του Κωνσταντίνου Καραλαριώτη, Ερευνητή της Ομάδας Κοινωνικών Ζητημάτων
Η παρούσα ανάλυση έχει σκοπό να αναδείξει, στο πλαίσιο της τρομοκρατίας, τη σχέση των ΜΜΕ και των κοινωνικών στερεοτύπων, η οποία ως διαστρεβλωμένο απότοκο οδηγεί στην όξυνση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Δεδομένης της αχανούς επιστημονικής και διεπιστημονικής έκτασης που δύναται να λάβει το συγκεκριμένο ζήτημα, κρίθηκε σκόπιμη η συγκεκριμενοποίηση του πεδίου ανάλυσης στην μουσουλμανική κοινότητα και τη σύνδεση αυτής με το πολιτικό Ισλάμ και τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό. Στοχεύοντας στην ορθότερη δυνατή πραγμάτευση του ζητήματος, αρχικά θα αποσαφηνιστούν ορισμένες έννοιες ενώ στη συνέχεια θα γίνει επιμέρους εξέταση του κάθε υπο-ζητήματος.
Η έννοια της Τρομοκρατίας
Καταρχάς, δεδομένου ότι ως ευρύτερο πλαίσιο τίθεται η γενικότερη θεματική της τρομοκρατίας, θεωρείται σημαντικό να αποσαφηνιστεί ο όρος. Στην προσπάθεια να αποδώσουμε έναν ευέλικτο ορισμό, θα λέγαμε πως πρόκειται για μια μορφή πολιτικής βίας, η οποία έχει ως βάση την επίτευξη των στόχων της διά της καλλιέργειας κλίματος φόβου και ανησυχίας. Πρόκειται πιο πολύ για ένα κοινωνικό γεγονός, ενώ οι προθέσεις πίσω από τις τρομοκρατικές ενέργειες μπορεί να είναι περίπλοκες ή αβέβαιες. Ενδιαφέρον είναι πως ο όρος “τρομοκρατία” κρίνεται άκρως υποτιμητικός και η χρήση του συνήθως είναι επιλεκτική -αυτός που από κάποιους θεωρείται τρομοκράτης, για άλλους είναι μαχητής για την ελευθερία του λόγου (Heywood Α., 2013). Σε κάθε περίπτωση, κοινή παραδοχή είναι πως η συμφωνία περί του τι αποτελεί τρομοκρατία παραμένει δύσκολη υπόθεση, καθώς πλήθος ενεργειών μπορεί να περιλαμβάνουν βία (Kiras J.D., 2013). Ωστόσο, θα λέγαμε ότι τα εμπλεκόμενα μέρη στα φαινόμενα τρομοκρατίας είναι οι δράστες, τα θύματα και το κοινό αίσθημα. Βασικό μέλημα κάθε ευνομούμενης κοινωνίας -κατόπιν μιας απειλής ή ενός τρομοκρατικού χτυπήματος- είναι η μη επικράτηση πανικού και φόβου μεταξύ των πολιτών∙ η αποφυγή δηλαδή μιας νέας πραγματικότητας, η οποία θα συνεπάγεται διάφορα ζητήματα κοινωνικής (μισαλλοδοξία, ξενοφοβία, ρατσισμός κλπ) και οικονομικής φύσεως (μείωση οικονομικών δραστηριοτήτων όπως ο τουρισμός, η εστίαση κτλ).
Παρά το γεγονός ότι τα είδη της τρομοκρατίας ποικίλλουν και οι ιδεολογίες που την κινούν επίσης (ακροαριστερά και ακροδεξιά κινήματα, εθνικιστικές ομάδες κ.λπ.), παρατηρείται μια τάση να θεωρείται η θρησκεία ως άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή. Δεδομένου ότι το φαινόμενο της τρομοκρατίας είναι κατά βάση επιφορτισμένο με κάποια ιδεολογία, συνήθως στο πλαίσιο του εξτρεμισμού, ένας βασικός παράγοντας και περιεχόμενό της είναι όντως η θρησκεία∙ αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού, δηλαδή του τρόπου ζωής ενός λαού. Πρόκειται για το φαινόμενο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, του οποίου η κεντρική ιδέα είναι πως η θρησκεία δεν δύναται και δεν πρέπει να περιορίζεται στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά βρίσκει την κατάλληλη και ύψιστη έκφρασή της στην πολιτική της λαϊκής κινητοποίησης και της κοινωνικής αναγέννησης. Για τους φονταμενταλιστές, η πολιτική σύγκρουση αποτελεί μια μάχη ή έναν πόλεμο, στον οποίο πρέπει να επικρατήσουν είτε οι πιστοί είτε οι άπιστοι (Heywood Α., 2013).
Ισλάμ v. Ισλαμισμός
Στο σημείο αυτό, κρίνεται ωφέλιμο -αν και δεν εξετάζουμε το Ισλάμ εν γένει- να δοθούν ορισμένες διευκρινίσεις. Συχνά, σε ειδησεογραφικά μέσα παρατηρείται η εναλλακτική χρήση των όρων Ισλάμ και Ισλαμισμός, με τους οπαδούς της θρησκείας να αποκαλούνται Ισλαμιστές. Παράλληλα, επικρατεί η πεποίθηση πως ο Ισλαμισμός είναι εγγενώς βίαιος.
Σε πρώτο επίπεδο, o όρος Ισλάμ αναφέρεται στο θρησκευτικό δόγμα, ενώ από την άλλη μεριά ο Ισλαμισμός (ή αλλιώς “πολιτικό Ισλάμ”) περιγράφει μια πολιτικοθρησκευτική ιδεολογία, και όχι απλώς την πίστη σε αυτό. Αναφερόμαστε, έτσι, σε μια συγκεκριμένη σχολή σκέψης και όχι σε ολόκληρο το δόγμα. Οι υποστηρικτές του Ισλαμισμού -ή αλλιώς πολιτικού Ισλάμ- πρεσβεύουν πως το Ισλάμ έχει να προσθέσει κάτι σημαντικό σχετικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο διεξαγωγής της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, σε έναν σύγχρονο μουσουλμανικό κόσμο (Ayoob M., 2004). Επινοήθηκε ως λέξη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, με σκοπό την αναφορά στην άνοδο κινημάτων και ιδεολογιών που σχετίζονται με το Ισλάμ -όροι, σύμβολα και γεγονότα ληφθέντα από την Ισλαμική παράδοση- ούτως ώστε να διατυπωθεί ευκρινώς η πολιτική ατζέντα, εξού και η έκφραση “πολιτικό Ισλάμ”, όπου συνήθως παρατηρείται ως συνώνυμη του Ισλαμισμού. Εν συντομία, λοιπόν, πρόκειται για μία μορφή χρησιμοποίησης του Ισλάμ από άτομα, ομάδες και οργανισμούς που επιδιώκουν πολιτικής φύσεως στόχους (Denoeux G., 2002).
Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι πρόκειται για πολιτική διαστρέβλωση του Ισλάμ, που εδράζεται στην επιλεκτική ερμηνεία των θρησκευτικών κειμένων. Εντός του κόλπου του Ισλαμισμού αναδείχθηκε και ο όρος Τζιχάντ (και κατ’επέκταση Τζιχαντισμός) όπου αν και συχνά θεωρείται πως αποδίδεται ως “ιερός πόλεμος” (ελάσσων τζιχάντ), πιο δόκιμο είναι να γίνεται αντιληπτός ως ένας εσωτερικός αγώνας πίστης (μείζων τζιχάντ) (Heywood Α., 2013). Καταλαβαίνουμε, συνεπώς, πως ένας Μουσουλμάνος δεν είναι υποχρεωτικά Ισλαμιστής, ενώ ένας Ισλαμιστής δεν είναι και κατ’ ανάγκην Τζιχαντιστής.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται πως ο Ισλαμισμός ως φαινόμενο και οι συνεπαγόμενες εκφάνσεις του ποικίλλουν, παρουσιάζοντας υψηλή ετερογένεια και πολυμορφία μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών, μουσουλμανικών λαών και πολιτισμών∙ σημασία έχει δηλαδή το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου δρουν στοιχεία του πολιτικού Ισλάμ (Καραγιάννης E., 2018). Προωθώντας την τρομοκρατία ως διαστρεβλωμένο ορισμό του όρου “τζιχάντ”, οι εξτρεμιστές πετυχαίνουν να καταστήσουν το “πολιτικό Ισλάμ” μονολιθικό και επικίνδυνο στα μάτια της Δύσης (Ayoob M., 2004).
Το ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει είναι το εξής: “Τι σκέφτεται κανείς, ακούγοντας τη λέξη τρομοκράτης;”
Επιρροή των ΜΜΕ
Τα ΜΜΕ, ως η “4η εξουσία”, όπως χαρακτηρίζονται, είναι ένας σημαντικός κοινωνικός παράγοντας, με δυνατότητα να επηρεάζουν τις πεποιθήσεις των κοινοτήτων. Παράλληλα, σε ζητήματα που το κοινό δεν έχει άμεση επαφή και εμπειρία, τα Μέσα αναλαμβάνουν να το ενημερώσουν με τις απεικονίσεις τους να έχουν μεγαλύτερη πλέον σημασία∙ ενώ συχνά η εκάστοτε απεικόνιση ενδέχεται να μην συνάδει με την πραγματικότητα (Gerbner, 1998). Η επιρροή τους δύναται να προκαλεί σημαντικό αντίκτυπο στις μειονότητες, υποβάλλοντάς τες σε πιέσεις αποκλεισμού, υπονοώντας ότι κατέχουν χαρακτηριστικά πολιτισμού και κουλτούρας, πλήρως παράτερα σε σχέση με τα έθιμα και τα ήθη της χώρας όπου καταφθάνουν (Akbarzadeh S. & Smith B.J., 2005). Σύμφωνα με την Leti Volpp (2014), οποιαδήποτε ενέργεια κάνει ένας Μουσουλμάνος δύναται να ληφθεί ως τρομοκρατική∙ άτομο το οποίο εκ πρώτης όψεως ανήκει στην μουσουλμανική κοινότητα ή κατάγεται από αραβικές χώρες ή την Μέση Ανατολή θεωρείται πιθανότατα τρομοκράτης∙ οποιαδήποτε μαζική δολοφονία εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα μουσουλμανικής τρομοκρατίας. Συνεπώς, οι εν λόγω ομάδες αναγνωρίζονται απευθείας ως τρομοκράτες και όχι ως πολίτες. Σύμφωνα με τους Allouche & Lind (2010), στο Ηνωμένο Βασίλειο και μετά τις επιθέσεις του Σεπτεμβρίου του 2005, οι Μουσουλμάνοι -ειδικότερα όσοι έχουν γεννηθεί εκτός της χώρας- όλο και περισσότερο αντιμετωπίζονταν ως απειλή της εθνικής ασφάλειας. Το συγκεκριμένο φαινόμενο κατά πάσα πιθανότητα ερμηνεύεται από την τάση των ΜΜΕ να συνδέουν επανειλημμένως τις λέξεις “Μουσουλμάνος” και “Τρομοκρατία”, ούτως ώστε να επιτευχθεί η υψηλότερη δυνατή ακροαματικότητα και αλληλεπίδραση με το κοινό. Οι επιθέσεις με Ισλαμιστές δράστες, κατά μέσο όρο, επιδέχονται 357% περισσότερη δημοσιογραφική κάλυψη από τις υπόλοιπες (Kearns E., Betus A., Lemieux A., 2018).
Τέλος, σύμφωνα με τους Esses V.M, Medianu S & Lawson A.S (2013), η αβεβαιότητα που διακατέχει το ζήτημα της μετανάστευσης, σε συνδυασμό με την τάση των Μέσων να εστιάζουν στις αρνητικά φορτισμένες εικόνες, μπορεί να ωθήσει στον διαχωρισμό προσφύγων και μεταναστών από το ανθρώπινο είδος μέσω της στέρησης των ανθρώπινων ιδιοτήτων τους, καθώς και σε συλλογική κοινωνική αβεβαιότητα. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας, φάνηκε πως η απεικόνιση των μεταναστών/προσφύγων ως πιθανή ή υπαρκτή απειλή (π.χ. τρομοκράτες) ωθεί τους πολίτες να αποκόψουν χαρακτηριστικά όπως η ευγένεια, η ηθική, ο αυτοέλεγχος και η γνωστική πολυπλοκότητα από τους πρώτους∙ ακόμη και η αποτύπωση μιας μικρή ομάδας αιτούντων άσυλο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ευρύτερη κοινωνική ομάδα.
Ενώ, λοιπόν, οι περισσότερες επιθέσεις με δράστες εξτρεμιστές Ισλαμιστές χαρακτηρίζονται σχεδόν άμεσα ως τρομοκρατικές και μέρος ενός συνόλου επιθέσεων μιας οργάνωσης, στις υπόλοιπες περιπτώσεις αρχικά θεωρείται ότι ο δράστης έδρασε μόνος του (lone wolf) ή/και ότι έπασχε από κάποια ψυχική ασθένεια∙ την ίδια στιγμή που σύμφωνα με έρευνα των E.Corner & P.Gill (2014), οι τρομοκράτες που δρουν ατομικά -ανεξαρτήτως ιδεολογικού υπόβαθρου- είναι 13.49 φορές πιθανότερο να πάσχουν από κάποιου είδους ψυχική ασθένεια. Πολλές είναι και οι περιπτώσεις στις οποίες γίνεται χρήση του χαρακτηρισμού “έγκλημα μίσους”/ρατσιστική επίθεση, αλλά όχι απαραίτητα τρομοκρατική -ακόμη και αν πρόκειται για πολιτικό εξτρεμισμό, λ.χ χρήση του όρου “racist shooting” (Deutsche Welle, 2020). Ακόμη στην περίπτωση του Ισλαμιστή δράστη, η αποκοπή από το ανθρώπινο στοιχείο του γίνεται σχεδόν ακαριαία, εν αντιθέσει με τον Χριστιανό, λευκό άνδρα, ο οποίος διατηρεί την ανθρώπινη ιδιότητα του (Corbin, 2017). Συχνά παρατηρείται μια ανθρώπινη αποτύπωση των μη-Ισλαμιστών δραστών, με τα ΜΜΕ να δημιουργούν περιεχόμενο αφιερωμένο στην παιδική ηλικία ή στο πόσο ευγενικός και ντροπαλός ήταν ο δράστης (π.χ δηλώσεις για τον δράστη στο Χάναου) (Reuters, 2020), χρήση του όρου “Απαρατήρητος Άνθρωπος” (Καθημερινή, 2020). Κατά τον ίδιο τρόπο, στην συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ψυχική κατάσταση του δράστη και στο γεγονός πως κατά πάσα πιθανότητα κάποιο τραύμα ήταν που τον ώθησε σε μια τέτοια αποτρόπαια πράξη -όχι η θρησκεία ή η ιδεολογία του. Σκοπός δεν είναι να αμφισβητήσουμε το ενδεχόμενο όντως κάποιος δράστης να πάσχει από μια ψυχική ασθένεια, αλλά να εφαρμόζουμε αυτήν την παράμετρο στο σύνολο των περιπτώσεων κι όχι κατ’ επιλογήν.
Η λειτουργία της προκατάληψης και των στερεοτύπων
Συμπληρωματικά των ΜΜΕ λειτουργούν η προκατάληψη και τα στερεότυπα. Παρά το γεγονός ότι οι διακρίσεις βάσει ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού κάποιου ατόμου ή ομάδας είθισται να γίνονται συνειδητά, έρευνες έχουν δείξει πως εξίσου συχνό είναι και το φαινόμενο της ασυναίσθητης προκατάληψης βάσει της φυλής, τροφοδοτώντας έτσι τα ήδη υπάρχοντα στερεότυπα. Τα άτομα θυμούνται, ερμηνεύουν και αλληλεπιδρούν με την ίδια πληροφορία διαφορετικά, αναλόγως την εθνικότητα του ανθρώπου που έχουν απέναντι τους. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι σχηματίζουν απόψεις και λαμβάνουν αποφάσεις στερεοτυπικά φορτισμένες δίχως να το καταλαβαίνουν (Corbin, 2015). Επειδή, λοιπόν, ο εγκέφαλος υπερ-φορτώνεται με την πληροφορία που δέχεται, έχει αναπτύξει γνωστικές λειτουργίες επεξεργασίας. Αυτές, παρά το γεγονός πως είναι συνήθως αρκετά ακριβείς, μπορούν επίσης να οδηγήσουν και σε σημαντικά σφάλματα (Corbin, 2014). Επιπρόσθετα, λόγω των παραπάνω τείνουμε όχι μόνο να δεχόμαστε τα στερεότυπα ως αποκλειστικά αληθή, αλλά και να τα διακρίνουμε σε κατηγορίες. Ένα προβλεπόμενο σφάλμα, όταν κατηγοριοποιούμε φυλετικά, είναι η χρήση ανακριβών στερεοτύπων. Μόλις ένα άτομο-στόχος γίνει αντιληπτό ως μέρος μιας συγκεκριμένης κατηγορίας, είναι πιο πιθανό οι άνθρωποι να θυμούνται ότι το άτομο παρουσιάζει χαρακτηριστικά και συμπεριφορές κοινώς συνδεδεμένα με την εν λόγω κατηγορία (Krieger, 1995). Συνεπώς, αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν ακούμε τη λέξη “τρομοκράτης” να την συνδέουμε ασυναίσθητα με κάθε είδους πληροφορία που μέχρι στιγμής έχουμε λάβει, συμπεριλαμβανομένης και της προερχόμενης εκ των ΜΜΕ, όπως αυτή παρουσιάζεται πιο πάνω.
Επίλογος
Αυτό που παρατηρείται, λοιπόν, είναι η αδυναμία ενός μεγάλου σχετικά μέρους της δυτικής κοινωνίας να διαχωρίσει τους Μουσουλμάνους από τους Ισλαμιστές και τους πολιτικούς εξτρεμιστές, οδηγούμενο συχνά σε αυθαίρετες γενικεύσεις∙ την ίδια στιγμή που η Ευρώπη αριθμεί περίπου 27,770,000 Μουσουλμάνους, το 4.9% δηλαδή του συνολικού πληθυσμού της γηραιάς ηπείρου, το οποίο εκτιμάται πως μέχρι το 2050 θα ανέλθει στο 7.4% (Pew Research Center, 2017). Εν πάση περιπτώσει, κανείς δεν αρνείται την ύπαρξη βίας προερχόμενης από εξτρεμιστές Ισλαμιστές∙ σκοπός είναι η καταδίκη της τρομοκρατίας και της πολιτικής βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται, χωρίς να επηρεάζει αρνητικά ανθρώπους που δεν μετέχουν σε αυτή.
Βιβλιογραφία
[1] Heywood A, (2013), Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική στην Παγκόσμια Εποχή,, σ. 317-361, 478, Μεταφράστηκε από τα Αγγλικά από τους Χ. Φραγκονικόπουλο-Φ.Προέδρου, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική ΑΕ.
[2] Kiras J.D, (2013), Τρομοκρατία και Παγκοσμιοποίηση. Σε J.Bailys, S.Smith, P. Owens, Η Παγκοσμιοποίηση της Διεθνούς Πολιτικής, σ. 507, Μεταφράστηκε από τα Αγγλικά από τις Ε. Ψευτελή-Ε. Κοτσυφού, Αθήνα: ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ.
[3] Ayoob M., (2004), «Political Islam: Image and Reality», World Policy Journal, Volume 21, No. 3, p. 1-14. Available here.
[4] Denoeux G., (2002), «The Forgotten Swamp: Navigating Political Islam», Middle East Policy, Volume 9, No 2, p. 56-81 Available here.
[5] Καραγιάννης Ε., (2018), Η Πρόκληση του Νέου Πολιτικού Ισλάμ, Η Καθημερινή, Available here.
[6] Gerbner G, (1998), “Cultivation Analysis: An overview, Mass Communication and Society”, Volume 1, Issue 3-4, p. 175-194 Available here.
[7] Akbarzadeh S., Smith B.J, (2005), “The Representation of Islam and Muslims in the Media” (The Age and Herald Sun Newspapers), Monash University, Available here.
[8] Volpp L, (2014), “The Boston Bombers», Fordham Law Review, Volume 82, Issue 5, p. 2209 Available here.
[9] Allouche J., Lind J., (2010), A Research Synthesis Exploring the Trends and Gaps in Knowledge, “Public attitudes to global uncertainties” , Brighton: Institute for Development Studies. Available here.
[10] Kearns, E.M., Betus, A. & Lemieux, A., (2018), «Why Do Some Terrorist Attacks Receive More Media Attention Than Others?» Justice Quarterly, Forthcoming, Available here.
[11] Esses V.M, Medianu S. & Lawson A.S, (2013), “Uncertainty, Threat, and the Role of the Media in Promoting the Dehumanization of Immigrants and Refugees”, Journal of Social Issues, Volume 69, No 3, p 518-536 Available here.
[12] Corner E. & Gill P., (2015), «A False Dichotomy? Mental Illness and Lone-Actor Terrorism, American Psychology Law Society», Law and Human Behavior, Volume 39, No 1, p.23-24 Available here.
[13] Newsroom, (2020), 10.000 mourn victims of racist shooting rampage in Hanau, Germany, Deutsche Welle, Available here.
[14] Corbin C.M., (2017), «Terrorists Are Always Muslim but Never White: At the Intersection of Critical Reca Theory and Propaganda», Fordham Law Review, Volume 89, Issue 2, Article 5, p. 455-485. Available here.
[15] Chambers M. & Nienaber M., (2020), “Inconspicuous” German shooting suspect kept racist views under wraps, REUTERS, Available here.
[16] Newsroom. (2020), Γερμανία: Ο “απαρατήρητος άνθρωπος” που σκόρπισε τον τρόμο στη Χανάου, Η Καθημερινή, Available here.
[17] Corbin C.M, (2015), International Discrimination in Establishment Clause Jurisprudence, Alabama Law Review, Forthcoming, Volume 67, Issue 1, p. 299-325 Available Here.
[18] Corbin C.M, (2014), «Compelled Disclosures», Alabama Law Review, Volume 65, Issue 5, p. 1277-1351 Available here.
[19] Krieger L.H, (1995), The Content of Our Categories: A Cognitive Bias Approach to Discrimination and Equal Employment Opportunity, Stanford Law Review, Volume 47, No 6, p. 1161-1248 Available here.
[20] Pew Research Center, (2017), Europe’s Growing Muslip Population Available here.