του Χρήστου Τσάγκαρη,

Πριν από 2000 χρόνια, το Σεπτέμβριο του 9 μ.Χ., μια αναπάντεχη καταστροφή έπληξε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ευάριθμες ρωμαϊκές λεγεώνες παρασύρθηκαν στο τευτοβούργιο δάσος και αποδεκατίστηκαν από αυτόχθονα βαρβαρικά φύλα. Οι βάρβαροι εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία των λεγεώνων να αναπτυχθούν σε σχηματισμό μάχης στο στενό δρόμο, αλλά και τη μαινόμενη καταιγίδα προκειμένου να εξουδετερώσουν την τεχνική υπεροπλία των Ρωμαίων. Λίγες μέρες αργότερα, στη Ρώμη, ο αυτοκράτορας ζητούσε απεγνωσμένα πίσω τις λεγεώνες του.

2000 χρόνια αργότερα βγαίνουμε από την καραντίνα και φοβάμαι ότι βρισκόμαστε στις παρυφές ενός νοητού τευτοβούργιου δάσους. Αναφέρομαι στα fake news και στη στρατηγική με την οποία τα αντιμετωπίζουμε. Η πανδημία υπήρξε πράγματι – και εξακολουθεί να είναι – ένα ισχυρό ερέθισμα για τη φαντασία πολλών ανθρώπων ανά τον κόσμο. Παλιές θεωρίες αναβαπτίζονται στα ταραγμένα νερά του κοβιδιανού αρχιπελάγους και εμφανίζονται σε κάθε λογής έντυπα και άτυπα μέσα.

Γκρίζες ζώνες μεταξύ αλήθειας, συγκάλυψης και μυθοπλασίας υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Στην Αθήνα του Περικλή, μια παλιά προφητεία ήθελε να έρχεται «δωριακός πόλεμος και λ(ο)ιμός άμ’ αυτώ». Τι θα γινόταν αν οι αρχαίοι Αθηναίοι πόσταραν στο Facebook αντί να συζητούν στην Αγορά; Περίπου ό,τι και σήμερα. Η αμφίσημη ορθογραφία του λ(ο)ιμού άλλωστε υπογραμμίζει τα οικονομικά απότοκα της επιδημίας, όπως και σήμερα.

Όσο, όμως, «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς», μπορούμε – στην πλειοψηφία μας – να συμφωνήσουμε στα βασικά, στο ότι βιώνουμε μία πρωτόγνωρη κρίση και προσπαθούμε να επιστρέψουμε σε μία κατά το δυνατόν φυσιολογική ζωή, τηρώντας κατά το δυνατόν τις παραινέσεις των ειδικών. Συμφωνούμε, επίσης, ότι ο αποπροσανατολισμός που βασίζεται σε οικονομικά, πολιτικά και άλλα ιδιοτελή κίνητρα είναι επικίνδυνος και είναι απαραίτητο να αναχαιτιστεί.

Εδώ όμως οι μεταφορές σταματούν, γιατί τα πράγματα σοβαρεύουν. Πολλοί μιλούν για μία πανδημία συνωμοσιολογίας, η οποία πρέπει να καταπολεμηθεί αμείλικτα. Τείνω να συμφωνήσω με το πρώτο σκέλος και να διαφωνήσω με το δεύτερο.

Η συνωμοσιολογία ή το φαινόμενο των fake news χωρίζεται, κατά τη γνώμη μου, σε δύο επιμέρους προβλήματα. Κατά πρώτον, στο γεγονός ότι οι άνθρωποι σε περιόδους κρίσης επινοούν ιστορίες που τους συνεπαίρνουν, τους οπλίζουν με θάρρος, αλλά και μετακυλούν το αίσθημα ευθύνης. Οι ρίμες των συμπαθών αρχαίων Αθηναίων συνέπαιρναν γιατί έμοιαζαν με την πραγματικότητα, ενώ παρηγορούσαν και έφερναν προσκόμματα στην ανάληψη δράσης, γιατί η κακή συγκυρία ήταν γραφτή.

Η συστράτευση όλων των κακών της Γης – και ενδεχομένως και του Διαστήματος – εναντίον μας συνεπαίρνει ακροατές και αναγνώστες σαν ταινία δράσης και επισκιάζει τον φόβο για τη ζωή και του οικείους τους προδιαγράφοντας ένα «χάπι εντ», αφού πάντα στο τέλος κουτσά στραβά τα καταφέρνουμε. Με λίγα λόγια, τα κίνητρα της επινόησης συνωμοσιών μπορεί να είναι ιδιοτελή, αλλά τα κίνητρα διάδοσης τους από τη συντριπτική πλειοψηφία όσων το πράττουν είναι η αγωνία και ο φόβος.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι βλέπουμε τη συνωμοσιολογία σαν κάτι καινούριο. Δεν είναι. Αρκεί να έχει κανείς λίγη καλή διάθεση να εγκύψει στην ανεκδοτολογία, προτού διατάξει την πάταξίν των αντιφρονούντων. Το ίντερνετ επιταχύνει τη διάδοση τέτοιων θεωριών και εντείνει την αλληλεπίδραση. Το ίδιο ακριβώς κάνει και για την έγκυρη πληροφόρηση ειρήσθω εν παρόδω, οπότε ο αγώνας συνεχίζεται επί ίσοις όροις.

Θέλουμε αντίλογο στα fake news; Φυσικά και θέλουμε. Θέλουμε, όμως, αντίλογο όχι μόνο επιστημονικού περιεχομένου, αλλά και επιστημονικής μορφής. Η επικοινωνία της επιστήμης (scientific communication – #scicomm) είναι ενδεχομένως ο πλέον επιστημονικός αντίλογος στα fake news. Συνίσταται στην απλοποίηση όχι μόνο των δεδομένων, αλλά και του σκεπτικού που κρύβεται πίσω από αυτά. Συμπληρώνεται απαραίτητα από την αντικειμενική στάθμιση ελπίδας και κενών γνώσης – αδυναμιών. Πρόκειται για μία ειλικρινή κατάθεση της επιστημονικής μεθοδολογίας και γνώσης απέναντι στην ασύντακτη και εν πολλοίς απελπισμένη προσπάθεια ερμηνείας που πρεσβεύουν τα fake news. Η επιστημονική προσέγγιση είναι προσεκτική. Μπορεί και χρειάζεται να εκφράζει αντίλογο, αλλά υπάρχουν όρια, που κατά τη γνώμη μου, είναι επικίνδυνο να ξεπεράσει.

Σε επίπεδο συλλογικό, έχουμε δει φορείς, όπως το Facebook, να ελέγχουν ή και να αποκλείουν δημοσιεύσεις που έχουν συνωμοσιολογικό περιεχόμενο. Θεωρώ ότι ο αποκλεισμός δεν αποδίδει. Αφενός υποστασιοποιεί δίκην μάρτυρα («δείτε το, πριν το κατεβάσουν») την εκάστοτε ανακρίβεια. Αφετέρου έχει – άδικες – παράπλευρες απώλειες, με ειδησεογραφικούς ιστότοπους, αλλά και μεμονωμένους χρήστες να αποκλείονται από τα κοινωνικά δίκτυα λόγω αστοχιών του αλγορίθμου. Οι διαδικασίες ελέγχου, άλλωστε, με πιο πρόσφατο το παράδειγμα γνωστού σχετικού ιστοτόπου στην Ελλάδα, δεν αποδεικνύονται πάντα αδιάβλητες.

Η τελευταία διαπίστωση αναδεικνύει την προβληματική του προσωπικού παράγοντα. Ποια είναι τα όρια μεταξύ της πρόκρισης ορθολογικού ή τεκμηριωμένου περιεχομένου (content) και του διωγμού έναντι αντιφρονούντων; Φοβάμαι ότι αυτά τα όρια είναι πολύ αμυδρά, και κρατώ τη σκέψη αυτή, όσο γίνεται, εκτός πολιτικών συσχετισμών.

Πού ξεκινά και πού σταματά ο ορισμός του fake news; Επικεντρώνεται στο περιεχόμενο μιας δήλωσης ή εξετάζει και ποιος την εκφέρει; Μπορεί να καταδικάζει κάτι που πιθανώς αργότερα θα αποδειχθεί αναγκαίο και ορθό; Προς αποφυγή παρεξηγήσεων εδώ αναφέρομαι στις μάσκες και τα τεστ. Το πρόβλημα, πάντως, μεταμορφώνεται σε λαβύρινθο. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι ότι η πρόληψη είναι πάντα προτιμότερη από τη θεραπεία, η οποία στην επιθετική της μορφή έχει παρενέργειες.

Η πρόληψη – όσο κλισέ και αν ακούγεται – συνδέεται και εδώ με την παιδεία –  εκπαίδευση. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, υποψιάζομαι ότι πολλοί άνθρωποι αισθάνονται αποκομμένοι από την επιστημονική κοινότητα, μέθοδο και γνώση. Για αυτό δεν ευθύνεται τόσο η έλλειψη τυπικών προσόντων και εκπαίδευσης, όσο η ιδεολογική ή ψυχολογική αποξένωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από τον επιστημονικό χώρο. Τα fake news μπορούν να ειδωθούν ως αντίλογος σε μία φαινομενική πνευματική ελίτ που ασπάζεται τον ορθολογισμό. Η συμφιλίωση ίσως προλάβει την πανδημία των fake news. Με τη συμφιλίωση εννοώ την κατανόηση της επιστημονικής μεθόδου με τα πλεονεκτήματα και τους περιορισμούς της από το ευρύ κοινό, αλλά και το κλίμα εμπιστοσύνης, που στηρίζεται στον λογικό πυλώνα της διαφάνειας και στον συναισθηματικό της ισότιμης και επί ίσοις όροις συνδιάλεξης.

Σήμερα βλέπω ότι σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει το αντίθετο. Προσωπικά τρομάζω (και) όποτε διαβάζω κάτι που αρχίζει με «ιδέες που αξίζει να διαδοθούν» ή «οδηγός αναγνώρισης συνωμοσιολόγ(ι)ων». Θαρρώ ότι στις πλείστες περιπτώσεις η ταπεινότητα του «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» έχει αντικατασταθεί από την «ex cathedra» βεβαιότητα, που εξ ορισμού δεν είναι ίδιον της επιστήμης.

Τρομάζω, επίσης, με τον υποσημειούμενο διαχωρισμό των επιστημών σε θετικές και αρνητικές (;). Σε καιρούς πανδημίας υπάρχει χώρος και βήμα μονάχα για τις θετικές επιστήμες. Κάθε άποψη – παρατήρηση – ένσταση που ερείδεται λόγου χάριν στη φιλοσοφία, η οποία δεν είναι επιστήμη, προσπερνάται σε πολλές περιπτώσεις βάναυσα.

Η φιλοσοφία και η ηθική, ή έστω η γαλαντομία που συνεπιφέρει, δεν ερείδονται σε πειραματικά δεδομένα – προφανώς η δίκη, η απολογία και η καταδίκη του Σωκράτη δεν αποτελούν μεθοδολογική επίρρωση της φιλοσοφίας του. Η επίκληση της Αντιγόνης στην ερμηνεία της «εμμονής» του θρησκευτικού συναισθήματος είναι επίσης άτοπη – ή αναγραμματίζοντας – ποταπή. Στην καλύτερη περίπτωση θα απέδιδα τα παραπάνω και πολλά παρεμφερή σε «ου κατ επίγνωσιν ζήλο» και στη χειρότερη σε επιστημονικοφανές bullying.

Η ανθρωπιστική συνιστώσα της επιστημονικής στάσης φαίνεται τώρα παραπάνω από ποτέ. Την ώρα που επιστήμη ακροβατεί σε ανεπαρκή ή διαρκώς ανανεούμενα και αναθεωρούμενα δεδομένα, η εκούσια συμμόρφωση σε κάθε λογής καραντίνα ενέχει πιότερο εθελούσια θυσία παρά ορθολογική πειθώ.

Σήμερα, που τείνουμε να αντιμετωπίζουμε, όσους διαφωνούν, περισσότερο επιθετικά και από τον ίδιο τον κορωνοϊό, ανατριχιάζω στη σκέψη ότι βρισκόμαστε στις παρυφές ενός νέου τευτοβούργιου δάσους.

Πιστεύω ότι η επιστημονική γνώση, και πολύ περισσότερο το ήθος της επιστήμης, σφαγιάζονται από όσους διαγιγνώσκουν ψυχιατρικά σύνδρομα στο σύνολο του πληθυσμού που διαφωνεί μαζί τους.

Η προσφορά της επιστήμης κατακρεουργείται όταν εκφράζονται θέσεις που απαιτούν να μην παρέχεται ιατρική περίθαλψη σε πιστεύοντες και εν γένει αντιφρονούντες, επειδή νοσούν από «προσωπική επιλογή». Η σύγχρονη ιατρική κατά κανόνα αντιμετωπίζει – και δεν δικάζει – ασθενείς που νοσούν από «προσωπική επιλογή», αν λάβουμε υπόψη το πρωτείο των καρδιαγγειακών παθήσεων και τον τρόπο ζωής που οδηγεί σε αυτά.

Εξίσου ανησυχητικές είναι και οι φωνές που επιτάσσουν στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων από όσους πηγαίνουν στην εκκλησία ή από όσους δεν φορούν μάσκα σε δημόσιους χώρους. Οι πιο μελανές σελίδες της επιστήμης άλλωστε γράφτηκαν όποτε θέλησε να εισέλθει στο τευτοβούργιο δάσος της πολιτικής.

Δεν είναι άλλωστε μόνο ο ιστορικός μύθος του δάσους που «κρύπτει νουν αληθείας». Στην «Πορεία προς την Σινώπην» ο Μιθριδάτης, «μεγάλων πόλεων κύριος/κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων» καταφεύγει σε ένα μάντη, που χωρίς περιστροφές συμβουλεύει «Κάτι σκιώδη πράγματα είδα. Δεν κατάλαβα καλά. —/ Μα ν’ αρκεστεί, φρονώ, με τόσα που έχει ο βασιλεύς./Τα περισσότερα εις κινδύνους θα τον φέρουν. (…) Η τύχη ξαφνικές έχει μεταβολές.

Αν μαζί με τις χαμένες λεγεώνες αναλογιστούμε σήμερα και τον Μιθριδάτη, ενδεχομένως θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Η επιστήμη είναι σήμερα «κάτοχος ισχυρών στρατών και στόλων» – ό,τι καλύτερο μπορούμε ανθρωπίνως να αντιτάξουμε στην πανδημία. Είναι κρίμα να αναλώνεται και, ενίοτε, να υφίσταται πανωλεθρίες στρεφόμενη πανστρατιά εναντίον νοητών βαρβάρων.