από την Αθανασία Τριάντου,

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Είναι σύνηθες στην εγκληματολογική βιβλιογραφία, να αναφέρονται ως κύρια χαρακτηριστικά του εγκληματικού φαινομένου ο κανόνας, η παράβαση και η κύρωση (Φαρσεδάκης, 2005). Με άλλα λόγια, μελετώνται η μη συμμόρφωση με τους ποινικούς νόμους, ο δράστης και η τιμωρία του από τα ποινικά δικαστήρια. Φαίνεται, επομένως, ότι η προσέγγιση του εγκλήματος εστιάζει στον παραβάτη του νόμου και την απόδοση μομφής και ποινής στο πρόσωπό του. Όμως, συχνά παραγνωρίζεται ένας άλλος βασικός πυλώνας, τόσο του εγκληματικού φαινομένου όσο και ειδικότερα του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης: το θύμα. Η αποκαταστατική ή επανορθωτική δικαιοσύνη (αγγλ.: restorative justice), είναι αυτή η τάση στην Εγκληματολογία που φέρνει στο προσκήνιο το θύμα και αναγνωρίζει πως πλήττεται από το έγκλημα.

Το παρόν άρθρο έχει ως στόχο να εξετάσει την «καταλληλότητα» της εφαρμογής πρακτικών αποκαταστατικής δικαιοσύνης σε μια ιδιαίτερη κατηγορία εγκλημάτων, τα λεγόμενα σεξουαλικά εγκλήματα. Προτού όμως γίνει αυτό, χρειάζεται η αποσαφήνιση του περιεχομένου του όρου «αποκατασταστική δικαιοσύνη».

Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Ευρύτερα γνωστός με την αγγλική του ονομασία (restorative justice), ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Albert Eglash το 1977 (Αρτινοπούλου, 2010). Στην ελληνική βιβλιογραφία, αποδίδεται συνήθως ως «αποκαταστατική» ή «επανορθωτική» δικαιοσύνη. Αυτή η μορφή δικαιοσύνης έχει κυρίως τις ρίζες της στο «επανορθωτικόν δίκαιον» του Αριστοτέλη, το οποίο πρέσβευε την αποκατάσταση των αγαθών και της ζημίας των θυμάτων, με τη συνδρομή του δικαστή (Αρτινοπούλου, 2010).

Αν και δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός για την αποκαταστατική δικαιοσύνη (Αρτινοπούλου, 2010), ένας ενδεικτικός ορισμός της υπάρχει στην Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 4478/2017 και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. δ αναφέρονται τα εξής:

«ως “αποκαταστατική δικαιοσύνη” νοούνται οιεσδήποτε διαδικασίες μέσω των οποίων το θύμα και ο δράστης μπορούν, εφόσον δώσουν την ελεύθερη συναίνεσή τους, να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση των ζητημάτων που απορρέουν από την αξιόποινη πράξη με τη βοήθεια αμερόληπτου τρίτου».

Μέσα από τον ανωτέρω ορισμό, μπορούμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά της αποκαταστατικής δικαιοσύνης.

Η αποκαταστατική δικαιοσύνη λειτουργεί ως εναλλακτική του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης προσέγγιση, αν και σε αυτήν μπορούν να προστεθούν εναλλακτικές ποινικές κυρώσεις με επανορθωτικό χαρακτήρα (Newburn, 2017). Μια τέτοια εναλλακτική ποινή είναι η κοινωφελής εργασία, που έχει το χαρακτήρα επανόρθωσης της βλάβης προς την κοινότητα, ενώ υπάρχει και το αναμορφωτικό μέτρο της συνδιαλλαγής δράστη-θύματος στους ανηλίκους

Η προσέγγιση αυτή έχει 3 βασικά στοιχεία (Newburn, 2017):

α) Την έκφραση συγγνώμης στο θύμα από την πλευρά του δράστη και την προσπάθεια επανόρθωσης της βλάβης (restoration).

β) Την αποκατάσταση του κοινωνικού ιστού και την επανένταξη του δράστη στην κοινότητα (reintergration).

γ) Την ανάληψη της ευθύνης για την προκληθείσα βλάβη, τόσο από το δράστη όσο και από την οικογένειά του (responsibility).

Η αποκαταστατική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει το έγκλημα ως βλάβη απέναντι στο θύμα και την κοινότητα, και όχι ως παράβαση του ποινικού νόμου, που επισύρει την ενοχή και την τιμώρηση (Αρτινοπούλου, 2010). Η κεντρική ιδέα είναι η επίλυση των διαφορών μεταξύ του θύματος και του δράστη, εφόσον συναινούν και οι δύο πλευρές σε αυτό, έξω από το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, σε μια διαδικασία που θα εμπλέκει και τα δύο μέρη, με στόχο την αποκατάσταση της βλάβης και των αναγκών του θύματος και τη μη στιγματιστική υπευθυνοποίηση του δράστη.

Οι γνωστότερες πρακτικές εφαρμογές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι (Newburn, 2017):

α) εναλλακτικά μέτρα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, π.χ. κοινωφελής εργασία (court-based restitutive and reparative measures)

β) διαμεσολάβηση δράστη και θύματος (victim-offender mediation)

γ) οικογενειακές συνδιασκέψεις (family group conferencing)

δ) κύκλοι ίασης (healing circles)

ε) κύκλοι επιμέτρησης της ποινής (sentencing circles)

στ) πάνελ πολιτών και κοινοτικά συμβούλια (citizens’ panels and community boards).

 

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

Τα σεξουαλικά εγκλήματα (ή -χρησιμοποιώντας το νομικό όρο- εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας), αποτελούν μια ιδιαίτερη και ευαίσθητη κατηγορία εγκλημάτων, τα οποία απαιτούν λεπτό χειρισμό. Έχει διαπιστωθεί κατά καιρούς πως η συμβατική ποινική διαδικασία, αναφορικά με τα σεξουαλικά εγκλήματα, δεν δημιουργεί αίσθημα ικανοποίησης στα θύματα για τους εξής λόγους (Zinnstag & Keenan, 2017):

α) έχουν περιορισμένο (αν όχι ανύπαρκτο) ρόλο στην έκβαση της υπόθεσης,

β) λειτουργούν ως «παρατηρητές»,

γ) δεν γίνεται προσπάθεια κατανόησης από τον δράστη της βλάβης που προκάλεσε,

δ) μη προσπάθεια ενδεχόμενης κοινωνικής επανένταξης του δράστη,

ε) ο περιορισμένος ρόλος της κοινότητας και των πολιτών.

Ως τώρα, πολύ λίγες περιπτώσεις περιστατικών σεξουαλικής βίας και σεξουαλικών εγκλημάτων έχουν αντιμετωπιστεί μέσω της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, με εξαίρεση την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, ειδικά σε περιπτώσεις που αφορούν ανηλίκους (Koss & Achilles, 2008). Χαρακτηριστικό γενικότερα είναι το πρόγραμμα RESTORE, ένα πρόγραμμα που αξιοποιεί την αποκαταστατική πρακτική των συνδιασκέψεων (conferencing) για σεξουαλικές παραβάσεις τόσο πλημμεληματικού όσο και κακουργηματικού χαρακτήρα (Koss, 2013).

Όσον αφορά τους λόγους που το θύμα σεξουαλικής βίας θα προτιμούσε να προσφύγει στην αποκαταστατική δικαιοσύνη παρά στη συνήθη ποινική/δικαστική διαδικασία, το Συμβούλιο Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης (Restorative Justice Council) αναφέρει χαρακτηριστικά:

  • Το θύμα έχει ερωτήσεις που μόνο ο δράστης μπορεί να απαντήσει.
  • Το θύμα θέλει να γνωστοποιήσει στο δράστη τις επιπτώσεις των πράξεών του.
  • Ο δράστης πήρε τα ηνία του ελέγχου από το θύμα, και εκείνο χρειάζεται μια ευκαιρία να ανακτήσει τον έλεγχο.
  • Το θύμα αισθάνεται πως δεν μπορεί να αφήσει πίσω τα γεγονότα.

Συνεπώς, και πάλι σύμφωνα με το Restorative Justice Council, η διαδικασία αυτή μπορεί να έχει περισσότερα οφέλη για το θύμα συγκριτικά με τη δικαστική οδό, καθώς είναι μια ευκαιρία να ακουστεί η φωνή του. Πολλά θύματα σεξουαλικής βίας αισθάνονται πως το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν τους δίνει τη δυνατότητα να εμπλακούν ενεργά στη διαδικασία, ενώ αντίθετα η αποκαταστατική δικαιοσύνη τούς προσδίδει κεντρικό ρόλο και τα βοηθά να ξεπεράσουν το τραύμα τους για να προχωρήσουν στη ζωή τους.

Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι αυτή η δίοδος μπορεί να κρύβει μειονεκτήματα και κινδύνους για το θύμα. Ο βασικότερος κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η δευτερογενής θυματοποίηση του θύματος από τον δράστη και η υπονόμευση των συμφερόντων και των δικαιωμάτων του, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν ελάχιστα εμπειρικά στοιχεία για τα οφέλη της διαδικασίας για τον ίδιο το δράστη (Zinnstag & Keenan, 2017). Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένας από τους βασικούς στόχους της αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι η απόδοση και κατανόηση της ευθύνης του δράστη για τις ενέργειές του σε βάρος του θύματος και του κοινωνικού ιστού. Στόχος δεν είναι ο στιγματισμός και ο εξοστρακισμός του από την κοινότητα, αλλά η υπευθυνοποίησή του αναφορικά με την πράξη και η κοινωνική του επανένταξη. Αυτή είναι η γνωστή στην εγκληματολογική βιβλιογραφία «επανεντακτική ντροπή» -ή αλλιώς «επανεντακτικό ντρόπιασμα» ή «επανεντάσσον ντρόπιασμα»- (reintegrative shaming) του J. Braithwaite (Newburn, 2017).

Η αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησης του παθόντος/της παθούσας, μπορεί να αποφευχθεί μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης του διαμεσολαβητή (mediator). Χαρακτηριστική είναι η δημιουργία ομάδων εστίασης (focus groups) ή ακουστικών πρότζεκτ (listening projects) με θύματα, αρμόδιους φορείς και συνηγόρους σε αρκετές Πολιτείες των Η.Π.Α. και άλλες χώρες, ώστε οι εμπλεκόμενοι να ενημερωθούν για τις ανάγκες της δικαιοσύνης έπειτα από σεξουαλική κακοποίηση και άλλα βίαια εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων άλλων μορφών βίας κατά των γυναικών, και την συστηματοποίηση των ιδεών που συνιστούν «θυματοκεντρικές προσεγγίσεις» (Koss & Achilles, 2008). Επιπλέον, με βάση το Restorative Justice Council, λόγω της ιδιαίτερης και λεπτής φύσης των σεξουαλικών εγκλημάτων, συνίσταται η οποιαδήποτε αποκαταστατική πρακτική να συντονίζεται από ειδικά εκπαιδευμένο για τέτοιες περιπτώσεις διαμεσολαβητή, ο οποίος, μεταξύ άλλων, θα διασφαλίσει την καταλληλότητα της διαδικασίας και την ασφάλεια του θύματος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Με μια πρώτη ματιά, η ιδέα εφαρμογής της αποκαταστατικής δικαιοσύνης σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων φαντάζει αλλόκοτη και ατελέσφορη. Αυτό συμβαίνει διότι, με βάση την κοινή λογική, κανένα θύμα σεξουαλικού εγκλήματος (π.χ. βιασμού) δεν θα ήθελε να έρθει αντιμέτωπο με τον δράστη. Όμως, ίσως εν τέλει αυτή η δίοδος να είναι πιο επικερδής για το θύμα. Σε αντίθεση με την κλασσική ποινική διαδικασία, όπου το θύμα έχει το ρόλο του παρατηρητή και στο επίκεντρο βρίσκεται ο δράστης και η απόδοση ενοχής και ποινικής κύρωσης, η αποκαταστατική δικαιοσύνη δίνει τη δυνατότητα στο θύμα να μιλήσει για τη βλάβη που υπέστη και να εκφράσει στο δράστη τις επιπτώσεις της πράξης του. Επομένως, το θύμα έχει κεντρικό και καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της διαδικασίας, ενώ, με τη συνδρομή κατάλληλα εκπαιδευμένου για τέτοιες περιπτώσεις διαμεσολαβητή, διασφαλίζεται η ασφάλεια του θύματος και η αποφυγή δευτερογενούς θυματοποίησής του. Φυσικά, όλα αυτά προϋποθέτουν τη συναίνεση τόσο του θύματος όσο και του δράστη, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση εφαρμογής αποκαταστατικών πρακτικών. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα χαρακτηρίζονται από υψηλό σκοτεινό αριθμό, που σημαίνει ότι μικρός αριθμός θυμάτων (ή και τρίτων) προσφεύγουν στην επίσημη δικαιοσύνη για τέτοιες περιπτώσεις, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τη δυσαρέσκεια των θυμάτων τέτοιων πράξεων απέναντί της. Άρα, ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να αναθεωρούμε τον τρόπο αντιμετώπισης των σεξουαλικών εγκλημάτων, με κεντρικό πυλώνα πλέον το θύμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Zinnstag, E. & Keenan, M. (2017). Restorative responses to sexual violence: An introduction. Σε Zinnstag, E. & Keenan, M. (eds.) (2017). Restorative Responses to Sexual Violence: Legal, Social and Therapeutic Dimensions. London & New York: Routledge, pp. 1-12.

Koss, M. & Achilles, M. (2008). «Restorative Justice Reponses to Sexual Assault». Applied Research Forum, National Online Resource Center on Violence Against Women, pp. 1-15. Ανακτήθηκε εδώ.

Koss, M. (2014). «The RESTORE Program of Restorative Justice for Sex Crimes: Vision, Process and Outcomes». Journal of Interpersonal Violence, 29(9), pp. 1623-1660. Ανακτήθηκε εδώ.

Newburn, T. (2017). Restorative Justice. Σε Newburn, T. (2017). Criminology. Third Edition. New York: Routledge, pp. 744-766.

Restorative Justice Council (n.d.). «Restorative Justice and Sexual Harm». Ανακτήθηκε εδώ.

Αρτινοπούλου, Β. (2010). Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων. Πρόλογος Dr. Theo Gavrielides. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Φαρσεδάκης, Ι. (2005). Στοιχεία Εγκληματολογίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Ν. 4478/2017 – ΦΕΚ 91/Α/23-6-2017. «[…] IV) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελαχίστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της Απόφασης-Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις». Ανακτήθηκε εδώ.