του Ανδρέα Μπισιώτη,

Με την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της Γερμανίας, οι «τρεις Μεγάλοι» (Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση) έπρεπε να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι προκειμένου να ορίσουν το μεταπολεμικό σκηνικό. Σίγουρα, οι διαφορές τους φαίνονταν από την διάρκεια του πολέμου σημαντικές, διαφορές τόσο στρατηγικής όσο και ιδεολογίας, όμως η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, που τυπικά οριοθετείται στο 1947, δεν ήταν μια μεμονωμένη απόφαση μίας μόνο υπερδύναμης.

Οι προσεγγίσεις των τριών «μεγάλων»

Αρχικά ο Στάλιν, με τις ακόρεστες απαιτήσεις του, ήθελε να πραγματοποιήσει αυτά τα οποία είχε προαναγγείλει με το Σύμφωνο Μη Επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (1939) ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και την ναζιστική Γερμανία, δηλαδή την αποκατάσταση των σοβιετικών εδαφών στα σύνορα που ήταν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, στο πλαίσιο ενός γενικού αναθεωρητισμού στα ευρωπαϊκά εδάφη, επεδίωκε την σμίκρυνση των κερδισμένων χωρών του Α’ ΠΠ (Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα). Ο Τσώρτσιλ είχε καταλάβει τις προθέσεις του Στάλιν και θεωρούσε φυσική εξέλιξη την μεταξύ τους αντιπαράθεση. Ο ίδιος συμμεριζόταν την άποψη του Ρούσβελτ, ότι δηλαδή ήταν αναπόφευκτη η επιβολή κυριαρχίας του Ερυθρού Στρατού στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς η προέλασή του μέχρι το Βερολίνο ήταν απαραίτητη για να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος. Η επιβολή του σοβιετικού συστήματος στην Ανατολική Ευρώπη θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με ισχυρή αμερικανική παρουσία στην περιοχή, κάτι που ο Τσώρτσιλ γνώριζε πολύ καλά. Η απέχθεια όμως του Ρούσβελτ πριν τον κομμουνισμό δεν στάθηκε ικανή για να εμποδίσει την παγίωση την άποψης ότι μόνο με σοβιετική παρουσία στην περιοχή θα τερματιζόταν ο πόλεμος. Έτσι, ο Τσώρτσιλ αρκέστηκε στο να προσπαθεί να δυσχεράνει τη θέση του Στάλιν στην περιοχή με διπλωματικά μέσα. Ο Ρούσβελτ είχε κατανοήσει και ο ίδιος τον ρόλο που σκόπευε να διαδραματίσει ο Στάλιν στο μεταπολεμικό τοπίο. Παρόλα αυτά θεωρούσε ότι η ανάμειξη των ΗΠΑ στα πράγματα θα περιόριζε αυτές τις επεκτατικές βλέψεις του, καθώς πίστευε πως η Αμερική σταδιακά θα κυριαρχούσε στρατιωτικά, λόγω της τεράστιας υλικής της δύναμης, αλλά και ιδεολογικά, λόγω της ηθικής και πολιτικής της ανωτερότητας. (Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, ΙΔΙΣ, 2012).

Το νέο διεθνές σκηνικό, 1944-45 

Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το διεθνές σκηνικό είχε αλλάξει ριζικά. Η ήττα της χιτλερικής Γερμανίας, η έκλειψη της Ιταλίας ως μεγάλη δύναμη και η φανερή αποδυνάμωση της Γαλλίας και της Βρετανίας, σήμαναν την κυριαρχία στον ευρωπαϊκό χώρο δύο στρατών: του αμερικανικού και του σοβιετικού. Παρόλα αυτά, η αποδοχή ως μόνιμων μελών στο Συμβούλιο Ασφαλείας με δικαίωμα veto  της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Κίνας, έδειξαν ότι το σύστημα όδευε μάλλον προς τον πολυπολιτισμό. Ωστόσο, αυτή η εξίσωση δεν ήταν ικανή να επιφέρει ουσιαστική ισότητα και έτσι, ήδη από το 1945, η κυριαρχία των ΗΠΑ-ΕΣΣΔ ήταν φανερή. Οι Αμερικανοί πίστευαν στην διατήρηση της ειρήνης μέσα από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ο οποίος θα αντικαθιστούσε την πολιτική της ισορροπίας ισχύος και των σφαιρών επιρροής, αλλά και μέσω του συνδυασμού των «τεσσάρων αστυνόμων» (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία, Κίνα). Παράλληλα θα επικρατούσε στην οικονομία η πολιτική open door  – του ελεύθερου εμπορίου δηλαδή. Κάτι τέτοιο, φυσικά, ήταν σχεδόν αδύνατον να αποδεχθούν οι Σοβιετικοί που, όντας κομμουνιστές, ακολουθούσαν το σύστημα της κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και του αυστηρού οικονομικού σχεδιασμού. Ήδη στο σημείο αυτό φαίνεται η πρώτη θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους. (Ε. Χατζηβασιλείου, 2001).

Μία πρώτη απόπειρα συνεννόησης των Μεγάλων Δυνάμεων  – η Συμφωνία των Ποσοστών

Μία πρώτη προσπάθεια συνεννόησης των Μεγάλων Δυνάμεων για το μεταπολεμικό διεθνές τοπίο έγινε στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944, ανάμεσα στον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν. Η γνωστή ως «Συμφωνία των ποσοστών», όριζε την επιρροή που θα είχαν οι δύο χώρες στις χώρες των Βαλκανίων. Ο Τσώρτσιλ ήθελε να εξασφαλίσει την κυριαρχία του στην Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα για την απελευθέρωσή της. Οι συναντήσεις των δύο ηγετών αλλά και των αρμόδιων υπουργών εξωτερικών, Άντονι Ήντεν και Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή της συμφωνίας, η οποία όριζε πως η Ελλάδα πέρναγε κατά 90% στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας και 10% της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ αντίστροφα ποσοστά ίσχυαν για την Ρουμανία. Επιπλέον, 50-50 ήταν η επιρροή των δύο χωρών στην Γιουγκοσλαβία, ενώ η ΕΣΣΔ θα είχε την κυριαρχία με 80% έναντι 20% της Βρετανίας σε Βουλγαρία και Ρουμανία. Οι δύο ηγέτες ενημέρωσαν τον πρόεδρο Ρούσβελτ, ο οποίος αποδέχθηκε την συμφωνία, τονίζοντάς του ότι δεν προδίκαζε το μέλλον, απλά αποτελούσε εγγύηση για την απελευθέρωση των χωρών αυτών και για την αποφυγή ενδοσυμμαχικών έριδων. (Ε. Χατζηβασιλείου, 2001).

Η συμφωνία αυτή έχει μείνει γνωστή και ως «συμφωνία της χαρτοπετσέτας», καθώς ο Τσώρτσιλ την έγραψε πάνω σε μία χαρτοπετσέτα. Αφού την σημείωσε, θεώρησε κυνικό τον τρόπο που πραγματεύονταν τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, όμως ο Στάλιν του είπε να κρατήσουν την συμφωνία ως έχει. Είναι πάντως χαρακτηριστικό πως μοναδική πηγή αναφοράς αυτής της συμφωνίας είναι τα απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ. (Γ. Μπιλλίνης, Liberal, 2020).

μπισιωτησ

Χαρακτηριστικά αναφέρεται: « Ας ξεκαθαρίσωμε τας υποθέσεις μας εις την Βαλκανικήν. Οι στρατοί σας (σ.σ. του Στάλιν) είναι εις την Ρουμανίαν και Βουλγαρίαν. Έχομε συμφέροντα, αποστολάς και πράκτορας εκεί. Ας μην εμπλακούμε εις σύγχυσιν δια μικροζητήματα. Καθ’όσον αφορά την Αγγλίαν και την Ρωσίαν, πως θα σας εφαίνετο να έχετε τα 90% επιρροής εις Ρουμανίαν και ημείς να έχωμεν τα 90% του ελέγχου εις την Ελλάδα και να τα μοιρασθούμε κατά το ήμισυ εις την Γιουγκοσλαβίαν;» (Σ.Ν. Γρηγοριάδης, 1973)

Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία της συγκεκριμένης συμφωνίας, καθώς στην ουσία απλά επικύρωνε μια προϋπάρχουσα κατάσταση σχετικά με την κυριαρχία των δύο πλευρών στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μια προσπάθεια συναντίληψης των δύο ηγετών. Έτσι, η Βρετανία εξέφραζε ενδιαφέρον για την κρίσιμη γεωπολιτική θέση της Ελλάδος, ως μείζονα ναυτική χώρα, ενώ αποδεχόταν την αδυναμία της να ελέγξει τα ηπειρωτικά Βαλκάνια. Αντιθέτως, η ΕΣΣΔ ήξερε πως ενδεχόμενη προσπάθειά της να ελέγξει την Ελλάδα θα την έφερνε σε σύγκρουση με τον δυτικό κόσμο. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι τα ποσοστά αυτά καθεαυτά λίγη σημασία έχουν. Η συμφωνία ήταν σημαντική για δύο λόγους: πρώτον, γιατί έδειξε την κυνικότητα με την οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις αντιμετωπίζουν τον κόσμο και δεύτερον, γιατί φανέρωνε πως και οι δύο πλευρές είχαν αντιληφθεί τα όρια των δυνατοτήτων τους. (Ε. Χατζηβασιλείου, 2001).

Επίλογος – η ελληνική θέση

Όσον αφορά την Ελλάδα, αυτή επηρεάστηκε κυρίως σε τρεις τομείς από την επιρροή της Βρετανίας στο έδαφός της. Αρχικά, θα υπάρξουν  ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων στην ελληνική εσωτερική κοινωνικοπολιτική δομή (η Βρετανία στηρίζει την παλινόρθωση της μοναρχίας). Επιπλέον, η Βρετανία επέλεξε να προκρίνει τον Γ. Παπανδρέου για την πρωθυπουργία της χώρας, λόγω του ότι συνδύαζε την βενιζελική αρετή με τον μαχητικό αντικομμουνισμό. Τέλος, η αλλαγή στην ισορροπία ισχύος μετά την Συμφωνία των Ποσοστών αλλά και την ρήξη Τίτο-Στάλιν και του Δόγματος Τρούμαν, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της τρίτης φάσης του εμφυλίου πολέμου (1946-49) (Δ. Τσιριγώτης, 2011).

 

Βιβλιογραφία

Ε. Χατζηβασιλείου (2001), Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.

Σ.Ν. Γρηγοριάδης (1973), Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974, Τόμος Α’, εκδόσεις Polaris.

Δ. Τσιριγώτης (2011), « Η «συμφωνία των ποσοστών», (Οκτώβριος 1944) και οι συμπαρομαρτούσες απολήξεις της, στη διαμόρφωση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής (κυβέρνηση εθνικής ενότητας Γ. Παπανδρέου, Απρίλιος 1944-Ιανουάριος 1945)», ΙΔΙΣ, available here.

Γ. Μπιλλίνης (2020), «Χαρτοπετσέτες που έγραψαν ιστορία», Liberal. available here.

Κ.Ε. Μπότσιου (2012) «Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, 1941-1950: Στρατηγικά ή ιδεολογικά κίνητρα;» Π. Ήφαιστος, Κ. Κολιόπουλος, Ε. Χατζηβασιλείου, ΙΔΙΣ, available here.