του Γιώργου Λάππα,
Εισαγωγή
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτελούσαν ανέκαθεν ένα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας για τους μελετητές της Διεθνούς πολιτικής. Οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από εκτεταμένα διαστήματα αντιπαλότητας ή ψυχρότητας, στα οποία παρεμβάλλονται διαστήματα προσέγγισης και συνεργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περιγραφής αποτελεί η περίοδος 1996-1999. Η περίοδος αυτή ξεκίνησε με την κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996 που έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα μιας εκτεταμένης ένοπλης σύρραξης. Όμως ολοκληρώθηκε, με την αποδοχή από μέρους της Ελλάδας της Τουρκικής υποψηφιότητας για ένταξη στην Ε.Ε, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999. Πώς λοιπόν, δύο χώρες οι οποίες είχαν βρεθεί στο χείλος του πολέμου κατόρθωσαν μέσα σε τρία χρόνια, να βελτιώσουν σε τέτοιο βαθμό τις σχέσεις τους, ώστε να μπορούν να αποδεχτούν η μία την άλλη ως μελλοντικούς εταίρους. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σίγουρα πολύπλοκη και χρήζει πολυεπίπεδης ανάλυσης.
Διεθνής παράγοντας και εξελίξεις
Αρχικά, είναι βέβαιο ότι μια τέτοια ριζική βελτίωση και αλλαγή στην πολιτική των δύο χωρών δεν καθοδηγήθηκε μόνο από τις εξελίξεις στο εσωτερικό τους, αλλά επηρεάστηκε άμεσα από τις εξελίξεις και τη κατάσταση του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος την περίοδο αυτή, καθώς και από τις επιδιώξεις και την στρατηγική των κύριων διεθνών κρατικών δρώντων. Ιδιαίτερη επιρροή στην μεταβολή των σχέσεων των δύο κρατών είχαν οι Η.Π.Α. Όπως έδειξε η κρίση στα Ίμια, οι Η.Π.Α είχαν τον ρόλο του επιδιαιτητή/διαμεσολαβητή στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εξάλλου, στόχος τους αποτελούσε ανέκαθεν η ισορροπία και οι κατά το δυνατόν φιλικές σχέσεις των δύο χωρών, ώστε να είναι εξασφαλισμένη η σταθερότητα της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ (Ekavi Athanassopoulou, 1997). Μάλιστα, την περίοδο αυτή η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τις Η.Π.Α ήταν ιδιαίτερα υψηλή, αφού θεωρούταν ότι μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην προώθηση των συμφερόντων τους σε πολλαπλά περιφερειακά υποσυστήματα με κύρια αυτά της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και του Καυκάσου. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε σημαντικά λόγω της αναταραχής στα Δυτικά Βαλκάνια και της επιχείρησης του ΝΑΤΟ στο Κόσσοβο το 1999 (Tsakonas, 2010). Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν ήταν απαραίτητο για τις Η.Π.Α να εξασφαλιστούν οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύρραξης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, εξαιτίας του Κοσσόβου, ενώ παράλληλα θα επιβεβαιωνόταν η επιχειρησιακή ετοιμότητα του ΝΑΤΟ (CRS,1999).
Ο πόλεμος στο Κόσσοβο και η γενική αναταραχή που επικρατούσε στη Γιουγκοσλαβία, ανάγκασε την Ε.Ε να αναθεωρήσει την στάση της απέναντι στην Τουρκία και να βρεθεί σε σύμπνοια με αυτή των Η.Π.Α, . Πιο αναλυτικά, πολλά κράτη μέλη της ένωσης εξέφραζαν φόβους ότι η σύγκρουση στο Κόσσοβο ήταν πιθανό να επεκταθεί και σε άλλες χώρες της περιοχής. Κρίθηκε επομένως αναγκαίο η Ένωση να υιοθετήσει μια συνολική στρατηγική για την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και να επισπεύσει άμεσα την ενταξιακή διαδικασία των κρατών αυτών. Με τη λογική αυτή καθώς και με την όλο και αυξανόμενη αντίληψη ότι η Τουρκία μπορούσε να συνεισφέρει στην ασφάλεια της περιοχής και να αποτελέσει γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής κρίθηκε απαραίτητο να συνδεθεί πιο στενά με την Ε.Ε και να λάβει το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξης χώρας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (Tsakonas, 2010)
Εκτός από τον πόλεμο στο Κόσσοβο, η πολιτική αλλαγή στο εσωτερικό της Γερμανίας επηρέασε σημαντικά την μεταστροφή της αντίληψης για την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Το 1998, στην εξουσία ανήλθε ο Σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος μετέβαλε την πολιτική της Γερμανίας απέναντι στην Τουρκία και στήριξε επίσημα την υποψηφιότητα της. Η αλλαγή λοιπόν στη στάση της Γερμανίας σε συνδυασμό με την χρόνια υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας μετέβαλε πλήρως την άποψη των Ευρωπαίων Συντηρητικών για την ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας ( Martin,2015). Πλέον, είχε γίνει φανερό ότι η Ελλάδα θα βρισκόταν μόνη της σε ένα νέο ενδεχόμενο βέτο προς την Τουρκία, αφού πλέον δεν θα λάμβανε την υπόγεια στήριξη άλλων κρατών- μελών, όπως συνέβαινε παλαιότερα (Tsakonas, 2010)
Εξελίξεις στο εσωτερικό και λαϊκό αίσθημα
Πέρα από τα τεκταινόμενα στο διεθνές περιβάλλον και σύστημα, καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών διαδραμάτισαν οι εξελίξεις στο εσωτερικό των κρατών, καθώς και οι πολιτικοί στόχοι των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συγκεκριμένα, το 1996 η νεοσύστατη τότε κυβέρνηση Σημίτη, έθεσε ως κύριο στόχο της τον «εκσυγχρονισμό» και τον «εξευρωπαϊσμό» της Ελλάδας και της πολιτικής της. Πιο αναλυτικά, την περίοδο αυτή ήταν διάχυτη η αντίληψη τόσο στους κυβερνητικούς κύκλους, όσο και στην Ελληνική κοινωνία, ότι οι Ευρωπαίοι εκλάμβαναν την Ελλάδα ως το «μαύρο πρόβατο» της Ε.Ε. Έτσι ως εθνικός στόχος είχε αναχθεί η μετατροπή της χώρας σε ένα πλήρες μέλος της Ένωσης και η ένταξη στον σκληρό της πυρήνα, κάτι που θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της εισόδου στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε). Προς αυτό το σκοπό, η κυβέρνηση εφάρμοσε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που στόχευε στην ενίσχυση της οικονομίας και στην μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους (Βούλγαρης, 2011). Ένας από τους τομείς που κρίθηκε ότι δυσχέραινε την οικονομική ανάπτυξη και την ένταξη στην Ο.Ν.Ε ήταν οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες. Πράγματι, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία παγιδευμένες στο διαρκές δίλλημα ασφάλειας μεταξύ τους προέβαιναν σε τεράστιες αμυντικές δαπάνες αναλογικά της οικονομικής ισχύς τους. Έτσι, κρίθηκε ότι μια επαναπροσέγγιση των δύο χωρών θα είχε θετικά οφέλη, καθώς θα ενίσχυε την σταθερότητα μεταξύ τους και θα επέτρεπε στην Ελλάδα να μειώσει σημαντικά τις στρατιωτικές δαπάνες, ώστε να ανακατευθύνει αυτούς τους πόρους στην οικονομία της. Αν και τελικά, οι δαπάνες αυτές όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν την περίοδο 1996-1999, το σκεπτικό μιας πιθανής μείωσης τους αποτέλεσε βάση στην βελτίωση των σχέσεων τους.(Tsakonas, 2010)
Έκτος όμως από την Ελλάδα, ανάλογο σκεπτικό επικρατούσε και στην Τουρκία. Πιο αναλυτικά, κατά τη δεκαετία του 90 η Τουρκία βίωσε συνεχείς οικονομικές κρίσεις οι οποίες τελικά την οδήγησαν σε δανεισμό από το Δ.Ν.Τ και στην επιβολή οικονομικών προγραμμάτων (Cinar &Kose, 2015). Έτσι, η Τουρκία επιδίωξε και αυτή από την πλευρά της, την επαναπροσέγγιση με την Ελλάδα και την βελτίωση των σχέσεων, αφού το γεγονός αυτό θα της επέτρεπε να μειώσει και τις δικές της στρατιωτικές δαπάνες. Παράλληλα, μέσω των φιλικών σχέσεων με την Ελλάδα, θα ενισχυόταν και η Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και θα της επιτρεπόταν η πρόσβαση στους Δομικούς πόρους της Ε.Ε, την οποία τακτικά μπλόκαρε η Ελλάδα μέσω του βέτο (Tsakonas, 2010)
Βέβαια, οι βλέψεις και οι στόχοι των κυβερνήσεων των δύο χωρών δεν αποτέλεσαν το μόνο παράγοντα που οδήγησε στη βελτίωση των σχέσεων τους. Κύριο ρόλο σε αυτό, διαδραμάτισε το θετικό κλίμα που επικράτησε μεταξύ των δύο λαών την επαύριον της διπλωματίας των σεισμών. Ειδικότερα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1999 πρώτα η Τουρκία και μετά η Ελλάδα βιώσαν δύο καταστροφικούς σεισμούς που προκάλεσαν μεγάλες ανθρώπινες απώλειες και οικονομική ζημιά. Από την πρώτη στιγμή, η Ελλάδα στήριξε την Τουρκία με την αποστολή διασωστικών συνεργείων, ενώ και ο Ελληνικός λαός στάθηκε αλληλέγγυος προχωρώντας σε εράνους και δωρεές. Ανάλογη ήταν και η στήριξη που επέδειξε η Τουρκία και ο λαός της ένα μήνα μετά στον σεισμό της Πάρνηθας. Αντιμέτωποι με την καταστροφή, οι 2 λαοί παραμέρισαν τα αισθήματα εχθρότητας και έσπευσαν ο ένας στο πλευρό του άλλου. Με αυτό τον τρόπο στη δημόσια σκηνή επικράτησε η αντίληψη ότι η ελληνοτουρκική φιλία μπορεί να επιτευχθεί, δημιουργώντας όχι μόνο νομιμοποίηση από πλευράς κοινωνιών στη στρατηγική της προσέγγισης αλλά και πίεση στις κυβερνήσεις να εμβαθύνουν το μεταξύ τους διάλογο (Ganapati, 2010).
Εκσυγχρονιστικές προσωπικότητες
Αν και οι εξελίξεις στο διεθνές σύστημα και στο εσωτερικό των χωρών, είχαν αναμφίβολα σημαντική επιρροή στην βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα μπορούσε να καταστεί πιθανή χωρίς την παρουσία ηγετικών προσωπικοτήτων που συγκέντρωναν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά. Από την Ελληνική πλευρά, κύριο ρόλο στην προσέγγιση των δύο χωρών είχε ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ο Σημίτης άνηκε στην εκσυγχρονιστική τάση του ΠΑΣΟΚ και δεν μοιραζόταν τις απόψεις του προκατόχου του Ανδρέα Παπανδρέου, για την ανάγκη αδιαλλαξίας απέναντι στην Τουρκία. Αντίθετα, όπως έδειξε και με τη στάση του στα Ίμια, ήταν κατά του πολέμου και θεωρούσε ότι ήταν δυνατό να επιτευχθεί μια βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών υπό ορισμένες προϋποθέσεις (Σεβασμός στο Διεθνές δίκαιο και στην εδαφική ακεραιότητα), ώστε αυτές να καταστούν αμοιβαία επωφελείς (Βούλγαρης, 2011). Αρωγός του σε αυτή τη προσπάθεια στάθηκε ο Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου ο οποίος ανέλαβε τη θέση του Υπουργού μετά την κρίση που προκλήθηκε στις σχέσεις των δύο χωρών από το ζήτημα Οτσαλάν. Ο Παπανδρέου άνηκε και αυτός με την σειρά του στην εκσυγχρονιστική τάση, όμως ως γιός του Ανδρέα Παπανδρέου θεωρούταν ότι αποτελεί συνεχιστής των αξιών του πατέρα του καταφέρνοντας έτσι να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην εκσυγχρονιστική και στην πατριωτική τάση του ΠΑΣΟΚ η οποία ήταν υπέρ της αδιαλλαξίας έναντι της Τουρκίας. Στις σχέσεις με την Τουρκία υποστήριζε τη μετριοπάθεια και πίστευε στην δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας των δύο κρατών (Tsakonas, 2010).
Εικόνα: Συνάντηση Γιώργου Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ
Από την Τουρκική πλευρά σημαντική ήταν η συμβολή του Ισμαήλ Τζέμ, Υπουργού Εξωτερικών από το 1997 έως το 2002. Ο Τζέμ έχοντας λάβει ευρωπαϊκή παιδεία, θαύμαζε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και πίστευε ακράδαντα ότι η θέση της Τουρκίας ήταν εντός της Ευρώπης, γεγονός που αναγνώριζε ότι μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της ελληνοτουρκικής προσέγγισης (Örmeci, 2011). Έτσι, τον Μάιο του 1999 απέστειλε επιστολή στον Γιώργο Παπανδρέου, με τον οποίο συνδέονταν με στενή προσωπική φιλία, στην οποία πρότεινε συνεργασία των δύο χωρών σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής και την ανάπτυξη ενός σχεδίου για την επίλυση των διαφορών, δείχνοντας μια ειλικρινή πρόθεση για ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών (Tsakonas, 2010). Εκτός από τον Τζέμ κρίσιμος ήταν και ο ρόλος του πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ. Ο Ετζεβίτ ήταν ένας έμπειρος πολιτικός, ο οποίος είχε διατελέσει πρωθυπουργός και στη δεκαετία του 70’ έχοντας αρνηθεί τότε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε και εξουσιοδοτώντας τον Τουρκικό στρατό να εισβάλει στην Κύπρο το 1974. Με την απρόσμενη επάνοδο του όμως στην εξουσία το 1999 εκτίμησε ότι τα συμφέροντα της Τουρκίας μπορούσαν να προωθηθούν αποτελεσματικότερα μέσω των στενότερων σχέσεων με την Ένωση. Έτσι, στήριξε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε και κατανόησε ότι προϋπόθεση για αυτή αποτελούσε η επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, μία απόφαση πού ίσως μόνο αυτός μπορούσε να νομιμοποιήσει στον Τουρκικό λαό, καθώς η στάση του το 1974 του είχε εξασφαλίσει το προφίλ του προστάτη των Τουρκοκυπρίων και των συμφερόντων τους (Kinzer, 2006).
Από την θεωρία στην πράξη
Ο συνδυασμός όλων των προαναφερθέντων παραγόντων οδήγησε στην επαναπροσέγγιση των δύο χωρών και στην βελτίωση των σχέσεων μεταξύ τους. Η βελτίωση αυτή εκφράστηκε τελικά και σε ζητήματα υψηλής πολιτικής, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999. Εκεί, η Ελλάδα και η Τουρκία κατέληξαν σε ένα συμβιβασμό, αφού η Ελλάδα αποδέχτηκε την Τουρκική υποψηφιότητα, ενώ με τη σειρά της η Τουρκία αποδέχτηκε ότι η ένταξη της θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες περιλάμβαναν την επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφόρων, την επίλυση του Κυπριακού καθώς και τον εκδημοκρατισμό στο εσωτερικό της Τουρκίας (Tsakonas, 2010). Το θετικό κλίμα του Ελσίνκι μεταφέρθηκε στις σχέσεις των δύο χωρών και στις αρχές του 21ου αιώνα καθώς μεταξύ τους υπογράφηκαν πολλαπλές συμφωνίες για ζητήματα χαμηλής πολιτικής, συμφωνηθήκαν Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (Μ.Ο.Ε), ενώ το 2002 ξεκίνησαν και διερευνητικές επαφές για το ζήτημα της οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας (ΕΛΙΑΜΕΠ,2016).
Επίλογος
Συνοπτικά, η ειλικρινής προσπάθεια των ηγεσιών των δύο κρατών και η επιρροή του διεθνούς παράγοντα, κατόρθωσαν να ομαλοποιήσουν και να βελτιώσουν τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας μετά το 1999, παρά την άσχημη κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει λόγω της κρίσης των Ιμίων και του ζητήματος Οτσαλάν. Έγινε κατανοητό λοιπόν, ότι οι δύο χώρες δεν χρειάζεται να είναι πάντα εχθρικές μεταξύ τους και να εκλαμβάνουν η μια την άλλη ως κίνδυνο για την ύπαρξη και τα συμφέροντα τους. Αντιθέτως, φάνηκε ότι Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να μοιράζονται κοινές ανησυχίες και στόχους και να συνεργάζονται για την επίτευξη αυτών προς όφελος και των δύο κρατών.
Βιβλιογραφία
- Congressional Research Service (1999), «Kosovo: Greek and Turkish Perspectives». Διαθέσιμο εδώ
- Ekavi Athanassopoulou (1997), «Blessing in disguise? The Imia crisis and Turkish‐Greek relations». Διαθέσιμο εδώ
- Kursat Cinar and Tekin Kose (2015), « Economic Crises in Turkey and Pathways to the Future», Journal of Balkan and Near Eastern Studies. Διαθέσιμο εδώ
- Natalie Martin (2015), « Security and the Turkey-Eu Accession Process: Norms, Reforms and the Cyprus issue», Springer. Διαθέσιμο εδώ
- Nazife Emel Ganapati, Ilan Kelman, Theodore Koukis (2010), « Analysing Greek-Turkish disaster-related cooperation: A disaster diplomacy perspective». Διαθέσιμο εδώ
- Ozan Örmeci (2011), «PORTRAIT OF A TURKISH SOCIAL DEMOCRAT: ISMAIL CEM». Διαθέσιμο εδώ
- Panagiotis J.Tsakonas (2010), «The Incomplete Breakthrough in Greek–Turkish Relations», Palgrave Macmillan.
- Stephen Kinzer (2006), «Bulent Ecevit, a Political Survivor Who Turned Turkey Toward the West, Is Dead at 81», The New York Times. Διαθέσιμο εδώ
- Γιάννης Βούλγαρης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Σωτήρης Ρίζας, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Ιωάννης Στεφανίδης (2011), « Ελληνική Πολιτική Ιστορία 1950-2004», Εκδόσεις Θεμέλιο
- ΕΛΙΑΜΕΠ (2016), «Λευκή Βίβλος για την Ελληνική εξωτερική πολιτική άμυνα και ασφάλεια», Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ.
- Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ελσίνκι (1999), Συμπεράσματα της Προεδρίας. Διαθέσιμο εδώ