της Τζένης Οσμενάι, Ερευνήτριας της Ομάδας Οικονομικών Θεμάτων
Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, η οικονομική σκηνή άλλαξε δραστικά. Χαρακτηριστικά έχουμε την ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας του laissez faire, την άνοδο της δημοτικότητας των θεωριών του Άνταμ Σμιθ και του αόρατου χεριού της οικονομίας και κυρίως την προσπάθεια να δημιουργούν την μακροοικονομική πολιτική οι κυβερνώντες για λογαριασμό του έθνους. Παράλληλα, έχουμε και την ανάπτυξη του οικονομικού εθνικισμού. Σε αυτό το κείμενο, θα γίνει προσπάθεια να εξηγηθεί τι είναι ο οικονομικός εθνικισμός και θα επικεντρωθεί κυρίως στις συνθήκες που οδήγησαν στην υιοθέτηση αυτού του οικονομικού μοντέλου από τη Φινλανδία και την Ινδονησία, καθώς και τα μέτρα που εφαρμόστηκαν. Επιλέχθηκαν αυτές οι δύο χώρες λόγω της διαφορετικής γεωγραφικής τους θέσης και της ιδιαίτερης προσέγγισης της εθνικιστικής οικονομικής πολιτικής.
Ο οικονομικός εθνικισμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μορφή σύγχρονου προστατευτισμού, καθώς είναι μια οικονομική πολιτική που εναντιώνεται στην παγκοσμιοποίηση (Thomas et al, 2007). Η εθνική προκατάληψη που έδειξαν Βρετανοί βιομήχανοι κατά τον 19ο αιώνα, στην προσπάθεια υπεράσπισης της ελεύθερης αγοράς ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που υποκίνησε τις αντιδράσεις την περίοδο εκείνη και που ονομάζουμε για πρώτη φορά οικονομικό εθνικισμό (Pryke,2012). Σημαντικοί εκπρόσωποι του οικονομικού εθνικισμού είναι ο Alexander Hamilton, ο Frederick List, ο Hegel, ο Johan Fichte και ο John Keynes (Todd, 2015). Η χρήση του όρου οικονομικός εθνικισμός αυξήθηκε κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1930 και 1940 (De Bolle & Zettelmeyer, 2019). Ακόμη, ο Robert Gilpin, εξέχων οικονομολόγος, που ασχολήθηκε και με την μελέτη του οικονομικού εθνικισμού, τόνισε πως ο οικονομικός εθνικισμός λειτουργεί ως εργαλείο στην «πάλη των κρατών να υπερασπιστούν την εξουσία τους στον αναρχικό κόσμο των διεθνών εκθέσεων». Ακόμη, ο O’Brien και Williams γράφουν πως «εάν ο ρεαλισμός είναι η προοπτική στην διεθνή οικονομία, ο οικονομικός εθνικισμός είναι το ίδιο στην πολιτική οικονομία» (Pryke,2012). Χαρακτηριστικοί τρόποι υλοποίησης της θεωρίας αποτελούν η επιβολή δασμών, η απόσυρση από διεθνείς συμφωνίες και φόρουμ, η προώθηση μιας εθνικής βιομηχανικής πολιτικής, ο περιορισμός των ξένων άμεσων επενδύσεων και η υιοθέτηση μιας αυστηρής μεταναστευτικής πολιτικής (Thomas et al, 2007).
Η πρώτη χώρα που θα μελετήσουμε είναι η Φινλανδία. Η Φινλανδία είναι ανεξάρτητο κράτος από το 1917, αλλά η επιθυμία των κατοίκων της χώρας για την δημιουργία ενός Φινλανδικού κράτους ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα. Από τον μεσαίωνα και μέχρι το 1809, η περιοχή που τώρα είναι η Φινλανδία, αποτελούσε μέρος του Βασιλείου της Σουηδίας. Κατά την διάρκεια του Σουηδικού και Ρωσικού Πολέμου (1808-1809), η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέλαβε τη Φινλανδία και για το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, από το 1809 μέχρι την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, οι αρχές της Ρωσίας και της Φινλανδίας επιβάλλουν μερικές νομοθεσίες που συμπίπτουν στα πλαίσια του οικονομικού εθνικισμού, όπως η επιβολή περιορισμών στις δραστηριότητες των ξένων επιχειρήσεων στην Φινλανδία, η δυνατότητα ενασχόλησης αλλοδαπών με τις εξορυκτικές δραστηριότητες μόνο με την κατοχή άδειας, το 1883, και η αδυναμία άσκησης τραπεζικών δραστηριοτήτων, το 1886, από αλλοδαπούς.
Όταν, το 1917, ξένοι επενδυτές εκδήλωσαν την επιθυμία τους να εκμεταλλευτούν τους φυσικούς πόρους της Φινλανδίας, η κυβέρνηση έστρεψε το ενδιαφέρον της σε μια εθνικιστική οικονομική πολιτική (Hjerppe,1989). Από το 1919, οι αλλοδαποί έπρεπε να ζητήσουν άδεια για να στήσουν μια επιχείρηση ενώ έπρεπε να εγγυηθούν ότι η κυβέρνηση και οι κοινότητες θα λάμβαναν τους αντίστοιχους φόρους, ενώ νέο άρθρο απαγόρευε ρητά την εξαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος που έχει παραχθεί από εγχώριες πηγές (Jensen,2011). Παράλληλα, η αγροτική πολιτική άλλαξε με στόχο την αύξηση της εγχώριας παραγωγής σιτηρών και την αυτάρκεια ενώ δρομολογήθηκαν οι εισαγωγές σιτηρών. Λίγο πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι εισαγωγές τροφών είχαν φτάσει το 10% από 61%, που ήταν το 1914 (David, 2011). Οι δεκαετίες του 1920 και 1930 χαρακτηρίστηκαν από μια εντονότερη άνοδο του προστατευτισμού. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εισαγωγή μιας καινούργιας μορφής δασμολόγησης και αδειών, τα αποκαλούμενα «star tariffs», τα οποία θα δασμολογούσαν προϊόντα πολυτελείας και τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Το 1938, τα έσοδα από τους δασμούς αντιπροσώπευαν το 20% της συνολικής αξίας των εισαγωγών (Hjerppe, 1989).
Ακόμη, ένα χρόνο αργότερα, το Φινλανδικό Κοινοβούλιο αποδέχτηκε μια πρόταση με την οποία οι αλλοδαποί δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν οικόπεδα χωρίς την άδεια της Κυβέρνησης, δεν θα μπορούσαν να γίνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου επιχειρήσεων Φινλανδικής ιδιοκτησίας και οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να αναγράφουν στο καταστατικό τους ότι ξένοι επενδυτές δεν μπορούν να αγοράσουν πάνω από το 20% των μετοχών. Οι πολιτικές αποφάσεις που λήφθηκαν το 1939 ήταν πολύ σημαντικές, γιατί, όταν το 1945 αποφασίστηκε ότι όλες οι ιδιοκτησίες της Γερμανίας στην Γερμανία, Αυστρία, Σοβιετική Ένωση, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Φινλανδία θα μεταβιβάζονταν στην Σοβιετική Ένωση, οι ιδιοκτησίες της Γερμανίας στην Φινλανδία ήταν ελάχιστες και έτσι η Σοβιετική επιρροή ήταν αμελητέα (Jensen, 2011).
Οι δεκαετίες του 1950 και 1960 χαρακτηρίστηκαν από μια πιο φιλελεύθερη στάση. Η Φινλανδία εντάχθηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, στην Παγκόσμια Τράπεζα και στην Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (Hjerppe, 1989). Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Κυβέρνηση της Φινλανδίας αποφάσισε πως δεν θα επιτρέπονταν καινούργιες ξένες επενδύσεις στον τομέα των δασοκομικών προϊόντων και στον εξορυκτικό κλάδο. Τις δεκαετίες του 1980 και 1990, η Φινλανδία θεωρούσε την Σοβιετική Ένωση ως μια πιθανή απειλή και για αυτό στράφηκε προς την Ευρώπη, μειώνοντας τους δασμούς της και αυξάνοντας τις εμπορικές συναλλαγές. Η Φινλανδία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1995 και μαζί εγκατέλειψε την δασμολογική της πολιτική ως προς τα μέλη της ΕΕ και τους περιορισμούς όσον αφορά τους ξένους επενδυτές (Jensen, 2011). Το 2011, υπήρξε έντονη επιθυμία δημιουργίας δύο επιχειρήσεων υπό αποκλειστικά κρατική ιδιοκτησία, με εξορυκτικές και ανέγερσης δημοσίων οδικών δικτύων (Sutinent, 2011). Βέβαια, από τότε έχει παρατηρηθεί τεράστια πρόοδος, καθώς το 2020 η Φινλανδία ήταν η 20η πιο ελεύθερη οικονομία στον κόσμο (Heritage, 2020), και θεωρείται η άριστη σε θέματα επιχειρηματικού περιβάλλοντος (Business Finland).
Η Ινδονησία, σε αντίθεση με την Φινλανδία, κέρδισε την ανεξαρτησία της πολύ αργότερα, το 1945, από τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Αν και οι δύο χώρες ήλπιζαν ότι οι σχέσεις τους θα βελτιώνονταν με την πάροδο του χρόνου, στην πραγματικότητα τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν τελικά είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Ενδεικτικά, το δάνειο που οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες είχαν πάρει από την Ολλανδία μεταβιβάστηκε στην Ινδονησία, συνολικής αξίας 1.13 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και η εγγύηση δόθηκε στις Ολλανδικές επιχειρήσεις για εξακολούθηση άσκησης δραστηριοτήτων στην Ινδονησία χωρίς εμπόδια. Το 1952-1953 μόνο 19% του κεφαλαίου σε μη αγροτικούς τομείς ανήκε στους Ινδονήσιους και 138 από τα 154 εργοστάσια παραγωγής ρυζιού ανήκαν σε Κινέζους επιχειρηματίες (Wie, 2010). Κατά την διάρκεια της προεδρίας του Sukarno (1945-1967), η Ινδονησία προσπαθούσε να δημιουργήσει μια σταθερή οικονομία χωρίς αποικιακή επιρροή και οικονομική εξάρτηση από την Κίνα. Με αυτό τον στόχο ο πρόεδρος Sukarno εθνικοποίησε παραπάνω από 250 εταιρίες φυτειών, γύρω στις 200 εταιρείες εξόρυξης και ενοποίησε περίπου 40 εμπορικές εταιρίες (Patunru,2018). Παράλληλα, το 1954 εκδόθηκε κρατική απόφαση πως μέχρι τον Μάρτιο του 1955, η ιδιοκτησία των 138 εργοστασίων παραγωγής ρυζιού θα έπρεπε να μεταφερθεί σε αυτόχθονες Ινδονήσιους. Το 1959, εκδίδεται το Government Degree 10, το οποίο από την αρχή του επόμενου έτους εμποδίζει τους αλλοδαπούς να δραστηριοποιηθούν στον αγροτικό εμπόριο (Wie, 2010). Το χρονικό διάστημα από το 1967 έως το 1998, πρόεδρος της Ινδονησίας ήταν ο Soeharto. Αν και η αρχική του πολιτική θα μπορούσε να χαρακτηριστική πιο φιλελεύθερη, οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις το 1973-1974 και 1979-1980 είχαν ως συνέπεια την επιδότηση του πετρελαίου και την καθιέρωση της επισιτιστικής επάρκειας, ειδικά του ρυζιού, ως προτεραιότητα (Patunru, 2018). Από το 1974, ξένες άμεσες επενδύσεις γινόντουσαν δεκτές μόνο αν είχαν την μορφή κοινών επιχειρήσεων με εθνικές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που οι αυτόχθονες Ινδονήσιοι κατείχαν την πλειοψηφία των μετοχών. Αυτοί οι περιορισμοί σταμάτησαν να υφίστανται το 1994(Wie, 2010).
Η Ασιατική οικονομική κρίση του 1997 ανάγκασε την κυβέρνηση να επιστρέψει σε πιο φιλελεύθερες ιδέες, ο πληθωρισμός και η ανεργία αυξήθηκαν και έτσι η κυβέρνηση χρειάστηκε να εξαλείψει τους δασμολογικούς περιορισμούς της και να συνάψει παγκόσμιες εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες. Αυτές οι φιλελεύθερες πολιτικές δεν κράτησαν για πολύ. Σύντομα, δημιουργήθηκαν κανονισμοί όσον αφορά το εμπόριο προϊόντων όπως τα υφάσματα, η ζάχαρη, το ατσάλι. Ακόμη, επαναφέρεται η άδεια εισαγωγής και απαγορεύεται η εξαγωγή ακατέργαστων ορυκτών (Patunru, 2018), ενώ σταματούν και οι εισαγωγές ρυζιού για τρία χρόνια (Aspinall, 2015). Το 2010, οι ξένες εταιρείες αναγκάζονται να πουλήσουν το 20% των εξορυκτικών τους επιχειρήσεων σε τοπικές επιχειρήσεις ή επενδυτές, μετά από πέντε χρόνια λειτουργίας (Warburton, 2017). Παράλληλα, το 2014 απαγορεύεται η εξαγωγή μεταλλευμάτων (The Straits Times, 2018) και επιβάλλεται ένας δαπανηρός φόρος στις εξαγωγές μη επεξεργασμένου χαλκού έως το 2017 (Warburton, 2017). Ο οικονομικός εθνικισμός είναι κεντρικό σημείο της πολιτικής καμπάνιας του 2014 και 2019 του Jokowi, νυν προέδρου της Ινδονησίας (2014- ) (Patunru, 2018).
Με την οικονομία της Ινδονησίας να έχει ζημιωθεί αρκετά εξαιτίας του COVID-19 παραμένει μονάχα να δούμε ποια θα είναι η οικονομική πολιτική που η Ινδονησία θα εφαρμόσει και αν θα διαφέρει καθόλου από όλες αυτές που προηγήθηκαν (Suroyo & Diela, 2020).
Επίλογος
Η εθνικιστική οικονομική πολιτική έχει πρωταγωνιστήσει στις συζητήσεις τα τελευταία χρόνια, καθώς εντοπίζεται όλο και πιο συχνά στις δραστηριότητες των κρατών . Έπαιξε κεντρικό ρόλο στην πολιτική καμπάνια του D.Trump, το 2016, και στις φετινές Αμερικάνικες εκλογές (Parpiani, 2020) στην ρητορική του Ο’Τουλ, ηγέτη της Επίσημης Αντιπολίτευσης του Καναδά (Savage & Black, 2020) και στις πολιτικές ενέργειες του Magufuli, προέδρου της Τανζανίας από το 2015 (Norbrook, 2019). Σημαντική έχει υπάρξει και η επιρροή του COVID-19, καθώς έχει ενισχύσει ήδη υπάρχουσες τάσεις όπως αυτές που αναφέραμε ενδεικτικά με τα παραδείγματα των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Τανζανίας και έχει οδηγήσει στην εφαρμογή μιας πιο αυστηρής πολιτικής όσον αφορά τις ξένες επενδύσεις, την απαίτηση άδειας εξαγωγής ή συναφείς περιορισμούς στις εξαγωγές σε ιατρικούς αναπνευστηρες και εξοπλισμό ατομικής προστασίας (PPE) σε πολλές χώρες, στην δημιουργία του «εθνικισμού του εμβολίου» και στην αύξηση του προστατευτισμού (Riecke, 2020. Ortiz-Mena, 2020. Sherhan, 2020. Mukherjee, 2020. Pankaj, 2020).
Βιβλιογραφία
B.Thomas , C.McCreevy, D.Gow, M.Harbour MEP, M.Snyder, P.Erskine, Professor A.Venables, R.Rudd, Sir J.Sunderland, S.Popham and Z.Cooper. 2007 . ‘’Economic Nationalism ‘’. The Smith Institute
S.Pryke. 2012 .»Economic nationalism: theory, history and prospects». Global policy vol.3 issue 3
D. Todd . 2015. «Free trade and its enemies in France 1814-1851».
M.De Bolle & J.Zettelmeyer . 2019. ‘’ Measuring the Rise of Economic Nationalism’’ . Peterson Institute for International Economics Working Paper No. 19-15
N. Jensen – Eriksen . 2011 . «Economic development and nationalism in Finland, 1809-2000».
T.David. 2011. ‘’ Why Finland and not Eastern Europe? Economic nationalism and industrialization during the interwar period ‘’
R. Hjerppe .1989. «The Finnish Economy 1860-1985 Growth and structural change «. Bank Of Finland Publications
Heritage. 2020. “2020 Index of Economic Freedom ”. Διαθέσιμο εδώ
T. Sutinen. 2011. «Keskusta esittää ohjelmassaan kahta uutta valtionyhtiötä » . Helsingin Sanomat. Διαθέσιμο εδώ
Business Finland. «Invest in Finland » . Διαθέσιμο εδώ
T. Wie . 2010 . » Understanding Indonesia: the role of economic nationalism». Journal of Indonesian social sciences and humanities. Vol 3. pp 55-79
A. Patunru. 2018 . «Rising Economic Nationalism in Indonesia» . Journal of Southeast Asian Economies. Vol 35 . No3 . Pp 335-354
E. Aspinall. 2015 . «The new nationalism in Indonesia «. Asia & The Pacific studies. Vol 3 . No 1 . Pp 72-82
E. Warburton. 2017 . «Resource Nationalism in post boom Indonesia: the new normal ?» . Long Institute . Διαθέσιμο εδώ
The Straits Times . 2018 . «Economic nationalism is back in Indonesia as election approaches». The Straits Times . Διαθέσιμο εδώ
G. Suroyo & T. Diela . 2020 . «Indonesia suffers first recession in over 20 years , finmin says ‘worst is over ‘ «. Reuters . Διαθέσιμο εδώ
K.Papriani . 2020 . ‘’ Economic nationalism takes centre stage in the 2020 US election‘’. Observer Research Foundation . Διαθέσιμο εδώ
L. Savage & S. Black . 2020 . » How Erin O’Toole’s strategy to win over union voters could work «. The Conversation. Διαθέσιμο εδώ
N. Norbrook . 2019 . «Is Magufuli’s economic nationalism working ?» . The African Report . Διαθέσιμο εδώ
T. Riecke . 2020. » Covid-19 causes a new wave of economic nationalism» . Merics. Διαθέσιμο εδώ
A. Ortiz- Mena . 2020 . «Covid-19 and protectionism: the worst may be yet to come » . Brink News . Διαθέσιμο εδώ
Y. Serhan. 2020 .» Vaccine nationalism is doomed to fail » . The Atlantic. Διαθέσιμο εδώ
A. Mukherjee. 2020 . «Economic Nationalism is wrong turn for Covid-Hit India» . Bloomberg Opinion. Διαθέσιμο εδώ
E. Pankaj . 2020 . «Economic nationalism takes a lead in post-Covid-19 Asia » . Wion News. Διαθέσιμο εδώ