της Αριάδνης-Σοφίας Κούρη,

Σ’ ένα πάρτυ λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν η Coco Chanel είδε την ανταγωνίστριά της Elsa Schiaparelli να φοράει το ίδιο φόρεμα με εκείνη, την έσπρωξε κάτω από τον χαλασμένο πολυέλαιο για να καεί. Στις 31 Ιανουαρίου 1997, η «Μαύρη Χήρα» Patricia Gucci συνελήφθη και καταδικάστηκε για την δολοφονία του άντρα της, Maurizio Gucci. Το 2006, το Swarovski Blackberry της Naomi Campbell άνοιξε το κεφάλι μιας άτυχης υπηρέτριας και δύο χρόνια αργότερα το Supermodel κλώτσησε δύο αστυνομικούς, επειδή οι βαλίτσες της δεν είχαν φτάσει έγκαιρα στο αεροδρόμιο του Heathrow. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε βιβλίο για την ζωή του Yves Saint Laurent γεμάτο λεπτομέρειες για το ποτό, τις καταχρήσεις, και την κατάθλιψη του. Το 2011, κυκλοφόρησε video με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Dior, John Galliano, να βρίζει γυναίκα εβραϊκής καταγωγής και να ορκίζεται πίστη στον Hitler. Και όλα αυτά ενώ το 30% των Λατινο-αμερικάνων δηλώνει ότι υπάρχουν περίοδοι που δεν έχει φαγητό και που σε τουλάχιστον 25 χώρες της Αφρικής, η πλειονότητα των κατοίκων δεν καταφέρνει να ζήσει μέχρι τα πενήντα.

Παρά το γεγονός ότι τα ρούχα θεωρούνται βασική ανθρώπινη ανάγκη, η μόδα έχει υπερβεί κατά πολύ αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανάγκη. Ύβρις; Πολύ ρομαντικός όρος για να περιγραφεί αυτό που συμβαίνει. Στο παρελθόν, ενδύματα και υποδήματα κατασκευάζονταν στο χέρι από ένα ή δύο άτομα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ολόκληρης κοινότητας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων να προάγονταν σε ράφτες κάποιου προύχοντα. Με την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση (μέσα 17ου και 18ος αιώνας), η χρήση ατμού, άνθρακα και νερού ως πηγές ενέργειας άλλαξαν τον κόσμο. Τον 19οαιώνα, η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση χρησιμοποίησε τις καινοτομίες της Βρετανίας για εκβιομηχανοποιήσει την παραγωγή και στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Εντούτοις, στην μόδα, το καπιταλιστικό παράδοξο βρήκε την πιο ακραία εκδοχή του. Το καπιταλιστικό σύστημα προϋποθέτει, εγγενώς, αδιάκοπη επέκταση της αγοράς και συνεχή κατανάλωση. Όμως, η ταχύτατη αναπτυσσόμενη οικονομία (fastest growing economies) δεν είναι παρά μια χίμαιρα, ένα όνειρο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από την στιγμή που η αγορά χρειάζεται περιοδικά διαλείμματα προκειμένου να επανέλθει η ισορροπία προσφοράς και ζήτησης. Η διαρκής αυξητική πρόοδος δεν είναι βιώσιμη για έναν επιπλέον λόγο, ήτοι το γεγονός ότι οι ανθρώπινοι, οι περιβαλλοντικοί και οι υλικοί πόροι είναι περιορισμένοι. Το κενό στην οικονομική δραστηριότητα κάλυψε η εξέλιξη της τεχνολογίας. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, με την επικράτηση του Φορντισμού, η κλίμακα της παραγωγής διογκώθηκε, η αγορά διεθνοποιήθηκε, και το εμπόριο αναβαπτίστηκε στην νέα θρησκεία της υπερκατανάλωσης. Όχι μόνο μειώθηκε δραματικά ο χρόνος κατασκευής του προϊόντος αλλά και της διανομής του. Οι πλούσιοι έπαψαν να είναι οι μόνοι προνομιούχοι της ποιότητας και της ποσότητας και για πρώτη φορά στην ιστορία, αμέτρητα σχέδια, ποικίλα υφάσματα και στυλ είναι προσιτά σε όλους.

Έτσι, διαμορφώθηκε μια νέα οικονομία. Σήμερα, με την αξία της να ανέρχεται στα 3,000,000,000,000 δολάρια, η βιομηχανία της μόδας, έχει καταφέρει να εδραιώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία. Στα επόμενα 10 χρόνια, αναμένεται να αυξηθεί κατά 63%. Πρωταγωνιστικό πλέον ρόλο δεν διαδραματίζουν πλέον οι Μεγάλοι Οίκοι του Παρισιού και του Μιλάνου, αλλά τα ρούχα χαμηλής ποιότητας, που ανανεώνονται κάθε εβδομάδα και διατίθενται σε εξαιρετικά προσιτές τιμές για non-stop αγορές. Η μόδα είναι πιο προσβάσιμη από ποτέ. Η Inditex S.A. για παράδειγμα έχει 7.385 καταστήματα των πιο αναγνωρίσιμων κολοσσών σε όλο τον πλανήτη (Zara, Massimo Dutti, Bershka, Stradivarius, Oysho, Pull & Bear, κ.λ.π.) κι εντός του 2020 αναμένεται να ανοίξει 300 καινούργια, ξεκινώντας ταυτόχρονα πωλήσεις μέσω διαδικτύου σε Ντουμπάι, Αίγυπτο, Ινδονησία, Ισραήλ, Λίβανο, Μαρόκο, Σαουδική Αραβία, Σερβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Ωστόσο, τα είδη πολυτελείας και η μόδα haute couture δεν έχασαν την αξία τους, κάθε άλλο, κατάφεραν να την διπλασιάσουν, φτάνοντας σε επίπεδα παραλογισμού. Για όσους διαθέτουν επαρκή αγοραστική δύναμη, η απόκτηση κοσμημάτων από τα Tiffany’s and Co ή η αγορά μιας τουαλέτας Valentino κάθε άλλο παρά υπερβολική είναι. Οι αρχικές τιμές που έχουν οι τσάντες Louis Vuitton ή Armani, οι ζώνες Hermès, τα sneakers της Balenciaga ξεκινούν από 30.000 με 50.000 δολάρια, μπορεί και παραπάνω, ποσό που ξεπερνά κατά πολύ το ετήσιο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού. Βέβαια, σε αντίθεση με ότι υποστηρίζει η συντηρητική (πλην εξαιρετικά εύπορη) μερίδα των υποστηρικτών των διάσημων σχεδιαστών, τα ασύλληπτα κέρδη της βιομηχανίας της υψηλής μόδας που υπερβαίνουν τα μεγέθη που δύναται να συλλάβει το ανθρώπινο μυαλό, δεν προκύπτουν μόνο από τη συσσωρευμένη φήμη, την ποιότητα ή τον υλικό πλούτο που διαθέτουν οι καταξιωμένες εμπορικές μάρκες.

Πολλές νεο-ιδρυθείσες επιχειρήσεις, όπως η Juicy Couture, η Eastpack και η Adidas, κατέκτησαν κορυφαία θέση στην αγορά και ανταγωνίζονται ανοιχτά τις παλιές επωνυμίες. Όπως φαίνεται, παρότι σε ορισμένες η καινοτομία και αισθητική απουσιάζουν παντελώς από τις πιο πρόσφατες συλλογές τους, oι ιδιαίτερες δυνατότητες που προσφέρει η μόδα και τα έντονα αισθητηριακά στοιχεία στα οποία βασίζεται, είναι αρκετά για διαμορφωθεί η ψευδαίσθηση ενός ισχυρού εμπορικού σήματος, ικανού να παρακινήσει τους καταναλωτές να αγοράζουν με παράλογους ρυθμούς. Το μάρκετινγκ και οι διαφημίσεις, ιδιαίτερα     με     τα     μέσα     κοινωνικής     δικτύωσης,     διέδωσαν     ευρύτατα     το     δίπολο του «ξεπερασμένου-μοδάτου» και την φιλοσοφία της «τελευταίας λέξης». Φυσικά, το πιστωτικό χρήμα και  τα  ψηφιακά  νομίσματα  που  διευκόλυναν  το online shopping, κατάφεραν να μετατρέψουν τον παθητικό καταναλωτή, σε ενεργό αγοραστή. Σύμφωνα με έρευνες, το 2014, ο μέσος καταναλωτής αγόρασε 60% περισσότερα ρούχα απ’ ότι το 2000, τα κράτησε όμως για λιγότερο από μισό χρόνο.

Και γιατί όχι; Ανέκαθεν η ενδυμασία ήταν επένδυση με πολλαπλά οφέλη είτε ως τρόπος απόκτησης, εμπέδωσης και διάδοσης κύρους, είτε επειδή η αυξημένη τιμή πιστοποιούσε άριστη ποιότητα κι άρα εγγυάται την διατήρησή τους σε βάθος χρόνου. Η μόδα είναι ένας εύπλαστος κι αποτελεσματικός δίαυλος για να απεικονίσουμε την ανθρώπινη προσωπικότητά και να εκφράσουμε την ατομικότητά μας, ειδικά σε μια εποχή όπως η σημερινή όπου οι αποστάσεις και ο υπερπληθυσμός των μεγαλουπόλεων επιβάλλουν την ανεύρεση νέων τύπων άμεσης επικοινωνίας. Το ότι κάποιοι γεμίζουν τις τσέπες τους, δημιουργώντας τεράστιες αυτοκρατορίες με προϊόντα που δεν είναι ούτε κατά το ήμισυ κατασκευασμένα από τα υλικά που αξίζουν την τιμή μεταπώλησης, καθόλου δεν απασχολεί τους κατόχους, εφόσον το brand εξασφαλίζει το γόητρο και τις πωλήσεις.

Με την πιο απλή λογική μπορούμε να καταλάβουμε πως οι παρούσες συνθήκες δεν είναι ιδανικές. Το 2016, οι κορυφαίες σε παραγωγή χώρες ήταν η Κίνα, με κέρδη που ανέρχονταν στα 161 δις δολάρια, το Μπαγκλαντές, με 28 δις, το Βιετνάμ, με 25 δις, η Ινδία με 18 δις, το Χονγκ Κονγκ, με 16 δις, η Τουρκία, με 15 δις και η Ινδονησία, με 7 δις. Αυτές, όμως, δεν είναι τυχαίες χώρες στον χάρτη. Είναι χώρες γνωστές ως «Τριτοκοσμικές», με τους πληθυσμούς τους να ζουν µε λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα (αν και σχεδόν ο μισός πληθυσμός της γης, δηλαδή 2.800.000.000 άνθρωποι, επιβιώνουν µε λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα). Στο Μπαγκλαντές, για παράδειγμα, το ένα τρίτο των 18.000.000 θανάτων (περίπου 50.000 την ημέρα) οφείλονται στην φτώχεια και την πείνα. Αξιοσημείωτο είναι, ότι σύμφωνα με τη Statista, μέχρι το 2025, προβλέπεται ότι η αγορά των ΗΠΑ θα αξίζει 385.000.000.000 δολάρια, ενώ τα έσοδα από το ηλεκτρονικό εμπόριο θα ανέρχονται έως το 2023, σε 146.000.000.000.

Πού βρίσκονται όλα αυτά τα χρήματα; Η καταστροφική κρίση του 2008 άφησε πίσω της δεκάδες πτωχευμένους, χιλιάδες απλήρωτα δάνεια, εκατοντάδες ανέργους κι άνοιξε πολύ περισσότερο την ψαλίδα, κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς, φτωχότερους. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το εισόδημα που εισπράχθηκε από το 20% της υψηλότερης εισοδηματικά πληθυσμιακής ομάδας στην Ελλάδα, ήταν 6,1 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα που είχε η φτωχότερη. Η προσφυγική κρίση αύξησε τρομακτικά τον αριθμό των ανέστιων μεταναστών, των οικονομικών προσφύγων και πολιτικών εξόριστων. Και εκτός των άλλων, η πρόσφατη πανδημία του κορωνοϊού ανέτρεψε την παγκόσμια πολιτικοοικονομική ισορροπία απειλώντας πολλά κράτη με επιστροφή στα σχέδια λιτότητας και στις μνημονιακές πολιτικές. Κάποια από αυτά, λίγους μήνες πριν, ατένιζαν με αισιοδοξία το μέλλον ύστερα από μια δεκαετία διαρκούς δημοσιονομικής αφαίμαξης, αλλεπάλληλων πιέσεων και οικονομικής στενότητας.

Κάποιες από τις συνήθεις πρακτικές που κάνουν την βιομηχανία της μόδας τόσο επικερδή δραστηριότητα είναι η εξαφάνιση των προϊόντων, η αδήλωτη παραμονή εμπορευμάτων σε πλοία, τρένα και αεροπλάνα, εισαγωγή και εξαγωγή απαγορευμένων εμπορευματικών ειδών και διάθεση τους στην αγορά χωρίς καταγραφή από τους τελωνειακούς ελέγχους. Επίσης, παρατηρείται η προώθηση προϊόντων που δεν είναι δυνατόν να πιστοποιηθεί η προέλευσή τους, η υφαρπαγή και παρακράτησή τους σε αποθήκες -σταθμούς και η αντικατάσταση των εισαγομένων με άλλα εμπορεύματα. Με την τεχνολογία, οι βιομηχανίες της ταχείας μόδας, κατάφεραν να προεκτείνουν την σημασία της παρανομίας. Σύμφωνα με τη, J. Zerbo, ειδική Δικηγόρο σε θέματα σχετικά εμ τη βιομηχανία της Μόδας, ένας συνηθισμένος κι έξυπνος τρόπος εξοικονόμησης πόρων των επιχειρηματικών ομίλων είναι ο ετήσιος καθορισμός κάποιου χρηματικού ποσού για τις δικαστικές διαμάχες του έτους, με τους καλλιτέχνες, τους σχεδιαστές και τους δημιουργούς από τους οποίους υφάρπαξαν ιδέες.

Το θέμα είναι πως οι fast fashion industries δεν είναι μόνες τους στο παιχνίδι της αντιγραφής και πνευματικής κλοπής· έτσι κι αλλιώς, εξαρχής, η ύπαρξή τους βασίστηκε στην πώληση φθηνών προϊόντων που έμοιαζαν με πιο πολυτελή προϊόντα. Είναι γνωστό ότι ο A. Ortega πριν γίνει Mr. Zara και πριν αποκαθηλώσει τον Τζεφ Μπέζος από την θέση του δευτέρου πιο πλούσιου ανθρώπου στον κόσμο (σύμφωνα με την λίστα του Forbes), με το μηδαμινό δάνειο των 2000 πετσέτας, δηλαδή περίπου 30 ευρώ, σχεδίαζε και πουλούσε φθηνότερες αλλά ποιοτικές εκδοχές μπουρνουζιών της φίρμας La Maja, στο κατάστημα της οποίας δούλευε. Η καινοτομία του βασίστηκε στο ότι ο μέσος άνθρωπος μπορούσε εξίσου να αποκτήσει κάτι που του άρεσε, ενώ η περιορισμένη ποσότητα του που καθιστά πολύ πιθανό να μην το αποκτήσει, έχει ως αποτέλεσμα την εσπευσμένη κατανάλωση. Με την εξάπλωση του πρότυπου της ταχείας μόδας (fast fashion) σε όλο τον πλανήτη, σημειώθηκε πρωτοφανής έκρηξη του αριθμού ενδυμάτων. Κι ενώ μόλις 30 χρόνια πριν, τα ρούχα προορίζονται για δύο σεζόν, καλοκαίρι και χειμώνα, σήμερα προορίζονται για πενήντα τέσσερις. Συγκεκριμένα το Zara που αποτελεί τον ισχυρότερο λιανοπωλητή στον κόσμο, παρουσιάζει κάθε βδομάδα 500 νέα σχέδια, δηλαδή 20.000 το χρόνο. Συνολικά παράγει περίπου 450 εκατομμύρια ενδύματα ετησίως.

Ως αποτέλεσμα, οι μεγάλες φίρμες όπως η Burberry, Ralph Lauren και Michael Kors βλέποντας τα έσοδα τους να μειώνονται, αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στο νέο καθεστώς. Ο ανταγωνισμός εξωθήθηκε στα ύψη. Το Forever 21 κατηγορείται επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια από την DVF, και την Puma για κλοπή σχεδίων. Το 2016, η Adidas άσκησε αγωγή εναντίον της αντίπαλης Skechers, ισχυριζόμενη ότι αντέγραψε το σχέδιο των παπουτσιών Springblade. Στο Instagram, υπάρχει ένας ολόκληρος λογαριασμός (Diet Prada) που καυτηριάζει το συγκεκριμένο φαινόμενο, δημοσιεύοντας εικόνες πανομοιότυπων και εμφανώς αντεγραμμένων ενδυμάτων.

Φυσικά, το Zara κατηγορείται πάρα πολύ συχνά για πώληση προϊόντων «copycat». Όπως αναφέρει η Huffington Post, το 2016, η ανεξάρτητη σχεδιάστρια Tuesday Bassen, κοινοποίησε στο Instagram φωτογραφίες, συγκρίνοντας διάφορα ρούχα της Zara με τα σχέδια της. Δημοσίευσε, επίσης, και την αλληλογραφία με το νομικό τμήμα της Zara, στην οποία διαβάσουμε την δήλωση της εταιρίας που θεώρησε την καταγγελία ανυπόστατη και ότι αποτελούσε προσπάθεια της Bassen για αναγνωρισιμότητα, εκμεταλλευόμενη την εμπορική επιτυχία της Zara. Κι αυτό είναι μόνο ένα από τα αμέτρητα περιστατικά αλλοίωσης, παραποίησης και λογοκλοπής. Όπως επισήμανε η Zerbo στην ψηφιακή της εφημερίδα The Fashion Law, δεν έχουν όλοι οι σχεδιαστές την πολυτέλεια να πολεμήσουν τους οικονομικούς κολοσσούς όπως είναι η Accessories ή η H&M. Κι εκτός των άλλων κανείς δεν εγγυάται την επιτυχία καθώς η μόδα νομικά εξακολουθεί να υπάγεται στις κανονιστικές αρχές που αφορούν γενικά τις οικονομικές δραστηριότητες. Ας μην ξεχνάμε αυτό που ο καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Springman, είπε κάποτε: «χωρίς αντιγραφή, η βιομηχανία της μόδας θα ήταν μικρότερη, πιο αδύναμη και λιγότερο ισχυρή». 

Το αποτέλεσμα είναι λίγο-πολύ γνωστό: το παγκόσμιο οικονομικό μας σύστημα. Ένα δίκτυο παράνομων δραστηριοτήτων με τεράστια κέρδη, στο οποίο απασχολείται τεράστιος αριθμός ιδιωτικών και δημοσίων εργαζομένων (τελωνειακοί, διανομείς, δημόσιοι υπάλληλοι, ράφτες, λιμενάρχες, αγοραστές, μεταφορείς, διαφημιστές, μεταπράτες, οδηγοί, πιλότοι, μόδιστροι, εκπαιδευτές, συντηρητές, αχθοφόροι, κατασκευαστές, μοντέλα, καθαριστές, μεσάζοντες, influencers, επιχειρηματίες κι επενδυτές) και το οποίο συντελεί στην καθολική καταπάτηση διεθνών κι εγχώριων νομοθεσιών, την εξαΰλωση του νομοθετικού συστήματος, στην οικολογική καταστροφή, στην συγκάλυψη του οικονομικού εγκλήματος, στο ξέπλυμα χρήματος και στις φορολογικές απάτες.

Για τις ανάγκες της βιομηχανίας, περισσότερα από 246 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5 έως 17 ετών εργάζονται σε παραπήγματα με άθλιες συνθήκες εργασίας. Τι κι αν ήδη από το 1919 έχει επικυρωθεί από τη Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας, η Σύμβαση 138, σύμφωνα με την οποία η ηλικία του εργαζομένου δεν μπορεί να είναι κάτω των 15 ετών; Τι κι αν στο Πρώτο Άρθρο της Διακήρυξης της Γενεύης του 1924 αναγνωρίζεται ως παιδί «κάθε ανθρώπινο ον μικρότερο των δεκαοκτώ ετών»; Τι κι αν 187 κράτη υπέγραψαν το 1989 τη «Σύμβαση των δικαιωμάτων του παιδιού» ή αν το 1999 υιοθετήθηκε ομόφωνα η Σύμβαση 182 περί των «Χειρίστων Μορφών Παιδικής Εργασίας»; Μόνο στην Ευρώπη εργάζονται παράνομα από 200 έως 500 χιλιάδες ανήλικοι. Στην Ασία και τις χώρες του Ειρηνικού, ο αριθμός φτάνει τα 122.300.000 και στην Αφρική 50.000.000. Στις χώρες αυτές, η παιδική εργασία είναι μέρος της καθημερινότητας. Οι πάμπτωχες οικογένειες των χωρικών, χωρίς έγγεια ιδιοκτησία ή δυνατότητα μίσθωσης καλλιεργήσιμης έκτασης, συχνά παγιδεύονται από το γαιοκτήμονα της περιοχής ή κάποιον τρίτο από τον οποίο δανείζονται. Για να ξεπληρώσουν το χρέος τους, καταδικάζουν τα παιδιά τους να δουλεύουν για λογαριασμό τους.

Η παιδική εργασία συμβαδίζει πολύ συχνά με μορφές δουλοπαροικίας και θυμίζει εποχές φεουδαλικές. Εκατοντάδες χιλιάδες μικρά παιδιά πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από εύπορους πολίτες των λεγόμενων «Αναπτυγμένων Χωρών», τόσο στις χώρες του «Τρίτου κόσμου» όπου κατοικούν, όσο και σε άλλες χώρες όπου προωθούνται παράνομα γι’ αυτό το σκοπό. Μερικά από τα παιδιά απάγονται και πωλούνται αργότερα ως σκλάβοι. Άλλα για να χρησιμοποιηθούν ως πειραματόζωα και για εμπορία οργάνων. Οι εργοδότες συχνά τα χτυπούν ή επιδίδονται σε πλήθος άλλων βασανιστικών πρακτικών. Συχνά, τα παιδιά μεταχειρίζονται ως ιδιοκτησία .

Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους ανήλικους. Η βιομηχανία της μόδας εδράζει δεκαετίες την παραγωγή της στα Sweatshops («καταστήματα ιδρώτα»), τεράστια δηλαδή εργοστάσια όπου κατά κόρων μετανάστες και πληγέντες από οικονομικοπολιτικές συγκυρίες εργάζονται 14 με 16 ώρες υπό απάνθρωπες συνθήκες. Οι επιχειρηματίες, για να εξασφαλίσουν ότι θα πληρώσουν την μικρότερη πιθανή αμοιβή κι ότι δεν θα χρειαστεί να ασφαλίσουν ή να μορφώσουν το προσωπικό τους, εγκαθιστούν τις βιομηχανίες τους σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπου η πολιτική αστάθεια και η κοινωνική εξαθλίωση εξυπηρετεί την οικονομική επιτυχία της δραστηριότητας τους. Κι ενώ το βιομηχανικό τμήμα της επιχείρησης βρίσκεται παράνομα σε κάποια άγονη περιοχή, το εταιρικό-γραφειοκρατικό τμήμα λειτουργεί υπό το καθεστώς των offshore εταιρειών στους φορολογικούς παραδείσους. Φυσικά, οι άποροι εργαζόμενοι των περιοχών αυτών δέχονται την «σκλαβοποίηση» τους ως μοναδική σανίδα σωτηρίας και πολύ συχνά νομιμοποιούν επίσημα τα εργοστάσια αυτά στα Συντάγματα των χωρών τους υπό την ανοχή του διεθνούς γίγνεσθαι.

Σε τελική ανάλυση, ο κόσμος είναι χωρισμένος στα δύο: πλούσιοι και φτωχοί. Στον αντίποδα του μέσου καταναλωτή που αγοράζει, ξοδεύει, επιλέγει, απολαμβάνει και θέλει περισσότερα, βρίσκεται η κάθε ίνα από τα ρούχα που φοράμε, φτιαγμένη από κάποιον που δεν μπορεί να καλύψει ούτε καν τις βασικές βιοτικές του ανάγκες. Όχι να αγοράσει Hershel και Nike, αλλά να μην τρώει δίπλα στον απόπατο ή να μην κοιμάται όρθιος στις λαμαρίνες. Κι όσο η μόδα και το σύστημα που την υποστηρίζει, διεισδύει κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στην καθημερινότητά του δυτικού κόσμου για να προσφέρει μοναδικές εμπειρίες και να αναβαθμίσει την ποιότητας ζωής, άλλο τόσο διογκώνεται η ανισότητα, η αδικία και η φτώχεια στον υπόλοιπο.