του Μάριου Λουφίρ, Ερευνητή της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής

Σήμερα, εορτάζουμε δύο αιώνες από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης και την Παλιγγενεσία του Ελληνικού Έθνους. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και διφορούμενα ζητήματα που συζητώνται σε ιστορικούς και πολιτικούς κύκλους είναι το ποιος ήταν ο καταλυτικός φορέας που οδήγησε στην σύσταση του νεοελληνικού κράτους: οι ηρωικοί αγώνες και οι θυσίες των επαναστατημένων Ελλήνων ή η διεθνής συγκυρία και ο συσχετισμός των δυνάμεων, όστις επιθύμησε την δημιουργία ενός ελεγχόμενου κρατιδίου απέναντι στον “Μεγάλο Ασθενή”; Η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου στην μέση… Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό, σκόπιμο είναι να αναλυθεί ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς και η διεθνοπολιτική συγκυρία εντός της οποίας αυτή έλαβε χώρα.  Ποιες ήταν οι λεπτές ισορροπίες και τα διπλωματικά παιχνίδια που έκριναν την μοίρα του επαναστατημένου λαού;

Μεγάλη Βρετανία

Αποτελώντας μία από τις νικήτριες δυνάμεις των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Βρετανική Αυτοκρατορία εισέρχεται πλέον στην εποχή της “Pax Britannica”. Ούσα η ισχυρότερη ναυτική και εμπορική δύναμη στην υφήλιο, η διατήρηση καλών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν συνυφασμένη με τα συμφέροντά της στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η ευαίσθητη αυτή περιοχή, ακόμα και πριν την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, αποτελεί το εμπορικό σταυροδρόμι που συνδέει την Ευρώπη με τα παζάρια της Ανατολής, όπως η Περσία, η Κίνα και η Ινδία. 

Όταν οι Έλληνες κηρύττουν την Επανάσταση το 1821, η βρετανική πλευρά αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τις αρχικές εξελίξεις. Όχι μόνο βλέπει έναν εμπορικό σύμμαχο στο πρόσωπο των Οθωμανών, αλλά γνωρίζει ότι η αποδυνάμωσή τους θα ενίσχυε τον ισχυρότερο αντίπαλο στην παγκόσμια σκακιέρα: την τσαρική Ρωσία, η οποία επιδιώκει την εξάπλωση στην χερσόνησο του Αίμου και την έξοδο στις ζεστές θάλασσες της Μεσογείου. Τα πράγματα επιδεινώνονται τον Σεπτέμβριο του 1821, με την απελευθέρωση και την σφαγή της Τριπολιτσάς. Ο ανθελληνικός βρετανικός Τύπος μιλάει για έναν βάρβαρο λαό, ο οποίος δεν έχει καμία διαφορά από τον αλλόθρησκο δυνάστη του, ενώ το ανώριμο ακόμα φιλελληνικό κίνημα στην Αγγλία δέχεται ισχυρό πλήγμα.

Είναι σχεδόν ειρωνικό να ειπωθεί ότι ένα τόσο τραγικό γεγονός όσο μία αυτοκτονία λειτούργησε σωτήρια για την ελληνική περίπτωση. Τον Αύγουστο του 1822, δίνει τέλος στην ζωή του ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, υποκόμης του Castlereagh, όστις υποστήριζε την μη επέμβαση στην Επανάσταση για την διατήρηση καλών σχέσεων με τους Οθωμανούς. Ο διάδοχός του, George Canning, διαβλέπει την σταδιακή αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θεωρεί πως η αδράνεια της Βρετανίας  θα επιτρέψει στο αντίπαλον δέος, τη Ρωσία, να παρεισφρήσει περαιτέρω στην περιοχή των Βαλκανίων. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, αποφασίζεται η υποστήριξη της Επανάστασης (Crawley 1930).

Το 1823, ύστερα από την απειλή των επαναστατημένων για κατάληψη οποιουδήποτε πλοίου το οποίο καταπλέει σε ελεγχόμενο από αυτούς λιμάνι και συναλλάσσεται με την οθωμανική πλευρά, το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών αναγνωρίζει τους Έλληνες ως “εμπόλεμο λαό” (Rubin, 1988). Πρόκειται για την πρώτη διπλωματική επιτυχία της επανάστασης, εφόσον μία ισχυρή δύναμη παύει να αντιλαμβάνεται τους εξεγερμένους ραγιάδες ως “τρομοκράτες” που επιδιώκουν να ανατρέψουν το κοινωνικό status quo. Σημαντική είναι και η χορήγηση των δύο δανείων από αγγλικές τράπεζες προς τους Έλληνες. Θεωρείται ως η de facto αναγνώριση του ελληνικού κράτους, εφόσον επιβεβαιώνεται η πιστοληπτική του ικανότητα. Παράλληλα, λειτούργησαν ως εγγυητικός παράγοντας, επειδή σε περίπτωση αποτυχίας της Επανάστασης δεν θα γινόταν αποπληρωμή του χρέους. Τα συγκεκριμένα δάνεια είναι μορφή χρηματιστηρίου: η επιτυχία ή μη της επανάστασης είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας που επηρεάζει την αξία τους. Η οικονομική και τραπεζική ελίτ της Μεγάλης Βρετανίας θα ήταν λογικό να πιέσει την κυβέρνηση να παρέμβει υπέρ των Ελλήνων (Αλογοσκούφης 2002). Σε περίπτωση επιτυχίας της Επανάστασης (όπως και έγινε) η Αγγλία θα αποκτήσει ένα υπερχρεωμένο προτεκτοράτο, στου οποίου τις εσωτερικές υποθέσεις θα μπορεί να παρεμβαίνει με ιδιαίτερη ευκολία.

Το 1827, η Συνθήκη του Λονδίνου θα λειτουργήσει αποφασιστικά στην επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Canning, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις επιδιώκουν την εύρεση ειρηνευτικής λύσης ανάμεσα στην Πύλη και στους επαναστατημένους Έλληνες. Η προταθείσα ρύθμιση κάνει λόγο για την αυτονομία της Ελλάδας με φορολογική υποτέλεια προς τον Σουλτάνο. Σημειωτέον και το μυστικό Πρωτόκολλο, που συνάπτεται στην Συνθήκη, το οποίο όριζε ότι σε περίπτωση μη αποδοχής της συνθήκης από τους Οθωμανούς, ένας πολυεθνικός πολεμικός στόλος θα εξουσιοδοτείτο να προβεί σε οποιαδήποτε απαραίτητη ενέργεια για την επίτευξη της ειρήνευσης. Η Πύλη απορρίπτει την πρόταση και ισχυρή ναυτική δύναμη αγγλικών, γαλλικών και ρωσικών πολεμικών φτάνει στον κόλπο του Ναβαρίνου. Στις 6 Ιουλίου του 1827, η πασίγνωστη ναυμαχία θα οδηγήσει στην ολοσχερή καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και στη νίκη των προστάτιδων δυνάμεων. Η αγγλική πλευρά αντιμετώπισε την εξέλιξη σαν μία αρνητική έκπληξη και ο πρωθυπουργός Wellington υποβίβασε τον Βρετανό Ναύαρχο, κάνοντας λόγο για ένα “ατυχές γεγονός”. Με το στρατιωτικό αυτό τετελεσμένο, το πεδίο ήταν ελεύθερο για την Ρωσική Αυτοκρατορία.

Τελικά, στις 22 Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) 1830, η δεύτερη Συνθήκη του Λονδίνου αναγνωρίζει και επισήμως την ανεξαρτησία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με την συνομολόγηση της Αγγλίας. Για να συνοψιστεί η εξωτερική πολιτική και η στάση της Αγγλίας παραπέμπεται το εξής γνωμικό: «Η Βρετανία δεν έχει μόνιμους συμμάχους ή εχθρούς αλλά μόνιμα συμφέροντα.»

Ρωσία

Ο δεύτερος, και ίσως πιο σημαντικός νικητής των Ναπολεόντειων Πολέμων, βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με την γειτονική αυτοκρατορία του Σουλτάνου. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768-1774 λήγει με την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η οποία έθετε υπό την προστασία της τσαρικής Ρωσίας όλους του πληθυσμούς που κατοικούν εντός των συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι “Ρωμιοί” εδώ και αιώνες περιμένουν την απελευθέρωσή τους από την Ρωσία, ως συνεχιστές της Ορθοδοξίας (Τρίτη Ρώμη), ενώ γνωστός σε όλους ήταν ο «θρύλος» για το ξανθούν γένος, το οποίο θα έλθει από τον Βορρά και θα απελευθερώσει τους Έλληνες.

Η Ρωσία, παρόλα αυτά, παραμένει στα άκρα. Αξιοποιεί τον τίτλο της σαν προστάτιδα δύναμη για την εφαρμογή μιας προσχηματικής εξωτερικής πολιτικής και την σταδιακή διείσδυση στα εσωτερικά πράγματα των Οθωμανών, καθώς οι χριστιανικές κοινότητες αποτελούν ένα σημαίνον ποσοστό του συνολικού της πληθυσμού, ειδικά στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου σχεδόν ολόκληρη η χερσόνησος του Αίμου βρίσκεται υπό τον ζυγό των Οθωμανών. Ο μύθος της ρωσικής εξάπλωσης αξιοποιείται σημαντικά από την Φιλική Εταιρεία για την συσπείρωση και την ανύψωση του ηθικού των επαναστατημένων Ελλήνων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Εταιρεία συγκροτήθηκε στην ρωσική πόλη της Οδησσού και λειτούργησε ανενόχλητα εντός της ευρύτερης επικράτειας της. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 2015).

Όταν, ωστόσο, η Φιλική Εταιρεία κηρύττει την Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στις 21 Φεβρουαρίου του 1821, η επίσημη αντίδραση της ρωσικής πλευράς είναι η πλέον εχθρική. Ο τσάρος Αλέξανδρος πιεζόμενος από το πνεύμα της παλινόρθωσης και της Ιεράς Συμμαχίας που είχε συγκροτηθεί έξι χρόνια πριν, αποκηρύσσει την επανάσταση, υποβιβάζει τον Υψηλάντη στον βαθμό του στρατιώτη και επιτρέπει την είσοδο των οθωμανικών στρατευμάτων στις αποστρατικοποιημένες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατ’ εξαίρεση όσων όριζε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812. Θεωρείται, μάλιστα, πως η στάση ουδετερότητας και η μη παρέμβαση της ρωσικής πλευράς για την κατάπνιξη της εξέγερσης των Ελλήνων, Βλάχων και Σλάβων στα εξ ων συνετέθη, αποδίδεται στην ισχυρή επιρροή που ασκούσε στον Αυτοκράτορα ο Ιωάννης Καποδίστριας (Heraclides, 2015).

Τον Ιανουάριο του 1824, η Ρωσία υποβάλλει προς τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπόμνημα για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Το σχέδιο των τριών τμημάτων, προβλέπει την δημιουργία τριών αυτόνομων ελληνικών κρατικών μορφωμάτων με καθεστώς ηγεμονιών. Τα κρατίδια αυτά θα ήταν φόρου υποτελή στην Πύλη, η οποία θα διατηρούσε ορισμένες φρουρές με περιορισμένες ωστόσο αρμοδιότητες. Η προτεινόμενη ρύθμιση παραπέμπει στο νομικό καθεστώς των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, το οποίο επιτρέπει στη Ρωσία να επεμβαίνει στο εσωτερικό τους. Έτσι, παρότι οι άλλες Δυνάμεις δεν απέρριψαν το σχέδιο, δε συνέβαλαν για την προώθησή του. Παρόλα αυτά, στο ρωσικό υπόμνημα αναφέρεται για πρώτη φορά η προοπτική δημιουργίας αυτόνομης ελληνικής επικράτειας, ενώ γίνεται λόγος και για στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων με σκοπό την επίλυση του ελληνικού ζητήματος, κάτι που τελικά συνέβη τρεισήμισι χρόνια αργότερα στο Ναβαρίνο. 

Ο θάνατος του Τσάρου Αλεξάνδρου, τον Δεκέμβριο του 1825, θα αλλάξει εκ βάθρων την κατάσταση, καθώς τα ηνία αναλαμβάνει ύστερα από πολιτικές ραδιουργίες, ο αδερφός του Νικόλαος. Συγκροτεί γύρω του ένα έντονα φιλοπόλεμο στρατιωτικό συμβούλιο και αποφασίζει την άμεση και αποφασιστική παρέμβαση για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Βλέπει πως η Μεγάλη Βρετανία με τους διπλωματικούς της ελιγμούς και την χορήγηση των δανείων επιδιώκει να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστική δύναμη στην μετεπαναστατική Ελλάδα και δεν θέλει να το επιτρέψει. Η ναυμαχία του Ναβαρίνου και ο θρίαμβος των προστάτιδων δυνάμεων έναντι του τουρκοαιγυπτιακού στόλου θα πυροδοτήσει έναν νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1828. Η Πύλη σε αντίδραση προς την πολεμική εμπλοκή της Ρωσίας εις βάρος της, κλείνει τα στενά των Δαρδανελίων παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την Σύμβαση του Άκκερμαν (1826) και δίνοντας το casus belli στην σύγκρουση. Ο Πόλεμος θα διαρκέσει μέχρι το 1829 και θα λήξει με νίκη των Ρώσων. Η Συνθήκη Ειρήνης της Αδριανουπόλεως υποχρεώνει τον Σουλτάνο να υποσχεθεί την αυτονομία στην Ελλάδα και βάζει τα θεμέλια για την τελική πράξη της ανεξαρτησίας, την Συνθήκη του Λονδίνου 1830.

Από την στάση που κράτησε η ρωσική πλευρά κατά την διάρκεια της Επανάστασης, είναι αναγκαίο να μην λησμονηθεί η απομυθοποίηση της λανθασμένης αντίληψης ότι το ομόδοξο της θρησκευτικής πίστεως καθιστά την Ελλάδα και την Ρωσία φυσικούς συμμάχους και κάνει ταυτόσημα τα συμφέροντα τους. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Ρωσία τόσο ως Αυτοκρατορία, όσο και ως Σοβιετική Ένωση θα ωφελήσει ή θα βλάψει την χώρα με αποκλειστικό γνώμονα το δικό της συμφέρον.

Γαλλία

Εν αντιθέσει με τις πρώτες δύο συντηρητικές δυνάμεις, το Βασίλειο -κατόπιν παλινόρθωσης- της Γαλλίας εξετάζει με περισσότερο θετικό τρόπο το ελληνικό ζήτημα. Από την εποχή ακόμα του Ναπολέοντος, ο Γάλλος ηγέτης προβλέπει την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σχεδιάζει μία εκστρατεία στην βαλκανική χερσόνησο. Σε γραπτή του επιστολή αναφέρει πως η Γαλλία θα έπρεπε να βοηθήσει τους Έλληνες, ώστε να γίνει δεκτή σαν απελευθερώτρια δύναμη.

Από την άλλη πλευρά, η διατήρηση καλών σχέσεων με την Πύλη βρίσκεται προς το συμφέρον της Γαλλίας. Από τον 16ο αιώνα, ενώ τα χριστιανικά κράτη έκαναν λόγο για καμία συναλλαγή με αλλόθρησκα βασίλεια, ο Φραγκίσκος άνοιγε νέους δρόμους ρεαλιστικής πολιτικής υπογράφοντας (1536) με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν Α’ τον Μεγαλοπρεπή τις διομολογήσεις. Με αυτές, οι Γάλλοι πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας απέκτησαν ελευθερία εμπορίου και άλλα φορολογικά προνόμια. Οι θετικές αυτές σχέσεις συνεχίστηκαν και με το πέρασμα των αιώνων με εξαίρεση την εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1798. Φυσικά, η νέα κυβέρνηση της Γαλλίας δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τις βλέψεις ή την εξωτερική πολιτική του έκπτωτου αυτοκράτορα.

Παρά το συντηρητικό κλίμα που έχει επικρατήσει στην γηραιά ήπειρο μετά την συνθήκη της Βιέννης το 1815, η Γαλλία έχει βοηθήσει εκ των προτέρων όσο καμία άλλη δύναμη στην πνευματική προετοιμασία του Αγώνος. Οι μεγάλοι Έλληνες διαφωτιστές έρχονται σε επαφή με τις προοδευτικές ιδέες της γαλλικής Επανάστασης και τα ιδανικά της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης εμφυσούν το πνεύμα της εθνικο-απελευθερωτικής προσπάθειας. Σημαντικό είναι το παράδειγμα του Αδαμαντίου Κοραή, ο οποίος ζει τα γεγονότα της Γαλλικής Επαναστάσεως όσο εργαζόταν ως γιατρός στο Παρίσι. 

Λόγω της σχετικής αποστασιοποίησης της Γαλλίας από την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου αλλά και της διπλωματικής της απομόνωσης μετά από την ήττα της στους Ναπολεόντειους πολέμους, δεν διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε έντονη επιθυμία να εμπλακεί σε μία σύγκρουση με την ισχυρή ακόμα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τον λόγο αυτό στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, δεν υπάρχει κάποια απευθείας παρέμβαση του γαλλικού κράτους, αλλά η εθελοντική δράση υπήρξε έντονη (Iliadou, 1975).

Νευραλγικής σημασίας υπήρξε η δράση των ανθρώπων της διανόησης και των τεχνών προς ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και στροφή αυτής υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων. Πρώτο σημείο-σταθμός που θα προκαλέσει την συγκίνηση της κοινής γνώμης στην Γαλλία (και στην υπόλοιπη Ευρώπη) είναι η σφαγή της Χίου. Η φρικαλεότητα αυτή ενέπνευσε δύο από τους σπουδαιότερους Γάλλους του πνεύματος να δημιουργήσουν δύο έργα που θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην ευαισθητοποίηση των Ευρωπαίων: «Το Ελληνόπουλο» του Βίκτωρος Ουγκώ (L’enfant) και η Σφαγή της Χίου του Ευγενίου Ντελακρουά. 

Αποτέλεσμα εικόνας για σφαγη της χιου
Πηγή: Wikipedia

Χωρίς να προβεί κανείς σε κάποια ιδιαίτερη λογοτεχνική ανάλυση του αριστουργήματος του σπουδαίου φιλέλληνα ποιητή, μπορεί να αντιληφθεί τον έντονο συγκινησιακό χαρακτήρα του. Το ρίγος και η συμπόνια του μέσου αναγνώστη προς το “άτυχο”, “φτωχό” Ελληνόπουλο το οποίο ζητάει σφαίρες και μπαρούτι για να εκδικηθεί την σφαγή της οικογένειας του (Pandelodimos 2002).

Αμφότερα, πράγματι, θα φτάσουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, ενώ ένα νέο κύμα έμπειρων αξιωματικών του Ναπολέοντα πατούν το πόδι τους στο ελληνικό έδαφος το 1824. Μεταξύ αυτών είναι και ο Κάρολος Φαβιέρος, ο οποίος θα αναδιοργανώσει τα γαλλικά εθελοντικά σώματα και θα καταφέρει να διασπάσει την πολιορκία της Ακρόπολης και να μεταφέρει πολεμικό υλικό στον Καραϊσκάκη και τους υπερασπιστές. Πολλοί, όμως, είναι και οι αξιωματικοί που βοήθησαν το αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Ιμπραήμ Πασάς, για παράδειγμα, δημιούργησε τον κραταιό στρατό και στόλο που εισέβαλε στην Κρήτη και την Πελοπόννησο κατόπιν υποδείξεως Γάλλων συμβούλων (Howe 1828).

Όπως προαναφέρθηκε, η Γαλλία υπογράφει την Συνθήκη του Λονδίνου το 1827 και συμμετέχει στην ναυμαχία του Ναβαρίνου. Η επιτυχία θα γίνει δεκτή με ιδιαίτερο ενθουσιασμό ιδιαίτερα στους κύκλους των Φιλελλήνων. Όταν η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την άνοιξη του 1828 ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών, κόμης de la Ferronays προτείνει την αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, το οποίο θα συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των Τουρκοαιγυπτίων. Η πρόταση γίνεται δεκτή και μια ισχυρή δύναμη 12.000 ανδρών υπό την διοίκηση του στρατηγού Maison φτάνει στην Ελλάδα, για να βοηθήσει τους Έλληνες στις πολεμικές τους επιχειρήσεις (Χρύσος 2011).

Εάν μπορεί να συναχθεί ένα συμπέρασμα για την στάση της Γαλλίας και των Γάλλων πολιτών απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση είναι το πόσο σημαντικό  κατευθυντήριο ρόλο μπορούσαν να διαδραματίσουν οι άνθρωποι του πνεύματος και τα έργα τέχνης. Ένας αυθαίρετος παραλληλισμός θα μπορούσε να παρομοιάσει την ευαισθητοποιητική τους λειτουργία με αυτή των σύγχρονων μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Αυστρία

Παρά το γεγονός ότι η Αυτοκρατορία των Αψβούργων είναι και αυτή μία από τις νικήτριες δυνάμεις των Ναπολεόντειων Πολέμων, έχει αποδυναμωθεί σημαντικά και έχει την αίγλη του παρελθόντος. Οι αυλές της Αυτοκρατορίας μόλις έχουν απαλλαγεί από τον Ναπολέοντα και τις προοδευτικές ιδέες της γαλλικής επανάστασης και δεν επιθυμούν ανατροπή στο status quo της γηραιάς Ηπείρου. Η σημαντικότερη προσωπικότητα που διαμόρφωσε την φυσιογνωμία της μεταναπολεόντειας Ευρώπης ήταν ο Υπουργός Εξωτερικών και Καγκελάριος της Αυστρίας, Κλέμενς φον Μέττερνιχ. Βαθύτατα συντηρητικός και υπέρ της απολυταρχίας, υπηρέτησε και τα δύο χαρτοφυλάκια από το 1809 μέχρι και το 1848. Ως πατέρας της Ιεράς Συμμαχίας, είναι φανατικά πολέμιος οποιασδήποτε επανάστασης και θα αποτελέσει μαζί με τους Οθωμανούς τον πιο σημαντικό εχθρό των Ελλήνων στον Αγώνα τους για την ανεξαρτησία (Bernstein 1997).

Από το Συνέδριο της Βιέννης, το 1815, ο Μέττερνιχ υποστηρίζει την θέση ότι ελληνικό έθνος δεν υφίσταται, αλλά κατέπεσε. Όταν τα νέα της Επανάστασης φτάνουν στο Λάιμπαχ, το 1821, πρώτος ο Μέττερνιχ απαιτεί άμεση επέμβαση για την κατάπνιξη της εξέγερσης. Έχοντας υπόψη το γεγονός ότι η αυτοκρατορία, της οποίας υπήρξε καγκελάριος ήταν ένα μωσαϊκό πολλαπλών εθνοτήτων, η υποστήριξη ή ακόμα και η ανοχή μιας εθνικο-απελευθερωτικής επανάστασης στον χώρο της χερσονήσου του Αίμου θα μπορούσε να προκαλέσει μια αλυσιδωτή έκρηξη εξεγέρσεων παρεμφερούς φύσεως στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Αντίστοιχες επαναστάσεις στην Ισπανία και στην Ιταλία (Πεδεμόντιο και Σικελία) καταπνίγονται με την βία. Τελικά, ο Μέττερνιχ πείθει τον τσάρο Αλέξανδρο Α’ να μην βοηθήσει τους Έλληνες, καθώς κάτι τέτοιο θα αντίκειται στον ρόλο του προστάτη της νομιμότητας και της σταθερότητας στην Ευρώπη, τον οποίο έχει επωμιστεί.

Παρ’ όλα αυτά, ο αυστριακός παράγοντας θα απομονωθεί σταδιακά από το ελληνικό ζήτημα και παρά την έντονη επιμονή του Μέττερνιχ, οι υπόλοιπες δυνάμεις θα βοηθήσουν τους επαναστατημένους. Στην Συνθήκη της Πετρούπολης το 1826, η Αυστρία δεν συμπεριλαμβάνεται στα συμβαλλόμενα μέρη, ενώ μετά την έξοδο του Μεσολογγίου και την ολοκληρωτική αμαύρωση της οθωμανικής εικόνας, ο Μέττερνιχ με επιστολή του στον Σουλτάνο Μεχμέτ Β’ αναφέρει ότι δεν μπορεί πλέον να παρέχει οιαδήποτε βοήθεια.

Συμπεράσματα 

Σε περίπτωση εφαρμογής της ρεαλιστικής θεωρίας των διεθνών σχέσεων, η οποία θέλει μόνο τις ισχυρές δυνάμεις να διαμορφώνουν το παγκόσμιο σύστημα και μία κυνική ερμηνεία της επανάστασης οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μόνο και μόνο επειδή «οι Μεγάλοι» το επέτρεψαν. Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε σε μία εποχή όπου τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα καταπνίγονταν στο αίμα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των δικών τους συμφερόντων βοήθησαν τον Αγώνα των Ελλήνων και χωρίς την παρέμβαση τους δεν είναι βέβαιο το πότε και αν αυτός θα πετύχαινε. Δεν μπορεί κανείς, όμως, να αρνηθεί ότι το αίμα και οι θυσίες του επαναστατημένου λαού (Περίπου 800.000 σε προεπαναστατικό πληθυσμό 2.500.000!) ήταν η σπίθα που άναψε την φλόγα της απελευθέρωσης και δίχως αυτές η πραγμάτωση της ανεξαρτησίας δεν θα χαριζόταν από τους ξένους.

Βιβλιογραφία

Βιβλία

Bernstein, S., Milza S. (1997) Ιστορία της Ευρώπης: Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνών. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Heraclides, A., & Dialla, A. (2015). Intervention in the Greek War of Independence, 1821–32. In Humanitarian Intervention in the Long Nineteenth Century: Setting the Precedent (pp. 105-133). Manchester: Manchester University Press. 

Howe, S. G. (1828). An historical sketch of the Greek revolution. New York: White, Gallaher & White., p. 295.

Pandelodimos, D. (2002). Victor Hugo et la Grèce, Librairie Kauffman, Institut Francais d’Athènes.

Rubin, A. P. (1988). The Law of Piracy, U.S. Naval War College, International Law Studies, Volume 63 page 214.

Αλογοσκούφης, Γ., Λαζαρέτου Σ. (2002). Η Δραχμή από το Φοίνικα στο Ευρώ, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η Ελληνική Επανάσταση (Γ), (2015) Εκδοτική Αθηνών.

Χρύσος, Ε., Farnaud, C. (2011). Ελλάδα και Γαλλία τον 19ο αιώνα: Πρακτικά Συνεδρίου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.

Άρθρα

C.W. Crawley (1930) ‘The Question of Greek Independence. Α study of British policy in the Near East 1821-1833, Cambridge p. 5

Iliadou, D. (1975). «Les Balkans jouet de la politique des puissances européennes pendant les XVIIIe et XIXe siècles». Balkan Studies, 16(2), 133-190. Available here.