από την Τζένη Οσμενάι, Ερευνήτρια της Ομάδας Οικονομικών Θεμάτων

Ο όρος «πόλεμος της μπανάνας», αρχικά, χρησιμοποιήθηκε, για να περιγράψει τις στρατιωτικές και πολιτικές επεμβάσεις που πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ σε χώρες της  Λατινικής Αμερικής. Οι επεμβάσεις άρχισαν με τη λήξη του αμερικανικού και ισπανικού πολέμου, το 1898, και συνεχίστηκαν μέχρι το 1934, όταν οι ΗΠΑ προχώρησαν στην υιοθέτηση της πολιτικής του «καλού γείτονα». (Jowett, 2018).

Τα τελευταία χρόνια, όμως, ο όρος αναφέρεται περισσότερο στην εμπορική διαμάχη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών χωρών της Λατινικής Αμερικής, ενώ έντονη υπήρξε και η εμπλοκή των ΗΠΑ. Στο παρόν κείμενο, θα αναλυθεί η διένεξη αυτή, αρχικά, αναλύοντας τη σημασία της μπανάνας ως εξαγώγιμου προϊόντος για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και τις πολιτικές της ΕΕ πάνω στο θέμα, ενώ στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι τρεις φάσεις της. 

Η σημασία της μπανάνας για την Λατινική Αμερική.

Η ιστορία της μπανάνας στην Λατινική Αμερική είναι στενά συνδεδεμένη με την United Fruit Company, που το 1899 είχε στην κατοχή της 3,5 εκατομμύρια άκρες για την καλλιέργεια μπανάνας σε Γουατεμάλα, Ονδούρα, Νικαράγουα, Παναμά, Κούβα, Κόστα-Ρίκα, Δομινικανή Δημοκρατία, Κολομβία και Εκουαδόρ και την δεκαετία του 1930 εργάζονταν για αυτήν 90.000 Λατινοαμερικάνοι (Josling & Taylor, 2003). Η καλλιέργεια μπανάνας είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και επικερδής  στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στον παρακάτω πίνακα αναγράφονται οι χώρες με την εντονότερη παρουσία στην Ευρωπαϊκή αγορά κατά την περίοδο 1980-1999.

(Chacón-Cascante & Crespi, 2006) 

Το ενδιαφέρον της Ευρώπης για την αγορά της μπανάνας.

Η θεσμοθέτηση των εισαγωγών της μπανάνας αποτέλεσε θέμα προς συζήτηση, ήδη από την απαρχή της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Το 1957, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη της Ρώμης, τα μελλοντικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας είχαν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά το θέμα των εισαγωγών αυτών. Συγκεκριμένα, η Γερμανία υποστήριζε θερμά την ατελή εισαγωγή,  καθώς είχε ήδη χάσει τις αποικίες της κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με τις αναπτυσσόμενες χώρες που εξήγαγαν μπανάνες. Παράλληλα, και οι χώρες της BENELUX (Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος (Josling & Taylor, 2003). Αντίθετα, η Γαλλία παρήγε μπανάνες στα DOM (υπερπόντιες περιοχές της Γουαδελούπης και της Μαρτινίκας) και διατηρούσε στενές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με πρώην αποικίες της, όπως το Καμερούν, τη Μαδαγασκάρη και την Ακτή Ελεφαντοστού, που εξήγαγαν μπανάνες στη γαλλική αγορά. Η Ιταλία, κρατώντας ακόμη δεσμούς με την πρώην αποικία της, τη Σομαλία, θέλησε να προστατεύσει τα συμφέροντα της. 

Μετά από αρκετές σχετικές διαπραγματεύσεις, κατέληξαν, λοιπόν, όλες σε ένα μοντέλο προσανατολισμένο στις ανάγκες κάθε χώρας. Αποφασίστηκε ότι η Γερμανία θα μπορούσε να εισαγάγει με ποσόστωση, χωρίς να πληρώνει τέλη. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να εισαγάγει ένα ποσοστό, που θα διαμορφωνόταν κάθε χρόνο με βάση τις συνολικές εισαγωγές μπανάνας, με ατελή δασμολόγηση. Η Γαλλία αποφασίστηκε να συνεχίσει να εισάγει ατελώς από τις DOM, το Καμερούν, την Μαδαγασκάρη και την Ακτή Ελεφαντοστού, ενώ για τις υπόλοιπες χώρες θα εφαρμόζονταν δασμολογική πολιτική ύψους 20%. Οι χώρες της BENELUX υιοθέτησαν διαφορετική τακτική, δηλαδή για τα μπανάνες από τις ACP χώρες (του οργανισμού που δημιουργήθηκε το 1975 και αποτελείται από 15 χώρες του Ειρηνικού, 16 από την Καραϊβική εκτός από την Κούβα και 48 χώρες από την υποσαχάρια Αφρική) ίσχυε ατελής εισαγωγή, ενώ για τις υπόλοιπες ίσχυε CET 20% (Josling & Taylor, 2003).

Με την ένταξη της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, η κατάσταση περιπλέχθηκε. Η Ιρλανδία και η Δανία δεν είχαν δεσμούς με χώρες που παράγουν μπανάνες, σε αντίθεση με την 40ετή ιστορία εισαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου από πρώην αποικίες του στην Καραϊβική, όπως την Τζαμάικα, τις Προσήνεμες Νήσους, το Σουρινάμ  και το Μπελίζ. Με την ένταξή του, χρειάστηκε να δημιουργηθεί μια συμφωνία μεταξύ της ΕΟΚ και των χωρών ACP, η συνθήκη του Lomé του 1975. Έτσι, οι μπανάνες από αυτές τις χώρες συνέχισαν να εισάγονται χωρίς τέλη στο ΗΒ, ενώ για τους υπόλοιπους εξαγωγείς υιοθετήθηκε η τακτική της Γαλλίας. Η Δανία και η Ιρλανδία ακολούθησαν το παράδειγμα των BENELUX.

Η Ελλάδα, αν και αρχικά διατηρούσε την οικονομία της κλειστή στις εισαγωγές μπανάνας, καθώς παρήγαγε το προϊόν η ίδια στην Κρήτη, αναγκάστηκε να ανοίξει την οικονομία της και να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γαλλίας. Η Ισπανία και Πορτογαλία έφεραν και αυτές τις δικές τους αλλαγές. Η Ισπανία είχε στενές σχέσεις με τα Κανάρια νησιά από τα οποία και εισήγε μπανάνες, ενώ η Πορτογαλία με την Μαδέρα ακολούθησαν την γαλλική πολιτική (Josling & Taylor, 2003). Όλες οι παραπάνω χώρες είναι τα κράτη μέλη της ΕΕ που υπέγραψαν τον COMB (Common Organisation for the Market in Bananas, CMOB), το 1992. 

Η αρχή των διαβουλεύσεων…

Ο πόλεμος της μπανάνας ξεκίνησε, όταν τον Δεκέμβριο του 1992, η ΕΕ ανακοίνωσε ότι θα υιοθετήσει μια πολιτική δασμολογικής ποσόστωσης για τις εισαγόμενες μπανάνες από τρίτες  χώρες εκτός από τις ACP. Δηλαδή για έως και 857,7 χιλιάδες τόνους μπανάνας από τις ACP δεν θα πληρώνονται δασμοί, ενώ για περισσότερους θα καταβάλλονταν 750€/τόνο. Αντίθετα, για τις μπανάνες από την υπόλοιπη Λατινική Αμερική θα καταβάλλονταν 100€/τόνο για τους πρώτους 2 εκατομμύρια τόνους και 850€/τόνο για τους υπόλοιπους (Patterson, 2001). Το 1991, οι Ευρωπαίοι κατανάλωσαν 2,7 τόνους μπανάνας από την Λατινική Αμερική και, σύμφωνα με το καινούργιο σύστημα, θα μπορούσαν να εισάγονται μόνο 1,35 εκατομμύριο τόνοι. Αυτό είχε ως συνέπεια οι Ευρωπαίοι καταναλωτές να πληρώνουν 700 εκατομμύρια δολάρια περισσότερα το χρόνο, από τα οποία τα 40 να πηγαίνουν στους μεσάζοντες και μόνο τα 30 να πηγαίνουν στους παραγωγούς (Nash, 1995). Για να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους, οι κάτοικοι του Εκουαδόρ έριξαν μπανάνες στην Γαλλική Πρεσβεία, ενώ ο Πρόεδρος του Παναμά ανακοίνωσε ότι δεν μπορούσε να κλείσει τη Διώρυγα σε πλοία με ευρωπαϊκή σημαία, ανεξαρτήτως από τη θέληση των κατοίκων του Παναμά (Brooke, 1993). 

1η φάση 

Τον  Ιανουάριο του 1993, η Κολομβία, η Γουατεμάλα, η Νικαράγουα, η Βενεζουέλα και  η Κόστα Ρίκα ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση να παρευρεθούν μπροστά στην GATT (General Agreement on Tariffs and Trade, τον Διεθνή Οργανισμό που στοχεύει στην εξάλειψη  των ποσοστώσεων και την μείωση των δασμών), ώστε να εκφράσουν την δυσαρέσκεια τους για το COMB, που είχε ψηφιστεί από το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ, τον Δεκέμβριο του 1992 (Josling & Taylor, 2003). Ωστόσο, η πρώτη αναφορά δεν λήφθηκε ποτέ υπόψη, καθώς η ΕΕ ισχυρίστηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές (Simi & Kaushik, 2008).

2η φάση 

Οι ίδιες πέντε χώρες ζήτησαν δεύτερη ακρόαση στην GATT, το Φεβρουάριο του 1993, ισχυριζόμενες ότι ο COMB  παραβιάζει το άρθρο 1 της GATT, δηλαδή την αρχή MFN (ρήτρα που απαιτεί εν προκειμένω από την ΕΕ να παρέχει στις χώρες της Λατινικής Αμερικής  τα ίδια προνόμια  που παρέχουν και στα υπόλοιπα μέλη του WTO), καθώς η ΕΕ έδειχνε προτίμηση στις ACP χώρες. Ακόμη, ισχυρίστηκαν παραβίαση του άρθρου 3, της αρχής εθνικής μεταχείρισης, καθώς η Ένωση έκανε διακρίσεις υπέρ των ευρωπαίων παραγωγών, αλλά και των άρθρων XI και XIII  για την απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών. Η GATT συμφώνησε με αυτά τα κράτη και ζήτησε από την ΕΕ να αλλάξει το COMB, ώστε να βρίσκεται σε συμφωνία με τους κανόνες της. Λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία της, η ΕΕ αγνόησε τις επιθυμίες της GATT και  έπεισε 4 από τις 5 χώρες, πλην της Γουατεμάλα, να συνάψουν μια συμφωνία γνωστή ως Framework  Agreement. Η ΕΕ αύξησε την δασμολογικη ποσόστωση από 2 εκατομμύρια τόνους σε 2.1, το 1994, και σε 2.2, το 1995 (Simi & Kaushik, 2008).

3η φάση 

Το 1995, η Ονδούρα, το Εκουαδόρ, η Γουατεμάλα, το Μεξικό και οι ΗΠΑ ζήτησαν να διεξαχθεί διαβούλευση με την ΕΕ, αλλά αυτήν την φορά μέσα στα πλαίσια του ΠΟΕ.

Ο ΠΟΕ, τον Σεπτέμβριο του 1996,  αποφάσισε τη μη συνομολόγηση του νέου COMB λόγω της δασμολογικής ποσόστωσης για τις χώρες, που αντιτίθενται στο άρθρο 13 της GATT σχετικά με τις διακρίσεις αλλά και στα άρθρα 1, 2, 3 και 17 (WTO, 2005). Η ΕΕ, τότε, εξέδωσε έναν καινούργιο COMB, χωρίς όμως να πετύχει συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών, με αποτέλεσμα, τον Δεκέμβριο του 1998, τα τελευταία να ζητήσουν από το όργανο επίλυσης διαφορών του  ΠΟΕ να εξετάσει την συμφωνία του καινούργιου COMB με τους κανόνες του ΠΟΕ (Josling & Taylor, 2003). 

Ο ρόλος των ΗΠΑ, σε όλες τις φάσεις των διαβουλεύσεων, ήταν καταλυτικός. Ο CEO της Chiquita, Carl Lindner, ήταν αυτός που άρχισε να πιέζει την αμερικανική κυβέρνηση να εμπλακεί, πιο συγκεκριμένα το USTR (Office of the United States Trade Representative). Παράλληλα, δώρισε 1 εκατομμύριο δολάρια στις πολιτικές καμπάνιες των δύο κομμάτων, το 1993 και 1994. Τον Αύγουστο του 1994, δώδεκα γερουσιαστές, συμπεριλαμβανομένου και του  B. Dole (υποψήφιος για την Προεδρία και σύμφωνα με τον Sanger (1995), χρησιμοποιούσε τα ιδιωτικά αεροπλάνα που ανήκαν στον Linder, για να παρευρεθεί στις καμπάνιες του) έγραψαν στο USTR εκφράζοντας ότι θα έπρεπε να εφαρμόσουν την ενότητα 301 του αμερικανικού εμπορικού νόμου του 1974 (που εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο να υποβάλει κατάλληλα μέτρα για την κατάργηση μιας πρακτικής στην συγκεκριμένη περίπτωση που περιορίζει το εμπόριο των ΗΠΑ) και παρακινούσαν το USTR να ερευνήσει τη ζημία που ο COMB είχε στις εταιρείες, όπως η United Fruit Company. Έτσι, τον Οκτώβρη του 1994, το USTR ανακοίνωσε ότι θα ερευνήσει τον COMB. H ίδρυση του ΠΟΕ, η εμπορική διαφορά των ΗΠΑ και της ΕΕ αναφορικά με το βόειο κρέας με ορμόνες (σύμφωνα με τους Simi & Kaushik (2008), η ΕΕ δεν ήταν σύμφωνη στην εισαγωγή hormone-treated beef, καθώς ανησυχούσε για τις επιπτώσεις του όσον αφορά στον καρκίνο), η συμπάθεια προς τις χώρες της Καραϊβικής, που πλήττονταν από τον COMB και η επιρροή της Chiquita ήταν μερικοί από τους λόγους που οι ΗΠΑ συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις του 1995 (Josling & Taylor, 2003). Οι ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να πείσουν την Ευρώπη να αλλάξει τον COMB, απείλησαν ότι θα εφαρμόσουν 100% εισαγωγικό δασμό σε ευρωπαϊκά εισαγόμενα προϊόντα, όπως τα γαλλικά τυριά, τσάντες από την Γαλλία, το κασμιρ από την Σκωτία, το pecorino από την Ιταλία, και 300% εισαγωγικό δασμό στο ροκφόρ, ζημιώνοντας τις εξαγωγές από την ΕΕ για 520 εκατομμύρια  δολάρια ετησίως (Stewart, 2018). Τον Απρίλιο του 1999, ο ΠΟΕ επέτρεψε στις ΗΠΑ να επιβάλλουν κυρώσεις ύψους 191.4 εκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο σε ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονταν στην αμερικανική αγορά. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου, το Εκουαδόρ επέβαλε, επίσης, κυρώσεις ύψους 201.6 εκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο σε ευρωπαϊκές εισαγωγές. 

Το 2001, η ΕΕ, αδυνατώντας να συμφωνήσει με τις εμπλεκόμενες χώρες σχετικά με τη δασμολογική πολιτική, αποφάσισε η καινούργια δασμολογική ποσόστωση να ανέρχεται σε 230€/τόνο και οι μπανάνες από τις ACP να εισάγονται χωρίς δασμούς μέχρι το 2007. Αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής ισχυρίχθηκαν ότι αυτή η τιμή δεν διατηρεί την υπάρχουσα πρόσβαση στην αγορά για τις μη-ACP χώρες, με τον ΠΟΕ να συμφωνεί. Έτσι, η ΕΕ άλλαξε την τιμή σε 187€/τόνο, αλλά οι διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν, καθώς δεν μπορούσε να βρεθεί μια αποδεκτή λύση (WTO, 2005). Έτσι, από την 1η Ιανουαρίου 2006, η ΕΕ υιοθέτησε σύστημα ενιαίας δασμολόγησης, όπου οι εισαγόμενες μπανάνες από χώρες MFN θα πληρώνουν έναν δασμό αξίας 176€/τόνο. Στις 15 Δεκεμβρίου 2009, η ΕΕ υπέγραψε συμφωνία με τις MFN και τις ΗΠΑ, ορίζοντας μέχρι το 2017 τον δασμό σε 114€/τόνο (De Pablo, Giacinti Battistuzzi & Garcia Azcarat, 2015).

Συνέπειες

Η παραγωγή μπανάνας στις ACP χώρες μαζί με τη παραγωγή της ΕΕ αντιστοιχεί μόνο στο 1.09% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ οι εξαγωγές αντιστοιχούν μόνο στο 17,5% της παραγωγής τους. Συγκεκριμένα, παραπάνω από το 70% της μπανάνας που πωλείται στην ΕΕ προέρχεται από χώρες της Λατινικής Αμερικής, το 20% από τις ACP και το υπόλοιπο από άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, τα Κανάρια νησιά και οι DOM (EU Parliament, 2011). Οι τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά το διάσημα 1993-2003 αυξήθηκαν κατά 3.7% σε μέσο όρο κάθε χρόνο (COGEA, 2005). Μετά σταθεροποιηθηκαν, αν και το FOB (το κόστος μεταφοράς των εμπορευμάτων βαρύνει τον πωλητή) αυξήθηκαν, αλλά γενικότερα, το μεταφορικό κόστος μειώθηκε και το commercial gap (διαφορά μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της τιμής κατανάλωσης) περιορίστηκε (De Pablo, Giacinti Battistuzzi & Garcia Azcarate, 2015).

Ακόμη, το 2000 υπογράφηκε η συμφωνία της Κοτονού μεταξύ της ΕΕ και των 79 χωρών της ACP. Στόχος ήταν ο περιορισμός της φτώχειας και η διευκόλυνση της προοδευτικής ενσωμάτωσης των αντίστοιχων εθνικών οικονομιών στην παγκόσμια οικονομία. Η συνθήκη έληξε τον Φεβρουάριο του 2020, αλλά η εφαρμογή της παρατάθηκε έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση της συμφωνίας άρχισαν το 2018 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα (Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2020). Το 2009, η ΕΕ αποφάσισε να προσφέρει 190 εκατομμύρια ευρώ σε όλες τις χώρες της ACP, ελπίζοντας ότι θα τις βοηθήσει να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση του 2008 και την απώλεια εσόδων από την εφαρμογή της ενιαίας  δασμολόγησης (Fridell, 2010).

Η λήξη του πολέμου της μπανάνας δεν σηματοδότησε και την λήξη των εμπορικών διαμαχών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την εφαρμογή δασμών σε ευρωπαϊκές εξαγωγες αλουμινίου και χάλυβα το 2018 (Bel, 2020),  την εφαρμογή της ενότητας 301 το καλοκαίρι του 2020 από το USTR  με σκοπό τη διερεύνηση  του  Digital Services Tax (DST) (Bunn, 2020) και την εφαρμογή δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα από τις ΗΠΑ αξίας 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εξαιτίας  της διαμάχης Airbus-Boeing, από την ΕΕ με την υποστήριξη του ΠΟΕ (Pandey, 2020).

Βιβλιογραφία και Χρήσιμο Υλικό

Jowett, P. 2018. Latin American Wars 1900–1941: «Banana Wars» Border Wars & Revolutions (Men-at-Arms). Osprey Publishing. pp. 6.

Josling, T.E. & Taylor, T.G. 2003.  Banana Wars: The Anatomy of a Trade Dispute. CABI. 1st edn.

Chacón-Cascante, A. & Crespi, J.M. 2006.  HISTORICAL OVERVIEW OF THE EUROPEAN UNION BANANA IMPORT POLICY. Agronomia Costarricense.

Simi T.B. & Kaushik, A. 2008. THE BANANA WAR AT THE GATT/WTΟ.  CUTS Centre for International Trade, Economics and Environment. Briefing Paper No 1. Διαθέσιμο εδώ.

Patterson, E. 2001. “The US-EU Banana Dispute”. American Society of International Law. Volume 6, Issue 4. Διαθέσιμο εδώ.

Nash, N.C.  1995. “Lowly Banana Has a High Profile in a Trade Dispute.”. The New York Times. Διαθέσιμο εδώ.

Brooke, J. 1993.  “A Forbidden Fruit in Europe: Latin Bananas Face Hurdles”.  The New York Times. Διαθέσιμο εδώ .

WTO, 2005.  “BANANAS Discussions continue on a long-standing issue.” HONG KONG WTO MINISTERIAL 2005: BRIEFING NOTES. Διαθέσιμο εδώ

Stewart. J.B. 2018. What Trump Should Learn From the ‘Banana War’. The New York Times. Διαθέσιμο εδώ.

De Pablo, J., Giacinti Battistuzzi, M.A. & Garcia Azcarat, T., 2015. «BANANA WAR» AND WORLD TRADE CHANGES”, International Journal of Food and Agricultural Economics. Vol. 3 No. 2, Special Issue, 2015, pp. 51-62  

Sanger, D.E. 1995. “Dole at Forefront of Trade Battle To Aid Donor’s Banana Empire”. The New York Times. Διαθέσιμο εδώ.

EU Parliament. 2011. “End 16-year banana war, says International Trade Committee”. Διαθέσιμο εδώ.

COGEA, 2005. “Évaluation de l’Organisation Commune de Marché (OCM) dans le secteur de la banane.” Διαθέσιμο εδώ.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2020. Συμφωνία του Κοτονού.  Διαθέσιμο εδώ.

Fridell, G. 2010. The Case Against Cheap Bananas: Lessons from the EU-Caribbean Banana Agreement. Trent University, Canada. Vol.37. Issue 3. Διαθέσιμο εδώ.

Bel, E. 2020. Relaunching the transatlantic trade agenda: a European perspective, Atlantic Council. Διαθέσιμο εδώ.

Bunn, D. 2020. The U.S. Trade Representative Expands Its Digital Services Tax Investigations, Tax Foundation. Διαθέσιμο εδώ.

Pendey, A. 2020. Airbus-Boeing WTO dispute: What you need to know. DW.  Διαθέσιμο εδώ.

République Française, Vie publique. Que sont les départements et les régions d’outre mer? . Διαθέσιμο εδώ.

Organisation of African, Caribbean and Pacific States. Home. Διαθέσιμο εδώ.

Britannica. General Agreement on Tariffs and Trade. Διαθέσιμο εδώ.

Investopedia. Most-Favored-Nation Clause. Διαθέσιμο εδώ.

Global Negotiator. Common external tariff. Διαθέσιμο εδώ.