του Χάρη Γαζή, Ερευνητή της Ομάδας Οικονομικών Θεμάτων
Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της Τουρκίας χρονολογούνται ήδη από την εποχή της Οθωμανικής και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργώντας μια μακροχρόνια σχέση συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών (Federal Foreign Office, 2020). Οι διαστάσεις των σχέσεων αυτών είναι πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές. Οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών αναπτύχθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με τη Γερμανία να αποτελεί την πρώτη χώρα που άνοιξε τις πόρτες της στην Τουρκία, καθιστώντας την μέχρι και σήμερα τον κυριότερο οικονομικό εταίρο στην Ευρώπη (Federal Foreign Office, 2020). Ήδη από την δεκαετία του 1970 (Republic Of Turkey, Ministry Of Foreign Affairs, 2020) καταγράφηκε ένα κύμα μετανάστευσης από την Τουρκία προς την Γερμανία, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας Πρόσληψης Εργασίας μεταξύ των δύο κρατών και, έτσι, αυτή η συνεργασία μετατράπηκε σε στενή αμυντική συμφωνία, με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να συμμετάσχουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων. Καθ’ όλο το διάστημα του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο χώρες απολάμβαναν ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο πλαίσιο πολιτικό-οικονομικής συνεργασίας και αμοιβαίας αλληλεξάρτησης (Republic Of Turkey, Ministry Of Foreign Affairs, 2020). Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και η διάλυση της ΕΣΣΔ οδήγησαν σε αλλαγή πλεύσης για τους δύο διαχρονικούς εταίρους, αναζητώντας πλέον ένα νέο ρόλο στο διεθνές σύστημα, προκειμένου να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που παρουσιάστηκαν μετά τον Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η Γερμανία, μετά την Επανένωση, παρουσιάζεται ως πολιτειακή δύναμη με εξαιρετικά ισχυρή οικονομία και η Τουρκία δρα πλέον απαλλαγμένη από την σοβιετική απειλή. Στο πλαίσιο της νατοϊκής αναγκαιότητας να διατηρηθεί η τουρκική πρόσδεση στο άρμα της Δύσης, η Γερμανία μέσω της Σοσιαλδημοκρατικής Κυβέρνησης Σρέντερ έδρασε σαν “μεσίτης”, προμαχώντας υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας και του δυνητικού εξευρωπαϊσμού-εκδημοκρατισμού της (Λαμπρόπουλος, 2020).
Η παρούσα ανάλυση θα αναφερθεί στο πώς έχουν διαμορφωθεί οι σχέσεις των δύο χωρών μέχρι και τις μέρες μας, αναδεικνύοντας την αλληλεξάρτησή τους στον εμπορικό τομέα, εστιάζοντας στα προϊόντα και τις υπηρεσίες που εμπορεύονται, καθώς και τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες τους για συνεργασία.
Πρόκειται για μια σχέση, η οποία έχει παρουσιάσει ανά καιρούς έντονες διακυμάνσεις. Η ανάδυση της αναθεωρητικής (κατά ορισμένους Ισλαμιστικης και Φονταμενταλιστικής) Τουρκίας κλόνισε την πολιτική τάξη του Βερολίνου, ενώ παράλληλα οι διαρκείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016 και η απόπειρα τουρκικής εμπλοκής στα γερμανικά και ευρωπαϊκά δρώμενα μέσω υβριδικών μεθόδων επιρροής, έστρεψε την γερμανική κοινή γνώμη εναντίον της Τουρκίας, προσανατολίζοντας την γερμανική ιθύνουσα τάξη στον ενταφιασμό της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας (Republic Of Turkey, Ministry Of Foreign Affairs, 2020).
Αδιαμφισβήτητα, σήμερα η Γερμανία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, καθώς το 10% των τουρκικών εξαγωγών -ύψους 14 δισ. ευρώ- έχουν αποδέκτη την Γερμανία (Trading Economics, 2020). Οι εξαγωγές της Γερμανίας προς την Τουρκία περιλαμβάνουν κυρίως προϊόντα όπως μηχανές, ηλεκτροκίνητα και χημικά προϊόντα, που παράγονται από εξειδικευμένες γερμανικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, το Βερολίνο εισάγει -κατά κύριο λόγο- προϊόντα υφαντουργίας και τρόφιμα κατατάσσοντας την Τουρκία στην 13η θέση ως εισαγωγικό εταίρο. Περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι που κατάγονται από την Τουρκία διαβιούν στην Γερμανία, είναι γερμανοί υπήκοοι και έχουν δικαίωμα ψήφου (Hurriyet Daily News, 2018). Για τον γερμανικό λαό, η Άγκυρα αποτελεί έναν από τους πιο συχνούς τουριστικούς προορισμούς, κάτι που αποδεικνύεται εμπράκτως, καθώς το 2019 η Τουρκία κατέγραψε 45 εκατομμύρια επισκέπτες εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια ήταν γερμανικής καταγωγής. Ακόμη, υπάρχουν 80.000 γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις στην Γερμανία με ετήσιο τζίρο 52 δις ευρώ (Trading Economics, 2020). Τράπεζες της Γερμανίας έχουν χρηματοδοτήσει πάνω από 7.400 γερμανικές και τουρκικές επιχειρήσεις στην Τουρκία. Αυτοί οι αριθμοί καθιστούν πρόδηλη την εξαρτώμενη σχέση Άγκυρας-Βερολίνου. Ένα επιπρόσθετο στοιχείο, που δικαιολογεί την σχέση αυτή, είναι πως κατά την περίοδο 2002-2019, το συνολικό ποσό των άμεσων επενδύσεων από την Γερμανία στην Τουρκία ανερχόταν σε 9.905 δσ.ς δολάρια ΗΠΑ και από την Τουρκία στην Γερμανία αντίστοιχα μόλις σε 2.790 (Αναστασοπούλου, 2017).
Πιο συγκεκριμένα, για το 2019, οι γερμανικές εξαγωγές προς την Τουρκία ήταν 22 δισ. δολάρια ΗΠΑ, σύμφωνα με την βάση δεδομένων των Ηνωμένων Εθνών COMTRADE για το διεθνές εμπόριο.
Συγκριτικά, για το ίδιο έτος, οι τουρκικές εξαγωγές προς την Γερμανία άγγιξαν τα 16,6 δισ. δολάρια, ενώ ακολουθούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο με 11,28 δισ. και το Ιράκ με 10,2 δισ.. Επομένως, η Γερμανία είναι η χώρα που θα μπορούσε να απειληθεί περισσότερο από μια πιθανή κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, καθώς επίσης είναι ολοφάνερη και μια ασυμμετρία στις εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών, σαφέστατα υπέρ της πρώτης (Trading Economics, 2020).
Εν κατακλείδι, η ανάλυση ολοκληρώνεται, απεικονίζοντας ορισμένους μακροπρόθεσμους στόχους των δύο χωρών. Ένας από αυτούς είναι να επιτύχουν όγκο εμπορικών συναλλαγών 40 δισ. δολαρίων, ενώ παράλληλα τίθεται ως μακροπρόθεσμη επιθυμία η προσέλκυση εώς και 50 δισ. μέχρι το 2060.. Το διμερές εμπόριο, έως και το τέλος του 2019, ήταν 35,9 δισ. δολάρια. Το 2020 είναι μια χρονιά που αποτελεί εμπόδιο στις επιδιώξεις τους, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, ωστόσο, και οι δύο χώρες παραμένουν αισιόδοξες ότι ο κίνδυνος περαιτέρω ελλείμματος θα περιοριστεί και θα επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα (Daily Sabah, 2020). Επιπλέον, από την πλευρά της Γερμανίας υποστηρίζεται ότι το μέλλον στις σχέσεις των δύο χωρών είναι στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), θεωρώντας πως, αν και πλούσιες σε άνθρακα και φτωχές σε πόρους πετρελαίου και φυσικού αερίου, έχουν παράλληλες προσεγγίσεις για ενεργειακές επενδύσεις μέσω των ΑΠΕ (Hurriyet Daily News, 2018).
Συμπερασματικά, παρά τις όποιες διακυμάνσεις υπήρχαν και υπάρχουν, διαφαίνεται μια αναπόφευκτη σχέση μεταξύ των δύο εταίρων. Η αλληλεξάρτηση είναι πρόδηλη και αναμένεται να κορυφωθεί κατά τις επόμενες δεκαετίες. Παρά ταύτα, η ρευστότητα του διεθνούς συστήματος και οι συσχετισμοί ισχύος σε περιφερειακό επίπεδο, προδιαθέτουν είτε την συνέχιση της γερμανικής εταιρικής σχέσης με την Τουρκία με κίνδυνο αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είτε ολική αναθεώρηση των σχέσεων με την Ερντογανική Ηγεσία, προσδοκώντας την ανατροπή δεδομένων στο τουρκικό εσωτερικό πεδίο μεσοπρόθεσμα.
Βιβλιογραφία
- Republic Of Turkey. Ministry Of Foreign Affairs. (2020) Relations between Turkey and the Federal Republic of Germany. Τουρκία: Ministry Of Foreign Affairs. Ανακτήθηκε εδώ.
- Republic Of Germany. Federal Foreign Office. (2020) Germany and Turkey: Bilateral Relations. Γερμανία: Federal Foreign Office. Ανακτήθηκε εδώ. [Πρόσβαση 25 Αυγούστου 2020]
- Daily Sabah (2020), “Turkey, ‘Germany aim to reach $50 billion trade volume’. Διαθέσιμο εδώ.
- Αναστασοπούλου, Ε. (2017) ‘Γερμανία, αναντικατάστατος εταίρος της Τουρκίας’. Deutsche Welle. Διαθέσιμο εδώ.
- Λαμπρόπουλος, Κ. (2020), ‘ Γερμανία-Τουρκία: Σύμμαχοι διαχρονικά, Εταίροι και στον 21ο αιώνα;’ Capital. Διαθέσιμο εδώ.
- Trading Economics (2020). Germany exports to Turkey- Trading Economics. Διαθέσιμο εδώ.
- Hurriyet Daily News (2018), ‘Economic relations with Turkey vital for Germany, says envoy ahead of key delegation visit’. Διαθέσιμο εδώ.