του Δημήτρη Στανίτσα, μέλους της Ομάδας Αρθρογραφίας

Η ιστορία του Ναγκόρνο Καραμπάχ δεν είναι πρόσφατη και έχει μακρά ιστορία. Ο πόλεμος του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου ναι μεν άλλαξε (ξανά) τον χάρτη του Καυκάσου αλλά δεν αποτελεί τον επίλογο του μακροχρόνιου ζητήματος το οποίο ταλανίζει τις σχέσεις Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν

Το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού έφερε την επιστροφή των εθνικιστικών και αποσχιστικών κινημάτων σε μια μεγάλη περιοχή, από τα Βαλκάνια έως τον Καύκασο. Απότοκος αυτής της νέας πραγματικότητας ήταν οι αιματηρές εθνοτικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990.

Η Αρμενική Δημοκρατία ήταν μία από τις πιο περιφανείς νικήτριες εκείνων των αιματοχυσιών. Ο Πόλεμος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (1991-1993) έληξε με την Αρμενία να αποσπά το περίκλειστο έδαφος του Αρτσάχ από τον έλεγχο του Αζερμπαϊτζάν, ενώ το Μπακού έχασε και πέντε συν δύο (μερικώς) δικές του περιοχές.

Η Αρμενία εκμεταλλεύτηκε την απουσία της παραπαίουσας Ρωσίας και έφτασε να ελέγχει μέχρι και 15% των αζερικών εδαφών. Έκτοτε, το Αζερμπαϊτζάν κινητοποίησε κάθε κρατικό μηχανισμό, ώστε να επαναφέρει τις περιοχές αυτές υπό την κυριαρχία του, φροντίζοντας να αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του. Τα 2/3 του εδάφους του καλύπτουν κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Συμφωνίες με ορίζοντα δεκαετιών υπεγράφησαν, μήνες μετά τη λήξη του πολέμου, με αμερικανικές εταιρείες, καθιστώντας τη χώρα τον αντιρωσικό πάροχο ενέργειας της Ευρώπης. 

Ταυτόχρονα, η Αζερική Δημοκρατία δεν φείσθηκε στρατιωτικού εξοπλισμού, που είτε κληρονόμησε από τις σοβιετικές στρατιωτικές βάσεις, είτε αγόρασε από τη Ρωσία, αλλά και από άλλες χώρες, όπως η Τουρκία και το Ισραήλ. Μεταξύ των δύο χωρών, διατηρήθηκαν αγαστές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, με το Αζερμπαϊτζάν να μετέχει ως κράτος-μέλος στην Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών.

Η Αρμενία ήταν η νικήτρια που έπρεπε να αναστηλώσει ένα κράτος, ευρισκόμενη σε χρεία πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η χώρα δεν διέθετε πλούσια ορυκτά κοιτάσματα, ενώ οι φυσικές πηγές της δεν επαρκούσαν, για να καλυφθούν οι ενεργειακές της ανάγκες. Η λύση δόθηκε από την ακμαία αρμενική διασπορά, η οποία «αιμοδοτούσε» τα αρμενικά ταμεία, και τη ρωσική συμβολή σε στρατιωτικό κι ενεργειακό είδος.

Στην αυγή του 21ού αιώνα, ξεκίνησε η σταδιακή στροφή της αρμενικής εξωτερικής πολιτικής. To 2002, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακοινώνει ότι η Αρμενία είναι υποψήφιο προς ένταξη στην ΕΕ κράτος. Φιλοευρωπαϊκοί Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί και πολιτικές οργανώσεις ιδρύονται στη χώρα αυτή του Καυκάσου, προωθώντας την ανάλογη ατζέντα. Οι κληρονομημένες, σοβιετικές παθογένειες δεν καταπολεμήθηκαν ποτέ και η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να φαντάζει η πανάκεια των αρμενικών προβλημάτων.

Οι έντονες αμφισβητήσεις των εκάστοτε εκλογικών αποτελεσμάτων από τους παρατηρητές του Ο.Α.Σ.Ε., που έκαναν λόγο για νοθεία και βία από υποστηρικτές προεδρικών υποψηφίων (π.χ.: Στεπάν Ντεμιρτσιάν, εκλογές 2003) προλείαναν το έδαφος για τον ενδεχόμενο μελλοντικό γάμο με τις Βρυξέλλες.

Το φιλοευρωπαικό αίσθημα μεγάλωνε, όπως και οι μεταξύ ΕΕ και Αρμενίας, συμφωνίες στο πλαίσιο του εμπορίου, των αερομεταφορών, της χορήγησης θεωρήσεων εισόδου και των κοινοτικών κονδυλίων, επί τη βάσει της προόδου εκδημοκρατισμού της χώρας. Ωστόσο, κανείς από τους τρεις πρώτους Προέδρους της χώρας δεν έστρεψε την Αρμενία προς Δυσμάς -μέχρι την εμφάνιση του Νικόλ Βοβαγί Πασινιάν. Η Ρωσία, συνέχισε να είναι ο στρατηγικός εταίρος του Ερεβάν.

O πρώην συνεργάτης του πρώτου Προέδρου Τερ Πετροσιάν ιδρύει το 2013 το κόμμα «Κοινωνικό Συμβόλαιο’», που μετεξελίσσεται σε τετρακομματική συνεργασία ονόματι «Διέξοδος», και είναι ο πρώτος Αρμένιος κομματάρχης που υπερασπίζεται την «ευρωπαϊκή προοπτική». Το 2018, είναι ο βασικός ενορχηστρωτής του κινήματος που επέφερε τη «Βελούδινη Επανάσταση» και ομιλητής εκείνων των ταραγμένων ημερών, μπροστά στα πλήθη των πλατειών. 

Στα χνάρια της Γεωργίας (2003) και Ουκρανίας (2014), ακόμα μία πρώην σοβιετική Δημοκρατία επαναστατεί κινηματικά, με στόχο να ανατρέψει την καθεστηκυία πολιτική τάξη. 

Στη διετία της δυτικότροπης αρμενικής κυβέρνησης, οι Βρυξέλλες μοίρασαν κάποιες υποσχέσεις περί αμυντικής βοήθειας, θέλοντας να προσφέρουν από το μενού που παρέχει ο ευρασιατικός αντίπαλος. Αυτή είναι μία τακτική πολύ γνωστή στη Δύση, καθώς η -ακόμα πιο κρίσιμη γεωπολιτικά- Ουκρανία, στο κριμαϊκό ζήτημα, είχε βομβαρδιστεί από τις απειλητικές αντιρωσικές υποσχέσεις των Ευρωατλαντιστών, έξι χρόνια νωρίτερα. Η διακριτή προτίμηση της Μόσχας στην προηγούμενη αρμενική κυβέρνηση ήταν εμφανής και δηλώθηκε σύντομα, πλην καθαρά, στην συνέντευξη της 20ής Νοεμβρίου που παραχώρησε ο Βλαντίμιρ Πούτιν.

Ως προς το Αρτσάχ, η αρμενική αβελτηρία είναι διαπιστωμένη, ήδη από το τέλος του πολέμου. Το Ερεβάν ποτέ δεν αναγνώρισε τη Δημοκρατία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αφήνοντάς το στη de jure αζερική επικράτεια και προσκαλώντας, έτσι, τη νομότυπη αντεπίθεση του ζημιωμένου κράτους. Στα χρόνια που πέρασαν, απέφυγε να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, ακόμα και κατόπιν έντονης ρωσικής παρότρυνσης, με αποκορύφωμα τις Αρχές της Μαδρίτης του 2009.

Η αποστροφή στην αζερική συνεννόηση άρχισε να ζευγαρώνει με το ρωσικό σκεπτικισμό στις στρατιωτικές συμπράξεις. Ιδιαίτερα, ο βουλευτής Νικόλ Πασινιάν, το 2016, καταψήφισε τη Ρωσοαρμενική Συμφωνία «Ενοποιημένου Συστήματος Εναέριας Ασφάλειας» στον Καύκασο, ισχυριζόμενος ότι «η Ρωσία δεν μπορεί να θεωρηθεί εγγυήτρια της ασφάλειας της Αρμενίας, αλλά προσφέρει μόνο την ψευδαίσθηση της ενδυνάμωσης της ασφάλειας (sic)».

Η κατά Πασινιάν ψευδαίσθηση αμυντικής ισχύος ήρθε να επιβεβαιωθεί με τον πλέον τραγικό τρόπο στον μήνα των εχθροπραξιών: τα τουρκοϊσραηλινής παραγωγής επιθετικά, μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) ισοπέδωσαν τα τεθωρακισμένα οχήματα και αντιαρματικά όπλα των Αρμενίων. Η χρήση τους ήταν τόσο κομβική που, σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Αρτσάχ, «τις τελευταίες δύο μέρες (7 Νοεμβρίου), ο εχθρός, δεν ξέρω πώς, με νέες τεχνολογίες, νέα drones, κατάφερε να μας επιφέρει εκ νέου σημαντικές απώλειες».

Το εξοπλιστικό κενό των Αρμενίων ήταν βαθύ και είναι να απορεί κανείς πώς προετοίμασε η ηγεσία τους την επικείμενη, στον τάδε ή δείνα χρόνο, επιστροφή του Αζερμπαϊτζάν στον τόπο του χυμένου αίματος. Οι επιχειρησιακές παραλείψεις, καίτοι δε θα αποσαφηνιστούν ποτέ δημόσια, φαίνεται να εδράζονται στην αρμενική αδυναμία να ανακόψει, έστω, την ταχύτητα της αζερικής προέλασης.

Το αρμενικό όνειδος έγκειται όχι (μόνο) στην εδαφική αποψίλωση, με την απώλεια των παλαιών αζερικών περιοχών, αλλά και στον ακρωτηριασμό του Αρτσάχ. Οι Αρμένιοι ήταν εκείνοι που έτειναν το βλέμμα προς το απάγκιο της ελευθερίας και της προόδου τους, την Αρμενική Δημοκρατία. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την ελληνική καταισχύνη της Κύπρου, όχι μόνο δεν είναι συμπτωματική, αλλά είναι «τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση των μυρίων απόψεων και των ισχνών -αν όχι μηδαμινών- πράξεων (ή κυρώσεων), συνεχίζει να αποτελεί το χρήσιμο «ηλίθιο» για τη ρωσική πολιτική. Με τα πολιτικοοικονομικά δολώματά της, εδώ και 20 χρόνια, προσπαθεί να φέρει στο στρατόπεδο της Δύσης χώρες που αποτελούσαν σημαντικές έως ζωτικής σημασίας εταίροι του έτερου πόλου. Όμως, όταν ο κόσμος των διακηρύξεων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων συναντά τους ένοπλους αυτονομιστές της Αμπχαζίας και της Νοτίου Οσετίας (Γεωργία), του Ντόνετσκ και της Κριμαίας, είναι αξιοπρόσεκτη η υπερίσχυση των δεύτερων μπροστά στα σφιγμένα πρόσωπα των πρώτων.

Φυσικά, τίποτα δε θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τους εκάστοτε πρόθυμους. Πατριώτες με ιδεολογική αναφορά στη Δύση, συνεργάτες παλαιών Πρωθυπουργών και Προέδρων, αφού ηγηθούν ευρειών κινητοποιήσεων και ερεθίσουν το λαϊκό αίσθημα, ανατρέπουν την ηγετική τάξη που ασκεί εξουσία με αυθαιρεσίες κι ολιγαρχική αντίληψη. Πρώτη δουλειά των νέων εθνοπατέρων είναι να στρέψουν τα νώτα των χωρών τους στον εξ Ανατολών «προστάτη», η παρουσία του οποίου βαραίνει το εθνικό θυμικό. 

Ωστόσο, η εσωτερική αναδιοργάνωση αποτυγχάνει, η πολιτική διαφθορά ενδύεται «φραγκικό ένδυμα», ενώ αναδύονται εφιάλτες από το παρελθόν (εμφάνιση εθνικοσοσιαλιστών στη Δ. Ουκρανία, επί Ποροσένκο). Έτσι, οι κ.κ. Σαακασβίλι, Ποροσένκο και Πασινιάν, ανεπίγνωστοι για τη νέα δυναμική που ανοίγεται μπροστά τους, έβαλαν τη Γεωργία, την Ουκρανία και την Αρμενία να τρέξουν, χωρίς ακόμα να τις μάθουν να στέκονται όρθιες, μόνες κι αυτοδύναμες. 

Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο Μιχαήλ Σαακασβίλι, ηγετικό στέλεχος της «Επανάστασης των Τριαντάφυλλων», που υπέβαλε την πατρίδα του στην 14ήμερη ταπείνωση του Πολέμου εναντίον της Ρωσίας το 2008. Κατόπιν, φρόντισε να φύγει από τη χώρα και, το 2015, η σταδιοδρομία του εμπλουτίστηκε με το αξίωμα του κυβερνήτη της Οδησσού. Πλέον, καταζητείται από τις γεωργιανές αρχές για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

Όλα τα ανωτέρω έρχονται να μετρηθούν στη χώρα μας, στις φουσκοθαλασσιές του Αιγαίου. Τα αποκαΐδια των αρμένικων σπιτιών του Αρτσάχ, σαν να αναφλέγονται σε πείσμα της παράδοσής τους, αναδίδουν ως τη Μεσόγειο τη γνωστή σε Αρμένιους κι Έλληνες δυσωδία του ξεριζωμού και του θανάτου.