από το Θεοφάνη Γραμμένο,
H Μέση Ανατολή είναι ο τόπος γέννησης τριών από τις σημαντικότερες θρησκείες παγκοσμίως. Από τα εδάφη της ξεπρόβαλαν αναρίθμητοι κατακτητές με φιλοδοξίες παγκόσμιων αυτοκρατοριών, ορισμένοι εκ των οποίων φάνηκαν αντάξιοι των προσδοκιών τους. Αυτοκρατορίες σχηματίστηκαν και διαλύθηκαν, απόλυτοι ηγεμόνες αναδείχθηκαν, ενώ πλέον εν έτει 2020, έχει δοκιμαστεί κάθε μορφή εξουσίας που επιχείρησε να επιβάλλει μια κάποιου είδους εγχώρια, ακόμα και διεθνή τάξη.
Ιστορική Αναδρομή
Η αρχική οργάνωση της Μέσης Ανατολής στηριζόταν κατά κύριο λόγο στη σειρά διαδοχικών αυτοκρατοριών, με πρώτη αυτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., ως «ένας τρόπος σύγκλισης των ετερόκλητων αφρικανικών, ασιατικών και ευρωπαϊκών κοινοτήτων σε μία ενιαία και οργανωμένη διεθνή κοινότητα», κατά τα λεγόμενα του Adda B. Bozeman, στο βιβλίο του “Iran: U.S. Foreign Policy and the Tradition of Persian Statecraft”. Περί τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., δύο αυτοκρατορίες είχαν δεσπόζουσα θέση σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής: η Βυζαντινή, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και επίσημη θρησκεία το χριστιανισμό, και η Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, με πρωτεύουσα την Κτησιφώντα και επίσημη θρησκεία το ζωροαστρισμό. Από πολύ νωρίς, λοιπόν, στην ιστορία της Μέσης Ανατολής, παρατηρείται η εν γένει συγκρουσιακή φύση της συνύπαρξης των δυο αυτών αυτοκρατοριών, με κύριο διαφοροποιητικό παράγοντα, αυτόν της θρησκείας. Δεν έλειψαν μάλιστα και οι σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, οι οποίες μέτρησαν πολλούς αιώνες ύπαρξης (Χριστοδουλάκη, 2016).
Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, το Ισλάμ βρίσκει το έδαφος να εξαπλωθεί σημαντικά και να επικρατήσει εν τέλει, μετά από έναν αιώνα εντυπωσιακών εξελίξεων. Ο βασικός του ηγέτης, ο Μωάμεθ, που μαζί με την κοινότητα των πιστών του συγκροτούσαν μια πολιτική οντότητα, ξεκίνησαν την ενοποίηση της Αραβικής Χερσονήσου και επιχείρησαν να αντικαταστήσουν τις κυρίαρχες θρησκείες της περιοχής, με τη θρησκεία που είχε αποκαλυφθεί στον Μωάμεθ μέσα από το όραμα του. Κατά τον αιώνα που ακολούθησε το θάνατο του Μωάμεθ (το 632), αραβικές στρατιές διέδωσαν τη νέα θρησκεία μέχρι τις αφρικανικές ακτές του Ατλαντικού, στο μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας, στη κεντρική Γαλλία, φτάνοντας στα ανατολικά μέχρι τη βόρεια Ινδία. Το Ισλάμ με την πάροδο των χρόνων καθιερώθηκε σε τρόπο ζωής, δίνοντας έμφαση στην ταύτιση της θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας, μετατρέποντας το από αυτοκρατορικό εγχείρημα σε ιερή υποχρέωση. Βασικό «όπλο» στη ταχεία εξάπλωση του Ισλάμ, αποτέλεσε το «τζιχάντ» ,ή αλλιώς, ιερός πόλεμος, που ουσιαστικά σήμαινε τη διάδοση της πίστης μέσω του αγώνα. Παρόλα αυτά, η οικουμενικότητα αποδείχτηκε ένας άπιαστος στόχος για κάθε κατακτητή, συμπεριλαμβανομένου του Ισλάμ, καθώς η πρώιμη Ισλαμική Αυτοκρατορία, τελικά, κατέρρευσε. Ως εκ τούτου, το σημαντικότερο ζήτημα που ανέκυψε ήταν το ποιος θα διαδεχόταν τον προφήτη Μωάμεθ, οδηγώντας έτσι σε ρήξη μεταξύ σουνιτικού και σιιτικού Ισλάμ (Στάμκος, 2019).
Σουνιτικό και Σιιτικό Ισλάμ
Καταλύτης στη διαμόρφωση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, υπήρξε η αντιπαλότητα μεταξύ του σουνιτικού και του σιιτικού Ισλάμ, που αριθμεί περίπου 16 αιώνες ιστορίας. Συγκεκριμένα, το 632 μ.Χ. αποτέλεσε τη χρονιά-ορόσημο για την αρχή αυτής της ρήξης, καθώς ο θάνατος του Μωάμεθ υπήρξε αφορμή για τη μακραίωνη αυτή αντιπαλότητα, δηλαδή το χρίσμα για την εξουσία του Ισλάμ και το που θα δοθεί. Οι υπέρμαχοι του σιιτικόυ Ισλάμ υποστήριξαν ότι η εξουσία πρέπει να περάσει στο γαμπρό και ξάδελφο του Προφήτη Μωάμεθ, Αλί, από τον οποίο έλαβαν και το όνομα τους (Σι’ατ Αλί, η παράταξη του Αλί), και στη συνέχεια στους αρσενικούς διαδόχους του. Θεωρούσαν ότι μόνον έτσι θα διατηρούσαν την ορθή σχέση με τον αποκαλυπτικό λόγο του Μωάμεθ. Στον αντίποδα, οι σουνίτες ισλαμιστές, όρος που προέρχεται από τη φράση «Αχλ αλ-Σούνα ουά αλ-Τζαμά’αχ», που θα πει «άνθρωποι της παράδοσης και της ενοποίησης», πίστευαν ότι η εξουσία έπρεπε να περάσει στον πεθερό του Μωάμεθ, Αμπού Μπακρ, ούτως ώστε να διατηρηθούν τα όσα είχε αποκαλύψει και οικοδομήσει ο Προφήτης. Η άνοδος του Αλί στην εξουσία και η μετέπειτα δολοφονία του ήταν μόνο η αρχή για την ασταμάτητη αυτή πάλη μεταξύ των δυο φατριών του Ισλάμ. Οι σιίτες αποτελούν το 15-20% των μουσουλμάνων, αποτελώντας την πλειοψηφία σε Ιράν, Ιράκ, Αζερμπαϊτζάν και σε ορισμένες χώρες του περσικού κόλπου, τη στιγμή που στοιχειοθετούν το μειοψηφικό στοιχείο σε περιοχές όπως η Υεμένη, η Τουρκία, η Συρία και ο Λίβανος. Οι σουνίτες είναι περίπου το 70% του μουσουλμανικού κόσμου και ζουν κυρίως στη Σαουδική Αραβία, στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία, στα κράτη του Περσικού κόλπου και στις χώρες του αραβικού κόσμου, καθώς και στην Τουρκία και τη Ρωσία. Οι Σουνίτες εξακολούθησαν να μονοπωλούν την πολιτική ισχύ, ενώ οι Σιίτες ζούσαν στο περιθώριο και συμβουλεύονταν τους ιμάμηδες, οι πρώτοι δώδεκα των οποίων ήταν απόγονοι του Άλι. Σήμερα πνευματική πρωτεύουσα των Σουνιτών ανά τον κόσμο είναι η Μέκκα και η Σαουδική Αραβία, ενώ των Σιιτών είναι το Ιράν (Περσία) και η Τεχεράνη (Δουλγκέρη, 2016).
Η Αραβική Άνοιξη
Η Αραβική Άνοιξη ξεκίνησε στα τέλη του 2010 ως εξέγερση μιας νέας γενιάς που ζητούσε φιλελεύθερη δημοκρατία. Ενώ ως βασικός στόχος προβλήθηκε η εξομάλυνση των όποιων εσωτερικών αντιθέσεων υπήρχαν, εν τέλει το επαναστατικό μεσοαστικό στοιχείο αποδείχθηκε ανίσχυρο μπροστά στις υφιστάμενες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν καλά οργανωμένες με ισχυρά ερείσματα στο στρατό και στη θρησκεία, ιδίως στην επαρχία. Όπως άλλωστε έχει παρατηρήσει και ο ερευνητής του Ινστιτούτου New America, Barak Barfi, « οι ελπίδες για πραγματική δημοκρατία που σαρώνουν τον αραβικό κόσμο, δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα». Ταξιδεύοντας σε πολλές περιοχές, είδε ποικίλες ερμηνείες για το τι σημαίνει ελευθερία, απογοητεύσεις που απλώς έχουν αλλάξει και νέα προβλήματα που απλώς αντικατέστησαν παλιά. «Τα καθεστώτα μπορεί να έχουν πάει. Αλλά οι κοινωνίες, οι δομές και τα προβλήματα που δημιούργησαν εδώ και δεκαετίες δεν έχουν», λέει ο Barfi (ΤΑ ΝΕΑ, 2017).
Αφετηρία της Αραβικής Άνοιξης θεωρείται η Αιγυπτιακή Επανάσταση του 2011. Το σύνθημα που ένωνε όλους σχεδόν τους Αιγυπτίους ήταν η ανάγκη για μια νέα συνταγματική τάξη- κάτι που θα διαφύλαττε τη δημοκρατικότητα της χώρας και θα αποτελούσε μια δικλείδα ασφαλείας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας από την κυβέρνηση. Ο πειρασμός να σφυρηλατηθεί η ενότητα μέσα από ένα συνδυασμό εθνικισμού και φονταμενταλισμού σάρωσε τα αρχικά συνθήματα της εξέγερσης. Το 2012, κι ενώ κανείς δε το περίμενε, εκλέγεται Πρόεδρος της Αιγύπτου, ο Μοχάμεντ Μόρσι, ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο διακυβέρνησης με έντονο το ισλαμικό στοιχείο, καθώς και τον εκφοβισμό και την παρενόχληση γυναικών, μειονοτήτων και διαφωνούντων. Η παρέμβαση του στρατού συντελείται για δεύτερη φορά, με γνώμονα πάλι τη διασφάλιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πρόβλημα όμως που ανακύπτει ξανά, είναι η έλλειψη παράδοσης σύνταξης συντάγματος. Η διαμόρφωση του νέου συντάγματος προέκυψε από τη θέληση μίας άκαμπτης πλειοψηφίας και όχι από τη συνολική μελέτη των πραγματικών αναγκών της αιγυπτιακής κοινωνίας (ΝΑΤΟ, 2013).
Μια άλλη περίπτωση που έχει απασχολήσει εκτεταμένα τη διεθνή κοινότητα είναι αυτή των διαδηλώσεων στην Υεμένη. Η εξέγερση εναντίον του επί 32 χρόνων προέδρου της Υεμένης, Αλί Αμπντάλα Σάλεχ, στις αρχές του Ιανουαρίου του 2012, με βασικά αιτήματα την εξάλειψη της διαφθοράς και τη μείωση της αυξημένης ανεργίας, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 125 αντικυβερνητικών διαδηλωτών. Η παρέμβαση των Ηνωμένων Εθνών ήταν άμεση, κάνοντας έκκληση για ανάγκη περάτωσης των εχθροπραξιών και ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των διαφωνούντων μερών. Τελικά, ο Σάλεχ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την εξουσία μετά τις μαζικές διαδηλώσεις του 2011 (ΤΑ ΝΕΑ, 2011).
Η συριακή, τέλος, επανάσταση στο ξεκίνημά της φάνταζε σαν μια επανάληψη της αιγυπτιακής με επίκεντρο την πλατεία Ταχρίρ. Το Μάρτιο του 2011, κατόπιν μιας μαζικής διαδήλωσης μπροστά στο δικαστήριο της Ντέρα, στο νότιο τμήμα της χώρας κηρύχθηκε πόλεμος. Στις 17 Μαρτίου, οι διαδηλωτές εξεγέρθηκαν εναντίον του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2000. Η θεμελιώδης, ωστόσο, διαφορά ήταν ότι στη Συρία δεν επετεύχθη ο συνασπισμός των υποκείμενων δυνάμεων, αλλά αντιθέτως ήρθαν στην επιφάνεια οι πανάρχαιες εντάσεις, αναβιώνοντας τη χιλιετή σύγκρουση μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Η δημοκρατία τους ενδιέφερε μόνο στο βαθμό που θα οδηγούσε στην εξουσία τη δική τους παράταξη. Ένας πόλεμος με αποκλειστικό στόχο τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεξαρτήτως γεωστρατηγικού ή γεωθρησκευτικού αποτελέσματος αποτελούσε προοπτική αδιανόητη για τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων (Brown, 2013).
Το Παλαιστινιακό ζήτημα
Ίσως από τα μακροβιότερα και πλέον σημαντικά προβλήματα για τη διεθνή κοινότητα που χρήζουν άμεσης λύσης, το παλαιστινιακό ζήτημα, πυροδοτεί εδώ κι έναν αιώνα την εν γένει συγκρουσιακή φύση των σχέσεων μεταξύ εβραϊκού και αραβικού κόσμου, η οποία έγκειται στην ισχυρή θέληση και των δυο για κατοχή της ίδιας γης. Αυτή η ατέρμονη πάλη, που σημαδεύτηκε από πολέμους και βία, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του ισραηλινού κράτους, στην σταδιακή ενίσχυση του με την δημιουργία μιας στρατηγικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ, όπως επίσης και στην συνεχή εδαφική του επέκταση, πρώτα με τον πόλεμο του 1967 και έπειτα με τον συστηματικό εποικισμό των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών.
Ανατρέχοντας στην ιστορία του παρόντος ζητήματος, δύο είναι τα γεγονότα-σταθμοί που απασχόλησαν σε σημαντικό βαθμό τους ντόπιους πληθυσμούς και αποτέλεσαν τον πυρήνα των εκατέρωθεν διεκδικήσεων. Εναρκτήριο έτος για το παλαιστινιακό ζήτημα θεωρείται το 1917, κατά το οποίο συνάπτεται η Συνθήκη Balfour από το Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος υπόσχεται την ίδρυση ανεξάρτητου ισραηλινού κράτους στα εδάφη της Παλαιστίνης, ενώ παράλληλα θέτει την Παλαιστίνη υπό καθεστώς εντολής. Σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Ρούκουνα, καθηγητή Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, υπό καθεστώς εντολής τέθηκαν όλα εκείνα τα αποικιακά εδάφη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εφόσον οι συνθήκες ειρήνης 1919-1920 δημιούργησαν ένα ιδιότυπο καθεστώς «Εντολών» για να δικαιολογήσουν την υποκατάσταση των ηττημένων δυνάμεων (Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) από τις νικήτριες δυνάμεις (ιδίως Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία). Κατόπιν της σύναψης της παρούσας συνθήκης, την περίοδο 1920-1948 παρατηρήθηκαν αθρόες μετακινήσεις εβραϊκού ισραηλινού πληθυσμού στη Παλαιστίνη, ο οποίος αυξήθηκε από 9% σε 27% περίπου (Βεργολιά, 2017).
Μια άλλη σημαντική εξέλιξη προς την όξυνση του Παλαιστινιακού ζητήματος υπήρξε ο πόλεμος των Έξι ημερών του 1967 μεταξύ του Ισραήλ και των γειτονικών αραβικών κρατών, συγκεκριμένα της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας. Η λήξη του πολέμου επήλθε μετά τον τριπλασιασμό του ισραηλινού εδάφους, με το Ισραήλ να καταλαμβάνει τη λωρίδα της Γάζας, τη χερσόνησο του Σινά, τη δυτική όχθη του Ιορδάνη ποταμού και τα υψώματα Γκολάν, ενώ πολλοί Παλαιστίνιοι βρέθηκαν υπό κατοχή. Οι ανωτέρω εξελίξεις δε χαιρετίστηκαν θετικά από τη διεθνή κοινότητα. Συγκεκριμένα, ο ΟΗΕ, με την έκδοση του ψηφίσματος 181 ξεκαθάρισε ότι τα εδάφη της δυτικής όχθης του Ιορδάνη ποταμού και η Ιερουσαλήμ προορίζονταν για τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους, ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στηριζόμενο στο άρθρο 2 παράγραφο 4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο προβλέπει απαγόρευση απειλής ή χρήσης βίας, καθώς και στη Διακήρυξη Φιλικών Σχέσεων του 1970, καταδίκασε σε κάθε περίπτωση τη κατάληψη της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη ποταμού, της Ιερουσαλήμ και της λωρίδας της Γάζας (Σωτηρίου, 2019).
Μέση Ανατολή και Τρομοκρατία
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις και η έξαρση της τρομοκρατικής δραστηριότητας στις χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν δώσει νέα ώθηση στις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Οι προτεραιότητες στην καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας έχουν επεκταθεί πέραν της καταστολής της δράσης των τρομοκρατικών οργανώσεων, στην ανάδειξη ζητημάτων πρόληψης της τρομοκρατικής απειλής, όπως η αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης και στρατολόγησης νέων μαχητών και η ενίσχυση συνεργασίας με τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Η πλέον γνωστή τρομοκρατική οργάνωση της Μέσης Ανατολής, με το πεδίο δράσεως της να επεκτείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι το αυτοαποκαλούμενο ισλαμικό κράτος, ή αλλιώς το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε δηλ. Συρίας (ISIS και ISIL, αντίστοιχα). Όλα ξεκίνησαν με τον Πόλεμο του Ιράκ (2003), όταν και πρωτοδημιουργείται η οργάνωση με βοηθό της και συνεργάτη την Αλ-Κάιντα, που δρούσε τότε στην περιοχή. Η σημερινή της όμως υπόσταση, διαμορφώθηκε έπειτα από τον συριακό εμφύλιο πόλεμο, όπου και ενεπλάκη. Αναφορικά με τα θρησκευτικά κίνητρα του ISIS, μεταξύ των σημαντικότερων συγκαταλέγεται η δημιουργία ενός σαλαφιστικού τύπου ισλαμικό κράτος στο Ιράκ, τη Συρία και άλλα μέρη της Μέσης Ανατολής. Η αντιπαράθεσή της με τις δυτικές χώρες, οφείλεται κυρίως στο ότι η Δύση παρεμβαίνει στο έργο της και δεν επιτρέπει την ηγεσία όλων των μουσουλμάνων στο δικό τους Χαλιφάτο. Το ISIS αποτελεί την οικονομικά ισχυρότερη τρομοκρατική οργάνωση παγκοσμίως λόγω των οικονομικών κεφαλαίων που διαχειρίζεται από λαθρεμπόριο πετρελαίου και αρχαιοτήτων, δουλεμπόριο, ληστείες τραπεζών, απαγωγές και άλλες παρόμοιες πρακτικές. Τα έσοδά της υπολογίζονται παραπάνω από 2 δισ. Δολάρια. Η έντονη αυτή δράση του έχει ανησυχήσει τους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους θεσμούς, οι οποίοι μετά τα γεγονότα της 13ης Νοεμβρίου στη Γαλλία κινητοποιούνται, ώστε να αντιμετωπίσουν την διείσδυση των ακραιφνών ισλαμιστών στις δυτικές χώρες (Αργυρόπουλος, 2015).
Η Χεζμπολλάχ, ή αλλιώς γνωστή ως Κόμμα του Θεού είναι μια ακραία τρομοκρατική οργάνωση, με έδρα της το Λίβανο. Ο χαρακτηρισμός της ως τρομοκρατική οργάνωση της αποδόθηκε το 1997 από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ, καθώς στους κόλπους της εντάσσονται όλες οι ριζοσπαστικές ισλαμιστικές σιιτικές μονάδες της χώρας. Αρχής γενομένης το 1982, μετά την ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο που στόχο είχε την εξουδετέρωση της βάσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων που είχαν οργανωθεί επί λιβανέζικου εδάφους από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, το πεδίο των δραστηριοτήτων της περιλαμβάνει στοχοποιημένες επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ και γενικότερα κατά των Ισραηλινών, Εβραϊκών και Δυτικών στόχων στο εξωτερικό (Πρεσβεία Ισραήλ στην Κύπρο, χ.χ.).
Σε συγγενές πεδίο δράσεως λειτουργεί και η «Χαμάς», μια ριζοσπαστική ισλαμική οργάνωση, ιδρυθείσα το 1987 από δύο πρώην μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου. Η Χαμάς, με έδρα της στη Λωρίδα της Γάζας και τη πολιτική της ηγεσία να βρίσκεται στη Συρία και τη Γάζα, απορρίπτει την ειρηνευτική διαδικασία και την ίδια την ύπαρξη του Ισραήλ, με τον καταστατικό της χάρτη να διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει «καμία λύση για το παλαιστινιακό ζήτημα πέραν από την Τζιχάντ (ιερός πόλεμος), ενώ προβλέπει την ίδρυση μιας ισλαμικής δημοκρατίας στην Παλαιστίνη, η οποία θα αντικαταστήσει το Ισραήλ. Μεταξύ των τρομοκρατικών της δραστηριοτήτων, περιλαμβάνονται η διείσδυση σε Ισραηλινές κοινότητες, οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και οι ρίψεις ρουκετών. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το παλαιστινιακό κίνημα «Χαμάς», που κυβερνά τη Λωρίδα της Γάζας, πρέπει να παραμείνει στον κατάλογο της ΕΕ με τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Στην απόφαση του, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ «δεν θα έπρεπε να έχει αποσύρει τη Χάμας από τον ευρωπαϊκό κατάλογο με τις τρομοκρατικές οργανώσεις», ανατρέποντας την ως άνω απόφαση.
Οι θρησκευτικές μειονότητες
Από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την περίοδο των εντολών της Κοινωνίας των Εθνών, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι θρησκευτικές μειονότητες στη Μέση Ανατολή χειραγωγούνταν σε μεγάλο βαθμό από τις Μεγάλες Δυνάμεις για την άσκηση πολιτικής επιρροής στην περιοχή. Πέραν της κυριαρχίας του σουνιτισμού, της βασικής πρόσληψης του Ισλάμ, ενδεικτικά αναφέρονται και ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και ο Ζωροαστρισμός, ενώ υπάρχει ακόμα πληθώρα μικρότερων και ίσως λιγότερων γνωστών θρησκειών (Χριστοδουλάκη, 2016).
Αρχής γενομένης βέβαια από τον όρο «θρησκευτικές μειονότητες», πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο παρών όρος αποδίδει τη δημογραφική πραγματικότητα που επικρατεί στη Μέση Ανατολή. Ξεκινώντας με τους Δρούζους , η ιστορία τους ξεκινά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπου η συνεχιζόμενη κυριαρχία της Γαλλίας σε Συρία και Λίβανο, οδήγησε στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους για τους Δρούζους από το 1921 και μέχρι το 1936, με την ονομασία Jabal Druze (δηλαδή τα βουνά των Δρούζων). Μολονότι πέτυχαν τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, η Κοινωνία των Εθνών μετέβαλε τα έως τότε δεδομένα και το νέο σύστημα εδαφών υπό εντολή, είχε ως αποτέλεσμα το ανεξάρτητο κράτος των Δρούζων να ενσωματωθεί στη Συρία. Εν έτει 2020, ο αριθμός τους ανά χώρα της Μέσης Ανατολής είναι εντυπωσιακός: 865.000 σε Συρία, 280.000-350.000 σε Λίβανο, 130.000 σε Ισραήλ και 20.000 σε Ιορδανία (Κόεν, 2015).
Όσον αφορά τους Γεζίντι στο Βόρειο Ιράκ, πρόκειται για μία από τις πιο συκοφαντημένες εθνικές κοινότητες ανά τον κόσμο. Συχνά λοιδορούνται από τους μουσουλμάνους για αιμομιξίες, ληστείες και πράξεις βιαιότητας. Κυρίως όμως, η εχθρική αυτή στάση των μουσουλμάνων απέναντι στους Γεζίντι οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί τους θεωρούν οπαδούς του Σατανά. Πρόκειται για μια από τις πιο κυνηγημένες φυλές της ιστορίας που πολλοί προσπάθησαν να αφανίσουν ή να χειραγωγήσουν πολιτικά. Σημειούται δε, ότι οι Γεζίντι του Βορείου Ιράκ είναι ως επί το πλείστον μια κουρδόφωνη κοινότητα, ενώ οι περισσότεροι εξ’ αυτών ομιλούν διάφορες παραλλαγές της βόρειας κουρδικής διαλέκτου Κουρμαντζί (Μπελιμπασάκης, 2018).
Τέλος, μια χαρακτηριστική μειονοτική ομάδα της περιοχής που μελετούμε, είναι αυτή των Αλαουιτών στη Συρία. Οι Αλαουίτες ή Νουσαϊρι της Συρίας είναι κατά κύριο λόγο κάτοικοι ορεινών περιοχών, περιθωριοποιημένοι, έχοντας ως άτυπη πρωτεύουσα της περιοχής τους, τη Λατάκια. Αξιοσημείωτη είναι η έριδα που είχε ξεσπάσει μεταξύ Αλαουιτών και Σουνιτών, με τους δεύτερους συχνά να εξαπολύουν τιμωρητικές εκστρατείες, ενώ ξεχωρίζει μια επιστολή έξι Αλαουιτών προυχόντων του 1936 στον τότε πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου της Γαλλικής Κυβέρνησης, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφεραν ότι «οι Αλαουίτες αρνούνται να προσαρτηθούν στη Συρία, της οποίας το θρήσκευμα είναι το Σουνιτικό Ισλάμ» (Στάμκος, 2017).
Συμπερασματικά, καταλήγουμε ότι ο κόσμος έχει συνηθίσει στα καλέσματα από τη Μέση Ανατολή για ανατροπή της περιφερειακής και της παγκόσμιας τάξης στο όνομα κάποιου πανανθρώπινου οράματος. Σε κανέναν άλλο τόπο του πλανήτη δεν παρουσιάζεται δυσκολία τέτοιου βαθμού για την καθιέρωση μιας διεθνούς τάξης – τόσο όσον αφορά την οργάνωση μιας περιφερειακής τάξης όσο και ως προς τη διασφάλιση της συμβατότητας αυτής της τάξης με την ειρήνη και τη σταθερότητα στον υπόλοιπο πλανήτη.
Βιβλιογραφία
1) Kissinger, Η. (2014), Παγκόσμια Τάξη, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη
2) Δουλγκέρη Φ. (2016), «Σουνίτες-Σιίτες: Η ιστορία των δύο Ισλάμ», Euronews, διαθέσιμο εδώ.
3) Στάμκος Γ. (2019), «Σουνίτες Vs. Σιίτες και το πολύχρωμο ψηφιδωτό του Ισλαμικού κόσμου»,TVXS, διαθέσιμο εδώ.
4) Κεφαλά Β. (2020), «Το Παλαιστινιακό Ζήτημα και η Συμφωνία του αιώνα», Huffington Post, διαθέσιμο εδώ.
5) Βεργολιά Μ. (2017), «Μόνο μια λύση υπάρχει: ένα παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967 και ένα ισραηλινό», Η Εφημερίδα των Συντακτών. διαθέσιμο εδώ.
6) ΝΑΤΟ (2012). «Αραβική Άνοιξη- και τώρα το επόμενο πρωί». Δελτίο ΝΑΤΟ, διαθέσιμο εδώ.
7) ΤΑ ΝΕΑ (2017). «Η αραβική εξίσωση και ο ρόλος των ΗΠΑ.» Διαθέσιμο εδώ.
8) Brown N. (2013), « Αιγυπτιακή επανάσταση πάλι από την αρχή», Foreign Affairs, The Hellenic Edition. διαθέσιμο εδώ.
9) Χριστοδουλάκη, Ε. (2016), «Θρησκευτικές Μειονότητες στη Μέση Ανατολή», Κέντρο Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία. Διαθέσιμο εδώ.
10) Κοέν, Ζ. (2015), «Το ζήτημα των Δρούζων».διαθέσιμο εδώ.
11) ΤΑ ΝΕΑ, (2011), «Πνίγονται στο αίμα οι διαδηλώσεις στην Υεμένη», διαθέσιμο εδώ.
12) Πρεσβεία του Ισραήλ στη Κύπρο, «Χετζμπολάχ».διαθέσιμο εδώ.
13) Αργυρόπουλος, Γ. (2015), «Τι είναι το ISIS;», ΤΟ ΒΗΜΑ, διαθέσιμο εδώ.
14) Μπελιμπασάκης, Α. (2018), «Ο μύθος των Γεζίντι: Οι τελευταίοι σατανικοί πολεμιστές στον κόσμο», Liberal.gr, διαθέσιμο εδώ.
15) Στάμκος, Γ. (2017), «Η μυστηριακή θρησκευτική ομάδα πίσω από τον Άσαντ και ο κομβικός ρόλος της στην έκβαση του Συριακού πολέμου», ΖΕΝΙΘ, διαθέσιμο εδώ.