του Θανάση Κωστόπουλου, Ερευνητή της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής
Εισαγωγή στο ιστορικό υπόβαθρο της NEW START: Ψυχρός Πόλεμος, INF, Start I
Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, το πλαίσιο ελέγχου της διασποράς των πυρηνικών όπλων διαμορφώθηκε μέσα από την κούρσα των εξοπλισμών μεταξύ των δύο -τότε- πόλων ισχύος, της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής· έναν ανταγωνισμό που αποσκοπούσε, σταθερά, στην στρατηγική εξισορρόπηση των δύο δυνάμεων (Nikitin, 2020). Η πυραυλική κρίση της Κούβας του 1962, προκάλεσε την ανταλλαγή τελεσιγράφων για 13 ημέρες μεταξύ των κυβερνήσεων Khrushchev και Kennedy, γεγονός που αποτέλεσε την βάση του διαλόγου για την υπογραφή το 1972 των συμφωνιών SALT (Strategic Arms Limitation Talks) Interim Agreement και ABM (Anti-Ballistic Missile Treaty) (Nikitin, 2020).
Στόχος των δύο παραπάνω συμφωνιών υπήρξε η εμπέδωση των όρων στρατηγικής σταθερότητας μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων, μέσω της εισαγωγής αριθμητικού πλαφόν κατοχής, τόσο μέσων μεταφοράς (ενν. , όσο και αμυντικών συστημάτων εξουδετέρωσης βαλλιστικών πυραύλων (Anderson & Nelson, 2019, 93-99). Η αμοιβαία αποδοχή τέτοιων όρων φαίνεται να εδράζεται στην από κοινού επιθυμία αποτροπής μιας πυρηνικής καταστροφής, γεγονός που εξηγεί τον φαινομενικό «εξορθολογισμό» της πόλωσης. Αυτή η αλλαγή στάσης στις αρχές του 1970, θα μπορούσε να αποδοθεί στις δύο κυριότερες παραμέτρους κατανόησης της στρατηγικής εξισορρόπησης, ειδικότερα: (i) στον έλεγχο της εξοπλιστικής κούρσας, μέσω της συνεννόησης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων για περιορισμό των πυρηνικών και (ii) στον αποκλεισμό ενός αιφνιδιαστικού χτυπήματος από τον αντίπαλο, στη βάσης της εξάλειψης κάθε κινήτρου που θα οδηγούσε σε αυτό, στη βάση της σίγουρης πυρηνικής ανταπάντησης (Anderson & Nelson, 2019, 99).
Η καινοτομία της συνθήκης για τις στρατηγικές συνομιλίες μείωσης των εξοπλισμών (SALT) ενέκειτο στην αναγνώριση του στρατηγικού και επιχειρησιακού χαρακτήρα των μέσων (ενν. το μέσο μεταφοράς της πυρηνικής κεφαλής στο στόχο) εκτόξευσης πυρηνικών κεφαλών (delivery systems) και της σημασίας τους για την τήρηση της πυρηνικής σταθερότητας (Anderson & Nelson, 2019, 100). Επίσης, η συνθήκη συνέδεσε την διαπραγμάτευση για την μείωση των επιθετικών πυρηνικών εξοπλισμών, με την μείωση των αντίστοιχων αμυντικών συστημάτων (ABM). Κατά αυτό τον τρόπο, η σύνδεση των δύο στόχων του αφοπλισμού, σε επιθετικό και αμυντικό πεδίο, αποτέλεσε την βάση για την επιτυχή διαμόρφωση κοινών στόχων, προτύπων συμπεριφοράς και αρχών ανάμεσα στους ηγέτες των δύο μπλοκ, τα οποία αποδείχθηκαν καθοριστικά, ακόμα και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (Anderson & Nelson, 2019, 101).
Παρόλα αυτά, το θετικό κλίμα που διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μέσω των συμφωνιών SALT και ABM, δημιούργησε αμφιβολίες στις ηγεσίες των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του NATO, αναφορικά με τον δυνητικό κίνδυνο μιας προοπτικής επαναπροσέγγισης των δύο υπερδυνάμεων. Μια τέτοια πιθανότητα θα υπονόμευε -κατά την γνώμη τους- τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας στην Γηραιά Ήπειρο (Anderson & Nelson, 2019, 92). Οι φόβοι των Δυτικοευρωπαίων ηγετών, ως ένα βαθμό επαληθεύτηκαν μέσω της υπογραφής της αμερικανο-σοβιετικής συμφωνίας SALT II το 1979, η οποία φανέρωσε τις πρώιμες διπλωματικές προόδους της δεκαετίας του 1970 στον τομέα του αφοπλισμού. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί τοποθέτησαν στα δυτικά τους σύνορα, τους πρωτοποριακούς βαλλιστικούς πυραύλους, μέσου βεληνεκούς, ικανούς να εκτοξεύονται από από κινητές μονάδες -τους SS-20- γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω την ευρωπαϊκή ανησυχία (Anderson & Nelson, 2019, 92-93).
Η Ευρωπυραυλική Κρίση, όπως ονομάστηκε η κρίση της δεκαετίας του 1980, είχε ως αφετηρία την ισχυρή πίεση των ευρωπαίων ηγετών προς τις ΗΠΑ για μία «δισυπόστατη» προσέγγιση (“double track diplomacy”) με την Σοβιετική Ένωση, με κύριες συνιστώσες αυτής (i) την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος του NATO στην Ευρώπη και (ii) την παράλληλη συνεχή διαπραγμάτευση για τον αφοπλισμό (Burr, 2009). Τελικώς η Ουάσινγκτον αποδέχθηκε τα ευρωπαϊκά αιτήματα και προχώρησε στην τοποθέτηση 572 βαλλιστικών πυραύλων τύπου cruise στην Δυτική Ευρώπη, καθησυχάζοντας μεν τις ηγεσίες των νατοϊκών συμμάχων, κλιμακώνοντας δε αφενός τη διπλωματική κρίση με την Σοβιετική Ένωση, αφετέρου τις μαζικές διαμαρτυρίες, από πλευράς κοινής γνώμης, στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες κατά της κούρσας των πυρηνικών (Burr, 2009).
Η Ευρωπυραυλική κρίση οδήγησε στην υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας Intermediate-Range Nuclear Forces (INF), το 1987, από τον μεταρρυθμιστή Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, Mikhail Gorbachev και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ronald Reagan. H INF προέβλεπε την αποκήρυξη και την πρακτική καταστροφή όλων των πυρηνικών βαλλιστικών καθώς και των κατευθυνόμενων πυραύλων (cruise) των δύο υπερδυνάμεων, με μικρό και μέσο βεληνεκές (500-5500 χλμ.), με χρονικό ορίζοντα το καλοκαίρι του 1991. Για την εφαρμογή των συμφωνημένων όρων, θεσπίστηκε ένα πρωτόκολλο που περιλάμβανε τα όπλα προς καταστροφή, καθώς και τις διαδικασίες ελέγχου εφαρμογής του αφοπλισμού.
Εν συνεχεία, η υπογραφή της πρώτης συμφωνίας START (Strategic Arms Reduction Treaty) στις 31/7/1991, λίγους μήνες πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την τυπική λήξη του Ψυχρού Πολέμου, εστίασε στην περαιτέρω μείωση των πυρηνικών εξοπλισμών, προβλέποντας την μείωση των μέσων εκτόξευσης (delivery systems) στα 1600 και του αριθμού των πυρηνικών κεφαλών στις 6000 για κάθε μέρος (Clauss, 2020, 39). Η START τέθηκε σε ισχύ το 1994, με χρονικό ορίζοντα εφαρμογής των προβλέψεών της το 2001 και με την δυνατότητα για πενταετείς ανανεώσεις, οι οποίες και τη διατήρησαν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2009. Ακόμη, με το Πρωτόκολλο της Λισαβόνας του 1992, οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες οι οποίες διατηρούσαν πυρηνικά όπλα στο έδαφός τους, ήτοι η Ουκρανία, το Καζακστάν και η Λευκορωσία, δεσμεύτηκαν να τα επιστρέψουν στην Ρωσία μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, προσχωρώντας κατά αυτό τον τρόπο στην START.
Σύμφωνα με τον Nikitin (2020), τις περιόδους έντασης στον διαρκή εξοπλιστικό αγώνα της ψυχροπολεμικής εποχής ακολουθούσαν, συνήθως, περίοδοι ύφεσης, προσέγγισης και διαλόγου μεταξύ των δύο αντιπάλων, οι οποίες καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις παραμέτρους συνεννόησης και προετοίμασαν το έδαφος για μελλοντικές συμφωνίες. Η συμφωνία START αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς φάνηκε πως ακολούθησε το προηγούμενο των συμφωνιών ABM, SALT και INF, αναφορικά με τον καθορισμό των όρων του αμοιβαίου αφοπλισμού. Αυτή η πορεία διατηρήθηκε και προσαρμόστηκε αντίστοιχα στα δεδομένα της μεταψυχροπολεμικής εποχής μέχρι την λήξη της ισχύος της συμφωνίας το 2009.
New START Treaty 2010
Η συμφωνία New Strategic Arms Reduction Treaty (NEW START) υπογράφηκε στις 8/4/2010 στην Πράγα, από τον Αμερικανό Πρόεδρο Obama και τον Ρώσο ομόλογό του Medvedev και τέθηκε σε εφαρμογή στις 5/2/2011, με δεκαετή ισχύ και χρονικό ορίζοντα επτά ετών, ως προς την υλοποίηση των προβλέψεών της από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Η συμφωνία αντικατέστησε την συνθήκη START 1 του 1991, η οποία έπαψε να ισχύει το 2009, καθώς και την Συμφωνία της Μόσχας (Strategic Offensive Reductions Treaty) του 2002, η οποία προέβλεπε την περαιτέρω μείωση των στρατηγικών όπλων των δύο χωρών, σε 1700-2200 πυρηνικές κεφαλές. Ειδικότερα, αναφορικά με τις προβλέψεις της New Start, αυτές βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις διατάξεις της START 1, με κυριότερη, όμως, διαφορά την ελεύθερη ρύθμιση της μορφής των πυρηνικών τους οπλοστασίων από τις δύο χώρες (Woolf , 2014, 1-2).
Αυτό πρακτικά συνίσταται στον καθορισμό από την συνθήκη μιας νέας ρήτρας στις λειτουργικές πυρηνικές κεφαλές (από 6000 σε 1550), ανεξαρτήτως του μέσου εκτόξευσής/μεταφοράς τους (delivery system) (Woolf, 2014, 2-4). Πάντως, η New Start θέτει τον αριθμό 800 ως ανώτατο όριο όλων των ανεπτυγμένων και μη, μέσων μεταφοράς των πυρηνικών κεφαλών, ήτοι των βαλλιστικών πυραύλων ICBM (intercontinental ballistic missile), SLBM (submarine-launched ballistic missile) και των βαρέων βομβαρδιστικών. Επιπλέον, η συμφωνία του 2010, δηλώνει στο προοίμιό της, «την διασύνδεση μεταξύ των στρατηγικών επιθετικών όπλων με τα αντίστοιχα αμυντικά και πως τα παρόντα στρατηγικά αμυντικά όπλα δεν υπονομεύουν την λειτουργικότητα των στρατηγικών επιθετικών όπλων των δύο μερών». Μάλιστα, τα δύο μέρη προέβησαν σε μη υποχρεωτικές μονομερείς δηλώσεις επιφυλάξεως κατά την υπογραφή της συμφωνίας, με την Ρωσία να διακηρύσσει πως «η λειτουργικότητα της συνθήκης εξαρτάται από την αποχή των ΗΠΑ από την ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη των πυραυλικών αμυντικών συστημάτων της» και τις ΗΠΑ να διατείνονται πως «τα αμυντικά πυραυλικά συστήματα δεν στοχεύουν στο να διαταράξουν την στρατηγική ισορροπία με την Ρωσία, αλλά στην προστασία της χώρας» (Woolf, 2014, 16).
Αναφορικά με τον προβληματισμό της Ρωσίας, το άρθρο 5 της συμφωνίας απαγορεύει στα δύο μέρη την μετατροπή μέσων μεταφοράς ICBM και SLBM (επιθετικής φύσεως βαλλιστικοί πύραυλοι) σε αντίμετρα (αμυντική χρήση του συγκροτήματος). Ωστόσο, η Κυβέρνηση Obama είχε δηλώσει επανειλημμένα πως αυτή η πρόβλεψη της New Start σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει τον ήδη υπάρχοντα αμυντικό στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, καθώς δεν υπάρχει πρόθεση για χρήση επιπλέον επιθετικών μέσων εκτόξευσης για αμυντικούς σκοπούς, παρά μόνο η νόμιμη ανάπτυξη νέων οπλικών συγκροτημάτων για τα υπάρχοντα αμυντικά συστήματα (Woolf, 2014, 17).
Τέλος, σε ό,τι αφορά το καθεστώς εξακρίβωσης της συμμόρφωσης των δύο μερών με τις διατάξεις της New Start, καταρτίζεται μία λεπτομερής βάση δεδομένων που περιλαμβάνει στοιχεία για τα εξεταζόμενα αντικείμενα, όπως ο αριθμός, το είδος και η τοποθεσία καθενός από αυτά. Για αυτό το λόγο, η New Start δεν περιορίζει τα μη ανεπτυγμένα βαλλιστικά συστήματα, παρά μόνο απαιτεί αμοιβαία διαφάνεια και ανταλλαγή πληροφοριών. Στο τεχνικό μέρος των ελέγχων εισάγεται μια πιο απλή διαδικασία σε σχέση με την Start 1, η οποία συνίσταται στην χρήση των εθνικών τεχνικών μέσων (National Technical Means) μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Τα εθνικά κλιμάκια διενεργούν δύο τύπους ελέγχων, τους Type One, που αφορούν τους πυραύλους ICBM, SLBM και τα βαρέα βομβαρδιστικά, καθώς και τους Type Two, οι οποίοι αφορούν τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης μη ανεπτυγμένων συστημάτων, με πάνω από τριακόσιους τέτοιους ελέγχους να έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ Ρωσίας-ΗΠΑ μέχρι σήμερα (Puente et al., 2020). Επίσης, το καθεστώς της New Start δεν παρακολουθεί την ανάπτυξη νέου τύπου βαλλιστικών πυραύλων από τα δύο μέρη, ούτε απαιτεί από αυτά την ανταλλαγή πληροφοριών για τις πυραυλικές δοκιμές, εφόσον οι τελευταίες δεν ξεπερνούν τις πέντε ανά έτος (Puentes et al., 2020).
Αντί επιλόγου: το παρόν και το μέλλον της συνθήκης New Start
Το παρόν της New Start φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό έχει καθοριστεί από το -επιτηδευμένα- μειωμένο ενδιαφέρον του απελθόντα Προέδρου Trump για τον πυρηνικό αφοπλισμό, τον οποίο θεωρεί ως «κατάλοιπο» της εποχής Obama, αλλά και την αδράνεια της ρωσικής κυβέρνησης να τοποθετηθεί δυναμικά στο ζήτημα από το 2017 και έπειτα (Diakov et al., 2018). Ειδικότερα, η τύχη της New Start έχει εν πολλοίς συνδεθεί με την επιθυμία τόσο των ΗΠΑ, όσο και της Ρωσίας να εισέλθουν σε μία νέα κούρσα εξοπλισμών, μέσω της ανάπτυξης συστημάτων ICBM και SLBM που θα ανανεώσουν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια (Diakov et al., 2018). Αυτό πρακτικά αποτυπώθηκε στις αλληλοκατηγορίες μεταξύ των δύο μερών, αναφορικά με την παραβίαση των όρων της εμβληματικής για την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, συμφωνίας INF, με τις ΗΠΑ να κατηγορούν την Ρωσία για την παράνομη ανάπτυξη των πυραύλων cruise 9M729 (Taheran & Reif, 2019), με την τελευταία να αρνείται τις κατηγορίες και να προσάπτει στις ΗΠΑ την έκνομη χρήση των αμερικανικών αμυντικών συστημάτων cruise, SM-3, στην Ρουμανία (Diakov et al., 2018). Η διαμάχη αυτή οδήγησε στην ανακοίνωση του Προέδρου Trump στην ομιλία του στο State of the Union, στις 6/2/2019, της πρόθεσης να αποχωρήσει η Αμερική από την συμφωνία INF τον Αύγουστο του ίδιου έτους, κάνοντας γνωστή την πρόθεσή του να διαπραγματευτεί μία νέα ευρύτερη συμφωνία που θα περιελάμβανε και την Κίνα (Taheran & Reif, 2019).
Η διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης Trump, αναφορικά με τις συμφωνίες του πυρηνικού αφοπλισμού, φαίνεται πως διαμορφώθηκε από την αρνητική στάση του τότε Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, John Bolton. Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 2019, λίγες μέρες πριν την απόσυρση των ΗΠΑ από την συνθήκη INF, ο Bolton σχολίασε ως «απίθανη» την επέκταση της New Start, υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για μία «διαβλητή συμφωνία που αφήνει εκτός ελέγχου τα πυρηνικά όπλα μικρού βεληνεκούς και τα νέα συστήματα μεταφοράς πυραύλων της Ρωσίας» (Reif, 2019). Ωστόσο, φαίνεται πως υπάρχει διακομματική συναίνεση, μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, υπέρ της επιμήκυνσης της New Start, εκτός αν διαπιστωθεί ότι η Ρωσία παραμένει αδιάλλακτη στην καταπάτηση των όρων της ή συνομολογηθεί μία καλύτερη συμφωνία, με παρόμοιες νομοθετικές προτάσεις να έχουν διατυπωθεί και στη Γερουσία (Reif, 2019). Πάντως, παρά την βούληση του Προέδρου Trump και τις εξαγγελίες του Υπουργού Άμυνας Mark Esper για «μία επέκταση της New Start στην κατεύθυνση της συμπερίληψης αφενός των νέων στρατηγικών όπλων μεγάλου βεληνεκούς και μη της Ρωσίας και αφετέρου της εισαγωγής της Κίνας στην Συνθήκη», το Πεκίνο ξεκαθαρίζει μέσω του Γενικού Διευθυντή του τμήματος ελέγχου του οπλισμού του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, Fu Cong, πως «δεδομένου του τεράστιου χάσματος μεταξύ του κινεζικού πυρηνικού οπλοστασίου σε σύγκριση με το αντίστοιχο ρωσικό και αμερικανικό, δεν είναι εύλογο για την Κίνα να συμμετάσχει σε μία τέτοια διευθέτηση αυτή την στιγμή», ενθαρρύνοντας την Ουάσινγκτον να προχωρήσει σε επέκταση της συμφωνίας με την Μόσχα (Bugos & Reif, 2019).
Σε τελική ανάλυση, το μέλλον της New Start θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την καχυποψία ή μη της νέας αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στο Κρεμλίνο, δηλαδή από το γεγονός του κατά πόσο θα επικρατήσουν οι φωνές για διατήρηση της συμφωνίας, ως του μοναδικού ορίου των 1550 ανεπτυγμένων πυρηνικών κεφαλών από την Ρωσία, ή θα αναζητηθούν οι προϋποθέσεις εκ μέρους των ΗΠΑ για μία νέα συμφωνία, μέσω της ενδυνάμωσης της διαπραγματευτικής τους θέσης στη βάση του εκσυγχρονισμού του πυρηνικού τους οπλοστασίου (Geller, 2020). Το δεύτερο σενάριο, το οποίο ακολούθησε ως διαπραγματευτική της πολιτική η κυβέρνηση Trump, δηλαδή η εξάντληση των χρονικών ορίων της New Start προκειμένου να ασκηθεί πίεση προς τον Ρώσο Πρόεδρο, ώστε ο τελευταίος να συνεισφέρει διπλωματικά στην είσοδο της Κίνας στις διαπραγματεύσεις, καταφανώς απέτυχε (Golby, 2020, 11). Η αποτυχία της πολιτικής Trump στέρησε απαραίτητο διπλωματικό χρόνο από την αμερικανική διοίκηση και υπερεκτίμησε τα στρατηγικά όρια που εδύνατο να θέσει ένα διμερές καθεστώς χωρίς συμφωνία, στην ανάπτυξη των πυρηνικών εξοπλισμών (Golby, 2020, 12). Ιδιαίτερα, με δεδομένο το γεγονός ότι ήδη από τον Φεβρουάριο του 2018, η Ρωσία είχε φτάσει στις 1444 ανεπτυγμένες πυρηνικές κεφαλές, δηλαδή πολύ κοντά στο συμφωνημένο όριο και τις ΗΠΑ να έπονται με 1350 κεφαλές, η κυβέρνηση Trump θα έπρεπε να επιδιώξει την αδιατάρακτη συνέχεια του περιοριστικού πλαισίου ελέγχων της New Start, για στρατηγικούς λόγους (Diakov et al., 2018).
Πάντως, μπροστά στον κίνδυνο, οι δύο χώρες να βρεθούν χωρίς συμφωνία για τα πυρηνικά, για πρώτη φορά, από την δεκαετία του 1970, η νέα εκλεγμένη αμερικανική κυβέρνηση του Joe Biden, φαίνεται διατεθειμένη να αξιοποιήσει την δυνατότητα πενταετούς επέκτασης της New Start, με μόνη προϋπόθεση την συμφωνία με τον Ρώσο Πρόεδρο, χωρίς επικύρωση από το αμερικανικό Κογκρέσο και την ρωσική Κρατική Δούμα (Götz, 2019, 445). Παρόλα αυτά, ο νεοεκλεγείς Αμερικανός Πρόεδρος δεν εμφανίζεται πρόθυμος να συμφωνήσει σε μία άνευ όρων εξομάλυνση των σχέσεων Ουάσιγκτον-Μόσχας, καθώς προτίθεται να προχωρήσει σε κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για τις φερόμενες έκνομες πράξεις του Κρεμλίνου, αναφορικά με την εμπλοκή στις αμερικανικές εκλογές του 2020, τις μαζικές κυβερνοεπιθέσεις σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες και τη δολοφονική επίθεση στον αντιπολιτευόμενο πολιτικό Alexei Navalny (Hudson, 2021). Πάντως, όπως δήλωσε και ο προταθείς επικεφαλής του State Department, Antony Blinken, «η επέκταση της New Start αποτελεί μείζον εθνικό συμφέρον, καθώς δίνει στις ΗΠΑ σημαντική πρόσβαση σε πληροφορίες, μέσω των ελέγχων, στο πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας» (Hudson, 2021). Πράγματι, σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των Προέδρων των δύο κρατών που πραγματοποιήθηκε στις 26/1/2021, αυτοί συμφώνησαν σε επίσπευση των διαδικασιών των διαπραγματευτικών τους ομάδων, για την επέκταση της New Start μέχρι το 2026, πριν την λήξη της στις 5/2/2021 (Herszenhorn, 2021). Το πρώτο βήμα έγινε με την υπερψήφιση της επέκτασης από την ρωσική Κρατική Δούμα στις 27/1/2021 (Reuters, 2021). Οι ΗΠΑ, με την σειρά τους προέβησαν στην επέκταση της συμφωνίας, πέντε μέρες αργότερα, στις 3/2/2021 σύμφωνα με δηλώσεις του επικεφαλής του State Department, Anthony Blinken, ο οποίος, ωστόσο επανέλαβε την σαφή θέση της κυβέρνησης Biden, «πως παρόλα τα θετικά βήματα σχετικά με την συνεργασία στον τομέα του αφοπλισμού, σκοπεύει να μην αφήσει άμοιρο των ευθυνών του το Κρεμλίνο για τα ζητήματα που βαραίνουν τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών» (Sonne, 2021).
Βιβλιογραφία
Anderson, J., & Nelson, A. (2019). The INF Treaty: A Spectacular, Inflexible, Time-Bound Success. Strategic Studies Quarterly, 13(2), 90-122. Available here.
Arms Control Association. (2019, 2). START I at a Glance. Arms Control Association. Available here.
Arms Control Association. (2019, 4). START II and Its Extension Protocol at a Glance. Arms Control Association. Available here.
Arms Control Association. (2020, 1). New START at a Glance. Arms Control Association. Available here.
Arms Control Association. (n.d.). Strategic Arms Reduction Treaty I (START I). Arms Control Association. Available here.
Bugos, S., & Reif, K. (2019). U.S. Seeks ‘New Era of Arms Control’. Arms Control Association. Available here.
Burr, W. (2009, 12 10). Thirtieth Anniversary of NATO’s Dual-Track Decision The Road to the Euromissiles Crisis and the End of the Cold War. The National Security Archive: The George Washington University. Available here.
Clauss, H. B. (2020). The History of The Plain Language Movement and Legal Language and an Analysis of US Nuclear Treaty Language.
Diakov, A. S., Kimball, D. G., & Pifer, S. (2018). New START Treaty.
Geller, P. J. New START: The US Should Not Extend the Dangerously Flawed Treaty for Five More Years. Available here.
Golby, J., Conley, H., Person, R., Golby, J., Barndollar, G., McGlynn, J., & Robbins, J. (2020). The Diversity of Russia’s Military Power: Five Perspectives (pp. 10-16, Rep.) (Cancian M. & Newlin C., Eds.). Center for Strategic and International Studies (CSIS). Available here.
Götz, N. (2019) The Deep Crisis of Nuclear Arms Control and Disarmament: The State of Play and the Challenges, Journal for Peace and Nuclear Disarmament, 2:2, 431-452, doi: 10.1080/25751654.2019.1701796
Herszenhorn, D. (2021, 1 27). Putin and Biden confirm extension of New START treaty. Politico. Available here.
Hudson, J. (2021, 1 21). Biden administration to seek five-year extension on key nuclear arms treaty in first foray with Russia. The Washington Post. Available here.
Nikitin, A. (2020). Achievements and Failures in Soviet-American and Russian-American Arms Control Negotiations. Available here.
Puentes, D., Kuhn, M. J., Boodoo, C., Smith, K. R., & Young, N. T. (2020). The Possible Expiration of the New START, the Last Nuclear Bilateral Treaty Between the United States and the Russian Federation. Available here.
Reif, K. (2019). Bolton Renews New START Criticism. Arms Control Today, 49(7), 28-29. Available here.
Reuters. (2021, 1 27). Russian lawmakers vote to ratify New START nuclear arms pact. Thompson Reuters Foundation. Available here.
Sonne, P. (2021, 2 3). United States extends nuclear treaty with Russia for five years.
The Washington Post. Available here.
Taheran, S., & Reif, K. (2019). As INF Treaty Falls, New START Teeters. Arms Control Association. Available here.
Woolf, A. F. (2014). The New START Treaty: Central Limits and Key Provisions. Available here.