της Στέλλας Μίτιλη, Ερευνήτριας της Ομάδας Κοινωνικών Ζητημάτων
Τα τελευταία χρόνια και ιδίως από το 2015 είναι γνωστή η μεγάλη εισροή προσφύγων/μεταναστών στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα (με κύρια αιτία τις ένοπλες συρράξεις, αλλά όχι μόνο), γεγονός που έχει προκαλέσει πλήθος προβληματισμών. Σύμφωνα με τη σχετική διεθνή εμπειρία, οι κοινωνίες υποδοχής μετασχηματίζονται από τη μαζική είσοδο των νεοεισερχομένων πληθυσμών ως προς τη δημογραφική τους σύνθεση και τις θεσμικές τους δομές.
Μεταξύ των πιο σημαντικών ζητημάτων αναδεικνύεται αυτό της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία, με ειδικότερη περίπτωση εκείνη των μεταναστών της δεύτερης γενιάς, η οποία καθορίζει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των μεταναστευτικών ροών περισσότερο από αυτή των γονέων τους, που αποτελούν κατά κανόνα μια σχετικά ομοιογενή ομάδα με μεγάλη γεωγραφική και ενδο-επαγγελματική κινητικότητα. Αυτά τα παιδιά φοιτούν πλέον στα ελληνικά σχολεία και αρχίζουν να εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Μολονότι τα παιδιά των μετακινουμένων, που γεννήθηκαν στη χώρα υποδοχής των γονέων τους, δεν βίωσαν άμεσα την κατάσταση αυτή με την έννοια της γεωγραφικής μετακίνησης, την βιώνουν καθημερινά μέσα από τη σχέση με τους γονείς και τη ζωή τους στην κοινωνία υποδοχής, έχουν δηλαδή μία «διπλή εμπειρία συνόρων»· αυτή των «διεθνών συνόρων» μέσα από τα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν από την έλλειψη της υπηκοότητας στη χώρα υποδοχής των γονέων και αυτή των «εσωτερικών συνόρων των πόλεων», καθώς η πλειονότητα των παιδιών αυτών ανήκουν στα αδύναμα οικονομικά στρώματα, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν όλους τους αποκλεισμούς και τις δυσκολίες που οφείλονται στην ταξική τους θέση, φέροντας την πρόσθετη επιβάρυνση της έλλειψης υπηκοότητας.
Η εκπαιδευτική τους ενσωμάτωση αποτελεί ένα από τα πλέον σύνθετα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, καθώς, μάλιστα, στην πλειονότητά τους, δεν εισέρχονται «καλεσμένοι» στη χώρα υποδοχής, αλλά παράτυπα. Η πολλαπλότητα και ετερογένεια των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών, παράλληλα με τα προβλήματα που προκύπτουν από τις νέες εκπαιδευτικές ανάγκες (διά βίου εκπαίδευση και επιμόρφωση) και τις αλλαγές στην αγορά εργασίας (ευελιξία των μορφών απασχόλησης, υποαπασχόληση), καθιστούν την πολυπληθή πλέον δεύτερη γενιά σημαντικό παράγοντα προσδιορισμού της κοινωνικής συνοχής. Η διαχείριση του σύνθετου αυτού φαινομένου αντανακλά και τις εκάστοτε πολιτικές των χωρών υποδοχής, η δέ ένταξη (ή η προσπάθεια άλλων χωρών αφομοίωσης) των ατόμων αυτών στην κοινωνία υποδοχής περιλαμβάνει ένα σύνολο διαδικασιών, που διαφοροποιούνται, ειδικά όταν πρόκειται για τη δεύτερη γενιά μεταναστών, καθώς η γενιά αυτή βρίσκεται σε μια διαδικασία βαθμιαίας οικονομικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης και η πρόοδός της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών).
Η έννοια του «μετανάστη»
Κρίνεται χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι καταρχήν και καταρχάς στο διεθνές δίκαιο δεν ορίζεται ο «μετανάστης». Ούτε στη Διεθνή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων Όλων των Εργαζομένων Μεταναστών και των Μελών των Οικογενειών τους (CMW 1990, την οποία η χώρα μας δεν έχει καν υπογράψει), αλλά ούτε και το πρόσφατα υιοθετημένο Παγκόσμιο Σύμφωνο για τους Μετανάστες (Global Compact for Safe, Orderly and Regular Migration 2018, A/RES/73/195) περιέχει σχετικό ορισμό. Μόνη έννοια που ορίζεται διεθνώς ήδη από το 1951 είναι ο «πρόσφυγας» (Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων).
Πάντως, σε επίπεδο ρητορικής, η έννοια του μετανάστη (προφανώς λανθασμένα) φαίνεται να συμπεριλαμβάνει αφενός αυτούς που φεύγουν με σκοπό την αναζήτηση καλύτερων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών ζωής, αφετέρου και όσους εξαναγκάζονται να φύγουν λόγω πολέμου ή εμφύλιων συρράξεων, αλλά και άλλων συνθηκών σε μια προσπάθεια διαφυγής από ακραίες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, απειλές της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητας και διώξεις. Αυτή η ορολογική σύγχυση επιλύεται νομικά με τη χρήση του όρου «πρόσφυγας» για τους μετακινούμενους της δεύτερης κατηγορίας, ενώ ο όρος «οικονομικός/εργαζόμενος μετανάστης» ή/και σκέτο «μετανάστης» για τους πρώτους, με συναφή το διαχωρισμό τους σε «νόμιμους» ή «παράνομους/λαθρομετανάστες» (πλέον παράτυπους) (Παπασιώπη-Πασιά Ζ., 2015).
Ειδικότερα, ως «δεύτερη γενιά» (μολονότι ο όρος θεωρείται κατά ορισμένους αδόκιμος, Παλαιολόγου, 2010) θεωρούνται τα άτομα που α) έχουν τουλάχιστον έναν γονέα υπήκοο τρίτης χώρας που είτε γεννήθηκε στην Ελλάδα είτε έχει μεταναστεύσει σε αυτή σε μικρή ηλικία, διαμένει νόμιμα στη χώρα, β) χωρίς ελληνική ιθαγένεια και γ) έχει ενταχθεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου).
Οι θεωρίες και τα μοντέλα πολυπολιτισμικότητας διεθνώς και η διαχείριση και οι πρακτικές των κρατών
Αναφορικά, λοιπόν, με την Ευρώπη, η δημόσια συζήτηση για τη δεύτερη γενιά έχει πάρει μια δραματική τροπή τα τελευταία χρόνια. Οι ταραχές στη Γαλλία, με τη συμμετοχή κυρίως Αλγερινών και Μαροκινών νέων δεύτερης γενιάς, οδήγησαν το ρεπουμπλικανικό μοντέλο σε βαθιά κρίση. Στις Κάτω Χώρες, ο σχετικά υψηλός αριθμός Ολλανδών Μαροκινών μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο και το υψηλό ποσοστό εγκληματικότητας στους Μαροκινούς δεύτερης γενιάς συνηγορούν στη διατύπωση ισχυρισμών για αποτυχία της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Στη Γερμανία, παρόμοιες ανησυχίες για την τουρκική δεύτερη γενιά πυροδότησαν μια συζήτηση για την ύπαρξη μιας ξεχωριστής κοινωνίας, που αποτελείται από σχεδόν δύο εκατομμύρια Τούρκους που ζουν σε έναν παράλληλο κόσμο, αποκομμένοι από την ευρύτερη γερμανική κοινωνία. Η συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αντίθετα, κυριαρχούνταν πολύ περισσότερο από το ζήτημα των παράνομων/παράτυπων μεταναστών. Ωστόσο, οι αρνητικές συσχετίσεις γύρω από τη δεύτερη γενιά ήταν κυρίως περί των εγκλημάτων, των συμμοριών και της εφηβικής εγκυμοσύνης.
Τέτοια γεγονότα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οδηγούν σε ισχυρισμούς περί μη ενσωμάτωσης τμημάτων κοινοτήτων μεταναστών και τα προβλήματα αυτά έρχονται να ερμηνεύσουν τα παρακάτω μοντέλα πολυπολιτισμικότητας, τα οποία -πρέπει να σημειωθεί- ποικίλλουν στον αριθμό και το περιεχόμενο ανά τις θεωρίες. Σύμφωνα με την γενική ιδέα της «κλασικής θεωρίας αφομοίωσης», οι διακρίσεις σε εθνικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο μειώνονται με την πάροδο του χρόνου καθώς οι εθνοτικές ομάδες αρχίζουν να υιοθετούν τις κοινωνικές και πολιτιστικές πρακτικές της πλειοψηφίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διαδικασία αυτή είναι γραμμική και χωρίς δυσκολίες, καθώς μέρος της δεύτερης γενιάς παραμένει δυσαρεστημένο με την υποδοχή της κοινωνίας ή δεν καταφέρνει να ενταχθεί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί αυτό το μοντέλο από έναν αριθμό μελετητών στις ΗΠΑ, λόγω των θεμελιωδών οικονομικών αλλαγών στην κοινωνία από τη διατύπωση της εν λόγω θεωρίας, αλλά και της αυξανόμενης διάκρισης των μεταναστών με γνώμονα την κοινωνική τάξη και εθνικότητα (Portes A. και Rumbaut R., 2005).
Νέες θεωρητικές προοπτικές εμφανίστηκαν, το 1990. στις ΗΠΑ, για να αντικατοπτρίσουν αυτήν την άποψη, ξεκινώντας με την σκέψη της «παρακμής της δεύτερης γενιάς» (Gans H., 1992) και την θεωρία της «τμηματοποιημένης αφομοίωσης» (Portes A. και Zhou M. 1993). Και οι δύο ιδέες εξέφρασαν ένα δικαιολογημένο βαθμό απαισιοδοξίας για το μέλλον ορισμένων νεαρών μεταναστών γεννημένων στις ΗΠΑ, υποθέτοντας ότι θα μπορούσαν να έρθουν αντιμέτωποι με αυτό που περιγράφεται ως «καθοδική κινητικότητα» στις αστικές υποκατηγορίες, με τη μόνιμη φτώχεια να αποτελεί μια σημαντική πιθανότητα. Η ιδέα ότι οι άνθρωποι «αφομοιώνονται» σε περισσότερο περιθωριοποιημένα τμήματα της κοινωνίας είναι χρήσιμη, για να γίνει κατανοητό ότι η ενσωμάτωση της δεύτερης γενιάς μπορεί να έχει διαφορετικές μορφές. Ενώ μέσω της εκπαίδευσης και, σε μικρότερο βαθμό, στο χώρο εργασίας υπάρχει η δυνατότητα «επίσημης ενσωμάτωσης» της δεύτερης γενιάς, οι πιο ανεπίσημες εμπειρίες τους εκτός σχολείου ή εργασίας μπορεί να είναι πιο σημαντικές, ειδικά εάν έχουν μείνει απογοητευμένοι από την ελλιπή μόρφωση ή τη χαμηλόμισθη και χαμηλού επιπέδου απασχόληση, και ιδίως όταν οι μετανάστες γονείς είναι ανίκανοι -λόγω φτωχών γλωσσικών δεξιοτήτων και περιορισμένης γνώσης του νέου πολιτισμού- να ελέγχουν τον τρόπο ενσωμάτωσης των παιδιών τους -μια διαδικασία που έχει περιγραφεί ως «δυσαρμονική ενσωμάτωση» (Portes A., 1997).
Μια πιο αισιόδοξη προσέγγιση της θεωρίας της «τμηματοποιημένης αφομοίωσης» υποστηρίζει ότι η κοινωνικοοικονομική πρόοδος στην ασιατική δεύτερη γενιά επιτυγχάνεται με τη διατήρηση των παραδόσεων και των αξιών της κοινότητας των μεταναστών. Η κοινωνική ανέλιξη μέσω της εθνικής συνοχής, όπως παρατηρήθηκε στην κοινότητα Πουντζάμπ Σιχ στη βόρεια Καλιφόρνια, αναιρεί τη θεωρία της κλασικής αφομοίωσης. Εκεί πολλοί μετανάστες Πουντζάμπ, παρά την ταπεινή κοινωνική τους προέλευση και απέναντι σε εμφανείς φυλετικές διακρίσεις από τους ντόπιους λευκούς κατοίκους, πέτυχαν οικονομικά, σεβόμενοι τις γονικές και κοινοτικές αξίες και μη υιοθετώντας, όπως κάποιοι γονείς φοβούνταν, μορφές «αντιθετικής κουλτούρας» που θα επηρέαζαν αρνητικά την εκπαίδευσή τους (Gibson M. A., 1989).
Η νέα θεωρία αφομοίωσης υποστηρίζει, σε αντίθεση με την τμηματοποιημένη θεωρία αφομοίωσης, ότι κυρίαρχο ρεύμα παραμένει η «εξομοίωση ευθείας γραμμής» («πλεονέκτημα της δεύτερης γενιάς») (Kasinitz P. et al., 2008). Όπως επιβεβαιώνει μια σημαντική μελέτη στη Νέα Υόρκη, η στάση των γονέων που αντιστέκονται στην αμερικανικοποίηση για τα παιδιά τους, την οποία η θεωρία της τμηματοποιημένης αφομοίωσης έχει δείξει ως μια πιθανή πορεία για την κοινωνική άνοδο μεταξύ των ασιατικών ομάδων, μπορεί να καταλήξει στο τέλος στην «κλασική αφομοίωση», όταν οι νέοι φτάσουν στην ενηλικίωση και μεταβούν στη μεσαία τάξη. Τα μαθήματα ζωής που θα πάρουν ως ενήλικες μπορεί να γεφυρώσουν το χάσμα στους ισχυρισμούς μεταξύ της νέας και της τμηματοποιημένης θεωρίας αφομοίωσης.
Μια έρευνα για τις ομάδες δεύτερης γενιάς στην Ευρώπη βασίστηκε τόσο στη νέα, όσο και στην τμηματοποιημένη θεωρία αφομοίωσης, για να βοηθήσει στην περιγραφή των προτύπων ενσωμάτωσης και κινητικότητας της ευρωπαϊκής δεύτερης γενιάς. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στους δύο εναλλακτικούς «τρόπους ενσωμάτωσης», δηλαδή την κατώτερη κοινωνικά αφομοίωση και την κοινωνική άνοδο μέσω της εθνικής συνοχής. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό αντανακλά την αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ, αφενός των νέων μεταναστών που επιτυγχάνουν και αφετέρου του σχετικά υψηλού αριθμού μεταναστών που εγκαταλείπουν το σχολείο και αποτυγχάνουν να βρουν ασφαλή απασχόληση. Τα πιο πρόσφατα δεδομένα του Teaching Immigration in European Schools (TIES), ωστόσο, δείχνουν ότι δεν πρόκειται απλώς για μια περίπτωση όπου μια ομάδα ξεπερνάει μία άλλη. Χαρακτηριστικά της δεύτερης γενιάς Τούρκων και Μαροκινών στην Ευρώπη αποτελούν το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και το υψηλό ποσοστό εγκατάλειψης, ενώ την ίδια στιγμή μια παρόμοια μεγάλη ομάδα μεταβαίνει σε μια ανώτερη εκπαίδευση. Και οι δύο πραγματικότητες φαίνεται να υπάρχουν εντός των εθνοτικών ομάδων. Πράγματι, μια προηγούμενη κριτική της θεωρίας της «τμηματοποιημένης αφομοίωσης» αναφερόταν στην ανεπαρκή προσοχή που έδινε στις εσωτερικές διαφορές εντός των εθνικών ομάδων (Crul M. και Vermeulen H., 2003b).
Οι ομάδες εθνικών μειονοτήτων στην Ευρώπη, όπως οι Τούρκοι, οι Μαροκινοί, οι Αλγερινοί ή οι Πακιστανοί, διαμένουν (μάλλον) δυσανάλογα σε πιο υποβαθμισμένες περιοχές, όπου τα σχολεία είναι πιο πιθανό να έχουν λιγότερους πόρους, περισσότερα πειθαρχικά ζητήματα και ταχύτερη εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας. Αυτό αντηχεί μερικές από τις ιδέες των εκδοχών της «καθοδικής κινητικότητας» στην τμηματοποιημένη θεωρία αφομοίωσης. Οι κατοικημένες περιοχές στις ευρωπαϊκές πόλεις, ωστόσο, δεν είναι συγκρίσιμες σε κλίμακα ή σε όρους των κοινωνικών τους προβλημάτων με τα γκέτο των ΗΠΑ, όπου η προοπτική της αφομοίωσης στα κατώτερα στρώματα φαίνεται ως η καλύτερη δυνατή (Portes A. και Zhou M., 1993). Αυτή η απαισιόδοξη προοπτική για άτομα που κατοικούν σε «γκέτο» υπήρξε η πηγή κάποιων πρόσφατων κριτικών (Waldinger R., 2007), οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι Μεξικανοί δεύτερης γενιάς, παρά τις προβλέψεις για το αντίθετο, εντάσσονται σιγά σιγά στην «εργατική τάξη» της Αμερικής, παρά τις μειωμένες δυνατότητές τους και των γονέων τους και συγκριτικά καλύτερα από εκείνους -μια άλλη μορφή ενσωμάτωσης της δεύτερης γενιάς.
Ωστόσο, η αμερικανική θεωρητική συζήτηση δεν φαίνεται να έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη σημασία του εθνικού πλαισίου, όπου οι μετανάστες και τα παιδιά τους ζουν και εργάζονται, και περιορίστηκε στη σύγκριση διαφορετικών (εθνοτικών) ομάδων στο ίδιο εθνικό πλαίσιο, με ελάχιστες συγκριτικές μελέτες για την ένταξη των παιδιών μεταναστών ανά τις χώρες. Αυτή έγινε περισσότερο κατανοητή στην Ευρώπη, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές γειτονικές χώρες, οι οποίες, αν και οικονομικά συνδεδεμένες, είναι δομημένες πολύ διαφορετικά. Αξιοσημείωτη κρίνεται η σύγκριση των Τούρκων της δεύτερης γενιάς σε 13 πόλεις 7 ευρωπαϊκών χωρών από το διεθνές συγκριτικό πρόγραμμα TIES, όπου και εντοπίζονται μερικές σημαντικές διαφορές στα αποτελέσματα (Crul M. και Schneider J., 2010). Ενώ στις γαλλικές πόλεις σχεδόν το 1/3 των Τούρκων δεύτερης γενιάς μετακινούνται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στις γερμανικές πόλεις το ποσοστό αυτό ανέρχεται μόλις στο 1/10. Από την άλλη πλευρά, η ανεργία των νέων μεταξύ των δεύτερης γενιάς Τούρκων στη Γαλλία είναι υψηλότερη από ό,τι στη Γερμανία. Μια σειρά από εκπαιδευτικές θεσμικές ρυθμίσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των παραπάνω αποτελεσμάτων. Η έγκαιρη παρακολούθηση μαθημάτων στο σχολείο, οι πλήρεις ημέρες του σχολείου και η αργή επιλογή είναι σημαντικές για τη σχολική επιτυχία των Τούρκων δεύτερης γενιάς στη Γαλλία, όχι όμως και την επαγγελματική, όπου ένα δίπλωμα κρίνεται ανεπαρκές. Το σύστημα μαθητείας στη Γερμανία, από την άλλη, διαγράφει τον δρόμο προς την εργασία, χωρίς να καθίσταται αυτονόητο ότι τα ολοκληρωμένα σχολικά συστήματα είναι πιο αποδοτικά από τα στρωματοποιημένα συστήματα.
Όσον αφορά στις ΗΠΑ, σύμφωνα με μια διεθνή ευρωπαϊκή σύγκριση αμφισβητείται το αν οι διαφορές στα αποτελέσματα των εκάστοτε ομάδων είναι η αντανάκλαση των αμερικανικών εκπαιδευτικών και επαγγελματικών θεσμικών ρυθμίσεων ή τα ειδικά χαρακτηριστικά των κύριων εθνικών/εθνοτικών ομάδων τους. Αν μια ορισμένη ομάδα ζει σε μια φτωχική γειτονιά σε μια μεγάλη αμερικανική πόλη με δημόσια σχολεία χαμηλής ποιότητας, τα παιδιά τους θα έχουν μικρή πιθανότητα να εισέλθουν σε (διάσημα) κολέγια. Οι ακραίες διαφορές στη ποιότητα των σχολείων είναι τυπικά χαρακτηριστικά των αμερικανικών θεσμικών ρυθμίσεων στην εκπαίδευση (Crul M. και Holdaway J., 2009).
Ένα παρόμοιο επιχείρημα σχετικά με την στόχευση των ΗΠΑ στις αμερικανικές θεωρίες αφομοίωσης αφορά στην επιρροή των εθνικών λόγων στη διαμόρφωση των ιδανικών της αφομοίωσης, οι οποίες διαφέρουν πολύ μεταξύ των χωρών. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη συζήτηση των ΗΠΑ η ιδέα της «αφομοίωσης» σχηματίζεται με βάση την αναγκαιότητα μιας χώρας, που αποτελείται από ομάδες μεταναστών διαφορετικής προέλευσης, να δημιουργηθούν κοινοί παρονομαστές. Αντίθετα, στις σκανδιναβικές χώρες, η διατήρηση ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας και το ιδανικό της καταπολέμησης των ανισοτήτων είναι αυτά που υπογραμμίζουν τους κύριους στόχους της ενσωμάτωσης. Αν συνδυαστεί το παραπάνω παράδειγμα τόσο με τη διαφορετική λογική και διαχείριση των ΗΠΑ (π.χ. στη θρησκεία), όσο και με τους κανονιστικούς στόχους που θέτουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γίνεται φανερό πως υπάρχουν επιπτώσεις στο πώς επιλέγονται και κρίνονται οι δείκτες αφομοίωσης για τη δεύτερη γενιά (Foner N. και Alba R., 2008).
Η εκπαιδευτική ένταξη της 2ης γενιάς μεταναστών στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, κρίσιμο κρίνεται το ζήτημα της ένταξης της δεύτερης γενιάς μεταναστών στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις ανά τις χώρες στην Ευρώπη ως προς τις στρατηγικές ένταξης της δεύτερης γενιάς μεταναστών που ακολουθούν. Ωστόσο, ένας από τους κοινούς άξονες, στους οποίους εδράζονται αυτές, αφορά στην εκπαίδευση και τον ρόλο της στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και στην διαμόρφωση ενός κοινού-ομοιογενούς συστήματος ενσωμάτωσης της δεύτερης γενιάς (Παύλου Μ., 2006).
Είναι προφανές ότι τα παιδιά των μεταναστών βρίσκονται αντιμέτωπα με μία μεγάλη πρόκληση, καθώς καλούνται να μεγαλώσουν σε ένα περιβάλλον που είναι ξένο είτε για εκείνα είτε για τους γονείς τους. Ο βαθμός που θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στην πρόκληση αυτή και να ενταχθούν επιτυχώς στο νέο τους περιβάλλον εξαρτάται αρκετά από την επίδοσή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα και την ευχέρειά τους στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, καθώς και από τις πολιτικές που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται προς τις κατευθύνσεις αυτές.
Η νέα πραγματικότητα θέτει κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τόσο στη «διαχείριση» της ετερότητας, όσο και στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς. Σε μια εποχή που σημειώνεται σταθερή αύξηση του αριθμού των μαθητών που είναι τέκνα μεταναστών -μέχρι πριν λίγα χρόνια 130.000- η ελληνική Πολιτεία έχει προβεί σε μια σειρά ενεργειών, προκειμένου να αναπροσαρμόσει τις πρακτικές της ελληνικής εκπαίδευσης στη σύγχρονη πολυπολιτισμική πραγματικότητα. Τέτοιες βασικές ενέργειες είναι η ίδρυση των Σχολείων Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης και η λειτουργία των Τάξεων Υποδοχής και των Φροντιστηριακών Τμημάτων. Σε συνάφεια με τις ενέργειες αυτές το Ινστιτούτο Πολιτισμού, Δημοκρατίας και Εκπαίδευσης (Ι.Π.Ο.Δ.Ε.) υποστηρίζει την προσπάθεια για την ένταξη των αλλοδαπών μαθητών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα με δράσεις, όπως η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και των στελεχών της εκπαίδευσης σε θέματα και πρακτικές της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, η συγκρότηση και λειτουργία αποκεντρωμένων γραφείων του Ι.Π.Ο.Δ.Ε. για άμεση ενημέρωση για τυχόν προβλήματα και πρωτοβουλίες των κατά τόπους σχολικών μονάδων σε αντίστοιχα θέματα, η έκδοση «Διαπιστωτικών Τεστ Ελληνομάθειας» κ.λπ (Τσουρούλας Θ., 2006).
Σε μία προσπάθεια υλοποίησης μιας πραγματικά διαπολιτισμικής και σύγχρονης εκπαίδευσης (όχι ως ειδικό πεδίο, αλλά διατρέχοντας κάθε πτυχή του εκπαιδευτικού συστήματος) και καταπολέμησης ενός εθνοκεντρικού και παρωχημένου ελληνικού σχολείου, σημαντικό ρόλο παίζει και το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων με τα κανονιστικά κείμενα που εξέδωσε. Το Υπουργείο Παιδείας θεωρεί την ορθή εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως βασική προϋπόθεση, προκειμένου οι μαθητές αυτοί να αποφύγουν την εκπαιδευτική, αλλά και κοινωνική περιθωριοποίηση -πράγμα όχι σπάνιο- και να αποκτήσουν ευκαιρίες ανάλογες των ημεδαπών μαθητών για την μετέπειτα κοινωνική και επαγγελματική τους πορεία (Κριάρη-Κατράνη Ι., 2006).
Τέλος, ξεφεύγοντας λίγο από τα παραπάνω και προσανατολισμένη στην επιτυχή ενσωμάτωση και κοινωνική αποδοχή, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται η ιδέα της «θετικής στάσης» (positive positioning). Πρόκειται για μια διαδικασία υιοθέτησης μιας (θετικής) θέσης/στάσης από τον μετανάστη προς την κοινωνία υποδοχής πέρα από την απαίτηση για τα δικαιώματά τους, ώστε να αντιμετωπίσει την συχνή σύγκρουση των παραδόσεων και αντιλήψεών του με τις αντίστοιχες στην κοινωνία υποδοχής και να ενταχθεί ομαλά σε αυτή (Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης et al, 2009).
Επίλογος
Η ενσωμάτωση των μεταναστών αποτελεί μια συνεχή και ολοένα μεταβαλλόμενη από τις νέες εξελίξεις διαδικασία που ως τελικό στόχο έχει τη διασφάλιση της ισότιμης συμμετοχής τους στις κοινωνίες υποδοχής, κάτι που ισχύει και για την Ελλάδα. Αυτό οδηγεί στην αποδοχή ενός πιο ευέλικτου «μικτού» προτύπου ενσωμάτωσης. Πάντως, μολονότι αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόοδος ανά τα χρόνια είναι σημαντική, πέρα από την εξειδικευμένη πολιτική, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η κοινωνική ευαισθησία των μελών κάθε χώρας, ώστε μαζί πια να οδηγήσουν στην επιτυχή εν τέλει ένταξη των μεταναστών δεύτερης γενιάς στην χώρα.
Βιβλιογραφία & Αρθρογραφία
[1] Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών, «Αόρατοι» οι λεγόμενοι μετανάστες δεύτερης γενιάς, Available here.
[2] Παλαιολόγου Ν., Έκθεση για την «Ένταξη δεύτερης γενιάς μεταναστών μαθητών στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας» (2010), Available here (pdf).
[3] Παπασιώπη-Πασιά Ζ. (2015). Δίκαιο Αλλοδαπών. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλας.
[4] Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, Διαδικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων, Available here.
[5] Portes, A. και Rumbaut, R. (2005), «Introduction: the second generation and the children of immigrants’ longitudinal study». Ethnic and Racial Studies, 28.
[6] Gans, H. (1992), «Second-generation decline: scenarios for the economic and ethnic futures of the post-1965 American immigrants». Ethnic and Racial Studies, 15.
[7] Portes, A. και Zhou, M. (1993), «The new second generation: segmented assimilation and its variants among post-1965 immigrant youth». Annuals of the American Academy of Political and Social Science, 530.
[8] Portes, A. (1997), «Immigration theory for a new century: some problems and opportunities». International Migration Review, 31.
[9] Gibson, M. A. (1989), Accommodation without Assimilation: Sikh Immigrants in an American High School. Ithaca, NY: Cornell University Press.
[10] Kasinitz, P., Mollenkopf, J., Waters, M., et al. (2008), Inheriting the City: The Children of Immigrants Come of Age. Cambridge, MA: Russell Sage Foundation.
[11] Crul, M. και Vermeulen, H. (2003b), «The second generation in Europe». International Migration Review, 37.
[12] Waldinger, R., Lim, N., & Cort. D. (2007), «Bad jobs, good jobs, no jobs? The employment experience of the Mexican American second generation». Journal of Ethnic and Migration Studies, 33.
[13] Crul, M. και Schneider, J. (2010), «Comparative integration context theory: participation and belonging in new diverse European cities». Ethnic and Racial Studies, 33.
[14] Crul, M. και Holdaway, J. (2009), «Children of immigrants in school in New York and Amsterdam: the factors shaping attainment». Teachers College Record, 111.
[15] Foner, N. και Alba, R. (2008), «Immigrant religion in the U.S. and Western Europe: bridge or barrier to illusion?», International Migration Review, 42.
[16] Παύλου M. (2006), Μία εθνική πολιτική για την Ελλάδα της μετανάστευσης. Ημερίδα “Η δεύτερη γενιά: Προβληματισμοί για την ένταξη των μεταναστών στη χώρα μας”: Περιλήψεις εισηγήσεων – τοποθετήσεων. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης & Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς. Available here
[17] Τσουρούλας Θ. (2006), Εκπαιδευτική ένταξη των αλλοδαπών μαθητών: Βασικές ενέργειες της πολιτείας και η αποστολή του Ι.Π.Ο.Δ.Ε. . Ημερίδα “Η δεύτερη γενιά: Προβληματισμοί για την ένταξη των μεταναστών στη χώρα μας”: Περιλήψεις εισηγήσεων – τοποθετήσεων. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης & Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς. Available here.
[18] Κριάρη-Κατράνη Ι. (2006), Η πολιτική του ΥΠΕΠΘ στον τομέα της εκπαίδευσης παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών. Ημερίδα “Η δεύτερη γενιά: Προβληματισμοί για την ένταξη των μεταναστών στη χώρα μας”: Περιλήψεις εισηγήσεων – τοποθετήσεων. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης & Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς. Available here.
[19] Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Πατρών (2009). Ένταξη των παιδιών των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία: Δεύτερη γενιά. Οδηγός καλών πρακτικών, με ευθύνη της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης, Αvailable here.
Διεθνή Κείμενα
Convention on the Status of Refugees, 1951. Available here.
UN General Assembly, International Convention on the Protection of the Rights of All Migrant Workers and the Members of their Families, A/RES/45/158, 18 December 1990. Available here.
UN General Assembly, Global Compact for Safe, Orderly and Regular Migration, A/RES/73/195, 11 January 2019. Available here.