της Σταυρίνας Χούσου, μέλους της Ομάδας Αρθρογραφίας

Ενόψει του Διαγγέλματος του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμανουέλ Μακρόν, σχετικά με τις πρόσφατες τρομοκρατικές-ισλαμιστικές επιθέσεις στη χώρα του, κράτη του μουσουλμανικού κόσμου (κυρίως το Πακιστάν και χώρες του Κόλπου) επέβαλαν κυρώσεις σε σειρά γαλλικών προϊόντων (αγροτικά, γαλακτοκομικά, αρώματα πολυτελείας, καλλυντικά και πολλά άλλα). Το κίνημα του αντιγαλλικού αυτού “συνασπισμού” δεν θα μπορούσε να έχει άλλον «μπροστάρη» από τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος «παρέσυρε», απευθυνόμενος σε δηλώσεις του στις άλλες μουσουλμανικές χώρες, σε ένα ανεπίσημο μποϊκοτάζ έναντι της Γαλλίας τόσο λόγω της -κατά τον ίδιο- εξευτελιστικής απεικόνισης του Προφήτη Μωάμεθ σε εφημερίδες και δημόσια κτίρια στη Γαλλία, όσο και εξαιτίας της προσωπικής του διαμάχης με τον ομόλογό του Ε. Μακρόν.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών πάνω σε ένα άκρως ευαίσθητο θέμα, το οποίο, μάλιστα, φέρει θρησκευτική αλλά και πολιτική βαρύτητα “μεγατόνων”, θα ήθελα σε αυτό το σημείο να καταστήσω απολύτως σαφές πως υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των όρων “Ισλαμικός” και “Ισλαμιστικός”. Ο όρος “Ισλαμικός” αφορά το πολιτικό Ισλάμ και χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, για να χαρακτηριστούν οι μουσουλμάνοι που αντιλαμβάνονταν το Ισλάμ όχι απλώς ως μια θρησκεία, αλλά ως ένα πλήρες σύστημα ικανό να ρυθμίζει κάθε πτυχή του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Ο όρος απηχεί, δηλαδή, κυρίως την πολιτική πτυχή του Ισλαμ, η οποία, αν και δεν συνάδει παραδοσιακά με τις δυτικές αντιλήψεις περί διαχωρισμού της εκκλησίας και του κράτους, δεν φέρει αρνητικό πρόσημο, καθώς δεν υπάρχει συσχετισμός με εγκληματικές δράσεις (πχ. Ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης). Με τον όρο “Ισλαμιστικός” αναφερόμαστε στον ισλαμικό εξτρεμισμό, δηλαδή στην ακραία έκφραση μελών της Μουσουλμανικής Πίστης, τα οποία φτάνουν σε σημείο να διαπράττουν εγκληματικές ενέργειες εις βάρος μη-μελών της θρησκείας τους, με σκοπό την προώθηση ή και τη διαφύλαξη των αξιών -σύμφωνα πάντα με τους ίδιους- της θρησκείας τους. Ο όρος διακρίνεται, λοιπόν, αισθητά από τον Μουσουλμανισμό εν γένει (απολύτως αποδεκτή τήρηση των θρησκευτικών παραδόσεων και τελετών της εν λόγω θρησκείας), αλλά και τον Ισλαμισμό. Ενώ μέλη ισλαμιστικών οργανώσεων συχνά μπορεί να προβάλλονται ως πολιτικοί φορείς, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η σύγχυση των δύο αυτών όρων, αν και είναι πολύ συχνή στο κοινό αίσθημα λόγω αρνητικών εμπειριών, οι οποίες έφεραν πολλές φορές τον “Δυτικό Κόσμο” προ τετελεσμένου, δεν εκφράζει επ’ουδενί τη συγγραφέα του παρόντος άρθρου.

Η Γαλλία, φυσικά, έχει ήδη ιστορικό με τον ισλαμικό εξτρεμισμό. Ήδη  από το 2015, το Παρίσι είχε πέσει θύμα τρομοκρατικών επιθέσεων από το εξτρεμιστικό Ισλάμ (καθώς και το 2018 στην κεντρική συνοικία Οπερά), η Μανιανβίλ και η Νίκαια το 2016 και η Μασσαλία το 2017,  μετρώντας συνολικά έως τότε 250 θύματα, περισσότερα από όσα έχει δεχτεί από ισλαμιστικές επιθέσεις κάθε άλλο ευρωπαϊκό κράτος τα τελευταία χρόνια. Αυτή τη φορά, το περιστατικό το οποίο φαινομενικά έφερε σε ρήξη τη Γαλλία με το Ισλάμ ήταν ένα με πιο προσωπικό χαρακτήρα. Τον Οκτώβριο του 2020, ο Γάλλος καθηγητής Σαμουέλ Πατί δίδασκε Ιστορία και, πιο συγκεκριμένα, περί ελευθερίας του λόγου. Στο πλαίσιο του μαθήματός του, παρουσίασε στους μαθητές τα γνωστά σε όλους πλεον σκίτσα του Μωάμεθ από το εβδομαδιαίο περιοδικό σατιρικού περιεχομένου Charlie Hebdo, το οποίο έχει έρθει σε ρήξη αρκετές φορές με το ακραίο Ισλάμ, τόσο με σκίτσα του, τα οποία προβάλλουν τον Προφήτη Μωάμεθ γυμνό, όσο και με την τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του το 2015, που άφησε πίσω της 12 νεκρούς.  Λίγες μέρες αργότερα στις 16 Οκτωβρίου του 2020, ο Πατί έπεσε και ο ίδιος θύμα του ισλαμικού φανατισμού, όταν τον αποκεφάλισε έξω από το σπίτι του, ο Abdoullakh Anzorov, ένας 18χρονος μουσουλμάνος πρόσφυγας τσετσενικής εθνικότητας. Ο Anzorov σκοτώθηκε από την αστυνομία λίγα λεπτά αργότερα. Δέκα άτομα κατηγορήθηκαν για συνέργεια στη δολοφονία, συμπεριλαμβανομένου ενός ιμάμη, ενός γονέα -μουσουλμάνου στο θρήσκευμα- μαθητή και δύο μαθητών στο σχολείο του Πατί. Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα, που από μόνο του ήταν αρκετό για να δημιουργήσει ανατριχίλα στο κοινό αίσθημα, επανέφερε, βέβαια, και μνήμες από τις τρομοκρατικές επιθέσεις που έχει βιώσει η χώρα. Το σπουδαιότερο, όμως, που έφερε στο προσκήνιο είναι η στάση και οι δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου, ο οποίος στην πολυτάραχη θητεία του βρίσκεται συχνά στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. 

Το Διάγγελμα του Προέδρου Μακρόν, που ακολούθησε του περιστατικού, έχει αναπαραχθεί σε πολυάριθμα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης και έχει ερμηνευτεί- ή και παρερμηνευθεί- ανάλογα με την προβαλλόμενη πηγή, την οπτική και την πρόθεσή της, με ποικίλους τρόπους. Αρχικά, στο πλαίσιο ενός προσωπικού σχολιασμού, θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο κ. Μακρόν αγγίζει έναν έντονα «δραματικό» τόνο στον λόγο του. Το «είμαστε σε πόλεμο» είναι με βεβαιότητα ένα trend το οποίο ξεκίνησε εκείνος, εν όψει του νέου κινδύνου του COVID-19. Μολονότι αυτό αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του, ελλοχεύει αναπόφευκτα ο κίνδυνος, ιδιαίτερα υπό το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, να αφεθεί εκτεθειμένος σε πληθώρα σχολίων περί γραφικότητας, ενώ παράλληλα αφήνονται και μεγάλα περιθώρια παρερμηνείας των ίδιων του των δηλώσεων. Η ίδια αυτή φράση που χρησιμοποιήθηκε και εκείνη την ημέρα περιγράφοντας την άρνηση της Γαλλίας να υποχωρήσει μπροστά σε εγκληματικούς εκβιασμούς, υποδεικνύει τη δικαιολογημένη ίσως άρνηση του γαλλικού λαού να «συμμορφωθεί» προς τις υποδείξεις των εξτρεμιστών. Αν σε κοσμικές δυτικές κοινωνίες, όπως άλλωστε η δική μας, δεν υπάρχει ακόμη ένα σχετικό consensus περί εξτρεμισμού, ισλαμισμού και μουσουλμανισμού, ήταν λογικό επόμενο να μην αναλυθούν ανάλογοι όροι σε κράτη εντελώς ή μερικώς θεοκρατικά, ή ακόμα και σε κράτη που η θρησκεία αποτελεί εγγενές μέρος της ταυτότητάς τους. 

Παρά ταύτα, η διαστρέβλωση των δηλώσεων του Μακρόν παραμένει διαστρέβλωση. Η ανοιχτή έκκληση στους Γάλλους Μουσουλμάνους -οι οποίοι αγγίζουν το 8,5% του γαλλικού πληθυσμού και αποτελούν την πιο θρησκευτικά ενεργή ομάδα στην χώρα- για αλληλεγγύη, ο διαχωρισμός των ειρηνικών μουσουλμάνων πολιτών με τη μειοψηφία των εξτρεμιστικών στοιχείων του Ισλάμ και η συνεχής επιμονή στην χρήση του όρου “Ισλαμιστικός Εξτρεμισμός” δεν παραλείφθηκαν. Το κεντρικό μήνυμα του Προέδρου ήταν πως η Γαλλία, μία χώρα-ιστορικός φύλακας της ελευθερίας του λόγου και της ανεξιθρησκίας και πρωτοστάτης του Αναγεννησιακού κινήματος, καθώς και του διαχωρισμού του κοσμικού κράτους από (κάθε) εκκλησία ή τζαμί, δεν επρόκειτο να αφαιρέσει το δικαίωμα κανενός Γάλλου πολίτη να τοποθετείται επί παντός θέματος, πόσο μάλλον όταν διδάσκει περί ελευθερίας του λόγου με τη δυνατότητα να διενεργείται και ένας ταυτόχρονος ανοιχτός διάλογος.

Άλλο σημείο παρανόησης και παρερμηνείας της στάσης του Μακρόν συνιστά η έκθεση σκίτσων και γελοιογραφιών του Προφήτη Μωάμεθ σε κεντρικά γαλλικά κτίρια. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί πως η έκθεση των εικόνων αυτών δεν αποτέλεσε εντολή του ίδιου του Προέδρου, αλλά απόφαση του Δημάρχου του Παρισιού σε συνεννόηση με το σύνολο των ανθρώπων που διαχειρίζονται ή έχουν στη νομή τους τα εν λόγω κτήρια. Μάλιστα, ο ίδιος σε συνέντευξή του,  τόνισε πως όχι μόνο δεν είχε ενημέρωση για την απόφαση αυτή, αλλά ούτε και δικαιοδοσία να την αποτρέψει, τονίζοντας, παράλληλα, πως τη θεώρησε αχρείαστη -και ενδεχομένως προσβλητική- συνέχιση της ήδη τεταμένης κατάστασης. Σε συνέντευξη του στο τηλεοπτικό δίκτυο Al Jazeera, υποστήριξε ένθερμα πως το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί είναι η περαιτέρω «γκετοποίηση» (η οποία de facto υπάρχει στην χώρα του) των Γάλλων μουσουλμάνων. Σύμφωνα με τον ίδιο, η περιθωριοποίηση αυτή συνιστά αίτιο του θρησκευτικού εξτρεμισμού στην Γαλλία, ενώ η ενσωμάτωση στην γαλλική κοινωνία και η εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές αξίες της ανεκτικότητας και του ανοιχτού διαλόγου είναι το ζητούμενο, χωρίς, όμως, να χάνεται η ιδιαίτερη ταυτότητα ούτε των Μουσουλμάνων ούτε των μη-μουσουλμάνων. 

Το σημείο ανησυχίας -χωρίς να είναι απαραίτητα διαφωνία- αναφορικά με τις προθέσεις του κ. Μακρόν έρχεται στην εμμονή του στον γαλλικό τρόπο άσκησης της πολιτικής και της αντιμετώπισης της θρησκείας. Η Γαλλία είναι ένα κράτος στο οποίο έχει πια χαραχτεί στο DNA του η αρχή της laïcité, δηλαδή της ολικής εκκοσμίκευσης του κράτους. Πράγματι, σπάνια συναντά κανείς ανά την υφήλιο, και ιδιαίτερα στην ΕΕ, μια κοινωνία με πληθυσμό τόσο αδιάφορο προς την θρησκεία, με τη συντριπτική του πλειοψηφία να δηλώνει ότι δεν λαμβάνει μέρος στις τελετές της ενδεδειγμένης πίστης του υπό καμία μορφή και, μάλιστα, λόγω ιδεολογικής αντίθεσης. Οι ίδιοι οι Γάλλοι πολίτες θεωρούν την θρησκεία μία προσωπική προτίμηση, ενώ είναι γνωστό για όσους τους έχουμε συναναστραφεί πως η πλειοψηφία θα ήθελε, ει δυνατόν, να περιορίζεται και στο σπίτι.  Η Γαλλία ως κλασικό παράδειγμα δυτικού τύπου κρατών ορθώς ίσως διαφυλάττει τις αρχές της ελευθερίας του λόγου, της ισονομίας και του διαχωρισμού του κράτους από την εκκλησία. Εκεί που ίσως δε γνωρίζει πού να βάζει φρένο είναι στο πότε και κυρίως στο πώς η πολιτική ισότητα -την οποία υποστηρίζει και προσπαθεί να επιβάλλει- ίσως να καταντά προκλητική και χωρίς νόημα.

Η «θρησκεία» του κοσμικού κράτους στην Γαλλία δίνει χώρο για κριτική, αλλά κυρίως για πολιτικές δίχως συναίσθηση του βάρους που διαθέτουν. Παράλληλα, ανακοινώθηκαν προσχέδια νομοθεσίας που θα αφορούσαν την απαγόρευση έκθεσης ενστόλων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ενώ μερίδα των δυνάμεων καταστολής είχε επιδείξει ακραία ισλαμιστική συμπεριφορά σε προσωπικά της μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν έλειψαν ούτε και από τη Γαλλία -καθώς τελευταία βλέπουμε γενικά μία αύξηση στην αστυνομική (αθέμιτη) βία- περιστατικά βίας που είχαν σε πολλές περιπτώσεις ρατσιστική χροιά. Έτσι, και πάλι δόθηκε “πάτημα” για σχόλια περί υπέρμετρης «αυταρχικότητας» του Μακρόν, η οποία μάλιστα είχε σκοπό να προστατεύσει τους ίδιους τους αστυνομικούς από την έκθεση των ατασθαλιών τους. 

Για όλα τα παραπάνω, ο Πρόεδρος κατηγορήθηκε για αναποτελεσματική, αντιπαραγωγική και ορμώμενη από πολιτικούς σκοπούς ρητορική, η οποία προφανώς μεταφράζεται σε πολιτική σκοπιμότητα. Ο τελευταίος παράγοντας κριτικής δεν θα αναλυθεί, αν και δεν αποτελεί παράδοξο να ισχύει, δεδομένης της γενικότερης αύξησης του κύματος “αντι-hijab” στην Ευρώπη και της αύξησης των ακροδεξιών στοιχείων εντός της Γαλλίας (το Rassemble Nationale συγκέντρωσε 23,4% στις τελευταίες Ευρωεκλογές, ενώ το LeREM 22,3%). Ωστόσο, είναι σχετικά φανερό ότι η ρητορική του, αν όχι αναποτελεσματική, υπήρξε σίγουρα αντιπαραγωγική. Άρθρα των Financial Times και του Politico έθιξαν τον κίνδυνο της ακραίας γαλλικής κοσμικότητας του Μακρόν και το γεγονός ότι αντί να πολεμάει τα αίτια του ρατσισμού προσπαθεί να συμμορφώσει το Ισλάμ. Προς έκπληξη όλων, αυτά αποσύρθηκαν μετά τις οργισμένες δηλώσεις του Μακρόν για αγγλο-αμερικανική επίθεση, οι οποίες «νομιμοποιούν τη βία και ισχυρίζονται ότι η καρδιά του προβλήματος είναι πως η Γαλλία είναι ισλαμοφοβική». Όμως, δεδομένων των όσων ακολούθησαν τις δηλώσεις του Μακρόν (μποϊκοτάζ μουσουλμανικών χωρών, δηλώσεις Ερντογάν, τρεις φόνοι από εξτρεμιστές στην Γαλλία και μία Γάλλου πολίτη στην Σαουδική Αραβία), οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν η πρακτική του συσπείρωσε έναν πραγματικό εν δυνάμει αντίπαλο της Ευρώπης. 

Όσο καλές προθέσεις και αν υποκρύπτει, η προσπάθεια του Μακρόν να «αναδιαμορφώσει»  τον μουσουλμανισμό στη χώρα του, έφερε τον Ερντογάν σε ρόλο «συσπειρωτή» του μουσουλμανικού κόσμου, την γαλλική εικόνα στη διεθνή σκηνή, στην καλύτερη περίπτωση, αμφιλεγόμενη, την γαλλική οικονομία με πλήγμα (χωρίς να έχει υπολογιστεί αυτό ακόμη) και τον μουσουλμανικό κόσμο μαινόμενο.. Σε καμία περίπτωση, δεν υπονοείται ότι τα επεισόδια δεν έπρεπε να καταδικαστούν. Ωστόσο, ένα κράτος παίρνοντας μέτρα για την αποτροπή ενός κακού κειμένου μέσα στους κόλπους του οφείλει να λαμβάνει υπόψη μήπως ενθαρρύνει ένα άλλο, το οποίο μάλιστα θα βαρύνει όλη την περιφέρεια που αντιπροσωπεύει και θα θέσει σε κίνδυνο τους πολίτες που οφείλει να προστατεύσει. Ο Μακρόν δεν προκάλεσε ούτε ευθύνεται για τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Γίνεται, όμως, ολοφάνερο πως ο γαλλικός τρόπος της laïcité, η δογματική κοσμικότητα του κράτους -όπως λίγο σκληρά αλλά όχι απόλυτα λανθασμένα χαρακτηρίστηκε από τις δύο προαναφερθείσες εφημερίδες- ίσως δεν του επιτρέπει να διαβλέπει πόσο βαθιά και απρόβλεπτα μπορεί θρησκευτικά ζητήματα να επηρεάσουν και να παρεκτραπούν, δημιουργώντας μη αναστρέψιμες συνέπειες. Και πώς ορισμένοι δράττονται κάθε δεδομένης ευκαιρίας να ανακηρυχθούν τοπικοί περιφερειακοί ηγεμόνες, αν όχι μέσω σκληρής ισχύος, μέσω της προβολής ήπιας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η θρησκευτική ταυτότητα ενός κράτους.

Το αν αυτό είναι θεμιτό ή όχι, ανήκει στην σφαίρα του θεωρητικού. Στις ευρωπαϊκές κοινωνίες υπάρχει ένα consensus για το εν λόγω ζήτημα, αλλά επειδή αυτό ισχύει στο «σπίτι» μας, δεν σημαίνει ότι ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο. Ως Ευρωπαίοι προασπίζουμε τις αξίες τις οποίες έχουμε θεσπίσει και αγωνιζόμαστε για την εφαρμογή τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η θρησκεία, αντίθετα με το τι πίστευαν οι αρνητές της στον Διαφωτισμό και αρκετοί από εμάς στις μέρες μας, δε θα πάψει να μας απασχολεί τα προσεχή χρόνια. Ανεξαρτήτως προσωπικών απόψεων και ιδεολογιών, είναι ένα ζήτημα που δεν φαίνεται να χάνει την  πρωτοκαθεδρία, καθώς η επιρροή του στην διεθνή πολιτική σκηνή παραμένει μεγάλη.

Αναλογιζόμενοι ότι το ανώτατο προσωπικό μας αγαθό, μπορεί να είναι για μερίδα του πληθυσμού θρησκευτικής φύσεως και ότι η προσωπική μας ταυτότητα από καθαρή τύχη δεν έχει σφυρηλατηθεί μέσα από μία θρησκευτική φωτιά (αγνή ή ακραία), ας είμαστε ευαίσθητοι και υπεύθυνοι προς την κριτική μεν, συνεπείς προς την προάσπιση των ιδανικών μας δε. Πόσο μάλλον εάν χαράσσουμε εθνική πολιτική και όταν οι εταίροι μας, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις των  συμμάχων τους, στρέφουν αλλού το βλέμμα τους για λόγους γνωστούς-άγνωστους.

Εν κατακλείδι, οφείλουμε να αναλογιστούμε πως το ζήτημα της χάραξης πολιτικής, ιδιαίτερα σε περιστάσεις που αφορούν έννοιες όπως τα προσωπικά πιστεύω και ο ρατσισμός, δεν είναι ούτε απλοϊκό ούτε μονοδιάστατο, ενώ χρήζει ευαισθησίας και διορατικότητας, εφόσον οι δοκιμασμένες “συνταγές” αλλεπάλληλα αποτυγχάνουν. Για ευαίσθητα θέματα, όπως η τρομοκρατία και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η κατοχύρωση νόμων και κανονισμών δεν είναι πολλές φορές επαρκής και από μόνη της αποτελεσματική. Χρειάζεται μια πιο διαδραστική και καινοτόμα πολιτική. Η Ιστορία θα δείξει αν οι πολιτικές του Προέδρου Μακρόν οχυρώνουν πραγματικά την Ευρώπη από αντιδυτικές τάσεις και από το υπαρκτό πρόβλημα του εξτρεμισμού (πολιτικού ή θρησκευτικού) ή αν θέτουν στο στόχαστρο έτι περισσότερο την Γαλλία και απειλούν την ήπειρό μας.