του Δημήτρη Καράμπαλη, Ερευνητή της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Οι αραβικές εξεγέρσεις στον αραβομουσουλμανικό κόσμο (2010) αποτέλεσαν τον καταλυτικό παράγοντα για την Τουρκία, ως προς την προβολή της ισχύος της στην Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή, και τον επιταχυντικό παράγοντα για την Συρία, όσον αφορά την αποσταθεροποίηση του καθεστώτος και την επακόλουθη έναρξη της συριακής κρίσης. Ο Συριακός Πόλεμος, ο οποίος ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2011, με ένα κύμα διαδηλώσεων το οποίο σύντομα μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο, κατέληξε σε μία σφοδρότατη περιφερειακή αντιπαράθεση, στην οποία ενεπλάκησαν τόσο ενδο-συστημικοί όσο και υπερ-συστημικοί δρώντες, και σε μια ανυπολόγιστης έκτασης ανθρωπιστική κρίση, της οποίας οι διαστάσεις εκτείνονται του Συριακού πεδίου και υπεισέρχονται και σε αυτά των γειτνιαζόντων χωρών και όχι μόνο. Στην παρούσα έρευνα θα αποπειραθούμε να περιγράψουμε την τουρκική εμπλοκή στον Συριακό Πόλεμο, πριν την αναβαθμισμένη ρωσική ανάμειξη από το 2015, εκκινώντας από ένα σύντομο ιστορικό υπόβαθρο των δύο χωρών, και μια αναφορά στην γενικότερη μεταστροφή της τουρκικής πολιτικής από την έκρηξη της αποκαλούμενης “Αραβικής Άνοιξης”. Ακολούθως, θα επισημάνουμε τις επιδιώξεις των Τούρκων ιθυνόντων από αυτήν την εμπλοκή, και θα σταθούμε ιδιαίτερα στα μέσα τα οποία χρησιμοποίησαν, και στους δρώντες με τους οποίους συνεργάστηκαν με σκοπό την από κοινού αντιμετώπιση του «αντιπάλου». Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στον κουρδικό παράγοντα, ενώ καταληκτικά θα προβούμε σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις επιπτώσεις αυτής της εμπλοκής στην φύση του Συριακού Πολέμου και στην εξέλιξη του.
Ιστορικό υπόβαθρο σχέσεων Τουρκίας – Συρίας
Η Τουρκία και η Συρία είναι δύο γειτνιάζουσες χώρες της Μέσης Ανατολής αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου. Κοινός παρονομαστής των δύο χωρών είναι ότι μοιράζονται κουρδικούς πληθυσμούς στο έδαφός τους, μαζί φυσικά με το Ιράκ και το Ιράν, αλλά και μοιράζονται την κοινή απειλή για ανάδυση αυτονομιστικών τάσεων των Κούρδων, υπό τον φόβο του αντανακλαστικού αντικτύπου (Σαρλής, 2019, σ.182). Υπό αυτό το πρίσμα, ο κουρδικός παράγοντας έφερνε στην επιφάνεια θέματα προς συζήτηση μεταξύ των δύο χωρών, και καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη συνεργασίας προς την εύρεση βιώσιμης λύσης στο κοινό τους πρόβλημα. Η σχέση μεταξύ των δύο χωρών ωστόσο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ασταθής, προβληματική, κυρίως λόγω δύο παραγόντων. Αφενός η υποστήριξη της Συρίας στο PKK (Hale, 2013, σ.1022-1024), τον A.S.A.L.A και την οργάνωση Dev-Sol (Μάζης, 1996, σ.234), ως αντιπροσώπους της για την εκπλήρωση των δικών της γεωπολιτικών στόχων (Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016, σ.98), αφετέρου το θέμα των υδάτινων πόρων του Τίγρητος και του Ευφράτου (Aras and Köni, 2002, σ. 52-53). Η μη ευνοϊκή θέση της Συρίας στον Ευφράτη από υδρολογικής απόψεως, την καθιστούν εξαρτημένη από την Τουρκία η οποία έχει το πλεονέκτημα του ελέγχου της ροής των υδάτινων πόρων τους (Μάζης, 1996, σ.166). Επιπρόσθετος λόγος διαμάχης μεταξύ των δύο, εντοπίζεται στο ζήτημα της Αλεξανδρέττας/Χατάι (Μάζης, 1996, σ.231-234). Μετά από δεκαετίες συγκρουσιακών σχέσεων, η Τουρκία και η Συρία κατάφεραν να αποφύγουν έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας τον Οκτώβριο του 1998 (Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016, σ.97). Η κρίση αυτή έληξε με την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ των δύο χώρων στις 20 Οκτωβρίου 1998 στα Άδανα, σύμφωνα με την οποία η Συρία: αναγνώριζε το PKK ως τρομοκρατική οργάνωση, έπαυε την παροχή όπλων, αγαθών στους μαχητές του PKK, και απέλαυνε τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν ο οποίος βρισκόταν στο έδαφός της από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Aykan, 1999, σ.174). Η περίοδος 1998-2002 μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία περίοδος ομαλοποίησης των μεταξύ τους σχέσεων, όπου οι δύο χώρες συνεργάστηκαν ως προς τον περιορισμό του PKK (Bengio, 2011, σ.625), για να έρθει η περίοδος 2002-2011, όπου οι σχέσεις τους ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο. Η Συρία αποτέλεσε το ισχυρότερο ίσως παράδειγμα της λεγομένης «πολιτικής των μηδενικών προβλημάτων με τα γειτονικά κράτη» (τουρκιστί «komşularla sıfır sorun politikası»), όπως αυτή εκφράστηκε από τον Αχμέτ Νταβούτογλου. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, είχαν μετατραπεί από εχθρικές σε κάτι παραπάνω από φιλικές σε μικρό χρονικό διάστημα, έχοντας υπογράψει πολλάκις συμφωνίες εμπορικές και μη (Μάζης, 2008, σ.225). Ο πρόεδρος Άσαντ και ο πρόεδρος Ερντογάν είχαν γίνει οικογενειακοί φίλοι, δείγμα των εκτεταμένων διαβουλεύσεων των δύο κρατών (Barkley, 2012, σ.5). Καταλυτικό παράγοντα στις σχέσεις των δύο χωρών αποτέλεσε, όπως θα δούμε στην συνέχεια η «Αραβική Άνοιξη».
H αποκαλούμενη «Αραβική Άνοιξη» και η Τουρκική στάση
Προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση μας, είναι σημαντικό να κάνουμε μια διευκρίνιση σχετικά με τον όρο «Αραβική Άνοιξη». Όπως επισημαίνει και ο Tim Marshall: «The Arab Spring is a misnomer, invented by the media; it clouds our understanding of what is happening» (Marshall, 2019, σ.185-186). Το συγκεκριμένο σφάλμα εμπίπτει σε μια ευρύτερη λαθεμένη αντίληψη της Δύσης για τις συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και ειδικότερα για τους λαούς που διαμένουν εκεί, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και μία προσπάθεια εξήγησης των όσων συμβαίνουν εκεί με «δυτικούς» όρους, προερχόμενους από «δυτικές» αντιλήψεις. Γι’ αυτό τον λόγο θα αποφύγουμε τη συγκεκριμένη ορολογία, αντ’ αυτού θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο «αραβικές εξεγέρσεις» για να περιγράψουμε τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Οι αραβικές εξεγέρσεις στα κράτη της Βόρειας Αφρικής και της Αραβικής Χερσονήσου, αποτέλεσαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Άγκυρα, ώστε να παρουσιαστεί ως η ηγέτιδα δύναμη στον αραβομουσουλμανικό κόσμο (Gottlieb and Kedar, 2020), προβάλλοντας το τουρκικό μοντέλο διακυβέρνησης ως το ιδεατό για τα αραβικά κράτη τα οποία εξεγείρονταν, και προσδίδοντας έτσι στην ίδια έναν ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή (Aktürk, 2017, σ.88), αναγκάζοντας την όμως να παραγκωνίσει την προαναφερθείσα «πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τα γειτονικά κράτη» (Taşpınar,2012, σ.134-135). Η θεώρηση των ιθυνόντων της Ουάσιγκτον σχετικά με τις αραβικές εξεγέρσεις καθίσταται ευκρινής μέσα από την ομιλία του τότε Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπαράκ Ομπάμα, στο State Department στις 19 Μαΐου 2011 όπου μεταξύ άλλων ανέφερε: «And we support political and economic reform in the Middle East and North Africa that can meet the legitimate aspirations of ordinary people throughout the region. Our support for these principles is not a secondary interest. Today I want to make it clear that it is a top priority that must be translated into concrete actions, and supported by all of the diplomatic, economic and strategic tools at our disposal. […] it will be the policy of the United States to promote reform across the region, and to support transitions to democracy» (Keiswetter, 2012). Άλλωστε, η αποκαλούμενη «Αραβική Άνοιξη», εξυπηρετούσε τους σκοπούς των ΗΠΑ, Ισραήλ, Ηνωμένου Βασιλείου, στα πλαίσια της στρατηγικής του «δημιουργικού χάους» (constructive chaos) με στόχο την εκ νέου χάραξη του χάρτη της Μέσης Ανατολή, η οποία θα λειτουργούσε επωφελώς για τους γεωστρατηγικούς τους στόχους, επιδιώκοντας την επίτευξη του “The Project for a New Middle East” (Nazemroaya, 2006), όπως αυτό ορίστηκε από την Κοντολίζα Ράις, τότε Υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2006 (Ottaway et al, 2008, σ.1). Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, δεν θα έπρεπε να προξενεί εντύπωση η αμερικανική παροχή στήριξης (Nixon, 2011) προς τις αραβικές εξεγέρσεις (Selim, 2013, σ. 255). Οι εξεγέρσεις αυτές επίσης, αποτέλεσαν το καταλυτικό γεγονός, το οποίο έθεσε σε λειτουργία τη διαδικασία επιτάχυνσης της αποσταθεροποίησης της Συρίας και την έναρξη της Συριακής κρίσης. Ασφαλώς όμως, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι προϋποθέσεις για την αποσταθεροποίηση του συριακού καθεστώτος είχαν δημιουργηθεί ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα, με σημαντικότερα γεγονότα την ανατροπή του μπααθικού καθεστώτος του Ιράκ, και την απώλεια ελέγχου του Λιβάνου λίγα χρόνια μετά (Σαρλής, 2019, σ.162). Για την Τουρκία, η Συριακή κρίση αποτέλεσε ένα γεωπολιτικό ρήγμα μέσω του οποίου, σε συνεργασία με έτερες δυνάμεις, θα είχαν τη δυνατότητα να θέσουν σε κίνηση μια διαδικασία ανακατανομής της ισχύος στο σύστημα της Μέσης Ανατολής (Σαρλής, 2019, σ.162, σ.177). Επομένως στο δίλημμα το οποίο ευρέθη η Άγκυρα, αναφορικά με το αν θα έπρεπε να υποστηρίξει τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις, όπως έπραξε στη Λιβύη και την Αίγυπτο, ή αν θα στεκόταν στο πλευρό του Σύρου Προέδρου, αν και σε πολύ πρώιμο και σύντομο στάδιο προσπάθησε να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των αντικαθεστωτικών και του Προέδρου Άσαντ (Taşpınar,2012, σ.137), ζητώντας από αυτόν να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων (Ataman and Özdemir, 2018, σ.20) επέλεξε να συνταχθεί με το μέρος των επαναστατών ζητώντας την παραίτηση του Άσαντ (Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016, σ.97-99).
Οι επιδιώξεις της Τουρκίας και ο σουνιτικός άξονας Άγκυρα–Ριάντ-Ντόχα
Η απόφαση της στήριξης των αντικαθεστωτικών δυνάμεων στον Συριακό Εμφύλιο, ήταν εκ προοιμίου δύσκολη, αφενός δεδομένης της εναρμόνισης των σχέσεων των δύο χωρών από την ανάληψη της εξουσίας από το ΑΚΡ, αφετέρου καθώς αυτή η ενέργεια αυτή θα σήμαινε την εμπλοκή της Τουρκίας στην εν λόγω αντιπαράθεση. Παρόλα αυτά η Τουρκία συνετάχθη με τις δυνάμεις που ζητούσαν την αποπομπή του Άσαντ, γεγονός το οποίο ανάγεται σε ορισμένους παράγοντες. Η τροπή των γεγονότων στο συριακό πεδίο ώθησε την Άγκυρα να αναπροσαρμόσει την πολιτική της, και να εγκαταλείψει την ιδέα ανάληψης ενός διαμεσολαβητικού ρόλου. Ο στόχος της Άγκυρας πλέον ήταν η ανατροπή του Μπασάρ αλ-Άσαντ, κάτι το οποίο επεδίωκαν και δύο άλλες χώρες της περιοχής, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Ο συγκεκριμένος άξονας, ο οποίος σχηματίστηκε μεταξύ των προαναφερθέντων σουνιτικών κέντρων ισχύος, και ο οποίος υπεστηρίχθη από Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο (Rakhmatov, 2019, σ.175), λειτούργησε με σκοπό την ανατροπή του Άσαντ, για δύο λόγους. Αφενός, τη μείωση της ιρανική επιρροής στο αραβικό κέντρο του μεσανατολικού συστήματος και αφετέρου την αύξηση της δικής τους επιρροής (Μάζης, 2016, σ.32-33). Ωστόσο οι ιδεολογικές και γεωστρατηγικές διαφορές μεταξύ τους, δεν επέτρεψαν μία σουνιτική συμμαχία με στρατηγικά χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, η αντιπαράθεση Άγκυρας – Ριάντ ως προς την ανάληψη της περιφερειακής ηγεσίας των σουνιτικών κρατών της περιοχής, το ζήτημα της στήριξης Άγκυρας – Ντόχα στην ισλαμιστική οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων, την οποία το Ριάντ αντιμετωπίζει ως απειλή, αλλά και ο περιφερειακός ανταγωνισμός Ριάντ – Ντόχα, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό διαφορές μεταξύ των τριών χωρών (Μάζης, 2016, σ.75-77), οι οποίες ωστόσο κάμφθηκαν μετά την αναβαθμισμένη ρωσική εμπλοκή το 2015, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μετασχηματισμού των περιφερειακών συσχετισμών ισχύος (Σαρλής, 2019, σ.195-198).
Το έδαφος της Τουρκίας μετετράπη σε κόμβος ροής ισλαμιστών μαχητών, οι οποίοι κατευθύνονταν προς τις συριακές πόλεις, ενώ η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε την έδρα του «Συριακού Εθνικού Συμβουλίου» (Syrian National Council/SNC), ενός οργάνου το οποίο αντιπροσωπεύει την συριακή αντιπολίτευση (Çandar, 2020). Η Ντόχα, είχε εγκαταστήσει στα τουρκοσυριακά σύνορα ορισμένα πρώην στελέχη της Al-Qaeda με σκοπό να οργανώνουν την αντίσταση στο εσωτερικό της Σύριας (Μάζης, 2017, σ.712), ενώ μέσα από την Νότια Τουρκία διεκπεραιωνόταν ευκολότερα η μετάβαση ισλαμιστών μαχητών προερχόμενων και υποστηριζόμενων από το Ριάντ (Μάζης, 2016, σ.33). Τον Ιούλιο του 2012, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters αποκάλυψε πως βρέθηκε στα Άδανα της Τουρκίας κέντρο εκπαίδευσης και στρατιωτικής βοήθειας Σύρων αντικαθεστωτικών, υποστηριζόμενο φυσικά από πόρους καταριανής και σαουδαραβικής προελεύσεως (Doherty and Bakr, 2012). Σύμφωνα με τον Patrick Cockburn: «οι θετοί γονείς του Ισλαμικού Κράτους και των άλλων σουνιτικών τζιχαντιστικών κινημάτων είναι η Σαουδική Αραβία, οι μοναρχίες του Κόλπου και η Τουρκία[…]Ο ρόλος της Τουρκίας στη βοήθεια προς το Ισλαμικό Κράτος και άλλες τζιχαντιστικές ομάδες είναι διαφορετικός αλλά το ίδιο σημαντικός με αυτόν της Σαουδικής Αραβίας. Η πιο σημαντική της πράξη είναι να κρατάει ανοιχτά τα 820χλμ σύνορα της με τη Συρία. Αυτό προσέφερε στο Ισλαμικό Κράτος, την αλ Νούσρα και άλλες ομάδες της αντιπολίτευσης τη δυνατότητα να διαθέτουν μία ασφαλή βάση» (Μάζης, 2016, σ.72-73).
Η πολιτική που ακολούθησαν τα προαναφερθέντα σουνιτικά κράτη, χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατος σαλαφιστικές τζιχαντιστικές ομάδες για να πετύχουν τον σκοπό τους (Cockburn, 2015, σ.91), συνέβαλε καταλυτικά στην ραγδαία κλιμάκωση της συριακής κρίσης, επεκτείνοντας το σεκταριστικό στοιχείο της κρίσης, και οδηγώντας στον εδαφικό διαμελισμό της Συρίας και την ανάδυση ενός νέου κύματος ισλαμιστικού μιλιταρισμού με έδρα την Συρία (Μάζης 2016, σ.33).
Ο ρόλος του κουρδικού στοιχείου στα εδάφη της Βόρειας Συρίας
Ο κουρδικός παράγοντας αποτέλεσε έναν επιπρόσθετο λόγο, εξίσου σημαντικό με αυτόν της προσβολής ισχύος, για την περαιτέρω εμπλοκή της Τουρκίας στην Συριακή κρίση (Σαρλής, 2019, σ.186). Η Τουρκία είχε ακόμα νωπές τις μνήμες από τα αποτελέσματα της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ το 2003, όπου η πολιτική που ακολούθησε της έδωσε περιορισμένη επιρροή χωρίς να μπορεί να διαμορφώσει την μελλοντική πορεία των γεγονότων (Barkley, 2005, σ.02). Δεδομένου λοιπόν ότι η προγενέστερη επέμβαση άνοιξε το «κουτί της Πανδώρας» -ομοσπονδιακή αυτονόμηση του Βορείου Ιράκ-, η Άγκυρα σαφώς δεν επιθυμούσε να δει να πραγματοποιείται έτερος κουρδικός θύλακας και στην γειτονική Συρία, καθώς η σύνδεση των δύο θα δημιουργούσε μια κουρδική περιοχή εκτεινόμενη από τον Βορρά του Ιράκ, μέχρι την Μεσόγειο (Marshall, 2019, σ.155). Το κουρδικό στοιχείο, το οποίο διαβιοί στο συριακό έδαφος, ανέκαθεν αποτελούσε απειλή για το τουρκικό κράτος και υπήρξε πάντα στην ατζέντα της εξωτερικής του πολιτικής, ωστόσο εν μέσω της συριακής κρίσης βρήκε την ευκαιρία να κυριαρχήσει στο βόρειο κομμάτι της Συρίας. Αυτή η ανακατανομή ισχύος, η οποία όπως είναι φυσικό ήταν επιβλαβής για τα τουρκικά συμφέροντα, οδήγησε την Άγκυρα στο να επανεξετάσει την πολιτική της απέναντι στο YPG/Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (κουρδιστί Yenikeyen Parastina Gel) και το PYD/Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (κουρδιστί Partiya Yekitiya Demokrat) (Ataman and Özdemir, 2018, σ.28).
Πιο συγκεκριμένα, από τον Ιούλιο του 2012, οι μονάδες του YPG, λόγω της απόσυρσης των συριακών στρατευμάτων από την βόρεια και βορειοανατολική Συρία, είχαν καταφέρει να εδραιώσουν την κουρδική παρουσία σε αυτές τις περιοχές (Çandar, 2020). Η εν λόγω απόσυρση εξυπηρετούσε την ανάγκη επικέντρωσης του συριακού στρατού σε άλλες περιοχές, ώστε να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες του διεξαγόμενου πολυμέτωπου πολέμου. Εντούτοις, εκτιμάται ότι εξυπηρετούσε και έναν έτερο σκοπό. Πιο συγκεκριμένα, με αυτόν τον τρόπο, παράλληλα με την ενίσχυση των συριακών δυνάμεων, η ενίσχυση των Κούρδων της Συρίας θα δημιουργούσε ένα πρόβλημα ασφαλείας για την εχθρική προς την Δαμασκό Άγκυρα (Μάζης, 2016, σ.74). Ως αντίβαρο σε αυτήν την κουρδική επέκταση, η Τουρκία προώθησε την εδαφική επέκταση των ισλαμιστικών οργανώσεων, με σκοπό την μείωση του ελέγχου της περιοχής αυτής από τους Κούρδους της Συρίας (Σαρλής, 2019, σ.186).
Η πολιτική την οποία ακολούθησε η Τουρκία στο συριακό πεδίο, ασκώντας πίεση στο συριακό καθεστώς και στους Κούρδους της Συρίας μέσω της παροχής υποστηρικτικού ρόλου στον ISIS (για την προέλευση του οποίου έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενη ανάλυση μας), δεν συμβάδιζε ασφαλώς με την υποστηριζόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες εκστρατεία κατά του ISIS, και οδήγησε στο να της ασκηθεί έντονη κριτική από την διεθνή κοινότητα (Basson, 2015, σ.2). Σημαντικότερο γεγονός το οποίο όξυνε τις σχέσεις της Τουρκίας με τον διεθνή παράγοντα είναι ότι κατά την επίθεση της κουρδικής πόλης Κομπάνι, από ισλαμιστές μαχητές, η Άγκυρα δεν επέτρεψε την παροχή βοήθειας προς τους Κούρδους, κλείνοντας τα σύνορα και μην αφήνοντας τη δυνατότητα χρήσης των βάσεων της από την συμμαχία (Hale, 2019, σ.29).
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι ο Συριακός Πόλεμος δεν αποτελεί έναν πόλεμο ο οποίος διεξήχθη σε όλη την διάρκεια του ανάμεσα στα ίδια αντιμαχόμενα στρατόπεδα, αλλά εκκινώντας από έναν εμφύλιο εντός της Συρίας μετατράπηκε, λόγω της εισροής ενδο-συστημικών και υπερ-συστημικών δρώντων, σε έναν περιφερειακό πόλεμο με διεθνείς απολήξεις έχων ως επίκεντρο τη Συρία (Μάζης, 2016, σ.25-26). Όσο διήρκεσε, συχνά έκαναν την εμφάνιση τους νέοι δρώντες στη Συριακή κρίση, οι οποίοι με την δράση τους μετάλλασσαν τους συσχετισμούς ισχύος, και προκαλούσαν ανακατανομή της ισχύος στο ευρύτερο σύστημα της Μέσης Ανατολής, λόγω της κομβικής γεωπολιτικής θέσης της Συρίας σε συνδυασμό με τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις τους. Η Τουρκία ήταν από τις χώρες οι οποίες από την πρώτη στιγμή ενεπλάκησαν σε αυτόν (Jansen, 2019), ωστόσο η εμπλοκή της Τουρκίας στον Συριακό Πόλεμο μεταλλάχθηκε κυρίως μετά το 2015 τόσο λόγω εξωγενών παραγόντων, ρήξη με Ηνωμένες Πολιτείες (Al-Musarea, 2020), αναβαθμισμένη εμπλοκή Ρωσίας, απώλεια εδαφών ISIS, όσο και λόγω ενδογενών παραγόντων (λόγου χάριν το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016). Η εμπλοκή της Τουρκίας και του σχηματισθέντος άξονα Άγκυρας-Ριάντ-Ντόχα προκάλεσε επίσης την αναβάθμιση της ανάμειξης του Ιράν και της Χεζμπολάχ, με σκοπό την διάσωση του Προέδρου Άσαντ, στόχος ο οποίος εν τέλει επετεύχθη, μετά και την αναβαθμισμένη ρωσική εμπλοκή. Η πιθανή ανατροπή του Άσαντ θα προκαλούσε ανακατανομή της ισχύος στο σύστημα της Μέσης Ανατολής με πολλαπλά οφέλη για την σουνιτική πτέρυγα αυτής, και θα έφερνε το Ιράν σε δυσχερή κατάσταση, «αποδομώντας το πλέγμα της ιρανικής προβολής ισχύος στο κέντρο του μεσανατολικού συστήματος» (Σαρλής, 2019, σ.168-176). Συμπερασματικά, λοιπόν, αφενός η ενίσχυση του σουνιτικού άξονα και αφετέρου η παράλληλη εντατικοποίηση της σιιτικής εμπλοκής (με συντονιστή φυσικά το Ιράν), κατέστησαν την Δαμασκό ως την έδρα μιας γενικευμένης σύρραξης, προκληθείσας από την ενδο-ισλαμική αντιπαράθεση μεταξύ σουνιτών και σιιτών, με κέρδος την προβολή ισχύος στο μεσανατολικό σύστημα.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσσα βιβλία
Μάζης, Ι.Θ. (1996). Γεωπολιτική των υδάτων στη Μέση Ανατολή. Αθήνα: Τροχαλία
Μάζης, Ι.Θ. (2008). Η γεωπολιτική της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και η Τουρκία. Αθήνα: Α.Α Λιβάνη
Μάζης, Ι.Θ. (2016). Γεωπολιτική και γεωστρατηγικές της συριακής κρίσεως. Αθήνα: Λειμών
Μάζης, Ι.Θ. (2017). Γεωπολιτικά ζητήματα στην ευρυτέρα Μέση Ανατολή και την Μεσόγειο – I. Αθήνα: Λειμών
Σαρλής, Μ. (2019). Συστημική Γεωπολιτική & Ανθρωπογεωγραφία της Μέσης Ανατολής. Αθήνα: Λειμών.
Τζιάρρας, Ζ., και Μούδουρος, Ν. (2016). Η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Αθήνα: Τουρίκη
Ξενόγλωσσα βιβλία
Cockburn, P (2015). The Rise of Islamic State: ISIS and the New Sunni Revolution. London: Verso
Marshall, T. (2019). Prisoners of Geography. London: Elliott&Thompson
Ακαδημαϊκά άρθρα
Aktürk, Ş. (2017). ‘Turkey’s role in the Arab Spring and the Syrian Conflict’. Turkish Policy Quarterly, Winter 2017, 15(4). Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Al-Musarea, A. (2020). ‘U.S.-Turkish Cooperation Is Key for Lasting Stability in Northern Syria’. The Washington Institute for Near East Policy. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]
Aras, B., Köni, H. (2002). ‘Turkish-Syrian relations revisited’. Arab Studies Quarterly, 24(4), 47-60. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]
Ataman, M., and Özdemir, Ç. (2018). ‘Turkey’s Syria Policy: Constant Objectives, Shifting Priorities’. Türkiye Ortadoğu Çalışmaları Dergisi, 5(2), 13-25. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Aykan, Μ.Β. (1999). ‘The Turkish‐Syrian Crisis of October 1998: A Turkish View’. Middle East Policy, 6(4), 174–191. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Barkley, H.J. (2005). ‘Turkey and Iraq: The Perils (and Prospects) of Proximity’. United States Institute of Peace, Special Report 141. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Barkley, H.J. (2012). ‘The Evolution of Turkish Foreign Policy in the Middle East’. TESEV. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Basson, H. (2015). ‘The Paradigm Shift in Turkey’s Syria Strategy’. Centre for Geopolitics & Security in Realism Studies. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Bengio, O. (2011). ‘The “Kurdish Spring” in Turkey and its Impact on Turkish Foreign Relations in the Middle East’. Turkish Studies, 12(4). 619-632. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Çandar, C. (2020). ‘Erdoğan’s war in Syria – a path to disaster’. Utrikespolitiska institutet. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]
Gottlieb, D., and Kedar, M. (2020). ‘Turkey and the Libyan and Syrian Civil Wars’. The Begin-Sadat Center for Strategic Studies, Paper No. 1,548, May 4. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Hale, W. (2013). ‘Turkey–Syria Relations: Between Enmity and Amity’. Middle Eastern Studies, 49(6). Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Hale, W. (2019). ‘Turkey, the U.S., Russia, and the Syrian Civil War’. Insight Turkey, 21(4), 25-40. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Keiswetter, A.L. (2012). ‘The Arab Spring: Implications for US Policy and Interests’. Middle East Institute. January 13. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]
Nazemroaya, Μ. (2008). ‘Plans for Redrawing the Middle East: The Project for a “New Middle East”. Global Research. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]
Ottaway, M., Brown, N.J., Hamzawy, A., Sadjadpour, K., and Salem, P. (2008). ‘The New Middle East’. Carnegie Endowment for International Peace. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]
Rakhmatov, D. (2019). ‘Russia & Turkey as strategic role players in Syrian crisis’. Uluslararası Kriz ve Siyaset Araştırmaları Dergisi, 3(2), 160-192. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Selim, G.M. (2013). ‘The United States and the Arab Spring: The Dynamics of Political Engineering’. Arab Studies Quarterly, 35(3), 255-272. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]
Taşpınar, Ö. (2012). ‘Turkey’s Strategic Vision and Syria’. The Washington Quarterly, Summer 2012, 127-140. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Άρθρα
Doherty, R., and Bakr, A. (2012). ‘Exclusive: Secret Turkish nerve center leads aid to Syria rebels’. Reuters, July 27. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Jansen, M. (2019). ‘Turkey deserves the blame for what happened in Syria’. The Irish Times, December 6. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/02/21]
Nixon, R. (2011). ‘U.S. Groups Helped Nurture Arab Uprisings’. The New York Times, April 14. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 17/02/21]