της Νίκης Τούρκα, Ερευνήτριας της Ομάδας Διεθνούς Δικαίου
Εισαγωγή
Γενικώς η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί την κύρια -αλλά όχι και τη μοναδική- εστία διαμάχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με διαφορετικά επιχειρήματα από κάθε πλευρά. Χάρη στην ραγδαία εξέλιξη των επιστημονικο-τεχνολογικών επιτευγμάτων στον τομέα του βυθού, γεννήθηκε η επιθυμία των κρατών -εν προκειμένω της Τουρκίας- για μεθοδική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών στις περιοχές βόρεια, ανατολικά και νότια του Αιγαίου. Ειδικότερα, το ζήτημα της οριοθέτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας απασχολεί τελευταίως την κοινή γνώμη λόγω των πρόσφατων εξελίξεων, αλλά ήδη από της έναρξης του 61ου κύκλου διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο κρατών, αν και οι θεωρητικές αντιδικίες υφίστανται δεκαετίες. Αναμένεται (ή μάλλον προσδοκάται…) ότι εντός του έτους θα σημειωθούν σημαντικές εξελίξεις στις διμερείς διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας σχετικά με την χάραξη των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Προτού, όμως, αναλύσουμε την στάση των δύο χωρών ως προς το εν λόγω ζήτημα, θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε την έννοια της υφαλοκρηπίδας.
Η Υφαλοκρηπίδα υπό εξέταση
Η Υφαλοκρηπίδα αποτελεί τμήμα του παράκτιου βυθού της θάλασσας και διακρίνεται από δύο ορισμούς βάσει της γεωμορφολογικής διάστασής της αφενός, και των κανόνων του διεθνούς δικαίου αφετέρου. Η επιστήμη της Γεωλογίας ορίζει ως Υφαλοκρηπίδα το υποθαλάσσιο τμήμα της φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους ως το σημείο στο οποίο αυτό διακόπτεται απότομα, δηλαδή εκεί όπου ο βυθός αποκτά κλίση 30-45 μοιρών. Το σημείο με την απότομη κλίση ονομάζεται Υφαλοπρανές (Continental Slope). Το πλάτος της Υφαλοκρηπίδας ποικίλλει ανάλογα με τη μορφολογία κάθε περιοχής. Στη βάση του Υφαλοπρανούς βρίσκεται το Ηπειρωτικό Ανύψωμα (Continental Rise) και από τα 2.500 μέτρα βάθος και μετά αρχίζει η Ωκεάνια Άβυσσος. Ακολούθως η Υφαλοκρηπίδα ανάλογα με την ακτή απ’ όπου μετράται (Ηπειρωτική ή Νησιωτική) διακρίνεται σε Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα (Continental Shelf) και Νησιωτική Υφαλοκρηπίδα (Insular Shelf). Η Υφαλοκρηπίδα, το Υφαλοπρανές και το Ηπειρωτικό Ανύψωμα συναποτελούν το Υφαλοπλαίσιο (Ιωάννου, Στρατή, 2013).
Ωστόσο, ο νομικός ορισμός της εν λόγω περιοχής διακρίνεται από το γεωγραφικό. Η πρώτη διεθνής Σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα υπεγράφη το 1958, στη Γενεύη (Convention on the Continental Shelf, 1958). Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης, ο όρος αναφέρεται (α) στον βυθό και το υπέδαφος των υποθαλάσσιων περιοχών που γειτνιάζουν με την ακτή αλλά εκτός της περιοχής των χωρικών υδάτων σε βάθος 200 μέτρων ή πέραν αυτού του ορίου, όπου το βάθος των παρακείμενων υδάτων αναγνωρίζει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των εν λόγω περιοχών και (β) στον βυθό και το υπέδαφος παρόμοιων υποθαλάσσιων περιοχών δίπλα στις ακτές των νησιών. Να σημειωθεί πως η Τουρκία δεν την είχε υπογράψει, ενώ η Ελλάδα δεν την είχε επικυρώσει.
Στη Σύμβαση του Montego Bay για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, δίνεται και πάλι ο ορισμός της Υφαλοκρηπίδας με ορισμένες διαφορές από τον προηγούμενο. Σύμφωνα με το Άρθρο 76 παράγραφος 1, «η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του, που εκτείνεται πέραν της χωρικής του θάλασσας καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση» (UN Convention on the Law of the Sea UNCLOS III, 1982).
Με άλλα λόγια, στην προκειμένη περίπτωση δεν δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο κριτήριο του βάθους των 200 μέτρων και, έτσι, η υφαλοκρηπίδα έχει ως ελάχιστο όριο τα 200 ναυτικά μίλια. Ανώτατο δε όριο ορίζονται τα 350 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης ή από το ισοβαθές των 2.500 μέτρων, όταν το υφαλοπλαίσιο εκτείνεται πέραν των 200 ναυτικών μιλίων[1]. Κεντρικός πυρήνας της Σύμβασης του 1982 ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, φαίνεται να είναι η αρχή της ευθυδικίας (Principle of Equity) από τη μία πλευρά και η Μέση γραμμή και η γραμμή Ίσης Απόστασης από την άλλη. Με τον όρο Μέση γραμμή εννοείται η γραμμή που εκφράζει το σημείο κατά το ήμισυ μεταξύ των αντικείμενων ακτών, ενώ η γραμμή Ίσης Απόστασης αντιστοιχεί σε μία γραμμή που εκτείνεται πλάγια σε ορθή γωνία στην γραμμή βάσης από την οποία χαράσσεται η αιγιαλίτιδα ζώνη. Βέβαια, σύμφωνα με την άποψη του Χ. Ροζάκη “η αρχή της ευθυδικίας λειτουργεί καθοδηγητικά και έρχεται να προσθέσει ορισμένες διορθωτικές συνιστώσες στην κεντρική λογική την μέσης γραμμής που αποτελεί την οροθετική αφετηρία” (Ροζάκης,), δεδομένου του ότι η δεύτερη αποτελεί μία ‘‘γεωμετρικά αντικειμενική μέθοδο’’(ICJ, Romania v. Ukraine) και κατά συνέπεια οδηγεί σε μια μοναδική και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας λύση.
Είναι γεγονός ότι η Σύμβαση του 1982 είναι ιδιάζουσας σημασίας για την Ελλάδα. Βασική συνεισφορά της αποτελεί το Άρθρο 121 του όγδοου Τμήματος, που είναι αφιερωμένο στο Καθεστώς των Νησιών και προβλέπει ότι “μία φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μέγιστη πλημμυρίδα” ονομάζεται νήσος. Στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, τονίζεται χαρακτηριστικά πως τα νησιά έχουν αιγιαλίτιδα, συνορεύουσα, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα (Άρθρο 121 παρ.3, UNCLOS III). Μοναδική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελούν οι βραχονησίδες, δηλαδή οι γεωμορφολογικοί σχηματισμοί που δεν μπορούν να στηρίξουν την ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, οι οποίες έχουν μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη (Maritime Delimitation in the Black Sea, Romania v. Ukraine).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Υφαλοκρηπίδα υπάρχει ab initio et ipso facto, δηλαδή εξ αρχής και από το ίδιο το γεγονός ότι το κράτος έχει ακτές. Συγκεκριμένα, τα κυριαρχικά δικαιώματα σε βυθό και υπέδαφος της Υφαλοκρηπίδας “δεν εξαρτώνται από ρητή διεκδίκηση ή αποτελεσματική κατοχή” (Ροζάκης, Δίπλα, 2004). Αυτή η πρακτική έχει αναγνωριστεί και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης από την πρώτη κιόλας σχετική του Απόφαση (North Sea Continental Shelf Cases). Μάλιστα πολλοί μελετητές έχουν τοποθετηθεί και υποστηρίξει πως η Ελλάδα λόγω των γεωγραφικών συνθηκών της θα πρέπει κατά την οριοθέτηση να λάβει υπόψη αντίστοιχα δικαιώματα γειτονικών κρατών, όμως το διεθνές δίκαιο δεν εναντιώνεται στη μονομερή οριοθέτηση, ακόμη και σε συνθήκες γεωγραφικής στενότητας και αλληλεπικαλυπτόμενων διεκδικήσεων.
Το 1953, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου έκανε λόγο για την άσκηση Κυριαρχικών Δικαιωμάτων, ένας όρος που επαναλαμβάνεται και στη Σύμβαση της Γενεύης του 1958, αλλά και στη Σύμβαση του 1982. Ο όρος σημαίνει πως πρόκειται για απόλυτα δικαιώματα που δεν εξαρτώνται από την πραγματική ή ιδεατή κατοχή ή κάποια ρητή διακήρυξη (ab initio ed ipso facto), που είναι συμφυή με την κυριαρχία επί του ηπειρωτικού εδάφους (Ιωάννου, Στρατή, 2013). Βέβαια, οι παράγραφοι 1-4 του Άρθρου 77 της Σύμβασης για το ΔΘ δεν ορίζουν με σαφήνεια το εύρος αυτών των δικαιωμάτων, αντιθέτως τα ομαδοποιούν, αποφεύγοντας την απόλυτη διατύπωση αυτών.
Ειδικότερα, τα δικαιώματα που περιλαμβάνει η υφαλοκρηπίδα αφορούν στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση των θαλάσσιων φυσικών πόρων της, εννοώντας κυρίως τους μεταλλευτικούς ζώντες οργανισμούς οι οποίοι κατά το στάδιο που είναι δυνατή η αλίευσή τους είναι είτε ακίνητοι στο βυθό της θάλασσας ή κάτω απ’ αυτόν, είτε ανίκανοι να κινηθούν εφόσον βρίσκονται σε διαρκή φυσική επαφή με το βυθό της θάλασσας ή το υπέδαφός του. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί με διάφορα μέσα και τρόπους διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας, όπως περιγράφονται στα Άρθρα 79 (παρ.1,4), 80, 81, 246 και 247 της Σύμβασης του Montego Bay.
“Βυθίσατε το Χόρα…”
Σημείο αναφοράς στην όλη διαμάχη αποτέλεσε το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, το οποίο ουσιαστικά σηματοδότησε την απαρχή του εν λόγω ζητήματος αλλά και της έντασης των διμερών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Συγκεκριμένα, ο απόπλους του τουρκικού ωκεανογραφικού σκάφους “ΧΟΡΑ” / Sismik I βορειοανατολικά της Λέσβου τον Αύγουστο του 1976 έδωσε το έναυσμα στην ελληνική κυβέρνηση για προσφυγή εν πρώτοις στο Συμβούλιο Ασφαλείας, μέσω επιστολής του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας στις 10 Αυγούστου 1976 (Συρίγος, 2018).
Το Συμβούλιο Ασφαλείας -ως ένα από τα έξι βασικά όργανα του ΟΗΕ, υπεύθυνο για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας (Άρθρο 24 παρ, 1 ΧΗΕ) και έχοντας λάβει υπόψη τις Δηλώσεις των δύο χωρών, εξέφρασε την ανησυχία του για την κλιμακούμενη κατάσταση και εξέδωσε το Ψήφισμα 395 (Ψήφισμα Συμβουλίου Ασφαλείας, 1976), το οποίο λειτούργησε περισσότερο κατευναστικά, καλώντας και τις δύο πλευρές να σεβαστούν τα δικαιώματα της άλλης πλευράς με βάση το διεθνές δίκαιο. Πολύ περισσότερο, καλούσε τις εκάστοτε κυβερνήσεις της Ελλάδας και της γειτονικής ημών χώρας να επιδείξουν τη μέγιστη δυνατή συγκράτηση απέναντι στο θέμα και να μειώσουν τις εντάσεις, ενώ παράλληλα ζητούσε να συνεχίσουν τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης μέσα σε κλίμα συνεργασίας και καλής πίστης κατά τα διεθνή πρότυπα. Το ΣΑ/ΗΕ επισήμανε την καταλυτική συμβολή και άλλων κατάλληλων δικαστικών μέσων και, συγκεκριμένα, του Διεθνούς Δικαστηρίου, για την επίλυση τυχόν υπολοίπων νομικών διαφορών που συνδέονται με αυτή τους τη διαμάχη. Γενικώς με το εν λόγω Ψήφισμα, το ΣΑ/ΗΕ, απέφυγε να λάβει σαφή θέση, έπειτα και από τη δράση του τότε βρετανού μόνιμου αντιπροσώπου Άιβορ Ρίτσαρντ (Συρίγος, 2018).
Την ίδια περίοδο η Ελλάδα, παράλληλα με την προσφυγή της στο ΣΑ/ΗΕ προσέφυγε μονομερώς και στο ΔΔΧ προς επίλυση της καταστάσεως, δηλαδή χωρίς να έχει τη συγκατάθεση της Τουρκίας για παραπομπή στο ΔΔΧ. (Ο κανόνας της συναίνεσης προβλέπει τη συναίνεση του παράκτιου κράτους για έρευνα ή/και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων από τρίτα κράτη εντός υφαλοκρηπίδας για ειρηνικούς σκοπούς.). Αυτό που ζητήθηκε από το Δικαστήριο ήταν η αναγνώριση της υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών και τη λήψη προσωρινών μέτρων με επιχείρημα ότι οι δράσεις του “Χόρα” επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας συνιστούν ανεπανόρθωτη ζημιά. Σε αυτό το σημείο κρίνεται αναγκαίο να σημειωθεί ότι με τον όρο προσωρινά μέτρα εννοείται η λήψη μιας σειράς προσωρινών ασφαλιστικών μέτρων εκ μέρους του ΔΔΧ που έχουν ως απώτερο στόχο την προστασία του επίδικου δικαιώματος του προσφεύγοντος αλλά και γενικότερα των δικαιωμάτων των διαδίκων κατά τη διάρκεια της δίκης. Στο Κεφάλαιο 3 του ΚατΔΔ, και συγκεκριμένα στο Άρθρο 41, προβλέπεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να προβεί στη λήψη αυτών των μέτρων αν κρίνει ότι το επιβάλλουν οι εκάστοτε περιστάσεις. Πριν την ανακοίνωση της οριστικής απόφασης, τα λαμβανόμενα μέτρα θα κοινοποιούνται στους διαδίκους και στο Συμβούλιο Ασφαλείας (Καταστατικό Διεθνούς Δικαστηρίου).
Σε μία πρώτη φάση, η Ελλάδα έθεσε ως νομικό επιχείρημα για τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ , που δεν αποδέχεται η Τουρκία έως σήμερα, το κοινό ανακοινωθέν των δύο Πρωθυπουργών στις Βρυξέλλες (Κοινό Ανακοινωθέν, Μάιος, 1975), σύμφωνα με το οποίο οι τελευταίοι αποφάσισαν ομόφωνα ότι τα προβλήματα μεταξύ τους έπρεπε να επιλυθούν μέσω ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, ενώ για το ζήτημα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας θα προσέφευγαν στο ΔΔΧ. Ακολούθως, η Ελλάδα επικαλέστηκε την Επιφύλαξή της στη Γενική Πράξη Γενεύης για διαιτησία για την ειρηνική επίλυση των διαφορών του 1928, η οποία προέβλεπε -μεταξύ άλλων- ότι για τις διαφορές περί κυριαρχίας επί των λιμένων της η αρμοδιότητα του ΔΔΧ εξαιρούνταν (General Act of Arbitration, 1928). Ωστόσο, διευκρίνισε ότι στην περίπτωση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το ΔΔΧ όφειλε να λάβει θέση και να προσεγγίσει διαφορετικά την ιδιάζουσα αυτή κατάσταση. Τελικά, με 12 ψήφους υπέρ 2, οι δικαστές αποφάσισαν ότι δεν είχαν καμία δικαιοδοσία στο ζήτημα της οριοθέτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να προβούν σε υπογραφή μίας συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. (Aegean Sea Continental Shelf para.109, 1978).
Εντός ιδίου πλαισίου ο ad hoc Δικαστής Στασινόπουλος επικαλέστηκε το Άρθρο 57 του ΚατΔΔΧ και εξέφρασε την διαφωνία του για την ληφθείσα απόφαση. Έτσι, στη δεδομένη υπόθεση ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, πρέπει να ληφθεί απόφαση υπέρ της δικαιοδοσίας. Ένα διεθνές δικαστήριο έχει αυστηρό χρέος να τείνει προς το ευρύτερο πεδίο της δικαιοδοσίας του και την αποτελεσματικότητα της αποστολής του. Όσον αφορά την πρώτη βάση δικαιοδοσίας που επικαλέστηκε η Ελλάδα (Κοινό Ανακοινωθέν), γίνεται κατανοητό πως πρόκειται για μία διεθνή συμφωνία ανάμεσα στους Πρωθυπουργούς των δύο χωρών και παρά το γεγονός ότι η Τουρκία παραιτήθηκε από αυτή, η συμφωνία εξακολουθεί να υφίσταται. Επιπλέον, ο Δικαστής Στασινόπουλος τονίζει ότι η διαφορά σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου Πελάγους -ως νομική διαφορά, που βάσει του διεθνούς δικαίου δεν εμπίπτει αποκλειστικά στην εγχώρια δικαιοδοσία της Ελλάδας- δεν αποκλείει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να παρέμβει δυνάμει του Άρθρου 39. (Dissenting Opinion of Judge Stassinopoulos para.10, 1978).
Στάση Ελλάδας-Τουρκίας
Το ζήτημα της οριοθέτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας έχει επιφέρει απαντητικές ενέργειες παραβίασης των συνοριακών γραμμών εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία έχει επιχειρήσει -ουκ ολίγες φορές- να επιβάλλει την κυριαρχία της επί του θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας. Και στο θέμα αυτό, η στάση της Τουρκίας συνάδει με τις απόψεις της περί διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Πιο συγκεκριμένα, η αφετηρία της τουρκικής συλλογιστικής έγκειται στην άποψη ότι το Αιγαίο Πέλαγος αποτελεί κοινή θάλασσα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ενώ η κύρια διαμάχη πηγάζει από την αντίληψη της Ελλάδας ότι το Αιγαίο είναι αποκλειστικά ελληνική θάλασσα (Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας). Η όμορη ημών χώρα, μη έχοντας κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, στοχεύει στον ευρύτερο έλεγχο των παράκτιων πλουτοπαραγωγικών πόρων και στη δυνατότητα ελεύθερης ναυσιπλοΐας ανάμεσα στα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ακολουθώντας τα βήματα μιας Εξωτερικής πολιτικής αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων εις βάρος της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Κύριος άξονας αυτής της πολιτικής είναι η ελληνοτουρκική διαφορά για την Υφαλοκρηπίδα και ακολουθεί μία σειρά αυξανόμενων αμφισβητήσεων που αφορούν στην αιγιαλίτιδα ζώνη (ξεκινά το 1974 και παίρνει τη μορφή αμφισβήτησης της αναντιστοιχίας 6 και 10 ν.μ.), τον εθνικό εναέριο χώρο, την ελληνική κυριαρχία επί των νησιών, την έκταση του FIR Αθηνών , καθώς και τις αρμοδιότητες της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα διάσωσης και έρευνας. Η Τουρκία υποστηρίζει ότι διατηρεί μία θετική ατζέντα στις ελληνοτουρκικές διμερείς σχέσεις και δηλώνει ότι δεν αποκλείει εξαρχής καμία μέθοδο ειρηνικής διευθέτησης βάσει του άρθρου 33 του ΧΗΕ, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της προσφυγής στο ΔΔΧ. Σε κάθε περίπτωση, δεν αναιρεί το αίτημά της για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Ελληνική Δημοκρατία Υπουργείο Εξωτερικών).
Γίνεται, επομένως, κατανοητό ότι η βασική επιδίωξη της Τουρκίας στα πλαίσια οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας είναι η συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, με απώτερο στόχο την ενίσχυση της γεωπολιτικής δύναμής της αφενός, και την καθιέρωσή της ως κύρια περιφερειακή δύναμη στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο αφετέρου. Για να το πετύχει αυτό, επιχειρηματολογεί και δρα βάσει του γεωλογικού ορισμού της Υφαλοκρηπίδας και κατά παράβαση του νομικού, όπως αυτός ορίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη, ενώ ερμηνεύει το ζήτημα της οριοθέτησης σαν πολιτικό και όχι νομικό θέμα, παραγκωνίζοντας κατ΄αυτό τον τρόπο την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αν αναλογιστούμε τη στάση της ως χώρας, αλλά και τις δηλώσεις των εκάστοτε Πρωθυπουργών της, είναι φανερό ότι στέκεται υποστηρικτής της αρχής της ευθυδικίας (Principle of Equity) και πιστεύει πως όλα εκείνα τα εκκρεμή ζητήματα που έχουν ανακύψει μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να επιλυθούν mutatis mutandis, δηλαδή κατ’ ανάλογο τρόπο.
Αντίθετα, από την στρατηγική πολιτική παραβιάσεων της Τουρκίας, η Ελλάδα παρουσιάζει μία εξωτερική πολιτική που έχει κύριο γνώμονα τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, και συγκεκριμένα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Από το 1976 με τη μονομερή προσφυγή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας και σε άλλα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα (Διεθνές Δικαστήριο) για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα εξακολουθεί να υποστηρίζει το νομικό ορισμό της εν λόγω έννοιας και να επιζητά μία λύση στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας είτε μέσω του διαλόγου είτε μέσω της νομικής οδούς (Υπουργείο Εξωτερικών Ελληνικής Δημοκρατίας, 2021). Μολονότι, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ανάγονται σε πολυπαραγοντική ανάλυση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις των διμερών σχέσεων. Η Ελλάδα υποστηρίζει θερμά την ενταξιακή προσπάθεια της Τουρκίας, επειδή πιστεύει ότι τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνοδεύσει η περιφερειακή σταθερότητα και ανάπτυξη. Σε καμία περίπτωση δεν καταφεύγει σε αλλαγή της ατζέντας των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία και δεν αποδέχεται τις τουρκικές προτάσεις περί συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου, απεναντίας δηλώνει πρόθυμη να προβεί σε διάλογο, έτσι ώστε να υπάρξει ένας αμοιβαία λειτουργικός συμβιβασμός που θα στηρίζεται στις αρχές των καλών γειτονικών σχέσεων.
Ίδωμεν…
Παρά τη συνυπογραφή του Πρακτικού της Βέρνης το 1976, που έθεσε τις βάσεις των διαπραγματεύσεων και την αφετηρία του διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας, το ζήτημα εξακολουθεί να υφίσταται και να ταλανίζει τα δύο γειτονικά κράτη. Άλλωστε, αν αναλογιστούμε τις προκλητικές πρακτικές ενέργειες της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια και ιδίως κατά το 2020, τότε μπορούμε να καταλήξουμε με απόλυτη βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη των Ελληνοτουρκικών διαφορών θα μας απασχολήσει έντονα και κατά τους επόμενους μήνες του 2021. Η επίλυση της διαφοράς αυτής είναι δυνατόν να επιτευχθεί με τρεις τρόπους: είτε μέσω των διερευνητικών διαδικασιών Ελλάδας-Τουρκίας, είτε μέσω της προσφυγής των δύο χωρών σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα (π.χ. Διεθνές Δικαστήριο Χάγης), είτε μέσω πολεμικής σύρραξης. Η τρίτη επιλογή δεν τίθεται προς συζήτηση, διότι δεν θα παρέχει ένα πρόσημο σταθεροποίησης στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών, αντιθέτως θα εντείνει την -ήδη- κλιμακούμενη κατάσταση ανατολικά της Μεσογείου. Η προσφυγή στο ΔΔΧ έχει εμμέσως απορριφθεί ύστερα από τη μονομερή προσπάθεια της Ελλάδας το 1976. Καταληκτικά η πρώτη επιλογή παρουσιάζει περισσότερες πιθανότητες διπλωματικής συνεννόησης -σε σύγκριση με τις δύο προαναφερθείσες επιλογές- προκειμένου να βρεθεί μία όσο το δυνατόν πιο δίκαιη κοινή βάση πορείας με την Τουρκία. Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο διάλογος είναι εν πρώτοις αναγκαίος για να εγκαθιδρυθεί η στοιχειώδης τάξη και να αποτραπεί το χάος στην Ανατολική Μεσόγειο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παπασταυρίδης Ε. (2020), Οι ελληνοτουρκικές διαφορές στο θαλάσσιο χώρο από την οπτική του διεθνούς δικαίου, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής. Διαθέσιμο εδώ.
Ιωάννου,Κ. Στρατή, Α. (2013) Δίκαιο της Θάλασσας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.
Ροζάκη, Χ., Δίπλα Χ. (2004) Το Δίκαιο της Θάλασσας κι η Εφαρμογή του στην Ελλάδα, Σιδέρης Ι., Αθήνα.
R.R. Churchill & A. V. Lowe, The Law of the Sea, 2 nd ed. Manchester: Manchester University Press 1988.
Shaw, M., (2003.), International Law. United Kingdom ,Cambridge University Press 5th ed. p. 490, 521-527, 560-563.
Tanaka Y., The International Law of The Sea, Cambridge University Press 2nd ed. Available here.
Vecchio A., Virzo R., Interpretations on the United Nations Convention on the Law of The Sea by International Courts and Tribunals, Springer International Publishing 1st ed. Available here.
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Καταστατικό Διεθνούς Δικαστηρίου. Διαθέσιμο εδώ.
International Court of Justice, AEGEAN SEA CONTINENTAL SHELF (Greece v. Turkey), 1978. Available here.
International Court of Justice, Dissenting Opinion of Judge Stassinopoulos. Available here.
International Court of Justice, Maritime Delimitation in the Black Sea, Romania v. Ukraine. Available here.
International Court of Justice, Request for the Indication of Interim Measures of Protection submitted by the Government of Greece, 10 August 1976. Available here.
Security Council, Resolution 395 (1976), 25 August 1976 . Available here.
United Nations Convention on the Continental Shelf, signed on 29 April 1958, entry into force on 10 June 1964. Available here.
United Nations, Oceans & The Law Of The Sea, DIVISION FOR OCEAN AFFAIRS AND THE LAW OF THE SEA, United Nations Convention on the Law of the Sea of 10 December 1982 , Overview and full text. Available here.
United Nations Convention on the Law of the Sea, signed on 10 December 1982, entry into force on 16 November 1994. Available here.
ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Δημοκρατία της Τουρκίας Υπουργείο Εξωτερικών Τουρκίας, Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων. Διαθέσιμο εδώ.
Ελληνική Δημοκρατία Υπουργείο Εξωτερικών, Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων. Διαθέσιμο εδώ.
Evans, A. (1979). Aegean Sea Continental Shelf Case (Greece v. Turkey) (Jurisdiction). The American Journal of International Law, 73(3), 493-505. Available here.
Gross, L. (1977). The Dispute Between Greece and Turkey Concerning the Continental Shelf in the Aegean. The American Journal of International Law, 71(1), 31-59. Available here.