της Εβελίνας Εμβαλωτή, μέλους της Ομάδας Συνεντεύξεων
«Η πολιτιστική διπλωματία είναι πολιτική πράξη και αφορά την προώθηση της εικόνας μιας χώρας στο εξωτερικό μέσα από τον πολιτισμό ενός λαού, τη γλώσσα, τις τέχνες, τις επιστήμες, τη θρησκεία, τη γαστρονομία, τις παραδόσεις και τα έθιμά του. Συνεισφέρει στην οικοδόμηση ενός θεμελίου εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνιών και αναδεικνύει τις αξίες του πολιτισμού, δημιουργώντας σχέσεις συναισθηματικής εγγύτητας με αλλοεθνείς λαούς, οι οποίες υφίστανται πέρα από τις αλλαγές των κυβερνήσεων.»
Ο σημερινός συνεντευξιαζόμενος και εισηγητής του παραπάνω ορισμού της Πολιτιστικής Διπλωματίας είναι ο κ. Πέτρος Καψάσκης. Ο κ. Καψάσκης είναι Πρόεδρος και ιδρυτής του Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας, οργανισμού που ιδρύθηκε το 2017 και σήμερα αριθμεί 13 παραρτήματα. Κάνει το διδακτορικό του πάνω στην Πολιτιστική Διπλωματία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ασχολείται με τα θέματα της ήπιας ισχύος, καθώς και της πολιτιστικής διπλωματίας από το τέλος του Master του στο Λονδίνο, δηλαδή από το 2013 και μετά.
Τι σας κίνησε το ενδιαφέρον και ασχολήθηκατε -και ασχολείστε ακόμη φυσικά- με τον τομέα της πολιτιστικής διπλωματίας;
Η πολιτιστική διπλωματία ήταν ένα αντικείμενο, το οποίο, όταν κλήθηκα να σκεφτώ, για να υπηρετήσω ήμουν ακόμη στο Λονδίνο το 2013 και είχα τελειώσει μόλις το Master μου. Επειδή είδα ότι διδακτορικά πάνω στην πολιτιστική διπλωματία υπήρχαν, καθώς και το ίδιο το αντικείμενο της πολιτιστικής διπλωματίας ήταν ευρέως διαδεδομένο στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποφάσισα να κατέβω στην Ελλάδα […] και να προσφέρω αυτές τις υπηρεσίες στη χώρα μου. Θεωρώ ότι δεν επιτρέπεται χώρα πολιτισμού και να μην έχει διδακτορικά πάνω στην πολιτιστική διπλωματία. Το δικό μου ήταν το πρώτο, το 2016, με τον Καθηγητή Κώστα Υφαντή. Και έτσι, διάλεξα μεταξύ «Πρώτου στο χωριό ή δεύτερου στην πόλη» και είπα «πρώτος στο χωριό». […]
Ποιο είναι το έργο και το όραμα του Ινστιτούτου;
https://www.helleniculturaldiplomacy.com/
Το έργο είναι κομμένο στα δύο. Ο αγώνας είναι «διμέτωπος», όπως εγώ τον χαρακτηρίζω, με την Αθήνα να περιορίζεται στην εμβάθυνση της ελληνικής ταυτότητας και στην απαγκίστρωση από βαρίδια που ταλανίζουν τη νοοτροπία μας. Για να μπορούμε να έχουμε μια συνεκτική εικόνα πρέπει να δουλέψουμε στην ταυτότητα, διότι αν στο εξωτερικό βγάζουμε μια ταυτότητα είτε ανασφάλειας, είτε συγκεχυμένη, χωρίς να γνωρίζουμε πλήρως τον στόχο, τότε, ίσως αυτή η εξωστρέφεια, τελικά, να μας κάνει κακό. […] Υπό αυτή την έννοια έχω περιορίσει την Αθήνα σε έναν διάλογο που έχει ανοίξει το Ινστιτούτο από το 2017 πάνω στην ελληνική ταυτότητα. Είναι ένα έργο, το οποίο έχει μείνει ανεκπλήρωτο από τη γενιά του ‘30, διότι μεσολάβησε ο Β΄ Π.Π.. Έκτοτε δεν υπήρξε κάποιος συνεχιστής αυτής της «εσωτερικής ανασκόπησης», για να δούμε ποιοι είμαστε, αφού πρώτα δούμε ποιοι δεν είμαστε. Έχει σημασία, δηλαδή, πριν δούμε πού πάμε, να εντοπίσουμε ποια είναι τα κενά που έχουμε και αυτή τη δουλειά, επειδή είναι αρκετά επίπονη και φέρει εσωτερική δυσαρέσκεια, δεν την έχει αγγίξει κανείς. […]
Αντίθετα, το δεύτερο μέτωπο, που είναι παράλληλο με αυτό που μόλις σας ανέλυσα, είναι το μέτωπο του εξωτερικού. Εκεί δεν υπάρχει αυτοκριτική και εσωτερική ενδοσκόπηση. Εκεί απλά δίνεις οδηγίες στα παραρτήματά σου να εξωραΐσουν την εικόνα της χώρας, να μας παρουσιάσουν όσο καλύτερα μπορούν.
Υπό αυτή την έννοια, νομίζω ότι αυτές οι δύο δουλειές είναι απαραίτητο να πηγαίνουν παράλληλα, διότι δίχως μια ενδοσκόπηση στο εσωτερικό είναι αδύνατον να έχουμε συνοχή στην εικόνα μας στο εξωτερικό. […]
Να αναφέρουμε εδώ ότι […] η στρατηγική του Ινστιτούτου δεν βασίζεται σε ένα πολιτιστικό αφήγημα οριζόντιο -ίδιο- από τη Μαδαγασκάρη μέχρι τον Καναδά, βασισμένο στην Αρχαία Ελλάδα, όπως φερ’ειπείν κάνουν οι αρχές μας, που προβάλλουν τον Χρυσό Αιώνα του Περικλέους, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, το Βυζάντιο και τα λοιπά. Αντιθέτως, έχω «σπάσει» τον ελληνικό πολιτισμό σε κομμάτια και προβάλλουμε ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και την κουλτούρα κάθε χώρας το κομμάτι πολιτισμού που απορροφά ευκολότερα. Αυτό δεν είναι μια εύκολη δουλειά και, για να γίνει, προϋποθέτει γνώση ανθρωπολογική και ψυχαναλυτική -καθώς πάνε μαζί αυτά τα δύο. Δηλαδή, εδώ δεν αρκεί να είσαι καλός διπλωμάτης και να ξέρεις για τους θεσμούς ή για τα διεθνή όργανα. Εδώ πρέπει να είσαι εν τινί τρόπο «ανθρωπολόγος» και «ψυχαναλυτής» και διπλωμάτης. Είναι ένα διεπιστημονικό αντικείμενο το δικό μας. Γιατί;
Γιατί στους προτεστάντες, στις βόρειες χώρες προβάλλουμε μια Ελλάδα στο τώρα, μια Ελλάδα που δημιουργεί drones και τα παιδιά του Πολυτεχνείου κάνουν αυτοκίνητα [να δουλεύουν] με νερό, [ενώ] στη Μέση Ανατολή, στην Τυνησία και στην Αίγυπτο φερ’ειπείν, όπου έχουμε παραρτήματα, προβάλλουμε μια αρχαιοπρεπή εικόνα για την Ελλάδα [γιατί] εκεί ταιριάζει η αρχαιοπρεπής εικόνα. […]. Στις καθολικές χώρες του νότου, πάμε με την εξωτερική όψη των πραγμάτων, αναδεικνύοντας, δηλαδή, την εμφάνιση των πραγμάτων και όχι τόσο στο εσωτερικό τους βάθος. Το design, οι επιδείξεις μόδας, [η προώθηση] αγροτικών ελληνικών προϊόντων, όπως το ελαιόλαδο, πράγματα τα οποία έχουν ένα «φαίνεσθαι» μέσα τους, στο οποίο αρέσκεται η κουλτούρα αυτή. Από την άλλη, στο ορθόδοξο τόξο κάνουμε εκκλησιαστική διπλωματία. Στη Ρωσία, στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Σοβιετικής Ένωσης βασιζόμαστε στο ομόδοξο της ταυτότητάς μας. Προσπαθούμε, δηλαδή να κάνουμε έναν διάλογο διαθρησκευτικό και διαπολιτισμικό. [Όλο αυτό το εγχείρημα] […] μάς έχει οδηγήσει σε επιτυχίες.
Ας εστιάσουμε στη συνέχεια στο πώς λειτουργεί η πολιτιστική διπλωματία;
[Αξίζει να σημειωθεί ότι] υπάρχει μια λανθασμένη εικόνα του πολιτισμού στην Ελλάδα, συνδεδεμένη με την τουρκική λέξη «keyf» (كیف) από όπου παράγεται και η νεοελληνική λέξη «κέφι». Ο πολιτισμός [όμως] δεν είναι μόνο διασκέδαση, δεν είναι μόνο ψυχαγωγία. […]
Οι εκδηλώσεις και οι δράσεις [του Ινστιτούτου ως αρωγού της πολιτιστικής διπλωματίας] λαμβάνουν ένα διαφορετικό concept, που συμπεριλαμβάνουν τον άλλον [το άλλο κράτος] και που οι σχέσεις είναι «win-win», σε αντίθεση με την παραδοσιακή διπλωματία, που συχνά οι σχέσεις είναι «win-lose». Γιατί η παραδοσιακή διπλωματία διαπραγματεύεται με βάση το συμφέρον, όπως λένε οι Λατίνοι, [υπάρχουν] σχέσεις «Do ut des» (Σου δίνω και μου δίνεις) και υπό αυτή την έννοια, ο ισχυρότερος πάντα παίρνει τη μερίδα του λέοντος. Ενώ στην πολιτιστική διπλωματία παρατηρούνται συχνά μικρά κράτη, αντιθέτως, να παίρνουν μεγαλύτερο μερίδιο απ’ ότι μεγάλα κράτη, όταν διαπραγματεύονται. Για παράδειγμα, κράτη μικρά, όπως το Ισραήλ, αλλά με τεράστια πολιτιστική έκταση, όπως είναι αυτή της Χριστιανοσύνης, η Ελλάδα, η Ιταλία, αλλά και η Αίγυπτος, παρατηρείται συχνά να παίρνουν περισσότερα απ’ ό,τι δίνουν. Συνεπώς, έχουμε μια αντιστροφή της ισχύος υπέρ των μικρών κρατών με τη χρήση πολιτιστικής διπλωματίας. […]
[Επίσης], στις δημοκρατίες οι έξυπνες οδοί ανοίγονται στα κράτη που ξέρουν να συνεργάζονται με τις κοινωνίες των πολιτών και να τις διοχετεύουν σε αποστολές. Αλλά προσοχή! Η πολιτιστική διπλωματία δουλεύει μόνο εάν το κράτος είναι διαχειριστής. Αν το κράτος γίνει παραγωγός πολιτισμού ή κατευθύνει τους καλλιτέχνες, τότε σταματάει να έχει πειθώ το αφήγημα και, αντιθέτως, επιτυγχάνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή το να κλείνει τους έξω σε άμυνα. Έτσι, λοιπόν, υπάρχει μια «λεπτή κόκκινη γραμμή»: Η πολιτιστική διπλωματία δεν είναι αμιγώς κρατική υπόθεση αλλά ούτε αμιγώς ιδιωτική. Είναι όλων αλλά κυρίως παράγεται από τον λαό. […]
Γιατί πιστεύετε ότι έχουμε αυτή την πολύ μεγάλη προσκόλληση στην ιδέα της Αρχαίας Ελλάδας; Δεν έχει η Ελλάδα νέους καλλιτέχνες που μπορεί να βγάλει προς τα έξω;
Τώρα θα σκάψουμε, όμως, βαθιά… Θα πονέσουμε λιγάκι. Το αρχαίο παρελθόν είναι εύκολο στην προώθηση, καθότι δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι για αυτό. Κυρίως κουλτούρες που επαναπαύονται και δεν μοχθούν για να είναι μέρος του μέλλοντος, παραμένουν απολιθώματα του παρελθόντος. Το πιο δύσκολο είναι να πεις «έχω ότι έχω πάρει από το παρελθόν, ωστόσο, δεν μου αρκεί» -που αυτό βάζει αμέσως τη συνείδηση μέσα.
Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να δούμε τι είναι αυτό που μας δημιουργεί καθιζήσεις στο παρόν και ταυτοχρόνως νοσταλγίες οι οποίες έχουν να κάνουν με τη μεγαλοσύνη του παρελθόντος και συνεπώς δημιουργούν μελαγχολία στο παρόν. […] Αυτό αναπτύσσει αμέσως-αμέσως μια μειονεξία στην ταυτότητα. Μια μειονεξία που δεν σε αφήνει να κοιτάξεις στο μέλλον και αναγκάζεσαι να βαφτίσεις τον εαυτό σου «τελειότερο» των άλλων και, άρα, να επινοήσεις εχθρούς που σε επιβουλεύονται και σου σταματούν τον δρόμο προς την ανάπτυξη.
Αντιθέτως, κουλτούρες του μέλλοντος, όπως είναι οι βόρειες κουλτούρες, [όπως η Γερμανία] […] δεν σταματούν να παράγουν, διότι αναμετρούνται συνεχώς, καθημερινώς με τον εαυτό τους, καθ’ότι έχουν μια ισχυρή συνείδηση να το πράττουν αυτό. [Η Γερμανία] έχει, δηλαδή, μια εξατομικευμένη συνείδηση στο παρόν η οποία δεν εξαρτάται από ετεροπροσδιορισμούς του τύπου «μην το κάνεις αυτό γιατί θα έχει πρόβλημα» και ο άλλος αμέσως να μην το κάνει. Ο Γερμανός, αν πειστεί ότι πρέπει να κάνει κάτι, ό,τι και να πει ο περίγυρος θα το κάνει. […] Δεν είναι οι βόρειοι κουλτούρα ετεροπροσδιορισμού, είναι κουλτούρα ατόμου και, άρα, τον άξονα τον έχουν εσωτερικά, μέσα τους. […] Αυτό δημιουργεί μια ιστορική, συνεχή παραγωγή χρόνου. Εδώ, η παραγωγή του χρόνου έχει σταματήσει. Βιώνουμε την πραγματικότητα ανιστορικά και αισθάνομαι πως η χώρα μας είναι εκτός χρόνου. Είναι, δηλαδή, πίσω σε ένα συνεχές κυνηγητό της ανάπτυξης, μιας ανάπτυξης που έρχεται σε ένα εισαγώγιμο προϊόν. […]
Αφορμώμενοι από τον ετεροπροσδιορισμό, που προηγουμένως αναφέρατε, θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι ως Έλληνες είμαστε ξενομανείς με τον πολιτισμό των άλλων; Ότι δεν προτιμάμε τα πρωτότυπα ελληνικά στοιχεία του πολιτισμού μας;
Πρέπει να συζητήσουμε τώρα τι εστί πρωτοτυπία. Εγώ δεν βλέπω κάποια πρωτοτυπία ελληνική στο παρόν και όσοι έχουν προοδεύσει έχουν προοδεύσει πάνω σε δυτικούς δρόμους. Ας πούμε, η Μαρία Κάλλας έκανε μια σπουδαία καριέρα, αλλά την έκανε πάνω σε δυτική μουσική. Ο Λεωνίδας ο Καβάκος είναι ένας σπουδαίος βιολονίστας, αλλά ένας βιολονίστας που παίζει δυτική μουσική. Αλλά και όλοι οι σπουδαίοι χρησιμοποιούν εργαλεία της δύσης για να είναι σπουδαίοι. Υπό αυτή την έννοια, εγώ δεν συμφωνώ με τον όρο «εμείς» και «αυτοί». Εγώ θεωρώ ότι είμαστε μέρος της Δύσης, ότι, αντιθέτως, είμαστε η μήτρα της Δύσης. Θεωρώ, επίσης, ότι οι επιρροές της Ανατολής είναι αυτές που μας έχουν κάμψει την ταυτότητα, κάπως μας έχουν μπερδέψει, μας έχουν δώσει κάποιες παθητικότητες, κάποιες μοιρολατρίες, πράγμα που στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε. […]
Θέλω να σταθώ σε αυτό που είπατε, ότι «είμαστε η μήτρα του δυτικού πολιτισμού». Το ότι έχουμε, όμως, επηρεαστεί από την Ανατολή μας έχει καθορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Γίνεται να αρνούμαστε την πλευρά μας αυτή;
Δεν δύναται να αρνούμαστε καμία πλευρά. Δύναται πάντοτε τις όποιες πλευρές έχουμε, κληρονομημένες ή κατά μόνας διαμορφωμένες, να τις καλυτερεύουμε. Κουλτούρα που δεν έχει αυτοκριτική μέσα της και αδυνατεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη είναι κουλτούρα μικρή…ή νεκρών. Η Ανατολή δεν είναι απλά ένα μέρος της κουλτούρας μας. Αυτό που εγώ βλέπω είναι ότι η Ανατολή είναι το ενενήντα τοις εκατό της κουλτούρας μας και το άλλο δέκα τοις εκατό η Δύση. […] Πού το βλέπω αυτό; Η πατριαρχική κοινωνία. Τι δουλειά έχει στη Δύση η πατριαρχική κοινωνία; Όλα τα βόρεια σκανδιναβικά κράτη είναι μητριαρχικές κοινωνίες. Μα μητριαρχική κοινωνία ήταν και η Σπάρτη… […] Μετά, το στοιχείο του κολεκτιβισμού. Είμαστε κουλτούρα ομάδας, όχι ατόμου. Η Δύση είναι κουλτούρα ατόμου. Είναι πάρα πολλές οι διαφορές.
Κατά τη γνώμη μου αυτό που θα διόρθωνε κάπως τα πράγματα θα ήταν όχι να εξαφανιστεί η Ανατολή από μέσα μας, αλλά τουλάχιστον να πήγαινε [σε ποσοστό] πενήντα-πενήντα. Γιατί, η Ελλάδα και στην Αρχαιότητα ήταν σταυροδρόμι πολιτισμών αλλά με τη διαφορά ότι αφομοίωνε τα καλά στοιχεία. Υπήρχε ένα «άγιο φίλτρο» που αφομοίωνε τα καλά στοιχεία της Ανατολής και της Δύσης. Αυτό το φίλτρο τώρα έχει καμφθεί, έχει παρακαμφθεί, δεν υπάρχει πια και ρισκάρουμε να αφομοιωθούμε εμείς οι ίδιοι από εισαγωγές προτύπων. Βλέπετε ας πούμε, πολλοί νέοι μας αδυνατούν να είναι πλέον ο εαυτός τους. Είπατε πριν πολύ ωραία «γιατί είμαστε ξενομανείς;». Να γιατί είμαστε ξενομανείς. Ο Oscar Wilde, μεταξύ των όσων ευφυολογημάτων έλεγε, είπε και ένα πάρα πολύ σπουδαίο: «Είναι καιρός να είναι κανείς ο εαυτός του, διότι όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι είναι πιασμένοι». Νομίζω ότι αυτή είναι η πραγματική επανάσταση σήμερα…Να είναι κανείς ο εαυτός του. […] Βεβαίως, είμαστε μιμητικά όντα και, βεβαίως, η μίμηση μπορεί να γίνει δημιουργική, αν και εφόσον έχει άξονα τον εαυτό μας, αν έχουμε μια βάση εαυτού και την εμπλουτίζουμε με εξωτερικά στοιχεία. Αλλά η αντικατάσταση του εαυτού και η εισαγωγή «νέου» από κάποιον άλλον δημιουργεί μια «διαταραχή σχιζοείδιας». Και νομίζω ως κουλτούρα έχουμε ένα κόμπλεξ έναντι του χώρου, δηλαδή των Ευρωπαίων και ένα κόμπλεξ του χρόνου, δηλαδή των αρχαίων. Για να ξεπεράσουμε το κόμπλεξ του χώρου έναντι των Ευρωπαίων, θα πρέπει να αρχίσουμε να παράγουμε στο τώρα, να σταματήσουμε να νοσταλγούμε το παρελθόν και να σκεφτούμε τον εαυτό μας στο μέλλον. […]
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρείτε ότι γίνονται αρκετές δράσεις για την προώθηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού;
Όχι, δεν είμαι ευχαριστημένος με αυτό που γίνεται στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός έχει μια πολύ χαμηλή θέση στην ευρωπαϊκή πολιτική και εσχάτως ανεδείχθη την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, καταλαβαίνω και τα εγγενή προβλήματα της Ένωσης, γιατί δεν είναι ένας ενιαίος πολιτικός οργανισμός, [γεγονός που] δεν του επιτρέπει να έχει τέτοιες οριζόντιες πολιτικές. Συνεπώς, εκεί τα πράγματα είναι δύσκολα, διότι μιλάμε για εικοσιεπτά κράτη, τα οποία έχουν το καθένα τον πολιτισμό του. Δεν υπάρχει Ατζέντα και είναι δύσκολο και να φτιαχτεί μια κοινή Ατζέντα για όλα τα κράτη. […] Δεν υπάρχει εμβάθυνσηˑ συνεπώς, δεν μπορούμε να μιλάμε για τέτοια μεγαλεπήβολα πράγματα. Όταν θα έρθει η ώρα αυτή… θα το ξανασυζητήσουμε.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να περάσετε στο αναγνωστικό κοινό μας;
Σε μια χώρα, όπως η δική μας, με πολλά προβλήματα, αλλά και πολύ μεγάλες προοπτικές, να μην κάμπτονται από τα προβλήματα και να αναζητούν τις προοπτικές. Με λίγα λόγια, να δημιουργήσουν φως!