσης, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι η  δημιουργία του κράτους των ΗΠΑ συσχετίζεται με την έκρηξη ενός ακόμη εμπορικού πολέμου. Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Βρετανία αποφάσισε να φορολογήσει όλα τα αμερικανικά προϊόντα από εφημερίδες ως το τσάι. Η κλιμάκωση της εμπορικής αντιπαράθεσης κατέληξε στο Boston Tea Party της 16ης Δεκεμβρίου 1773, όπου οι Αμερικανοί άποικοι έκαναν μποϊκοτάζ στη παντοδύναμη βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, πετώντας το πολύτιμο φορτίο τσαγιού στο λιμάνι της Βοστώνης. Συνολικά, θεωρούμενα τα γεγονότα υποδεικνύουν πως η θρυαλλίδα για τον πόλεμο της ανεξαρτησίας στάθηκε μία ασήμαντη εμπορική διένεξη, που κατέληξε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.

 Ένα δεύτερο επεισόδιο εμπορικού πολέμου που διαμόρφωσε την αμερικανική ιστορία είναι η Πράξη Σμουτ-Χόλει (Smoot-HawleyAct). Το 1930, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ επιδιώκοντας να περιορίσει τις καταστροφικές συνέπειες που είχε στη γεωργία της χώρας το Μεγάλο Κραχ του 1929, αποφάσισε να επιβάλει δασμούς στα σιτηρά και τα άλλα γεωργικά προϊόντα που εισήγαγαν οι ΗΠΑ από τον Καναδά και την Ευρώπη. Όμως, αυτή η απόφαση δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα και βάθυνε τη ύφεση, καθώς υψώθηκαν εμπορικά φράγματα, που στην ουσία μείωσαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους παραγωγούς και τα γεωργικά προϊόντα. Η γενικευμένη ύφεση που προκάλεσε η απόφαση του Χούβερ επιλύθηκε, όταν ο επόμενος πρόεδρος, Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, αναίρεσε τη σχετική Πράξη και τους φόρους που είχε επιβάλλει η προηγούμενη κυβέρνηση.

Ένας τρίτος σταθμός είναι η αντιπαράθεση με την Ιαπωνία του 1987, οπότε ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν αποφάσισε να επιβάλλει δασμούς 100% πάνω σε εισαγωγές από την Ιαπωνία ύψους 300 εκατ. δολαρίων. Κυρίως, το μέτρο ετούτο αφορούσε προϊόντα ηλεκτρονικής τεχνολογίας και κλιματισμού. Ο λόγος που πυροδότησε αυτήν την απόφαση ήταν οι τακτικές προστατευτισμού των προϊόντων που προωθούσε η ιαπωνική κυβέρνηση και κατά τη γνώμη της Ουάσιγκτον ήταν αθέμιτες. Το Τόκιο, υπό τη μορφή επιχορηγήσεων και τελωνειακών εμποδίων, επεδίωκε να ενισχύσει την πλεονεκτική θέση στην αγορά των εγχώριων εταιρειών. Τότε, η ιαπωνική κυβέρνηση επέλεξε να μην ακολουθήσει την πολιτική του Ρήγκαν, προκειμένου να μην καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία και το σύστημα των ελεύθερων συναλλαγών που είχε οικοδομηθεί γύρω από αυτήν. Η εμπορική διαμάχη αυτή επιλύθηκε με μια ιστορική συμφωνία, που υπογράφτηκε το 1988, εμπορικής συνεργασίας ΗΠΑ-Ιαπωνίας, που διαρκεί έως τις ημέρες μας.

Ο επονομαζόμενος «πόλεμος της μπανάνας» είναι ένας ακόμα ιστορικός οικονομικός πόλεμος που έχει ξεκινήσει η Ουάσιγκτον. Στην δεκαετία του’90, οι αμερικανικές εταιρείες, όπως η United Fruit Company, έλεγχαν και καρπώνονταν ουσιαστικά το παγκόσμιο εμπόριο μπανάνας μέσα από την επιβολή τους στις φυτείες της Νοτίου Αμερικής. Εν τούτοις, η αμερικανική κυβέρνηση παραπονιόταν, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να εξάγει με πλεονεκτικές τιμές τις μπανάνες στην Ευρώπη (τον μεγαλύτερο καταναλωτή του προϊόντος αυτού). Ο λόγος ήταν ότι οι χώρες της Ευρώπης εφάρμοζαν υψηλούς δασμούς στα φρούτα που εισάγονταν από τη Λατινική Αμερική. Ο εμπορικός πόλεμος που ξέσπασε επιλύθηκε, όταν η Ευρώπη αποφάσισε να καταργήσει τους δασμούς σε προϊόντα που προέρχονται από την περιοχή αυτή. Ακόμη και σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO, χώρες, όπως ο Ισημερινός, η Κόστα Ρίκα, η Κολομβία και η Γουατεμάλα, είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί μπανάνας στον κόσμο και η Ε.Ε. είναι ο σημαντικότερος εισαγωγέας τους (in.gr, 2020).

Το χρονικό του σύγχρονου εμπορικού πολέμου

  Α. Τεχνολογικά προϊόντα

Στόχος της πολιτικής του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ, είναι να  μειώσει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, που αγγίζει τα 621 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι το μεγαλύτερο, σε παγκόσμιο επίπεδο από το 1975. Το να μειωθεί αυτό το έλλειμμα, είναι μέρος της στρατηγικής Τραμπ για να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Τα κυριότερα εισαγόμενα αγαθά για την Αμερικανική οικονομία είναι τα αυτοκίνητα και τα καταναλωτικά προϊόντα. Το 2018, οι Η.Π.Α. εισείγαναν φάρμακα, τηλεοράσεις, είδη ένδυσης και άλλα είδη σπιτιού, αξίας 648 δις. δολαρίων, ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές σε αντίστοιχα προϊόντα ανήλθαν σε 206 δις δολάρια. Συγχρόνως, για τον κλάδο του αυτοκινήτου, οι αμερικανικές εισαγωγές άγγιξαν τα 372 δις. δολάρια, ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές έφτασαν μόνο τα 159 δις. δολάρια. Αυτό οδήγησε, μόνο στον συγκεκριμένο τομέα σε έλλειμμα, 214 δις. δολαρίων (Amadeo, 2019).

Στις 8 Μαρτίου 2018, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε δασμούς 25% για το σίδηρό και 10% για τις εισαγωγές αλουμινίου. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι το Συμβούλιο Αεροναυπηγικής Βιομηχανίας δήλωσε ότι το κόστος για την κατασκευή όπλων θα αυξηθεί σημαντικά. Επίσης, η Αμερική είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιδήρου. Οι εισαγωγείς σιδήρου απασχολούν συνολικά 6,5 εκατομμύρια εργαζομένους σε συνεργασία με 147.000 εργαζομένους που δουλεύουν στην αμερικανική βιομηχανία σιδήρου. Οι συγκεκριμένοι δασμοί μείωσαν τα κέρδη των τριών μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών κατά το δεύτερο τρίμηνο του ‘18. Για να ικανοποιήσουν τους μετόχους, οι αυτοκινητοβιομηχανίες πέρασαν τα κόστη στους καταναλωτές. Τα κόστη από τους δασμούς έχουν ήδη υπερβεί τα όποια οφέλη από το φορολογικό σχέδιο Τραμπ. Οκτώ χώρες έχουν υποβάλει παράπονα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, όπου έξι από αυτές ο Καναδάς, η Ινδία και το Μεξικό, η ΕΕ (ως ενιαία οντότητα), η Νορβηγία και η Ελβετία είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ, ενώ οι άλλες δύο χώρες που διαμαρτυρήθηκαν ήταν η Ρωσία και η Κίνα.

Το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, είναι αυτό με την Κίνα, το οποίο ανέρχεται στα 419 δις. δολάρια. Οι ΗΠΑ εισάγουν προϊόντα αξίας 540 δις., που περιλαμβάνουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα. Τα περισσότερα από αυτά παράγονται στην Κίνα από αμερικανικές εταιρείες, αλλά μετράνε ως εισαγωγές. Οι αμερικανικές εταιρείες εξάγουν αγαθά αξίας 120 δις. στην Κίνα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι αεροπλάνα, αυτοκίνητα και σόγια.

Για να μειώσει αυτό το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, ο Τραμπ θέλει να περιορίσει τη μεταφορά της Αμερικανικής τεχνολογίας στις κινεζικές εταιρείες. Η Κίνα απαιτεί από τις ξένες εταιρείες που θέλουν να πουλάνε τα προϊόντα τους στην Κίνα να μοιράζονται την τεχνογνωσία. Η Αμερικάνικη διοίκηση, επίσης, έχει ζητήσει από την Κίνα να σταματήσει να επιδοτεί 10 βιομηχανίες, που είναι προτεραιότητα για το Σχέδιο «Made in China 2025». Σε αυτές περιλαμβάνονται οι βιομηχανίες της ρομποτικής, αεροναυπηγικής και software (λογισμικού). Η Κίνα, επίσης, σχεδιάζει να γίνει το παγκόσμιο κέντρο τεχνητής νοημοσύνης έως το 2030, οπότε είναι απίθανο να συμφωνήσει στις αμερικανικές απαιτήσεις. Η κυβέρνηση Τραμπ, από την άλλη, έχει επιβάλλει τρεις δασμούς, συνολικά ύψους 250 δις δολαρίων στις Κινεζικές εισαγωγές. Η Fed εκτίμησε ότι αυτοί οι δασμοί θα κοστίσουν σε κάθε Αμερικανικό νοικοκυριό, περίπου 419 δολάρια το χρόνο.

Στις 20 Μαΐου 2019, ο  Τραμπ επέβαλε τον 4ο δασμό, αυξάνοντας τους δασμούς στο 25% σε μια πλειάδα αγαθών αξίας 200 δισ. δολαρίων. Η Fed εκτίμησε ότι το κόστος αυτών των δασμών θα στοιχίσει 831 δολάρια το χρόνο, για το μέσο Αμερικανικό νοικοκυριό. Ο Αμερικανός Πρόεδρος ήθελε να αυξήσει περαιτέρω την πίεση λόγω των εμπορικών συνομιλιών που συντελούνταν στο προσκήνιο.

Επιπλέον, ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε ότι θα επεκτείνει τους δασμούς και σε άλλα κινεζικά αγαθά ύψους 325 δισεκ. δολαρίων, κάτι το οποίο θα αύξανε ραγδαία όλες τις τιμές των Κινεζικών αγαθών. Στις 29 Ιουνίου, ο Τραμπ αποφάσισε να καθυστερήσει την επιβολή των δασμών για να ενθαρρύνει τις εμπορικές συνομιλίες με  την Κίνα. Στις 1 Ιουνίου 2019, η Κίνα απάντησε με την επιβολή ενός δασμού 25 % σε Αμερικανικά προϊόντα αξίας 60 δις δολαρίων.

Παράλληλα, στις 22 Ιανουαρίου 2018, ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε επιβάλλει δασμούς και ποσοστώσεις στα εισαγόμενα ηλιακά πάνελ και πλυντήρια. Η Κίνα είναι παγκόσμιος ηγέτης στη βιομηχανία των ηλιακών πάνελ. Στις 8 Μαρτίου 2018, ο Τραμπ ζήτησε από την Κίνα να αναπτύξει ένα σχέδιο για να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα κατά 100 δισεκ. δολάρια. Το Κινεζικό οικονομικό πλάνο αναμόρφωσης περιλάμβανε και μείωση στις εξαγωγές, αλλά δεν έλεγε στους Αμερικάνους να σταματήσουν να ζητάνε τα χαμηλού κόστους Κινεζικά αγαθά.

Στις 22 Μαρτίου 2018, η Αμερικανική Διοίκηση ανακοίνωσε δασμούς για κινεζικά αγαθά ύψους 60 δις δολαρίων. Στις 23 Μαρτίου, η Κίνα ανακοίνωσε δασμούς ύψους 3 δις. δολαρίων για Αμερικανικά προϊόντα. Στις 26 Μαρτίου 2018, η Αμερικανική κυβέρνηση απάντησε με διαπραγματεύσεις με την κινεζική πλευρά. Ζητήθηκε από την Κίνα να μειώσει τους δασμούς για τα αμερικανικά προϊόντα, να εισάγει περισσότερους αμερικανικούς ημιαγωγούς και να παρέχει περισσότερη πρόσβαση στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Β. Αγροτικός τομέας

Στις 3 Απριλίου 2018, η Αμερικανική κυβέρνηση απείλησε με δασμό 25 % για κινεζικά αγαθά αξίας 50 δισεκ. δολαρίων. Στις 18 Απριλίου 2018, η Κίνα αποφάσισε να τιμωρήσει δύο Αμερικανούς εξαγωγείς: την Boeing και τα αμερικάνικα ζαχαρότευτλα. Αυτό στόχευε στις βιομηχανίες που έχουν την δράση τους σε πολιτείες που στήριξαν τον Τραμπ, στις εκλογές του 2016. Ο δασμός για τα ζαχαρότευτλα θα άρχιζε να ισχύει από τις 18 Μαΐου 2018. Στις 2 Μαΐου 2018, η Κίνα ακύρωσε όλα τα αμερικάνικα συμβόλαια για εισαγωγή σόγιας, αξίας 12 δισεκ. δολαρίων . Όλη αυτήν την ποσότητα σόγιας, την αναπλήρωσε από την Βραζιλία. Οι Αμερικανοί αγρότες πουλούν το μισό της σοδειάς τους στην κινεζική αγορά. Αν αυτή η αγορά εξαφανιστεί, οι ΗΠΑ θα πληγωθούν περισσότερο από την Κίνα. Τον Ιούλιο του 2018, οι τιμές της σόγιας έπεσαν σε χαμηλό δεκαετίας, αφού οι αναλυτές προσδοκούσαν σε υπερπροσφορά για το συγκεκριμένο προϊόν. Στις 5 Απριλίου 2018, ο Τραμπ απείλησε με δασμούς 100 δισεκ. δολαρίων τις Κινεζικές εισαγωγές, οι οποίες άγγιζαν το ένα τρίτο των συνολικών αμερικανικών εισαγωγών από την Κίνα. Αν η Κίνα ανταπαντούσε θα έπληττε όλες τις αμερικανικές εξαγωγές προς την Κίνα.

 Οι αγρότες στις Μέσες Αμερικανικές Πολιτείες είχαν πλεόνασμα σε αγροτικά προϊόντα και ζώα. Στις 24 Ιουλίου 2018, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα τους πρόσφερε επιδοτήσεις 12 δις δολαρίων. Στις 27 Αυγούστου η κυβέρνηση ανακοίνωσε βοήθεια προς τους αγρότες 4,7 δις. Δολαρίων. Στις 11 Ιουλίου 2018, η κυβέρνηση ανακοίνωσε δασμούς 10% σε άλλα κινεζικά αγαθά, ύψους 200 δις. Δολαρίων, που θα εφαρμόζονταν στα μέσα του Σεπτεμβρίου 2018, μερικές εβδομάδες πριν τις ενδιάμεσες εκλογές του 2018. Οι ΗΠΑ επίσης, απειλούσαν ότι θα επιβάλλουν και άλλους δασμούς, ύψους 25% και σε άλλη πλειάδα κινεζικών προϊόντων. Η Κίνα απείλησε ότι θα ανταπαντήσει και αυτή με δασμούς σε αμερικανικές εισαγωγές, ύψους 60 δις.  Δολαρίων.  Ο Αμερικανικός πρόεδρος υποστήρξε ότι θα αυξήσει τους δασμούς σε όλες τις κινεζικές εισαγωγές, γεγονός που θα είχε ως αντίκτυπο τη μείωση της οικονομικής ανάπτυξης κατά 0.75, το 2018. Επίσης, απείλησε και με τις αμερικανικές εξαγωγές πετρελαίου, καθώς η Κίνα αγοράζει το 20% από αυτές. Στις 2 Αυγούστου 2018, η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε 25% δασμούς σε κινεζικά αγαθά, ύψους 16 δις. Δολαρίων. Από την πλευρά της, η Κίνα ανταπάντησε με τον ίδιο τρόπο επιβάλλοντας δασμό 25 % σε ισόποσης αξίας αμερικάνικα προϊόντα.

  Γ. Τηλεπικοινωνίες

Ο τομέας των τηλεπικοινωνιών είναι πολύ σημαντικός για την Κινεζική αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Αμερικανός Πρόεδρος επέβαλε δασμούς. Ο άλλος λόγος είναι ότι η εταιρεία ΖΤΕ έχει παραβιάσει τις αμερικανικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε Ιράν και Βόρεια Κορέα. Στις 12 Ιουνίου, η Γερουσία μπλόκαρε τη συμφωνία του Τράμπ. Στις 21 Μαΐου 2018, η Κίνα συμφώνησε να περικόψει τους δασμούς για τα αμερικανικά αυτοκίνητα από 25 % σε 15%, η ισχύς αυτού του μέτρου θα άρχιζε την 1η Ιουλίου. Στις 29 Μαΐου 2018, η Αμερικανική κυβέρνηση θα στόχευε κινεζικές εισαγωγές ύψους 50 δις. Δολαρίων και θα εμπόδιζαν την κινεζική αγορά των αμερικανικών τεχνολογιών. Στις 6 Ιουλίου 2018, οι αμερικανοί δασμοί είχαν αντίκτυπο σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 34 δις. Δολαρίων. Η Κίνα ανταπάντησε με δασμό 40% στα αμερικανικά αυτοκίνητα. Η Tesla ανακοίνωσε ότι θα κτίσει ένα εργοστάσιο στη Σανγκάη για να αποφύγει τους δασμούς. Η Κίνα επίσης, ανακοίνωσε ότι θα επιβάλλει δασμούς και για τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα. Στις 10 Απριλίου 2018, η Κίνα ανακοίνωσε ότι θα μειώσει τους δασμούς για τα εισαγόμενα οχήματα. Αλλά οι περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες βρίσκουν φθηνότερο να κατασκευάζουν τα οχήματα στην Κίνα, παρόλο τους δασμούς.

Στις 4 Μάιου 2018, η Αμερικανική κυβέρνηση ζήτησε από την Κίνα να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα κατά 200 δις. δολάρια και να περικόψει τους δασμούς για τα αμερικανικά αγαθά μέχρι το 2020. Επιπλέον, ζήτησε να σταματήσει τις επιδοτήσεις στις εταιρείες τεχνολογίας, να σταματήσει να κλέβει την αμερικανική ιδιοκτησία και να γίνει περισσότερο ανοικτή στις Αμερικανικές επενδύσεις. Στις 15 Μαΐου 2018, η Κίνα συμφώνησε να επιτρέψει  η Qualcomm να αποκτήσει το NXP, σε αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ αφαίρεσαν τους δασμούς για την κινέζικη εταιρεία τηλεπικοινωνιών ZTE. Αυτή η συμφωνία υποστηρίζεται από την μερκαντιλιστική φιλοσοφία όπου συγκεκριμένοι τομείς της οικονομίας είναι πολύ σημαντικοί για πολιτικούς σκοπούς.

Στις 1 Δεκεβρίου 2018, ο Πρόεδρος Ντόναλτ Τραμπ συνάντησε τον Κινέζο Πρόεδρο Xi Jinpingστη συνάντηση G20. Ο Τραμπ συμφώνησε να καθυστερήσει την επιβολή των δασμών και να δημιουργηθούν ομάδες διαπραγματεύσεων για μια ευρύ γκάμα θεμάτων. Στις 18 Ιανουαρίου 2019, η Κίνα αποφάσισε να αυξήσει τις αμερικάνικες εισαγωγές και να μειώσει το αντίστοιχο εμπορικό έλλειμμα (Amadeo, 2019).

 Συμπεράσματα

Εν συνόλω, διαπιστώθηκε πως ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ είναι ένα πολύ δυνατό και σκληρό “μπρα-ντε-φερ μεταξύ” των δύο χωρών. Ειδικότερα μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, έγινε αλλαγή οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ. Το βασικό πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα σε σχέση με την Κίνα, η οποία είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής του αμερικανικού χρέους- που είναι και το υψηλότερο παγκοσμίως. Το χρονικό του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας απαρτίζεται από πολλά επεισόδια, με μεγάλες συγκρούσεις και πολλές αντιφάσεις. Η κάθε μία από τις κινήσεις των δύο παιχτών, ενώ φαίνεται να στοχεύσει να πληγώσει την οικονομία του αντιπάλου, στην πραγματικότητα, πλήττεται η οικονομία αυτού που κινείται επιθετικά. Ένας άλλος παράγοντας κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου είναι η πολιτική διάσταση. Ο Ντόναλντ Τραμπ εκλέχθηκε με το σύνθημα «AmericaFirst!» (η Αμερική Πρώτα!), και στηρίχθηκε σε Πολιτείες που πλήττονται από τις κινέζικες εισαγωγές, κάτι το οποίο αποτέλεσε έναν από τους κύριους παράγοντες που κλιμάκωσε το συγκεκριμένο εμπορικό πόλεμο. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι δύο αυτές χώρες, που είναι και οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, εάν θέλουν να έχουν αμοιβαία οφέλη θα πρέπει να συνεργαστούν, διότι στην πράξη, ως αποδεικνύεται, με τη σύγκρουση και οι δύο έχουν να χάσουν πολλά περισσότερα. Εντούτοις, αυτό που διακυβεύεται στους οικονομικούς ανταγωνισμούς πολλές φορές δεν είναι απλά η επικράτηση στο εμπόριο και η νίκη με οικονομικούς όρους, αλλά υποθάλπουν και οι πολιτικοί σκοποί που σχετίζονται με την ισχύ και την επιρροή των χωρών στο διεθνές περιβάλλον.

Βιβλιογραφία

BusinessDictionary (2020). What Is Trade War? Definition And Meaning. Available here. [Accessed 27 April 2020].

Amadeo, K. (2019). Why Trade Wars Are Bad And Nobody Wins.  The Balance. Available here.

In.gr. (2019). «Από Το Boston Tea Party Στη Σημερινή Διαμάχη Με Την Κίνα.»[online] Available here.

Στασινού, Ν. (2018). «Οι Μεγάλοι Εμπορικοί Πόλεμοι Του Παρελθόντος Και Τι Μας Λένε Για Σήμερα». Naftemporiki.Gr.  Available here.

Δεληγιάννη, Λ. (2017). «Ο Εμπορικός Πόλεμος Που Άφησε Πίσω Πάνω Από 50.000 Νεκρούς». [online] News.gr. Available here.

CHAPPELOW, J. (2019). «Protectionism Definition». Investopedia. Available here.

Thomas, M. and Thompson, A. (2018). The Oxford Handbook Of The Ends Of Empire. OUP Oxford: Oxford.