της Δήμητρας Φούτση,
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις . Αποτελεί μία από τις πιο στεντόρειες επαναστατικές και φεμινιστικές φωνές του 20ου αιώνα .
Η Ρόζα ήταν συνιδρύτρια του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος Πολωνίας και Λιθουανίας, έπειτα μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) . Δε δίστασε να ασκήσει δριμεία δημόσια κριτική στον Kautsky, λόγω της μετριοπαθούς στάσης του απέναντι στην ιμπεριαλιστική πολιτική της Γερμανίας στη Ναμίμπια και στον επερχόμενο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν ο πόλεμος ξέσπασε το 1914 και το SPD συνήνεσε με τα υπόλοιπα κόμματα του Reichstag στην χρηματοδότησή του, επήλθε το τελειωτικό ρήγμα. Η Ρόζα, μαινόμενη κατά αυτής της προδοτικής στροφής του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, δημιούργησε μαζί με τον Karl Liebknecht το κίνημα των Σπαρτακιστών, κίνημα με σαφή αντιπολεμικό χαρακτήρα, που πήρε σάρκα μέσω μαζικών διαδηλώσεων. Αμφότεροι φυλακίστηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου. Έπειτα, αποφυλακίστηκαν και αναδιοργάνωσαν το κίνημα που εξελίχθηκε σε ανοικτή επανάσταση κατά του πρώτου Friedrich Ebert, του πρώτου σοσιαλδημοκράτη ηγέτη που είχε λάβει την εξουσία. Τα Freikorps ( παραστρατιωτικές ομάδες ) κατ΄ευχήν της κυβέρνησης δολοφόνησαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και πέταξαν τη σορό της στο ποτάμι. Έτσι, αρνούμενη να έχει ζυγόν δουλείας, άγγιξε μία από τις ύψιστες κορυφές του ανθρώπινης ύπαρξης : να μαρτυρά κανείς για τις ιδέες του.
Πέραν όμως της ιστορίας της, το βάρος που επωμιζόμαστε είναι να συλλογιστούμε επί του πυρήνα της ιδεολογικής της συνεισφοράς στην κριτική οικονομικό-πολιτική ανάλυση. Πυρήνας που συμπυκνώνεται στη λέξη «ανθρωπισμός». Aν και, ως πιστή μαρξίστρια, ασπάζεται τον ιστορικό υλισμό, πεπεισμένη, δηλαδή, ότι ο καπιταλισμός είναι ιστορικά καταδικασμένος να καταρρεύσει υπό το βάρος των εγγενών του αντιφάσεων, διαγιγνώσκει τη σημασία των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας προς ανάπτυξη και έκφραση του προλεταριάτου, και εν γένει τη σημασία της εγγύησης της πολιτικής ελευθερίας ως συστατικό στοιχείο του συστήματος, που η ίδια οραματίζεται. Ειδικότερα, χαρακτηριστικά αναφέρει :
«Η ελευθερία μόνο για τους υποστηρικτές της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του κόμματος – ανεξάρτητα από το πόσο πολυπληθείς είναι αυτοί- δεν είναι ελευθερία. Ελευθερία είναι πάντοτε η ελευθερία των διαφωνούντων. Και αυτό διότι η δυναμική, επουλωτική και καθαρκτική λειτουργία της πολιτικής ελευθερίας εξαρτάται από αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα της και δεν επιτελείται, όταν αυτή καταντά προνόμιο»[1]
Η Ρόζα δεν είναι ρεβιζιονίστρια[2], δεν συλλαμβάνει, δηλαδή, την σταδιακή μεταρρύθμιση μέσω του κοινοβουλευτικού μοντέλου ως υποκατάστατου της επανάστασης. Αντιθέτως, καταδικάζει ανοικτά το εν λόγω δόγμα και θεωρεί την επανάσταση αναγκαία. Της είναι, όμως, σαφές ότι μια μετεπαναστατική κοινωνική διάρθρωση που δίνει φωνή μόνο σε λίγους δε θα αποτελεί παρά μία νέα τυραννία. Στη βάση αυτής της βαθιάς της πεποίθησης, η οποία συνοδεύτηκε από ενδελεχή μελέτη της επανάστασης των Μπολσεβίκων το 1905 στη Ρωσία και των αιτιών της αποτυχίας της, δε δίστασε να ασκήσει ιδεολογική κριτική στον υπερσυγκεντρωτικό χαρακτήρα του λενινιστικού οργανωτικού μοντέλου, η οποία αποδείχθηκε δεόντως προφητική. Για τη Ρόζα, ο υποστηριζόμενος από τον Λένιν ιεραρχικός διαχωρισμός των μελών του κόμματος από την ευρύ σώμα της εργατικής τάξης θα οδηγήσει στην διαιώνιση της τυφλής του υποταγής σε ένα κέντρο εξουσίας, αποκομμένο από την σφαίρα επιρροής του. Αντιθέτως, υποστήριζε ότι η σχέση με τους εργάτες πρέπει να είναι διαλεκτική, έτσι ώστε να καλλιεργηθεί μία πραγματικά κριτική επαναστατική συνείδηση, η οποία με τη σειρά της δε θα γεννήσει έναν εκ των άνω τυφλό πειθαναγκασμό, αλλά την αυτοπειθαρχία στα κελεύσματα της επανάστασης ως συνειδητή και ελεύθερη επιλογή.
Το όραμά της για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο, όπου η ατομική συνείδηση του καθενός θα είναι ελεύθερη και ικανή να καθορίζει τα πράγματα, συνοψίζεται στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται για μία πυρηνική πτυχή του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή: «Το πρόβλημα με τον καπιταλισμό είναι ότι δημιουργεί συνθήκες υπό τις οποίες οι σχέσεις των ανθρώπων παίρνουν τη μορφή των σχέσεων μεταξύ των πραγμάτων»[3]. Οι άνθρωπος γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, δέκτης διακρίσεων και καταπίεσης, εργαλειοποιείται προς επίτευξη αλλότριων σκοπών, επί των οποίων δεν έχει λόγο.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της κοινωνικής αναμόρφωσης που θα ανατρέψει αυτό το σκηνικό ύψωσε την αναγκαιότητα της γυναικείας χειραφέτησης. Το σπέρμα της καταπίεσης, όπως έχει υποστηριχθεί από αναλυτές των έργων της [4], και ο αγώνας κατά αυτής δεν εξαντλείται μόνο στην νομική κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων (δικαιωμάτων του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι) αλλά πρέπει να εντοπισθεί σε συνάρτηση με την κοινωνική ταξική διαφοροποίηση .
Φυσικά, 100 χρόνια μετά από την δολοφονία της, όλες αυτές οι θέσεις, υποκείμενες στην βάσανο του επιστημονικού διαλόγου αλλά και στην βαρύτητα του ιστορικού χρόνου, έχουν γίνει αντικείμενο αμφισβήτησης, αντιπαράθεσης και κατάρριψης. Επειδή, όμως, κατά την προσωπική μου γνώμη, το βάρος της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ως διανοήτριας και ως επαναστάτριας είναι αδιαμφισβήτητο, θέλω να εμμείνω σε μία φράση της και να διερωτηθώ. Όταν ήταν στην φυλακή είχε γράψει :[5]
«Ο Φρίντριχ Ένγκελς είπε κάποτε: «Η αστική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: ή πέρασμα στο σοσιαλισμό ή ξανακατρακύλισμα της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα».»
Σήμερα που το όραμα του σοσιαλισμού έχει δοκιμασθεί και κριθεί υπό την υπαρκτή εκδοχή του και για πολλούς έχει διαψευστεί. Σήμερα που σε κάθε περίπτωση το όραμα αυτό δεν μπορεί παρά να τίθεται υπό εντελώς διαφορετικούς και πολύπλοκους όρους. Σήμερα, μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον Ψυχρό πόλεμο , μετά τον αμυντικό ( ! )πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Σήμερα, αφού έχουμε έρθει μία ανάσα πριν τον πυρηνικό αφανισμό και συνεχίζουμε να φλερτάρουμε μαζί του, σήμερα που η απειλή της περιβαλλοντικής καταστροφής πασχίζει να μας υπενθυμίσει τα όριά μας ως όντων πεπερασμένων. Σήμερα, στην εποχή της καμπής της αμερικανικής παντοκρατορίας, που οι ανταγωνισμοί των δυνάμεων βρήκαν ως θεσμική στέγη τους το Συμβούλιο Ασφαλείας και το καπιταλιστικό σύστημα έχει διαγράψει έναν ακόμη κύκλο του. Σήμερα, την εποχή της άκρατης παγκοσμιοποίησης, της τεχνολογικής έξαρσης, της δύναμης του διαδικτύου και των θαυμάτων της γενετικής επιστήμης. Δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι, εάν το μοντέλο του εθνικού κράτους και οι μηχανισμοί του, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η δικλίδα του κράτους δικαίου, η σημαντική δικαϊκή εξέλιξη που έχει σημειωθεί στον τομέα της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι διεθνείς οργανισμοί, η ευρύτατη διάχυση της πληροφορίας και της γνώσης και σε κάθε περίπτωση, η ατομική συνείδηση και ευθύνη μπορούν να αποτελέσουν αντίβαρο στην βαρβαρότητα. Βαρβαρότητα λοιπόν ή τι; Αυτό το τι είναι το πιο τρομακτικό από όλα. Ίσως ο γνήσιος ανθρωπισμός της Ρόζας να δίνει ένα μέρος της απάντησης.
[1] Rosa Luxemburg, The Russian Revolution, New York: Workers Age Publishers, 1940 [1922]
«Freedom only for the supporters of the government, only for members of a party—however numerous they may be—is not freedom. Freedom is always the freedom of dissenters. Not because of the fanaticism of ‘justice’, but because all the invigorating, healing and purifying aspects of political freedom depend on this essence and fail to have an effect when ‘freedom’ becomes a privilege.»
[2] Αντιθέτως , ήταν καταδίκασε και αντέκρουσε ιδεολογικά την ρεβιζιονιστική τάση του Bernstein με το έργο της « Reform or Revolution»
https://www.marxist.com/prologue-to-rosa-luxemburgs-reform-or-revolution.htm
[3] https://www.youtube.com/channel/UClp4017ICvSPjIEBZLeEwaQ
An interview with Peter Hudis, editor of the Complete Works of Rosa Luxemburg, published by Verso Books in cooperation with the Rosa-Luxemburg-Stiftung.
[4] Rosa Luxemburg, Women’s Liberation, and Marx’s Philosophy of Revolution by Raya Dunayevskaya;
[5]« The Junius Pamphlet»