του Γιάννη Λιβέρη,

«Εάν κατανοείς τον εαυτό σου
καθώς και τον αντίπαλο, δεν θα
κινδυνεύσεις να ηττηθείς σε καμία μάχη».

Sun Tzu (5ος-6ος αι. π.Χ.)

Σήμερα, η έννοια της κατασκοπείας ορίζεται ως η διαδικασία απόκτησης στρατιωτικών, πολιτικών, εμπορικών ή άλλων πληροφοριών, που δεν βρίσκονται στη διάθεση του κοινού, μέσω ανθρώπινων πηγών ή τεχνικών μέσων (Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών, MI5). Η κατασκοπεία και η συλλογή πληροφοριών, ωστόσο, θεωρούνται ως ένα από τα αρχαιότερα φαινόμενα της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Κινέζος στρατιωτικός στρατηγιστής Sun Tzu μας υπογραμμίζει από τον 5ο-6ο αι. π.Χ., στο βιβλίο «Η Τέχνη του Πολέμου», τη σημαντικότητα της γνώσης των δυνάμεων και αδυναμιών του αντιπάλου. Ο Sun Tzu ισχυρίζεται ότι μέσω της κατασκοπείας (espionage) μπορούμε να κατανοήσουμε ευκαιρίες και απειλές που παρουσιάζονται στο γεωπολιτικό περιβάλλον. Με την πληροφόρηση (intelligence), αποκτάμε πλεονέκτημα μείζονος σημασίας έναντι του εχθρού, ώστε να είμαστε σε θέση να λάβουμε την καλύτερη δυνατή απόφαση για να επικρατήσουμε της στρατηγικής του.

Παρατηρώντας το ξετύλιγμα του νήματος της κατασκοπείας από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους έως και τον Ψυχρό Πόλεμο, έχουμε διαπιστώσει ότι η σωστή πληροφόρηση έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση μιας πλευράς. Στη σύγχρονη κατασκοπεία, όμως, ο συνδυασμός των νέων τεχνολογιών αυξάνει την ταχύτητα διάδοσης των πληροφοριών και κάνει ευκολότερη την οπλοποίησή τους από “κλειστά καθεστώτα”. Για τα δυτικά κράτη και ιδίως για τις ΗΠΑ, η πολυπλοκότητα και η ταχύτητα των απειλών που προέρχονται από το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα ελλοχεύουν νέους κινδύνους για τη Δύση. Συνεπώς, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξετάσουμε τα σύγχρονα μοντέλα κατασκοπείας των αυταρχικών καθεστώτων και τον ρόλο που διαδραματίζουν στις διεθνείς σχέσεις και την πολιτική σκηνή. Πρώτα, όμως, έχει μεγάλη σημασία να αναλύσουμε πως αναβαθμίστηκε η σημασία της πληροφόρησης στον 21ο αιώνα μέσω ενός σοκ που υπέστησαν οι ΗΠΑ το 2001. Το γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου κάλεσε τη διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα τους Αμερικάνους να εκσυγχρονίσουν τις υπηρεσίες πληροφόρησής τους, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν απειλές μεγάλου βεληνεκούς για τη διεθνή και εθνική ασφάλεια αντίστοιχα.


Ο νέος ρόλος της CIA μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001

liv1

Εικόνα 1: George Tenet and George W. Bush (source: Defense One)

Η αρχή του 21ου αιώνα κατέδειξε ότι ο πόλεμος δεν αποτελεί πλέον προνόμιο των κρατών, αλλά μπορεί να διενεργείται και από μη κρατικούς δρώντες και χαλαρά οργανωμένα τρομοκρατικά δίκτυα (Heywood A., 2013). Την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, οι Αμερικανοί πολίτες στάθηκαν μάρτυρες μιας τραγικής ιστορίας, όταν 19 πράκτορες της Αλ Κάιντα πήραν τον έλεγχο τεσσάρων αεροπλάνων και πραγματοποίησαν την πιο θανατηφόρα επίθεση που έχει συμβεί στο έδαφος των ΗΠΑ. Η Αλ Κάιντα, με ηγέτη τον Osama Bin Laden, είχε μόλις δώσει το έναυσμα στις ΗΠΑ για την έναρξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας και του ισλαμικού φονταμενταλισμού.

Η νέα απειλή που αναδύθηκε σήμαινε ότι παραδοσιακές μέθοδοι, όπως η αποτροπή και η ανάσχεση δεν θα είχαν αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως έπρεπε να παρθούν πρωτοποριακά και δραστικά μέτρα από πλευράς αμερικανικής κυβέρνησης (Baylis J, Smith S. & Owens P., 2013). Μετά την επίθεση, ο πρόεδρος George W. Bush έδωσε εντολή στον διευθυντή της CIA, George Tenet, να ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις κατά της οργάνωσης του Bin Laden και των Ταλιμπάν υποστηρικτών της. Η CIA, η National Security Agency (NSA), το Federal Bureau of Investigation (FBI) και τα υπόλοιπα τμήματα Μυστικών Υπηρεσιών χρειάστηκε να αναδιαμορφωθούν και να επανεξοπλιστούν άμεσα. Η πρώτη ομάδα της CIA κατάφερε μέσα σε 15 μέρες να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πυρός στο Αφγανιστάν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Βόρεια Συμμαχία των Αφγανών και τα δίκτυα πηγών της CIA παρείχαν κρίσιμες πληροφορίες στο στρατό των ΗΠΑ για τα σχέδια των τρομοκρατών, μια εξέλιξη που αναδείκνυε τη σημασία της πληροφόρησης στο “war on terror” που είχε διακηρύξει ο Bush.

Σε λιγότερο από τρεις μήνες, το καθεστώς των Ταλιμπάν είχε ανατραπεί, ενώ ένας σημαντικός αριθμός μελών της Αλ Κάιντα είχε εξοντωθεί ή συλληφθεί. Η CIA είχε ανταποκριθεί απόλυτα στον νέο και αναβαθμισμένο ρόλο που της είχε δώσει ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Η ταχύτατη συλλογή πληροφοριών σε συνδυασμό με την τεχνολογία, τα δίκτυα επικοινωνίας και τα logistics αποτέλεσαν σημεία-κλειδιά για την αποστολή στο Αφγανιστάν (cia.gov, 2012). Η επικράτηση αυτή μάλιστα και η εκτέλεση του Osama Bin Laden, το 2011, θεωρούνται από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφόρησης έως σήμερα.

liv2

Εικόνα 2: Afghanistan War (source: Britannica)

Φυσικά, έχουν υπάρξει και αποτυχίες των πληροφοριών και των μυστικών υπηρεσιών, όπως η εισβολή στο Ιράκ, το 2003, με τις εκτιμήσεις για όπλα μαζικής καταστροφής του Saddam Hussein, τα οποία εν τέλει δεν βρέθηκαν. Τα μυστικά δεδομένα δεν θεωρούνται πάντα μια βέβαια περίπτωση, ωστόσο η καλή και έγκαιρη πληροφόρηση συνεισφέρει στην βέλτιστη ανταπόκριση των πολιτικών ηγετών σε μέλλουσες προκλήσεις που γνώριζαν ή ενδεχομένως δεν γνώριζαν (Zegart A. & Morell M., 2020).

Ιράν

liv3

Εικόνα 3: Iranian Espionage (source: Google Images)

Η σύγκρουση μεταξύ των ιρανικών δυνάμεων και των δυτικών υπηρεσιών πληροφόρησης δεν αποτελεί πρόσφατη υπόθεση, αλλά ξεκινάει από το 1953, όταν η CIA συνεργάστηκε με την ΜΙ6 του Ηνωμένου Βασιλείου για να διεξαχθεί η επιχείρηση Ajax. Σκοπός της επιχείρησης ήταν μέσω ενός πραξικοπήματος να ανατραπεί η εκλεγμένη κυβέρνηση και να εγκατασταθεί ο φιλο-αμερικανός, Shah. Ο λαός του Ιράν δεν ήταν φιλικά προσκείμενος προς τον νέο ηγέτη, γεγονός που οδήγησε σε ένα ντόμινο εξελίξεων και τελικώς στην Ισλαμική Επανάσταση του 1979 (Morley J., 2019).

Σήμερα, η πολιτική που ασκεί ο Trump για «μέγιστη πίεση» προς τη Τεχεράνη (Tharoor I., 2019)  έχει δυσχεράνει τις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη, ιδιαίτερα μετά τη διαταγή του Αμερικανού προέδρου για την εκτέλεση του Ιρανού υποστράτηγου, Qassem Soleimani. Λόγω των τεταμένων σχέσεων, τα κατασκοπευτικά δίκτυα βρίσκονται σε ετοιμότητα.

Πρόσφατες εξελίξεις στα δύο κατασκοπευτικά στρατόπεδα

Στις αρχές του 2019, τρεις από τις μεγαλύτερες μυστικές υπηρεσίες παγκοσμίως, η CIA, η MI6 και η Mossad πραγματοποίησαν μια κοινή επιχείρηση για να φυγαδεύσουν έναν Ιρανό πυρηνικό επιστήμονα μέσω Αιγαίου. Στόχος ήταν η διάσωσή του από την Τουρκία και η μεταφορά του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου θα μπορούσε να δώσει χρήσιμες πληροφορίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (Έθνος, 2019).

Έπειτα, στα μέσα του 2019, το Ιράν συνέλαβε 17 κατασκόπους της CIA και καταδίκασε ορισμένους σε θάνατο. Το Υπουργείο Πληροφοριών της Ισλαμικής Δημοκρατίας ανέφερε ότι η αποστολή των συλληφθέντων ήταν η συλλογή πληροφοριών και η μεταφορά και εγκατάσταση συσκευών παρακολούθησης. Το γεγονός αυτό μάλιστα διαψεύστηκε από τον Donald Trump, ο οποίος δήλωσε σε tweet: ‘The Report of Iran capturing CIA spies is totally false’ (Aljazeera, 2019).

Αργότερα, τον Μάρτιο του 2020, η Mariam T. Thompson κατηγορήθηκε για σκόπιμη διαρροή μυστικών δεδομένων των ΗΠΑ σε έναν Λιβανό άντρα, με διασυνδέσεις στην εξαρτημένη από το Ιράν, Χεζμπολάχ. Η Thompson εργαζόταν ως μεταφράστρια στο στρατό στο Ιράκ. Σύμφωνα με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφόρησης, οι διαρροές απόρρητων πληροφοριών από τη μεταφράστρια έλαβαν χώρα σε μια κρίσιμη χρονική περίοδο, όταν οι εξωτερικές δυνάμεις (proxy forces) του Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, αναζητούσαν τρόπους να εκδικηθούν τις ΗΠΑ στο όνομα του δολοφονημένου Soleimani (justice.gov, 2020).

Ο σκιώδης ανταγωνισμός για τον έλεγχο του Ιράκ

Κατά την περίοδο του 2019, διέρρευσαν 700 σελίδες αρχείων από μια ιρακινή πηγή που φανέρωνε το «παιχνίδι των σκιών» στο Ιράκ και τον βαθμό επιρροής του Ιράν στη γείτονα χώρα μετά την εισβολή των ΗΠΑ την προηγούμενη δεκαετία. Τα αρχεία αναδεικνύουν πως τα δίκτυα κατασκόπων του Ιράν εκμεταλλεύτηκαν το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε στο Ιράκ μετά την εισβολή του 2003. Η ανατροπή του Saddam Hussein από την ηγεσία έδωσε την ευκαιρία στην Ισλαμική Δημοκρατία να επεκτείνει την επιρροή της, υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών συνισταμένων, από τον Περσικό Κόλπο έως και τη Μεσόγειο.

Η παρέμβαση του Ιράν στα ιρακινά πολιτικά ζητήματα ήταν γνωστή, ωστόσο οι νέες πηγές που ήρθαν στην επιφάνεια φανερώνουν πως το Ιράκ έχει μετατραπεί σε ένα θέατρο επιχειρήσεων για Αμερικανούς και Ιρανούς κατασκόπους. Οι διαρροές, συγκεκριμένα, δείχνουν τα περίπλοκα εσωτερικά ζητήματα της ιρακινής κυβέρνησης, παρόμοια με αυτά που καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή μετά την εισβολή του 2003. Τέλος, τα αρχεία αυτά αναγράφουν τους τρόπους με τους οποίους το Ιράν έχει υπερκεράσει, σε σχεδόν κάθε βήμα, τους Αμερικανούς στον αγώνα για την επιρροή στο εσωτερικό του Ιράκ (Arango T., Risen J., Fassihi F., Bergman R. & Hussain M., 2019).

Ρωσία

liv4

Εικόνα 4: Russian Espionage (source: Google Images)

Τα τελευταία 13 έτη, η Ρωσική Ομοσπονδία έχει αυξήσει σημαντικά τις επιχειρήσεις της, όχι μόνο στη γνωστή σφαίρα επιρροής της (Μολδαβία, Ουκρανία, Γεωργία) αλλά και στις δυτικές χώρες. Σκοπός της είναι να δημιουργήσει αμφιβολίες για τη δυτική φιλελεύθερη τάξη και τους θεσμούς της, διαβρώνοντας την εικόνα οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Ρωσία, ακόμα και μετά τον Ψυχρό πόλεμο, συνεχίζει να χρησιμοποιεί παραδοσιακές τεχνικές κατασκοπείας, όπως μεθόδους HUMINT (Human Intelligence), ωστόσο με τις νέες μορφές τεχνολογίας έχει αποκτήσει μεγάλο προβάδισμα σε σχέση με τη Δύση στον τομέα της ηλεκτρονικής κατασκοπείας.

Το κύριο μέσο που χρησιμοποιεί για να απειλήσει την εθνική ασφάλεια κρατών είναι οι κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks) και το “hacking”. Η αρχή έγινε με την εκτεταμένη κυβερνοεπίθεση στην Εσθονία το 2007 και στη συνέχεια στοχοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τόσο οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες όσο και οι ΗΠΑ, με τη γνωστή υπόθεση της ρωσικής παρέμβασης στις εκλογές του 2016.

Απειλές στον κυβερνοχώρο της Γερμανίας

Τον Μάιο του 2015, πραγματοποιείται τεράστια κυβερνοεπίθεση εις βάρος της Bundestag (Κάτω Βουλή της Γερμανίας) προκαλώντας το “shutdown” των ηλεκτρονικών συστημάτων για διάστημα ημερών. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος (BfV), έχοντας παρακολουθήσει στενά τις απόπειρες για “hacking” των συστημάτων, ανακοινώνει λίγο έπειτα πως έχει ενδείξεις ότι πίσω από την επίθεση κρύβεται η Ρωσία. Συγκεκριμένα, αποδίδει την επίθεση στις ρωσικές υπηρεσίες κατασκοπείας μέσω της ομάδας hackers, γνωστή ως “Sofacy” (Barkin N. & Siebold S., 2016).

Στη συνέχεια, στόχος των Ρώσων κατασκόπων γίνεται το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατικών (CDU) της Angela Merkel. Σύμφωνα με την εταιρεία ασφαλείας, Trend Micro, η ρωσική ομάδα hackers “Pawn Storm” επιχείρησαν, τον Απρίλιο του 2016, να αποκτήσουν τα προσωπικά και εταιρικά δεδομένα του κόμματος και ορισμένων υψηλόβαθμων προσώπων (Nienaber M. & Severin T., 2016).

Ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές του 2016

Οι εκλογές του 2016 στην Αμερική αποτέλεσαν για τα ρωσικά κατασκοπευτικά δίκτυα ένα παράθυρο ευκαιρίας για να επιδείξουν τη δυνατότητα που έχει το Κρεμλίνο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφόρησης διεξήγαγαν έρευνα που έβγαλε ως συμπέρασμα ότι ο Vladimir Putin έδωσε σαφέστατη εντολή το 2016 για εκστρατεία παραπληροφόρησης και καταιγισμού ψευδών ειδήσεων με στόχο την υπονόμευση της υποψηφιότητας της Hilary Clinton (Ρωμανός Γ. 2017).

Ο Donald Trump, έχοντας υπάρξει κατά την προεκλογική περίοδο ευνοϊκά διακείμενος προς την ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων με τη Ρωσία, αποτελούσε προφανέστατα την επιθυμητή επιλογή, από πλευράς Μόσχας, για την θέση του Προέδρου. Οι Ρώσοι, λοιπόν, μέσω της ηλεκτρονικής κατασκοπείας επιχείρησαν να επηρεάσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατευθύνοντας την κοινή γνώμη. Με την προσπάθεια αυτή, έγινε αντιληπτό από τη διεθνή κοινότητα ότι η ρωσική κυβέρνηση, χωρίς αμφιβολία, έχει θέσει ως απόλυτο στρατηγικό στόχο την υπονόμευση των δυτικών αξιών (Shane S. & Mazzetti M., 2018).

Παράλληλα, η CIA και τα άλλα τμήματα μυστικών υπηρεσιών υποπτεύονται ότι η στρατηγική του Κρεμλίνου θα συνεχιστεί και στις εκλογές του 2020 με τη συντονισμένη εμπλοκή των hackers στις διαδικασίες εκλογών και την εκτεταμένη διασπορά των “fake news” στα social media. Στόχος αυτή τη φορά η υπονόμευση της εκλογής του Joe Biden (Strohm C., 2020).

Κίνα

liv5

Εικόνα 5: Chinese Espionage (source: BBC)

Η Κίνα στη σύγχρονη εποχή θεωρείται ως η μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα ισχύος. Οι Αμερικάνοι επιχειρούν να ανακόψουν τη φρενήρη πορεία της, εντείνοντας τις προσπάθειές τους για την αποτροπή της διαρροής μυστικών δεδομένων που αφορούν τα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Η Κίνα, όμως, στον αγώνα που πραγματοποιεί για να γίνει ο κυρίαρχος παίκτης στην παγκόσμια σκακιέρα χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να αποκτήσει τις απαραίτητες πληροφορίες που θα της δώσουν την ώθηση για να αναπτυχθεί περαιτέρω τόσο οικονομικά όσο και τεχνολογικά.

Οι Κινέζοι μυστικοί πράκτορες εκσυγχρονίζουν συνεχώς τις μεθόδους τους σημάνοντας τον συναγερμό στο FBI, τη CIA και την NSA όσον αφορά την εθνική και οικονομική ασφάλεια των ΗΠΑ. Την παρούσα στιγμή βρίσκονται υπό εξέταση, από το FBI, περίπου 1000 έρευνες που σχετίζονται με την κλοπή τεχνολογίας από Κινέζους (fbi.gov, 2020). Σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνών, οι πρόσφατες δραστηριότητες κατασκοπείας επικεντρώνονται στη στόχευση και εργαλειοποίηση πρώην υπαλλήλων των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφόρησης. Γι’ αυτό παρακάτω θα αναλύσουμε τις περιπτώσεις των Mallory και Lee, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από Κινέζους κατασκόπους (Giglio M., 2019).

Ο Kevin Mallory ήταν ένας αξιωματικός της CIA και της Defense Intelligence Agency (DIA), ο οποίος σε μια περίοδο όπου αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες έλαβε ένα μήνυμα, το 2017, στο LinkedIn από έναν Κινέζο “recruiter” (υπεύθυνος για προσλήψεις ατόμων). Ο recruiter, σύμφωνα με το μήνυμα, εργαζόταν για ένα think tank στην Κίνα και ενδιαφερόταν για την εξειδίκευση του Mallory πάνω σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Έπειτα, ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία από έναν άντρα με το όνομα Michael Yang, και ο Mallory μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκε σε πτήση με προορισμό τη Σαγκάη. Ο Mallory υποψιαζόταν ότι ο Yang δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής όσον αφορά την ταυτότητά του. Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε δύο μήνες εκεί έλαβε το χρηματικό ποσό των $25.000 ως αντάλλαγμα για την παράδοση μυστικών της αμερικανικής κυβέρνησης. Αργότερα, όμως, το FBI τον συνέλαβε τη στιγμή που ο πρώην υπάλληλος της CIA διέθετε στην κατοχή του μια ψηφιακή κάρτα μνήμης με οχτώ “top-secret” αρχεία.

Η περίπτωση του Jerry Chun Shing Lee είναι ίσως ακόμα πιο αινιγματική. Ο Lee αφού αποχώρησε από τη CIA το 2007, μετακόμισε στο Χονγκ Κονγκ για να ιδρύσει μια ιδιωτική επιχείρηση. Το 2010, υπάλληλοι των κινεζικών υπηρεσιών πληροφόρησης τον προσέγγισαν, προσφέροντάς του χρήματα για απόρρητες πληροφορίες. Σύμφωνα με το Justice Department, ο Lee δεν δίστασε να τους παραδώσει μυστικά δεδομένα για τα μέρη όπου η CIA θα τοποθετούσε άτομα με αναγνωρισμένη εμπειρία, όπως και τη συγκεκριμένη τοποθεσία και το χρονοδιάγραμμα μιας ευαίσθητης επιχείρησης της CIA. Ο Lee, επίσης, κρατούσε σημειώσεις που περιείχαν: πληροφορίες δοσμένες από κατασκόπους της CIA, τα πραγματικά τους ονόματα, τοποθεσίες συναντήσεων και αριθμούς τηλεφώνων. Οι επιπτώσεις των συγκεκριμένων διαρροών είναι ακόμα άγνωστες, ωστόσο το NBC ανέφερε, το 2018, ότι οι Αρχές των ΗΠΑ υποψιάζονται ότι η διάδοση των απόρρητων δεδομένων από τον Lee στις ξένες μυστικές υπηρεσίες οδήγησαν στον θάνατο ή στη φυλάκιση 20 Αμερικανών πρακτόρων.

Συμπερασματικά σχόλια

‘H πληροφόρηση είναι «ένα βασικό στήριγμα» για αποτελεσματική δράση’.
(Chris Inglis, πρώην αναπληρωτής διευθυντής της NSA)

Η εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων στο πλαίσιο της κατασκοπείας σήμερα αποτελεί ένα δίκοπο μαχαίρι για τους διεθνείς δρώντες. Οι νέες τεχνολογίες μπορούν να επιτρέψουν στις υπηρεσίες πληροφόρησης να δράσουν άμεσα ώστε να επιφέρουν ταχύτατα αποτελέσματα, όπως αναφέρει και ο Chris Inglis.  Παράλληλα όμως μπορούν να δώσουν στους αντιπάλους την ευκαιρία να υπονομεύσουν την υφιστάμενη άμυνα και ασφάλεια. Στο παιχνίδι ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών, οι Μεγάλες Δυνάμεις επιχειρούν μέσω των cyber attacks και άλλων μορφών κατασκοπείας να ανέβουν στην κλίμακα ισχύος. Όπως είδαμε και παραπάνω, η μετάβαση από την παραδοσιακή στην ηλεκτρονική κατασκοπεία έχει μετατρέψει το Ιράν και ακόμα περισσότερο τη Ρωσία και την Κίνα σε μεγάλες απειλές για τη Δύση. Συνεπώς, μένει να δούμε στη συνέχεια αν τα δυτικά κράτη και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ είναι ικανά να σφυρηλατήσουν μια αποτρεπτική άμυνα εναντίον των μελλοντικών στρατηγικών επιχειρήσεων των “κλειστών καθεστώτων”.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Πλατιάς Α. & Κολιόπουλος Κ. (2015). Η Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τσου. Δίαυλος, Αθήνα.

Baylis J, Smith S. & Owens P. (2013). Η Παγκοσμιοποίηση της Διεθνούς Πολιτικής. Επίκεντρο, Αθήνα.

Heywood A. (2013). Οι Διεθνείς Σχέσεις και η Πολιτική στην Παγκόσμια Εποχή. Κριτική, Αθήνα.

Έθνος (2019), ‘CIA, MI6 και Mossad φυγάδευσαν Ιρανό πυρηνικό επιστήμονα μέσω Αιγαίου’. Available here

Ρωμανός Γ. (2017). ‘Η Ρωσία επιτίθεται στη Δύση’, Το Βήμα. Available here

Aljazeera (2019), ‘Iran says it arrested 17 CIA spies, sentenced some to death’. Available here

Arango T., Risen J., Fassihi F., Bergman R. & Hussain M. (2019). ‘The Iran Cables: Secret Documents Show How Tehran Wields Power in Iraq’, Τhe New York Times. Available here

Barkin N. & Siebold S. (2016). ‘Germany says Russia probably behind cyber attack on Bundestag’, Reuters. Available here

CIA (2012), ‘On the Front Lines: CIA in Afghanistan’. Available here

FBI (2020), ‘Confronting the China Threat’. Available here

Giglio M. (2019). ‘China’s Spies Are on the Offensive’, The Atlantic. Available here

Justice.gov (2020), ‘Defense Department Linguist Charged with Espionage: Thompson Affidavit’. Available here

MI5 Security Service, ‘Targets of Espionage’. Available here

Morley J. (2019). ‘The war of spies in the Middle East’, The Asia Times. Available here

Nienaber M. & Severin T. (2016). ‘Hackers try to attack Merkel’s party, security consultants say’, Reuters. Available here

Shane S. & Mazzetti M. (2018). ‘The Plot to Subvert an Election’, Τhe New York Times. Available here

Strohm C. (2020). ‘U.S. Probes If Russia Is Targeting Biden in 2020 Election Meddling’, Bloomberg. Available here

Tharoor I. (2019). ‘Trump and the Iranian regime are both running out of options’, Τhe Washington Post. Available here

Zegart A. & Morell M. (2020). ‘Κατάσκοποι, ψέματα και αλγόριθμοι’, Foreign Affairs. Available here