του Παύλου Καραγρηγόρη, μέλους της Ομάδας Αρθρογραφίας
Οι μετακινήσεις πληθυσμών -είτε πρόκειται για εθελούσια μεταναστευτικά ρεύματα είτε για ανθρώπους που τους αναγκάζουν οι συνθήκες να ξεριζωθούν- πάντα υπήρξαν κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με κάποια μοντέλα μελέτης, φαίνεται να μετακινήθηκε αρχικά από την Αφρική στις υπόλοιπες ηπείρους ενώ στην συνέχεια ο πληθυσμός που εμείς χαρακτηρίζουμε ως “Έλληνες” έφτασε στον Ελλαδικό χώρο από τον βορρά κατά την κάθοδο των Δωριέων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η κατεξοχήν υπερδύναμη των τελευταίων δεκαετιών, συστάθηκαν από μετανάστες και αποίκους που ταξίδεψαν σε μία νέα ήπειρο λόγω της φτώχειας, των διαφόρων διωγμών, των όποιων προσωπικών τους προβλημάτων, αλλά και των διαφόρων αισθημάτων περιπέτειας και ρομαντισμού που τους διακατείχαν. Το ίδιο το ελληνικό κράτος, επίσης, έχει μία βαθιά σχέση με την μετανάστευση και την προσφυγιά, από τους Χιώτες (μετά την Σφαγή της Χίου στις 30 Μαρτίου του 1822) κατά τον Επαναστατικό Αγώνα, μέχρι και τους Έλληνες των Βαλκανίων και της Τουρκίας κατά τα τέλη 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού (ανεξίτηλες οι μνήμες από εθελούσιες και αναγκαστικές ανταλλαγές πληθυσμών…). Επιπλέον, στη σημερινή εποχή, στα πλαίσια των δυσμενών συνθηκών της πατρίδας μας, εκατοντάδες χιλιάδες νέων Ελλήνων έχουν οδηγηθεί στην μετανάστευση σε άλλες χώρες, για να βρουν μία καλύτερη θέση εργασίας, ενώ ήδη από την εποχή του οθωμανικού ζυγού, αλλά και από προηγούμενες περιόδους της ύπαρξης του ελληνικού κράτους (μετανάστευση κατά την εποχή της σταφιδικής κρίσης και μετά τον Εμφύλιο) έχουν υπάρξει μαζικά ρεύματα Ελλήνων που έφυγαν από την χώρα.
Τον 21ο αιώνα τα νέα προσφυγικά/μεταναστευτικά ρεύματα έφεραν ξανά στο προσκήνιο την Ελλάδα ως το σταυροδρόμι των ηπείρων. Κατά τα τελευταία έτη, έχουν περάσει εκατοντάδες χιλιάδες άτομα στην Ελλάδα από χώρες, όπως η Συρία και το Ιράκ, που βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου και ανέχειας. Πέρα, όμως, από ανθρώπους που έφτασαν στην Ελλάδα από μουσουλμανικές χώρες, με σκοπό -κατά κύριο λόγο- να αποφύγουν τον πόλεμο και να επιβιώσουν, στην Ελλάδα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν έρθει -είτε νομίμως είτε παρατύπως- πολλά φθηνά εργατικά χέρια. Κλασσικά παραδείγματα αποτελούν πολλοί άνθρωποι από χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και των επικείμενων συγκρούσεων που υπήρξαν στις περιοχές τους (π.χ το μεγάλο κύμα Γεωργιανών μεταναστριών που ήρθαν κατά τις αρχές του 21ου αιώνα και εργάστηκαν σε μεγάλο βαθμό ως οικιακές βοηθοί ή το παράδειγμα Αλβανών που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την πτώση της κομμουνιστικής δικτατορίας, οι οποίοι απασχολούνται ακόμη και σήμερα σε πληθώρα εργασιών, έχοντας ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία). Η άφιξη αυτών των πληθυσμών είχε αρκετά καλά χαρακτηριστικά, ειδικά για την περίοδο που η Ελλάδα βρισκόταν σε φάση ανάτασης της εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, αδιαμφισβήτητα προκάλεσαν και εντάσεις, καθώς και -κατά ορισμένους- αύξηση της εγκληματικότητας και της ανεργίας.
Το υπερβολικό βάρος που δίνεται από πολλούς αναλυτές στα προσφυγικά ρεύματα από την Μέση Ανατολή, φυσικά δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε απαραίτητα άστοχο. Ωστόσο, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις δεν περιορίζονται σε μία γεωγραφική περιοχή ούτε σε αίτια που είναι πιο κατανοητά για την κοινή γνώμη, όπως οι πόλεμοι και η πολιτική αστάθεια. Δεν θα ήταν άδικο να πούμε, επίσης, πως έχει δοθεί ιδιαίτερο βάρος σε αυτά τα ρεύματα λόγω του γεγονότος πως ο τελικός τους προορισμός είναι η Ευρώπη (χωρίς, ωστόσο, αυτό να αποτελεί κάτι το μεμπτό). Οι μετακινήσεις πληθυσμών πάντα θα υπάρχουν, ακόμη και αν πια το κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης στον κόσμο βασίζεται σε ένα κράτος με ισχυρή κεντρική εξουσία και με εθνικό χαρακτήρα. Οι ρεαλιστικές εναλλακτικές που παρουσιάζονται στο κράτος είναι περιορισμένες. Πολλοί άνθρωποι χάνουν την ζωή τους σε μια προσπάθεια συντονισμού των εθνικών πολιτικών και της εξωτερικής πολιτικής, με τρίτα κράτη να προσφέρουν χρηματικά ανταλλάγματα για την προσωρινή κράτηση/φύλαξη των προσφύγων (με χαρακτηριστικό παράδειγμα ΕΕ και Τουρκία). Το πρώτο είναι καταλήγει συχνά σε απάνθρωπες και παράνομες μεταχειρίσεις και συμπεριφορές, ενώ το δεύτερο καταλήγει να είναι αντιπαραγωγικό και να δημιουργεί καταστάσεις εκβιασμού. Άρα, αναγκαστικά κάθε κοινωνία θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη να υποδεχθεί πληθυσμιακά ρεύματα
Το προσφυγικό/μεταναστευτικό, όμως, δεν είναι μόνον ό,τι μπορούμε να δούμε τώρα, αλλά και τα ρεύματα που για πληθώρα λόγων θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους στο μέλλον. Ένας πληθυσμός αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του είτε για τους λόγους που βλέπουμε σε κράτη της Μέσης Ανατολής (αλλά όχι μόνο!), δηλαδή να προστατέψει τη ζωή του, είτε για λόγους που είναι λιγότερο συνδεδεμένοι με πολέμους και πολιτικές/εθνικές διώξεις και περισσότερο συνδεδεμένοι με την κλιματική αλλαγή, την έλλειψη πόσιμου νερού και τροφίμων, καθώς και την έξαρση ασθενειών, αλλά και ευρύτερα κάθε είδους κρίση που κάνει την διαβίωση σε έναν τόπο μη βιώσιμη.
Η τάση μετακινήσεων μοιάζει να αποκτά και νέα αίτια… Η υγειονομική κρίση που έχει δημιουργηθεί από την έξαρση της πανδημίας του COVID-19 έχει τρομακτικές συνέπειες για την ζωή των ανθρώπων σε τομείς πέρα από την υγεία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του World Food Programme (WFP), 135.000.000 άνθρωποι σε 55 μόνο χώρες ήρθαν αντιμέτωποι το 2019 με την οξεία πείνα. Το 2020, ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί ραγδαία με αποτέλεσμα 265.000.000 άνθρωποι να μην μπορούν να εξασφαλίσουν αρκετή τροφή για να ζήσουν μία κανονική ζωή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του WFP. Αυτή η αύξηση οφείλεται -κυρίως- στο γεγονός πως η οικονομική κρίση, που προκάλεσε ο κορονοϊός, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στην παραγωγή και την μεταφορά τροφίμων, πλήττει φτωχές κοινότητες που βασίζονται στις εισαγωγές, για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες. Παραδείγματος χάριν, υπάρχουν περιοχές στην Ινδία που βασίζονται στο εισαγόμενο από την Ρωσία σιτάρι, για να επιβιώσουν. Ωστόσο, αφενός εξαιτίας της μείωσης του εισοδήματος τους και αφετέρου των νέων εξαγωγικών πολιτικών της Ρωσίας με αφορμή τον κορονοϊό, δεν μπορούν πια να καλύψουν τις επισιτιστικές τους ανάγκες. Κατά πάσα πιθανότητα, η επισιτιστική κρίση που δημιουργήθηκε από την πανδημία θα είναι προσωρινή. Παρά ταύτα, μέσω αυτής γίνεται για άλλη μια φορά φανερό πόσο εύθραυστη είναι η οικονομική πρόσβαση ορισμένων κοινοτήτων στις διεθνείς αγορές και πόσο μεγάλο το επίπεδο εξάρτησης από αυτές. Κατ’ επέκταση, αυτή η εξάρτηση μπορεί να οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους στο μέλλον στην μετανάστευση, εφόσον η τοπική κοινότητα δεν δύναται να καλύψει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Μία πιθανή λύση σε αυτό το πρόβλημα, είναι η αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας των ντόπιων πληθυσμών μέσω εγγειοβελτιωτικών έργων και της εισαγωγής νέων σοδειών στην αγροτική παραγωγή. Όμως, ακόμη και αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό, η κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με την λειψυδρία μπορεί να προκαλέσει νέα και ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα επισιτιστικού χαρακτήρα στον ντόπιο πληθυσμό και ιδίως στην Ασία και την Αφρική. Πάντως, όσο υπάρχει πόλεμος και πολιτική αστάθεια θα υπάρχει και πείνα και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Ενώ αρκετοί είναι οι αναλυτές που θεωρούν αυτή καθαυτή την αστάθεια ως το κύριο αίτιο της μετανάστευσης, αξιολογώντας την πείνα ως μικρής σημασίας που μπορεί να διορθωθεί ευκολότερα χωρίς, όμως, να βοηθά ιδιαίτερα στη μείωση της μετανάστευσης. Ακόμη, όμως, και αν η έλλειψη τροφής δεν φτάνει από μόνη της, για να δημιουργήσει μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα, υπάρχουν πολλά ακόμη βασικά αγαθά και πρώτες ύλες που στο μέλλον πολλές κοινότητες δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν σε επαρκείς για την επιβίωση τους ποσότητες, κάτι που πέρα από φτώχεια μπορεί να δημιουργήσει πολλές εντάσεις και πολέμους ιδιαίτερα ανάμεσα σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Η κλιματική αλλαγή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι ένας επίσης σημαντικός παράγοντας που κατά πάσα πιθανότητα στο μέλλον θα οδηγήσει όλο και περισσότερους ανθρώπους στην μετανάστευση και -σε αντίθεση με την σίτιση που για πολλούς είναι ένα ζήτημα που και μπορεί να λυθεί αλλά δεν επηρεάζει σε τόσο μεγάλο βαθμό τις μετακινήσεις- η κλιματική αλλαγή μπορεί κυριολεκτικά να εξαφανίσει ολόκληρες περιοχές. Το 2019, ένας τροπικός κυκλώνας που χτύπησε την Μοζαμβίκη εκτόπισε πάνω από 150.000 ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα προκάλεσε ζημιές που αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 1/10 του συνολικού ΑΕΠ της χώρας. Δυστυχώς, τέτοιες περιβαλλοντικές καταστροφές θα αποτελούν όλο και πιο συχνό φαινόμενο, το οποίο σε συνεργασία με την αύξηση της στάθμης της θάλασσας, την αύξηση της θερμοκρασίας, αλλά και πιθανών μελλοντικών ασθενειών θα προκαλέσει τον εκτοπισμό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Σύμφωνα με μία έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας, μέχρι το 2050, θα υπάρξουν 143.000.000 κλιματικοί μετανάστες από τις περιοχές της Λατινικής Αμερικής, της Υποσαχάριας Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Το Ινστιτούτο για την Οικονομία και την Ειρήνη με την σειρά του δημοσίευσε μία Έκθεση που προβλέπει πως 1.200.000.000 άνθρωποι παγκοσμίως μπορεί να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν. Συγκριτικά, οι οικολογικοί παράγοντες και οι συγκρούσεις οδήγησαν στον εκτοπισμό περίπου 30 εκατομμυρίων ανθρώπων το 2019, ανέφερε η Έκθεση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στο μητρώο οικολογικής απειλής του εν λόγω Ινστιτούτου, σήμερα ο κόσμος διαθέτει πλέον 60% λιγότερο γλυκό νερό απ’ ότι πριν 50 χρόνια, ενώ η ζήτηση για τρόφιμα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 50% τα επόμενα 30 χρόνια, λόγω της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού σε Ασία και Αφρική. Ταυτόχρονα, λόγω των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, όπως οι κυκλώνες και το λιώσιμο των πάγων, αναμένεται οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, μέχρι το 2050, να έχουν χάσει το 1.8% του ετήσιου ΑΕΠ τους. Αυτές, όμως, και οι οικονομικές συνέπειες θα συνοδευτούν και από μία αύξηση της ενεργειακής ζήτησης της τάξεως του 66% στην περιοχή εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού αλλά και της αστικοποίησης. Όλες οι παραπάνω συνθήκες είναι μόνο μερικά από τα μελλοντικά προβλήματα της ανθρωπότητας, ενώ ως ένα βαθμό είναι και αναπόφευκτες.
Οι αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες θα είναι αυτές που θα αναγκαστούν να υποδεχθούν εκατομμύρια ανθρώπους στο μέλλον, καθώς, όχι μόνο είναι πιο πλούσιες και με πιο σταθεροποιημένη δημογραφική κατάσταση, αλλά επειδή είναι πολύ πιο προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις, όπως την πλήρη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ακόμη και αν οι πιο απαισιόδοξες προβλέψεις δεν επαληθευτούν, ο αριθμός των προσφύγων/μεταναστών θα είναι και πάλι αρκετά μεγάλος, ώστε να κλονίσει αυτές τις κοινωνίες (ήδη πολύ μικρότερα ρεύματα δημιούργησαν εν μέρει δικαιολογημένες τεράστιες κοινωνικοπολιτικές εντάσεις σε Ευρώπη και ΗΠΑ). Η λύση για αυτό το μελλοντικό πρόβλημα σίγουρα είναι τουλάχιστον τόσο πολυεπίπεδη και πολύπλοκη, όσο το ίδιο το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα και ενδεχομένως να μην υπάρχει καν κάποια λύση. Ωστόσο, ο εφησυχασμός δεν βοήθησε ποτέ κανέναν. Ήδη το γεγονός πως οι προβλέψεις για το μέλλον της μετανάστευσης είναι αντιφατικές και γεμάτες διαφορετικά συμπεράσματα δείχνει πως τα κράτη δεν έχουν καταβάλει καν αρκετή προσπάθεια, για να προετοιμαστούν σε θεωρητικό επίπεδο για ένα γεγονός που είναι εξίσου βέβαιο με κάθε άλλη μελλοντική κρίση, καθώς εξαρτάται άμεσα από αυτές.