του Αλέξανδρου Θεοδωρίδη, Ερευνητή της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής
Αρκετοί ήταν οι αναλυτές και σχολιαστές που παρατηρώντας τις μαζικές διαδηλώσεις που διαδραματίστηκαν μετά το αποτέλεσμα των “αμφιλεγόμενων” εκλογών, προεξοφλούσαν την ανατροπή του προέδρου της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο, γνωστός ήδη ως «ο τελευταίος δικτάτορας στην Ευρώπη». Με τις σχέσεις Λευκορωσίας και Ρωσίας σε καμπή ήδη από το 2015, ο φόβος μιας «νέας Ουκρανίας» επανήλθε στο προσκήνιο για τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, η ρωσική υποστήριξη έρχεται να σταθεροποιήσει το καθεστώς του Λουκασένκο και να υποβαθμίσει την επανάσταση ανατροπής του. Πολλά είναι δε τα ερωτήματα που ανακύπτουν για αυτή την ιδιαίτερη σχέση υπό το φως μιας νέας κρίσης και τα οποία θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε παρακάτω στην ανά χείρας μελέτη.
Μια ξεχωριστή σχέση
Μετά τη σοβιετική κατάρρευση, η Λευκορωσία προσπάθησε να χαράξει μια πορεία προς την ανεξαρτησία χωρίς σαφές αποτέλεσμα, αφενός λόγω της γεωγραφίας της και αφετέρου της ρωσικής επιρροής. Οι σχέσεις με την Ρωσία ήταν ανέκαθεν στενές. Από την εκλογή του Λουκασένκο ως προέδρου το 1994 είχαν ήδη ξεκινήσει συνομιλίες εγκαθίδρυσης μιας οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ένωσης (Deyermond, 2004).
Η Συνθήκη Ένωσης το 1999 μεταξύ του Λουκασένκο και του Μπόρις Γιέλτσιν ήταν η αφετηρία για την διακήρυξη ενός ενοποιημένου κράτους, η οποία ποτέ δεν υλοποιήθηκε εμπράκτως. Κύριοι λόγοι ήταν αφενός η αδυναμία να αντιμετωπιστεί η Λευκορωσία ως ίσος εταίρος έναντι μιας ανώτερης πληθυσμιακά και οικονομικά Ρωσίας, αφετέρου η ανεπάρκεια της μη μεταρρυθμιζόμενης οικονομίας της Λευκορωσίας, η οποία θα όρθωνε μεγαλύτερα προβλήματα με τη πιθανή συγχώνευση των οικονομιών (Ambrosio, 2006).
Στην περίπτωση της οικονομικής ένωσης, η Ρωσία ήταν διστακτική. Όσον αφορά, όμως, στην πολιτική ένωση αμφότερες πλευρές εξέφρασαν τις ανησυχίες για διαφορετικούς λόγους. Ο Λουκασένκο ήταν υπέρ μιας υπερεθνικής δομής, η οποία θα είχε περιορισμένες λειτουργίες και θα φιλοξενούσε τις δύο κρατικές οντότητες, σε αντιδιαστολή με τη ρωσική πλευρά η οποία υποστήριζε το μοντέλο του ενιαίου κράτους, γεγονός που θα σήμαινε στη πράξη την απορρόφηση της Λευκορωσίας. Χαρακτηριστική είναι δε η άποψη του Πούτιν, τον Ιούνιο του 2002, ότι: «Η ενοποίηση τόσο κοντινών χωρών, όπως η Ρωσία και η Λευκορωσία πρέπει να πραγματοποιηθεί άνευ όρων, στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους πρέπει να υπάρχει ένα κοινοβούλιο… μια κυβέρνηση και μία χώρα» (Deyermond, 2004).
Μπορεί η συμφωνία να μην πέτυχε, μια οικονομική και πολιτική ένωση, όμως, εγκαθίδρυσε μια ισχυρή στρατιωτική σχέση. Ο κύριος στρατηγικός λόγος είναι ότι η Λευκορωσία λειτουργεί ως ασπίδα της Ρωσίας, συνορεύοντας με τις δυτικές χώρες και έχοντας προ των πυλών την πιθανή νατοϊκή απειλή (Garnett and Legvold, 1999).
Ανεξάρτητα, όμως, από την αποτυχία ουσιαστικής ενοποίησης, τα δύο κράτη μοιράζονται πολλά κοινά ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία. Σε σύγκριση με άλλους πρώην σοβιετικούς δορυφόρους, η Λευκορωσία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη Ρωσία, υιοθετώντας αφενός ως κύρια γλώσσα τα ρωσικά και αφετέρου την ίδια την Ορθόδοξη θρησκεία. Ο Λουκασένκο κάνει συχνά λόγο για «Σοβιετική Νοσταλγία» σε προεκλογικές και επίσημες ομιλίες, γεγονός που δεν προξενεί καμία εντύπωση αν αναλογιστούμε ότι η λευκορωσική ταυτότητα είναι καθαρά σοβιετική. Επιπλέον, η οικονομική σχέση με τη Ρωσία, ήταν το κλειδί για την εκλογική βάση και την υποστήριξη του Λουκασένκο, μιας και δημιούργησε σημαντικά πλεονεκτήματα για τους πολίτες (Marples, 2006).
Γιατί, όμως, η Λευκορωσία είναι σημαντικός εταίρος για τη Ρωσία; Ένας από τους σημαντικούς λόγους είναι ο καθοριστικός ρόλος που παίζει στην ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας, τροφοδοτώντας μέσω των αγωγών της με αργό πετρέλαιο και αέριο την Ευρώπη. Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Σεργκέι Καραγκανόφ, επικεφαλής του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής, η Μόσχα χρειάζεται τη Λευκορωσία για :
- να διασφαλίσει ένα ασφαλές πέρασμα προς το Καλίνινγκραντ, ρωσικό έδαφος με πάνω από 30% πληθυσμό Λευκορώσων,
- να διατηρήσει ρωσικά στρατεύματα στο έδαφος της, ως ανάχωμα έναντι του ΝΑΤΟ και
- να εγγυηθεί την ουδετερότητα του Μινσκ, παγώνοντας τις όποιες διαδικασίες ένταξής του σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. (Man-Hua, Jakub and Michal, 2008)
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Λουκασένκο παραμένει ο μοναδικός σύμμαχος του Πούτιν στην Ευρώπη, σε μια κομβική συγκυρία για την περιοχή, κάτω από το φως του νατοϊκού αμυντικού συστήματος πυραύλων και στρατιωτικής συνεργασίας σε χώρες κοντά στα ρωσικά σύνορα όπως η Πολωνία και Τσεχία.
Παρατηρώντας το παρελθόν των σχέσεων μεταξύ Μινσκ και Μόσχας, διακρίνουμε αρκετές εντάσεις μεταξύ τους, αφενός λόγω της αύξησης των τιμών σε πετρέλαιο και αέριο και αφετέρου εξαιτίας της προσπάθειας ανάμειξης της Ρωσίας σε εσωτερικά θέματα της γειτονικής χώρας. Βέβαια, οι εντάσεις προσπάθησαν να εξομαλυνθούν από πλευράς Μόσχας με εκπτώσεις σε τιμές αερίου και πετρελαίου καθώς και με δάνεια. Ωστόσο, αναφορικά με τις εντάσεις, αρκετοί αναλυτές διακρίνουν ότι η ρωσική εξωτερική πολιτική απέναντι στη Λευκορωσία δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία. αλλά ένα κυκλικό μοτίβο βασισμένο στο τρίπτυχο αιτήματα –ένταση– υποχώρηση (Nice, 2012).
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι χωρίς την υποστήριξη της Μόσχας, το Μινσκ δε θα μπορούσε να πουλήσει-διακινήσει πετρέλαιο στη Δύση, καθώς το Κρεμλίνο είναι αυτό που ελέγχει την υποδομή του φυσικού αερίου, εποπτεύει το έργο των μονάδων επεξεργασίας πετρελαίου, χρηματοδοτεί την κατασκευή πυρηνικού σταθμού και έχει σημαντική επιρροή στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω του ρωσικού αερίου (Ryhor, 2016).
Πηγή: https://barrysborderpoints.com/country-visits/belarus/ (Πρόσβαση 28 Νοεμβρίου 2020)
Μια Κριμαία 2.0;
Το φθινόπωρο του 2013, η άρνηση του Ουκρανού Προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς να υπογράψει την συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ, προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις στη κεντρική πλατεία Maidan του Κιέβου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την ανατροπή του και την ίδρυση μιας μεταβατικής κυβέρνησης από φιλοδυτικές πολιτικές δυνάμεις. Η εξέλιξη αυτή στην σημαντική γείτονα χώρα θεωρήθηκε τεράστια γεωπολιτική ήττα της Μόσχας. Η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη την πολιτική κρίση του Κιέβου σε συνδυασμό με μια καμπάνια προπαγάνδας, προσάρτησε με χειρουργικές κινήσεις την Κριμαία και άνοιξε νέο μέτωπο στην Ανατολική Ουκρανία, υποστηρίζοντας τους Ρώσους αυτονομιστές.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα αποτελέσματα της ουκρανικής κρίσης διαφαίνονται μέχρι σήμερα στον πολιτιστικά διαφοροποιημένο ουκρανικό λαό. Στο σημείο αυτό μπορούμε να βγάλουμε κάποια σημαντικά συμπεράσματα από την σύρραξη και να αναλύσουμε γιατί δε φαίνεται η Λευκορωσία να έχει την τύχη της Κριμαίας. Αρχικά, εύλογα συμπεραίνουμε ότι η Ρωσία δεν επέτρεψε την αλλαγή στάσης της Ουκρανίας προς την Δύση λειτουργώντας με το ένστικτο επιβίωσης. Δε δίστασε να αδράξει την ευκαιρία να προσαρτήσει παλαιό έδαφός της (Κριμαία) και να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στην Ανατολική Ουκρανία, δείχνοντας προς πάσα κατεύθυνση ότι οι δορυφόροι της θα παραμείνουν στη σφαίρα επιρροής της με κάθε κόστος. Επιπλέον, με την κρίση αυτή γίναμε μάρτυρες του «υβριδικού πολέμου» (hybrid warfare) και του «πολιτικού πολέμου» (political warfare) από πλευράς Ρωσίας, καθώς και των νικών που αυτές οι τακτικές πέτυχαν (Kofman et al., 2017). Δυστυχώς, η αντίδραση της Δύσης ήταν καθυστερημένη και απογοητευτική, συνέπεια της ακροσφαλούς πολιτικής που εφαρμόζει το Κρεμλίνο. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ και η ΕΕ απέτυχαν να επιβάλλουν σοβαρές κυρώσεις στη Ρωσία και να βοηθήσουν έμπρακτα την Ουκρανία.
Η σύγκριση Μινσκ και Κιέβου αποτελεί μια καλή μελέτη περίπτωσης για να δούμε πως δύο γείτονες, πρώην σοβιετικές χώρες έχουν ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές. Η διεθνής βιβλιογραφία βρίθει αναλύσεvn σχετικά με την ταυτότητα της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. Από την μια πλευρά, έχουμε μια ανομοιογενή πολιτισμικά Ουκρανία και από την άλλη μια πιο ομοιογενή Λευκορωσία. Αναμφισβήτητα, οι δυο χώρες λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, ως γέφυρες με την Δύση, βρέθηκαν σε μια «σύγκρουση των σχεδίων ολοκλήρωσης» (Casier, 2007), καθώς η Ε.Ε. προχώρησε στην ανάπτυξη της πολιτικής γειτονίας (European Neighborhood Policy) σε συνδυασμό με τη προσδοκία επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς.
Η Ουκρανία, επιλέγοντας να στραφεί προς τη Δύση, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη στρατιωτική, άμεση (προσάρτηση Κριμαίας) και έμμεση εμπλοκή της Ρωσίας (μέτωπο Ανατολικής Ουκρανίας) εκμεταλλευόμενη προφανώς τις εσωτερικές εντάσεις μεταξύ ρωσόφωνων στα ανατολικά και ουκρανόφωνων στα δυτικά και την πολιτική κρίση στο Κίεβο. Ωστόσο, ο Λουκασένκο γνωρίζει πολύ καλά τις κόκκινες γραμμές και καταλαβαίνει ότι μια στροφή προς τη Δύση θα σημάνει το τέλος του από την εξουσία, καθώς και την πιθανή επανάληψη μιας δεύτερης ουκρανικής κρίσης και ρωσικής επέμβασης.
Επίσης, αξίζει να αναφερθούμε στο κατά πόσο ο πληθυσμός θέλει την ένωση με τη Δύση στις δύο αυτές γείτονες χώρες. Το 2014, ένα μεγάλο ποσοστό του ουκρανικού πληθυσμού επιθυμούσε την συμφωνία με την ΕΕ, όμως, τώρα παρατηρώντας τις εκλογές του Μινσκ και για πολλούς τις «επαναστατικές» διαδηλώσεις πρέπει να επισημάνουμε κάποια βασικά στοιχεία. Σύμφωνα με έρευνα του ανεξάρτητου Ινστιτούτου Chatham House (Astapenia, 2020), ένας σημαντικός αριθμός πολιτών (41,6%) πιστεύει ότι η Λευκορωσία πρέπει να ευθυγραμμιστεί ταυτόχρονα με τη Ρωσία και την ΕΕ, αποτελώντας τη γέφυρα και αποφεύγοντας τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Επιπλέον, λίγοι Λευκορώσοι υποστηρίζουν μια φιλοευρωπαϊκή στάση (9%), εν συγκρίσει με το 26% που υποστηρίζει μια αντίστοιχη φιλορωσική. Η κυρίαρχη άποψη που θέλει ένα κράτος ανεξάρτητο έχει ειπωθεί και από τον ίδιο τον Λουκασένκο: «Επιλέγουμε, ούτε Ανατολή, ούτε Δύση. Επιλέγουμε τη Λευκορωσία» εξηγώντας ότι «λόγω της οικονομίας, της ιστορίας, της γεωγραφίας, του πολιτισμού της και της νοοτροπίας της θα είναι ανατολική και δυτική» (White, McAllister and Feklyunina, 2010).
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την συνακόλουθη αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ, αποδεικνύει ότι η Λευκορωσία αποτελεί την πιο σημαντική χώρα για τη Ρωσία, με στρατηγικούς όρους (Trenin, 2001). Όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το στρατιωτικό προπύργιο του Κρεμλίνου, μια διέξοδο προς το Καλίνινγκραντ και τον ενεργειακό ενδιάμεσο για τη μεταφορά προς την Ευρώπη. Αλλά για τους Ρώσους που χαράζουν την πολιτική, η σημασία του Μινσκ είναι κομβική, διότι σε περίπτωση στροφής προς την Δύση, αυτό θα σημάνει αυτομάτως και αποσταθεροποίηση του Κρεμλίνου (Astapenia and Balkunets, 2016). Ωστόσο, δεν παρατηρείται αυτή η τάση του Μινσκ προς τη Δύση, αν και υπάρχει εύφορο έδαφος συνεργασίας και από τις δύο πλευρές, γιατί ο Λουκασένκο θέλει την ανεξαρτησία του ίδιου και της χώρας του. Μια στροφή προς τη Δύση θα σήμαινε πίεση για μεταρρυθμίσεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές, σε μια χώρα που δεν έχει μεταρρυθμιστεί από τη δεκαετία του 1990 και, παράλληλα, μια αρκετά πιθανή εισβολή ρωσικών στρατευμάτων σε λευκορωσικό έδαφος.
Μεταξύ Ανατολής και Δύσης
Είναι ευρέως γνωστό ότι η Λευκορωσία είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Δύσης και Ρωσίας λόγω του γεωγραφικού της σημείου. Οι σχέσεις Λευκορωσίας–Ευρώπης διακατέχονται από φάσεις κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης. Η πολιτική απόφαση των ΗΠΑ και της Ευρώπης να κηρύξουν το δημοψήφισμα του 1996 παράνομο, έφερε τριγμούς στις σχέσεις με το Λουκασένκο.
Γενικότερα η πολιτική της Ε.Ε. έναντι της Λευκορωσίας διαμορφώθηκε βάσει τριών βασικών σκέψεων:
- την επιθυμία να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της Λευκορωσίας έναντι της Ρωσίας, την ανάγκη ιδίως μετά τη Διεύρυνση του 2004,
- να έχει μια πιο λειτουργική σχέση ως άμεσος γείτονας και
- την δημιουργία μιας κανονιστικής ατζέντας που να υπογραμμίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος του Μινσκ (Davidonis, 2001). Με βάση τα παραπάνω, εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε την άρνηση του καθεστώτος Λουκασένκο να συνεργαστεί περαιτέρω με την Ε.Ε., καθώς βλέπει την πολιτική της ως μια άμεση απειλή για την ύπαρξη του.
Το γεγονός αυτό, όμως, δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στη συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο, όποτε αυτό ήταν δυνατό με την Ε.Ε.. Με τη πάροδο του χρόνου η Ευρώπη έχει αναθεωρήσει τη σχέση της με το Μινσκ, χρηματοδοτώντας προγράμματα υπέρ των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, μη κυβερνητικών οργανώσεων και στον εκπαιδευτικό τομέα και επενδύοντας σε τομείς που αφορούν την κοινωνία και όχι καθαρά το καθεστώς αυτό καθαυτό (Davidonis, 2001). Είναι φανερό ότι σε όλες αυτές τις χρηματοδοτήσεις σε κοινωνικά προγράμματα αντιτίθεται το καθεστώς, κατηγορώντας την Ε.Ε. ότι υποθάλπει έτσι την ανατροπή του. Πέραν, όμως, των επικοινωνιακών εντάσεων, από το 2007, το Μινσκ έχει κάνει άλματα προόδου με την Ε.Ε. σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Τα κράτη–μέλη της ΕΕ έχουν υιοθετήσει μια πιο εξωστρεφή σχέση με το Μινσκ. Κύριος οικονομικός συνεργάτης έχει καταστεί η Γερμανία, ενώ η Γαλλία είναι πιο ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τα πολιτισμικά προγράμματα, με την Αυστρία, την Ιταλία και το Βέλγιο να προσφέρουν ουκ ολίγες φορές ανθρωπιστική βοήθεια, ειδικά στο ατύχημα του Τσερνόμπιλ (Davidonis, 2001).
Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο ότι η ΕΕ, έχει αλλάξει στρατηγική της Ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας (ENP), αποφεύγοντας την άμεση σύγκρουση με το καθεστώς του Λουκασένκο και κατά συνέπεια την απομόνωση της Λευκορωσίας. Συγκεκριμένα, στοχεύει με πολιτικές στην κοινωνία, τα ΜΜΕ και την οικονομία, όπως ήδη αναφέραμε. Σύμφωνα με την Κομισιόν (European Neighbourhood Policy And Enlargement Negotiations 2020), σε απάντηση στις καταστολές και την κρατική βία μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020, η Επιτροπή αντέδρασε με την ενίσχυση της στοχοθετημένης βοήθειας προς την κοινωνία των πολιτών και την αντιμετώπιση των πλέον επειγουσών αναγκών του λαού της Λευκορωσίας. Έχει ετοιμάσει ένα πακέτο 53,7 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει ιδίως:
- Πάνω από 2,7 εκατομμύρια ευρώ για να βοηθήσουν τα θύματα της καταστολής και της κρατικής βίας. Καλύπτει νομική βοήθεια, ιατρική υποστήριξη και άλλη βοήθεια έκτακτης ανάγκης σε όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
- Υποστήριξη 1 εκατομμυρίου ευρώ σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης.
- 50 εκατομμύρια ευρώ «βοήθεια έκτακτης ανάγκης» και ενίσχυση για τη στήριξη του τομέα της υγείας, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των κοινωνικών υπηρεσιών για τις πιο ευάλωτες ομάδες.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η ΕΕ επιδιώκει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των Λευκορώσων πολιτών σε μια προσπάθεια εκδημοκρατισμού του κράτους.
Οι σχέσεις της Λευκορωσίας με το ΝΑΤΟ χαρακτηρίζονται από μια στασιμότητα χωρίς σημαντικές εξελίξεις. Με την στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία να είναι ισχυρή, οι επαφές είναι ιδιαίτερα περιορισμένες με την νατοϊκή συμμαχία. Επιπλέον, το ΝΑΤΟ γνωρίζει πολύ καλά ότι οποιεσδήποτε κινήσεις πιθανής ένταξης θα θεωρηθούν από το Κρεμλίνο ως εχθρική πράξη απειλής της ασφάλειας του (όπως με Γεωργία–Ουκρανία). Στις δεκαετίες που πέρασαν, η Λευκορωσία έχει ενταχθεί σε κυριαρχούμενες από την Ρωσία πολυμερείς οργανώσεις, όπως η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση (Eurasian Economic Union, EAEU) και ο Οργανισμός Συνθήκης για τη Συλλογική Ασφάλεια (Collective Security Treaty Organization, CSTO) -την απάντηση της Ρωσίας στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Πιο πρόσφατα, οι δυνάμεις της Λευκορωσίας συμμετείχαν σε ρωσικές στρατιωτικές ασκήσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας επιχείρησης το 2017 που δοκίμαζε την ανταπόκριση των ρωσικών δυνάμεων σε πιθανή σύγκρουση με το ΝΑΤΟ (Mankoff, 2020).
Επίλογος
Παρακολουθώντας τις τελευταίες εξελίξεις, το ενδεχόμενο μιας ρωσικής εμπλοκής στο πλαίσιο μιας «δεύτερης Κριμαίας», αρχίζει να απομακρύνεται ως πιθανό σενάριο. Αυτό φαίνεται να δείχνει και η υποστήριξη του Πούτιν στον Λευκορώσο ομόλογό του στην μετεκλογική περίοδο. Η Λευκορωσία μπορεί να έχει αρκετά κοινά στοιχεία με την Ουκρανία, ωστόσο, έχει και μεγάλες διαφορές, τουλάχιστον όσον αφορά στην πολιτική της προς τη Δύση και το ΝΑΤΟ που απασχολούν την ρωσική πολιτική. Ο Λουκασένκο αισθάνθηκε την απειλή με την ουκρανική κρίση και ως αποτέλεσμα θέλει να αποφύγει πάση θυσία να πάρει μια απόφαση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Ήταν πάντα ευτυχής να είναι σύμμαχος της Ρωσίας, αλλά μόνο ως ηγέτης του δικού του ανεξάρτητου κράτους καθοδηγώντας το στην δική του πορεία.
Το κλειδί για την αντοχή του -όλα αυτά τα χρόνια- ήταν η ικανότητά του να επιβάλλει στο ακροατήριό του εγχωρίως, καθώς και στην Ρωσία, την εικόνα ότι κατέχει κάποια διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στο Κρεμλίνο. Όσο ο Πούτιν δεν βλέπει μια στροφή προς τη Δύση για τους στρατηγικούς του δορυφόρους, τόσο πιο δύσκολο είναι να καταφύγει στην έσχατη επιλογή της στρατιωτικής εμπλοκής. Προφανώς και η υποστήριξη του Πούτιν στο πρόσωπο του Λουκασένκο δεν θα είναι άνευ όρων. Γι’ αυτό το λόγο, μπορεί να εκμεταλλευτεί την χρονική στιγμή για τον σχεδιασμό μιας ήπιας προσάρτησης και άλλων μεταρρυθμίσεων προς όφελος του Κρεμλίνου.
Βιβλιογραφία
Ambrosio, T. (2006) ‘The Political Success of Russia-Belarus Relations: Insulating Minsk from a Color Revolution’, The Journal of Post-Soviet Democratization, 14, pp. 407-434. Available here (Accessed 25 November 2020).
Astapenia, R. (2020) ‘What Belarusians Think About Their Country’s Crisis’, Chatham House–International Affairs Think Tank. Available here (Accessed 24 November 2020).
Astapenia, R. and Balkunets, D. (2016) ‘Belarus-Russia Relations after the Ukraine Conflict’, Ostrogorski Center. Available here (Accessed 21 November 2020).
European Neighborhood Policy And Enlargement Negotiations (2020) European Commission. Available here (Accessed 2 December 2020).
Davidonis, R. (2001) ‘The Challenge of Belarus and European Responses’, The Institute for Security Studies – Western European. Available here (Accessed: 19 November 2020).
Deyermond, R. (2004) ‘The state of the union: military success, economic and political failure in the Russia–Belarus union’, Europe-Asia Studies, 56(8), pp. 1191-1205. Doi: 10.1080/1465342042000308910.
Garnett, S. and Legvold, R. (1999) «Belarus at the Crossroads 1st edn». Washington: Carnegie Endowment for International Peace, 1999, p. 199.
Kofman, M. et al. (2017) ‘Lessons from Russia’s Operations in Crimea and Eastern Ukraine’, RAND Corporation, Santa Monica. Available here (Accessed 18 November 2020).
Malfliet, K., Verpoest, L. and Vinokurov, E. (2007) The CIS, the EU and Russia. Basingstoke: Palgrave Macmillan. Available here (Accessed: 30 November 2020).
Man-Hua, C., Jakub, K. and Michal, T., (2008) ‘Energy Security in Central and Eastern Europe’. Prague: Association for International Affairs (AMO), pp. 38-39. Available here (Accessed 26 November 2020).
Mankoff, J. (2020) «Η Λευκορωσία θα είναι η επόμενη Ουκρανία;» Foreign Affairs – Hellenic Edition, Foreignaffairs.gr. 7 February. Available here (Accessed 1 December 2020).
Marples, D. (2006) ‘Color revolutions: The Belarus case’, Communist and Post-Communist Studies, 39(3), pp. 351-364. Doi: 10.1016/j.postcomstud.2006.06.004 (Accessed 21 November 2020).
Nice, A. (2012) ‘Playing Both Sides: Belarus between Russia and the EU’, German Council on Foreign Relations (DGAP). Available here (Accessed: 24 November 2020).
Casier, T. (2020) ‘The clash of integration processes? The shadow effect of the enlarged EU on its eastern neighbours’, in Malfliet, K., Verpoest, L., and Vinokurov, E. (eds.) The CIS, the EU and Russia. Studies in Central and Eastern Europe. London: Palgrave Macmillan. Available here (Accessed: 30 November 2020).
Trenin, D. (2001) The End of Eurasia: Russia on the Border Between Geopolitics and Globalization 1st edn. Washington D.C: Carnegie Endowment for International Peace.
White, S., McAllister, I., & Feklyunina, V., (2010) ‘Belarus, Ukraine and Russia: East or West?’, The British Journal of Politics and International Relations, 12(3), pp. 344-367. Doi: 10.1111/j.1467-856x.2010.00410.x (Accessed 21 November 2020).