της Χριστίνας Κοτσώνη,
Είμαστε μία γενιά σε μία χώρα που δεν κατάλαβε, μέχρι στιγμής, έμπρακτα τι πάει να πει πόλεμος. Αναμφισβήτητα, μπορούσαμε να καταλάβουμε όλοι πόσο δύσκολος είναι ένας πόλεμος, πόσο σκληρός μπορεί να γίνει και πόσο καταστροφικές μπορεί να είναι οι συνέπειές του -από υλικές ζημιές μέχρι την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Αφορμή αυτού του κειμένου αποτέλεσε η δημοσίευση της Εισαγγελέως του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) σχετικά με την πιθανότητα έναρξης διαδικασιών ενώπιόν του για τις καταγγελίες τέλεσης εγκλημάτων πολέμου την περίοδο της κατοχής του Ιράκ, την περίοδο από το 2003 έως το 2008, από βρετανικά στρατεύματα (ICC, 2020).
Λίγα λόγια για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
H εξελικτική πορεία της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης είναι μακρά και χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αιώνα, με βασικό χαρακτηριστικό την καθιέρωση της διεθνούς ατομικής ποινικής ευθύνης στις δίκες της Νυρεμβέργης (Περράκης, Μαρούδα, 2018). Γενικώς υφίσταται διάκριση μεταξύ των δικαιοδοτικών και πολιτικών μεθόδων επιβολής της (Αντωνόπουλος, Μαγκλιβέρας, 2017). Βασικό σημείο καμπής στην εξέλιξη αποτελεί η υπογραφή του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το 1998, ως αποτέλεσμα μίας πολύχρονης διαδικασίας διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο των ΗΕ (Περράκης, Μαρούδα, 2018). Το ΔΠΔ είναι μόνιμο δικαιοδοτικό όργανο, σε ισχύ από το 2002, με έδρα τη Χάγη, ενώ συνδέεται με τα ΗΕ με ειδικό καθεστώς μέσω διεθνούς συμφωνίας (Περράκης, Μαρούδα, 2018), αλλά και με τη δυνατότητα παραπομπής μίας κατάστασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων υπό το Κεφάλαιο VII του Χάρτη των ΗΕ (Αντωνόπουλος, Μαγκλιβέρας, 2017). Είναι δέ αρμόδιο για την ποινική δίωξη ατόμων ή ομάδων για το έγκλημα της γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και το έγκλημα της επίθεσης (άρθρο 5 Statute of the International Criminal Court, [1998]). Αποτελείται από το Προεδρείο, το Τμήμα Προδικασίας, το Πρωτοβάθμιο Τμήμα, το Εφετείο, το Γραφείο του Εισαγγελέα και τη Γραμματεία (άρθρο 35 Statute of the International Criminal Court, [1998]). Ας σημειωθεί πως η πρώτη Απόφασή του εκδόθηκε το 2012 για τον Thomas Lubanga Dyilo (ICC, 2012).
Ο ορισμός των εγκλημάτων πολέμου
Η βασική ερώτηση που αφορά το Δίκαιο ενόπλων συρράξεων (Law of Armed Conflicys-LOAC) ή εναλλακτικά -όπως ονομάζεται- το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (ΔΑΔ) είναι τι συνιστά έγκλημα πολέμου. Αρχικά, όπως είναι προφανές, πρέπει να υπάρχει ένοπλη σύρραξη, διεθνής ή μη. Σύμφωνα με την Επιτροπή Εγκλημάτων Πολέμου των Ηνωμένων Εθνών, τα εγκλήματα πολέμου περιλαμβάνουν «μια σοβαρή παραβίαση των νόμων ή των εθίμων του πολέμου τα οποία συνεπάγονται ατομική ποινική ευθύνη βάσει του διεθνούς δικαίου» (UNWCC 1948, αναφορά στο Moir, 2002).
Το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, στο άρθρο 8(2) έδωσε ένα λεπτομερή ορισμό για τα εγκλήματα πολέμου, απαριθμώντας τέσσερις κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου, “ιδιαίτερα ως μέρους σχεδίου ή πολιτικής ή εντός ενός πλαισίου διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων” (Περράκης, Μαρούδα, 2018): α) σοβαρές παραβιάσεις (grave breaches), β) άλλες σημαντικές παραβάσεις των νόμων και των εθίμων πολέμου που μπορούν να εφαρμόζονται στις διεθνείς ένοπλες συρράξεις, γ) σοβαρές παραβιάσεις του άρθρου 3, κοινού για τις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης, που διαπράχθηκαν σε ένοπλη σύρραξη μη διεθνούς χαρακτήρα και, τέλος, δ) άλλες σημαντικές παραβάσεις των νόμων και των εθίμων που μπορούν να εφαρμόζονται σε ένοπλες συρράξεις μη διεθνούς χαρακτήρα. (Statute of the International Criminal Court, [1998]). Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο πως για τα εγκλήματα πολέμου, δυνάμει του άρθρου 124 του Καταστατικού, υπάρχει η δυνατότητα επίκλησης της ρήτρας opt-out, δηλαδή η δυνατότητα προσωρινής αυτοεξαίρεσης των κρατών μερών (Περράκης, Μαρούδα, 2018).
Το χρονικό που οδήγησε στις καταγγελίες
Μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβριου, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, George Bush, παρουσίασε μια Στρατηγική -γνωστή ως ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας/War on Terror- για την αντιμετώπιση του “τζιχαντιστικού εξτρεμισμού” και την ενίσχυση του status quo της παγκόσμιας κοινωνίας, επειδή υπήρχε η φήμη πως το Ιρακ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής -γεγονός που αποδείχθηκε ύστερα πως δεν ισχύει. Έτσι, τέθηκε σε εφαρμογή η «Operation Iraqi Freedom», όπως ονομάστηκε, η επιχείρηση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου κατά του Ιρακ στις 20 Μαρτίου 2003 (ICC Final Report, par. 37 2020), με στόχο την ανατροπή του τότε ιρακινού ηγέτη Σαντάμ Χουσεΐν. Ο πόλεμος τερματίστηκε με την πτώση της Βαγδάτης, στις 9 Απριλίου 2003, καθώς και της κυβέρνησης Χουσεΐν (Kissinger H., 2014). Ακολούθησε η σύλληψη των ηγετικών στελεχών της ιρακινής κυβέρνησης και του Χουσεΐν, ο οποίος απαγχονίστηκε τον Δεκέμβρη.
Μετά την επικράτηση των Συμμάχων, εγκαθιδρύθηκε η Coalition Provisional Authority, η οποία θα αναλάμβανε την εξουσία έως ότου εκλεγόταν μία ιρακινή κυβέρνηση. (ICC| Final Report p.38). Με την Απόφαση 1546 του Συμβουλίου Ασφαλείας του 2004 οριζόταν πως η Μεταβατική Κυβέρνηση θα αναλάμβανε από τις 30 Ιουνίου του 2004 (ICC| Final Report p.38). Οι βρετανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ από την εισβολή το 2003 έως την αποχώρηση το 2011, υπό την ονομασία “Telic” υποστήριζαν ποικιλοτρόπως και την Coalition Provisional Authority (ICC| Final Report p.40, 42).
Η υπόθεση ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
Στις 9 Φεβρουαρίου 2006, ο Luis Moreno-Ocampo, ο τότε Εισαγγελέας του ΔΠΔ, δημοσίευσε την επίσημη Απάντησή του για τις -τότε- 240 καταγγελίες σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο Ιράκ, και με την οποία κατέληξε επίσημα να μην ανοίξει την υπόθεση (ICC, Response to communications, 2006). Να σημειωθεί πως, για να ξεκινήσει έρευνα ο Εισαγγελέας του ΔΠΔ, σε αντίθεση με τους εθνικούς εισαγγελείς, πρέπει να διαθέτει αρκετές πληροφορίες, έτσι ώστε να πληρούνται τα κριτήρια του Καταστατικού της Ρώμης. Πρέπει να ληφθούν τρεις παράγοντες υπόψιν σύμφωνα με το άρθρο 53. Αρχικά, οι πληροφορίες πρέπει να έχουν μια λογική βάση, ώστε να ισχυριστεί ο Εισαγγελέας ότι έχει διαπραχθεί ή (συνεχίζει να) διαπράττεται έγκλημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Εν συνεχεία, διερευνάται prima facie η πιθανότητα του παραδεκτού (admissibility) ενώπιον του Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες της σοβαρότητας και της συμπληρωματικότητας προς τις εθνικές διαδικασίες. Τρίτον, αν οι παραπάνω παράγοντες είναι θετικοί, πρέπει ο Εισαγγελέας να συνυπολογίσει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. (Statute of the International Criminal Court, [1998]). H υπόθεση ξανάνοιξε έπειτα από νέες καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου και ιδίως για τη μεταχείριση των κρατουμένων από τα βρετανικά στρατεύματα (συνολικά 236), τo 2014, ενώ το 2015 υπήρξε και νέες καταγγελίες (χίλιες στο σύνολο) (ICC, Final Report, p. 14-17, 2020).
Ακόμη στο σημείο αυτό, να τονιστεί πως, ενώ τα γεγονότα που τελέστηκαν στην επικράτεια του Ιρακ, το τελευταίο δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος του Καταστατικού της Ρώμης και, παρά τις καταγγελίες, δεν υπέβαλε δήλωση αποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 12(3), αποδεχόμενο έτσι την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (Statute of the International Criminal Court, [1998]). Σύμφωνα με το άρθρο 12, οι πράξεις στο έδαφος ενός κράτους μη μέρους εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, μόνον όταν ο κατηγορούμενος για το έγκλημα είναι υπήκοος κράτους που έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία (άρθρο 12(2)(b)) (ICC| Response to communications received concerning Iraq, 9th February 2006). Οι καταγγελίες, λοιπόν, για τα αμερικανικά στρατεύματα δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, επειδή οι ΗΠΑ δεν έχουν επικυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης, οπότε η έρευνα στρέφεται σε καταγγελίες για το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Η Εξέταση από την Εισαγγελία
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, για να ξεκινήσει έρευνα για μια υπόθεση, πρέπει να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Κατά γενική έννοια, οποιοδήποτε έγκλημα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου είναι «σοβαρό». Όμως, το Καταστατικό απαιτεί μία επιπρόσθετη βαρύτητα. Αυτή η εκτίμηση είναι απαραίτητη, καθώς το Δικαστήριο αντιμετωπίζει πολλαπλές καταστάσεις, που περιλαμβάνουν εκατοντάδες εγκλήματα και πρέπει να επιλέξει καταστάσεις σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 53(1)(b). Το Γραφείο εξετάζει διάφορους παράγοντες για την εκτίμηση της βαρύτητας. Βασικό, όμως, μέλημα είναι ο αριθμός των θυμάτων ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, όπως η δολοφονία ή ο βιασμός. Ο αριθμός των πιθανών θυμάτων αυτής της κατάστασης κυμαίνεται σε 4 έως 12 θύματα σκόπιμης θανάτωσης και είναι περιορισμένος αριθμός θυμάτων απάνθρωπης μεταχείρισης (ICC| Response, 2006).
Το Γραφείο, αφού συνέλεξε όλες τις πληροφορίες και τις καταγγελίες, τις εξέτασε προσεκτικά, ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα για την πιθανότητα έναρξης διαδικασίας ενώπιον του ΔΠΔ. Κατά τον Εισαγγελέα, οι τότε διαθέσιμες -το 2006- πληροφορίες έδειξαν μεν ότι κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων πέθανε ένας σημαντικός αριθμός αμάχων, από την άλλη, όμως, δεν έδειξαν σκόπιμες επιθέσεις εναντίον αμάχων (ICC| Response, 2006). Το διαθέσιμο υλικό για τα περιστατικά, αναφορικά με το άρθρο 8(2)(b)(iv), χαρακτηρίστηκε από έλλειψη πληροφοριών που υποδεικνύουν σαφή υπερβολή σε σχέση με το στρατιωτικό πλεονέκτημα και δεύτερον από έλλειψη πληροφοριών που υποδεικνύουν τη συμμετοχή υπηκόων των κρατών μερών (ICC| Response, 2006). Στη προσπάθεια να «κλείσουν» αυτά τα κενά, ζητήθηκαν και ελήφθησαν πρόσθετες πληροφορίες από σχετικές κυβερνητικές πηγές και από άλλες πηγές. Οι πληροφορίες από το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφεραν ότι καταρτίστηκαν εκ των προτέρων κατάλογοι πιθανών στόχων, οι διοικητές είχαν στην διάθεσή τους νομικές συμβουλές και γνώριζαν την ανάγκη συμμόρφωσης με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της αναλογικότητας (ICC| Response, 2006).
Κατά τη διάρκεια της ανάλυσης των στοιχείων από το Γραφείο του Εισαγγελέα, δημοσιεύθηκε η έκθεση του Αμερικανού στρατηγού Ταγκούμπα για την κατάσταση στη φυλακή Abu Ghraib και υπήρξαν περιστατικά εκτεταμένης βίας έναντι πολιτών κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων, κατά τη περίοδο διοίκησης του Ιράκ από την «Ειρηνευτική» Δύναμη. Το Γραφείο συνέλεξε πληροφορίες σχετικά με τα περιστατικά και τις σχετικές εθνικές ποινικές διαδικασίες, που έχουν κινηθεί από τις κυβερνήσεις των συμβαλλόμενων κρατών όσον αφορά τους υπηκόους τους. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τα στοιχεία της σκόπιμης θανάτωσης και των βασανιστηρίων ή απάνθρωπης μεταχείρισης. Μετά την επεξεργασία των δεδομένων συνήχθη το συμπέρασμα ότι υπήρχε βάση, για να πιστεύουμε ότι είχαν διαπραχθεί εγκλήματα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (ICC| Response, 2006).
Το 2014, η υπόθεση άνοιξε εκ νέου από την Εισαγγελία της Fatou Bensouda, μετά από εύρεση επιπλέον πληροφοριών. Στις 9 Δεκεμβρίου 2020, δημοσιεύθηκε η τελική Έκθεση της Εισαγγελέως η οποία αποφάσισε να κλείσει τη προκαταρκτική εξέταση και να μην ξεκινήσει έρευνα. Όπως αναφέρεται, το Γραφείο διαπίστωσε και επιβεβαίωσε ότι υπάρχει η λογική βάση, για να πιστεύουμε ότι τα μέλη των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων διέπραξαν εγκλήματα πολέμου σκόπιμης δολοφονίας, βασανιστηρίων, απάνθρωπης/εξευτελιστικής μεταχείρισης, επιθέσεις κατά της αξιοπρέπειας και βιασμού ή/και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας. Παρόλα αυτά, εντοπίστηκε μικρός αριθμός περιστατικών που συνηγορούν, ώστε να ξεκινήσει έρευνα. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι υπήρξαν αποτυχίες εποπτείας και στρατιωτικής διοίκησης, γεγονότα που συνέβαλαν στη διάπραξη εγκλημάτων κατά κρατουμένων από βρετανούς στρατιώτες στο Ιράκ. Ένα βασικό ερώτημα για την Εισαγγελέα ήταν αν τα αποδεικτικά στοιχεία υποστήριζαν ποινικές κατηγορίες εναντίον διοικητών και άλλων ανωτέρων για μια τέτοια συμπεριφορά, ώστε να ξεκινήσει έρευνα (ICC| Final Report Situation in Iraq/UK).
Το Γραφείο διαπίστωσε ότι η αρχική απάντηση του βρετανικού στρατού ήταν ανεπαρκής και έπασχε από έλλειψη πραγματικής προσπάθειας διεξαγωγής ανεξάρτητων σχετικών ερευνών. Ο θεσμός των δημοσίων ερευνών και η επακόλουθη δημιουργία της Ομάδας Ιστορικών Κατηγοριών του Ιράκ (IHAT) στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μία απάντηση στην επιθυμία πραγματοποίησης αποτελεσματικών ερευνών. Το Γραφείο αναγνώρισε τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, έστω και σε μεταγενέστερο στάδιο, με τη δημιουργία συγκεκριμένων μηχανισμών για την αντιμετώπιση αυτών των ισχυρισμών. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της εγχώριας διαδικασίας, διάρκειας άνω των δέκα ετών, που περιλαμβάνει την εξέταση χιλιάδων κατηγοριών, είχε ως αποτέλεσμα να μην διωχθεί μέχρι στιγμής ούτε μία υπόθεση, αποτέλεσμα που στερούσε τη δικαιοσύνη από τα θύματα. Μερικές υποθέσεις παραπέμφθηκαν σε δίωξη, όμως, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ή/και για λόγους δημοσίου/υπηρεσιακού ενδιαφέροντος (ICC| Final Report Situation in Iraq/UK).
Το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί που διερευνήθηκαν από τις βρετανικές αρχές δεν οδήγησαν σε διώξεις, δεν σημαίνει ότι οι ισχυρισμοί ήταν ανεδαφικοί. Αντίθετα, σημαίνει ότι τα εγχώρια ερευνητικά όργανα δεν μπορούσαν να διατηρήσουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, για να παραπέμψουν τις υποθέσεις σε δίωξη, αλλά και σε υποθέσεις που παραπέμφθηκαν δεν υπήρχε ρεαλιστική προοπτική καταδίκης σε ποινική δίκη. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου παραδέχτηκαν πως μια επαναλαμβανόμενη αδυναμία στις υποθέσεις που διερευνήθηκαν ήταν η έλλειψη εγκληματολογικών αποδεικτικών στοιχείων και ασυνεπειών σε μαρτυρίες, δεδομένης της ιστορικής φύσης των ερευνών (ICC| Final Report Situation in Iraq/UK).
Το Γραφείο έλεγξε το βαθμό στον οποίο οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασαν συστηματικά τα ζητήματα διοίκησης και εποπτείας. Έγινε, μάλιστα, ξεχωριστή έρευνα για ισχυρισμούς από διάφορους πρώην ερευνητές του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την εκ προθέσεως παραβίαση, παραποίηση ή/και καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διάρκεια των εγχώριων ερευνών, καθώς και την παρεμπόδιση ορισμένων ερευνών και πρόωρη περάτωση υποθέσεων. Υπάρχουν πολλές ανησυχίες σχετικά με τον τρόπο λήψης συγκεκριμένων αποφάσεων. Ωστόσο, το ΔΠΔ δεν είναι όργανο ανθρωπίνων δικαιωμάτων που καλείται να αποφασίσει αν σε εσωτερικές διαδικασίες έχουν παραβιαστεί οι απαιτήσεις του νόμου για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή του εσωτερικού δικαίου. Έχει καθήκον, όμως, να καθορίσει αν θα πρέπει να ασκήσει τη δική του αρμοδιότητα σε ποινική υπόθεση στη θέση του κράτους, όταν το τελευταίο δεν είναι σε θέση να κινήσει πραγματικές διαδικασίες είτε όταν είναι απρόθυμο να κινήσει διαδικασίες υπό την έννοια της προστασίας των θυτών από την ποινική δικαιοσύνη ( ICC| Final Report Situation in Iraq/UK, 2020).
Μετά από λεπτομερή έρευνα, και παρά τις όποιες ανησυχίες, το Γραφείο δεν μπορούσε να τεκμηριώσει ισχυρισμούς ότι οι βρετανικοί ανακριτικοί και εισαγγελικοί φορείς είχαν αποπειραθεί να συγκαλύψουν στοιχεία και πληροφορίες. Έχοντας εξαντλήσει τις γραμμές έρευνας που προέκυπταν από τις διαθέσιμες πληροφορίες, η Εισαγγελέας αποφάσισε ότι η μόνη κατάλληλη απόφαση ήταν να κλείσει η προκαταρκτική εξέταση (ICC| Final Report p.101, 176). Τέλος, πέραν των εγκλημάτων πολέμου το Γραφείο έλαβε πολλούς ισχυρισμούς και για την τέλεση γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητα και με θανάτους αμάχων, τραυματισμούς και ζημιές που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου 2003. Κατά τη συλλογιστική της Εισαγγελέα, οι ισχυρισμοί για γενοκτονία και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν επιβεβαιώθηκαν, καθώς τα διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες δεν έδειξαν ότι υπήρχε πρόθεση για εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρει καταστροφή του πληθυσμού (ICC Final Report, 2020). Σχετικά με τους θανάτους αμάχων, αναφέρεται στο Καταστατικό της Ρώμης ότι ο θάνατος αμάχων στη διάρκεια ένοπλης σύγκρουσης δεν αποτελεί από μόνος του έγκλημα πολέμου. Βασικό κριτήριο είναι αυτό της αναλογικότητας των επιθέσεων εναντίον στρατιωτικών στόχων, ακόμη και αν είναι γνωστό ότι θα προκύψουν θάνατοι ή τραυματισμοί πολιτών. Όταν υπάρχει εκ προθέσεως επίθεση εναντίον αμάχων (αρχή της διάκρισης) (άρθρο 8(2)(b)(i) ) ή όταν υπάρξει επίθεση σε στρατιωτικό στόχο, γνωρίζοντας ότι οι τυχαίοι τραυματισμοί πολιτών θα ήταν σαφώς περισσότεροι σε σχέση με το αναμενόμενο στρατιωτικό πλεονέκτημα (αρχή της αναλογικότητας) (άρθρο 8(2) (b)(iv) ) διώκεται ποινικά από το ΔΠΔ. (Statute of the International Criminal Court, [1998]).
Ο πόλεμος του Ιράκ, από μόνος του προσφέρεται για μεγάλη συζήτηση και διερεύνηση. Ο πόλεμος αυτός, σύμφωνα με τον Bush, ήταν μια επιχείρηση απελευθέρωσης του Ιράκ (Operation Iraqi Freedom). Ο Kissinger -υπηρέτησε στον Αμερικανικό Στρατό και υπήρξε Υπουργός και σύμβουλος δίπλα σε Προέδρους, όπως ο Νίξον- αναφέρει πως μέσα από τον πόλεμο αυτό φάνηκε «η τραγωδία μίας χώρας που ο λαός της ήταν διατεθειμένος για περισσότερο από μισό αιώνα να στέλνει τους γιους και τις κόρες του σε μακρινές γωνιές του πλανήτη, για να υπερασπιστούν την ελευθερία, όμως το πολιτικό της σύστημα δεν είχε κατορθώσει να πετύχει την ίδια σύμπνοια και προσήλωση στο σκοπό.» (Kissinger H. (2014) World Order). Η απόφαση του ΔΠΔ σχετικά με όσα συνέβησαν στις φυλακές, δεν θα λέγαμε ότι είναι η επιθυμητή ή η αναμενόμενη. Οι καταγγελίες σε κάθε περίπτωση είναι πολύ σοβαρές και εγείρουν ερωτήματα για την όλη διαδικασία απόδοσης της δικαιοσύνης για χιλιάδες ανθρώπους. Το ΔΠΔ, κρατώντας μια ουδέτερη και επαγγελματική στάση, όπως ανέφερε η Εισαγγελέας στο Statement, προσπάθησε να εκτελέσει τα καθήκοντα του όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτα και να μην βρει έναν αποδιοπομπαίο τράγο, που στην περίπτωση αυτή θα ήταν εμφανώς το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς δεν έχει δικαιοδοσία επί των ΗΠΑ. Σίγουρα, για την θιγόμενη πλευρά είναι αρκετά δύσκολο να μην τιμωρείται ο υπεύθυνος που της προκάλεσε τραύματα. Για να γίνει κάτι τέτοιο, βέβαια, θα έπρεπε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να είναι και στη πράξη διεθνές και να μην αφορά μόνο μία μερίδα κρατών. Μιλάμε, όμως, για ένα σενάριο που θα άλλαζε εξ ολοκλήρου τη διεθνή τάξη πραγμάτων. Μήπως αυτή θα ήταν η λύση για έναν περισσότερο ασφαλή και ειρηνικό κόσμο ή μήπως είναι απλά μια ουτοπία;
Βιβλιογραφία
Βιβλία
Περράκης Σ., Μαρούδα Ν. (2018) Διεθνές Δικαιοσύνη, 2η έκδοση Σιδέρης, Αθήνα.
Μπαντέκας Η. Διεθνές Ποινικό Δίκαιο στο Αντωνόπουλος Κ., Μαγκλιβέρας Κ. (2017) Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
Lindsay Moir (2002) The Law of Internal Armed Conflict. Cambridge University Press UK, USA, Australia, Spain, South Africa.
Gary D. Solis (2010). The law of Armed Conflict Cambridge University Press. Cambridge, New York.
Kissinger Henry (2014)/ World Order Penguin Books Limited USA.
Schabas A. William (2007). An introduction to the international criminal court Cambridge University Press UK, USA.
Διεθνείς Πράξεις
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, Rome Statute of the international Criminal Court, 17 Ιουλίου 1998 Διαθέσιμο εδώ.
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, Response to communications received concerning Iraq, 9 Φεβρουαρίου 2006 Διαθέσιμο εδώ.
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, Final Report: Situation in Iraq/UK, 9 Δεκεμβρίου 2020 Διαθέσιμο εδώ.
Χρήσιμοι Σύνδεσμοι
BBC Greek, 2004, Τι συνέβαινε στη φυλακή Αμπού Γκράιμπ, τελευταία επίσκεψη 5.1.21, Διαθέσιμο εδώ.
Antonio’s Teguba Report, 2004, Article 15-6 Investigation of the 800th Military Police Brigade, τελευταία επίσκεψη: 5.1.21, Διαθέσιμο εδώ.
The White House, President Bush Addresses The Nation. Operation Iraqi Freedom(2003), τελευταία επίσκεψη: 5.1.21 Διαθέσιμο εδώ.
Londoño Ernesto August 19, 2010 “ Operation Iraqi Freedom ends as combat soldiers leave Baghdad”. The Washington Post, τελευταία επίσκεψη: 5.1.21 Διαθέσιμο εδώ.