του Δημήτρη Δερμιτζάκη, μέλους της Ομάδας Συνεντεύξεων

Ένα από τα φλέγοντα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν και παραμένουν τα ζητήματα Δικαίου της Θάλασσας, καθώς επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της χώρας μας με τα γειτονικά κράτη. Μάλιστα, το 2020 έφερε και νέες εξελίξεις, αυτή τη φορά στο Ιόνιο Πέλαγος. Ποιες οι συνέπειες και ο αντίκτυπος, όμως, στο Αιγαίο; Σε αυτό και άλλα εξίσου ενδιαφέροντα ζητήματα θα μας απαντήσει ο Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Γρηγόρης Τσάλτας

Καταρχάς, θα θέλατε να σχολιάσετε κάτι σχετικά με την πρόσφατη επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικώντης Τουρκίας;

Σε σχέση με τις δηλώσεις που έγιναν, δεν προέκυψε κάτι ουσιαστικό. Από ό,τι φαίνεται, η κατάσταση των ελληνοτουρκικών βρίσκεται σε περίοδο ύφεσης σε αναμονή της επικείμενης συνάντησης του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ (σ.σ. η Σύνοδος έχει προγραμματιστεί στις 14 του Ιουνίου). Επίσης, με τη λήξη της τελευταίας Προεδρίας της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα συνεδριάσει στο τέλος του Ιουνίου με αντικείμενο συζήτησης μεταξύ άλλων και την πρόοδο της Τουρκίας όσον αφορά τις σχέσεις της με την ΕΕ. Επομένως, από την πλευρά της Τουρκίας υπάρχει μία τάση υποβάθμισης της έντασης με την Ελλάδα, αλλά όχι υπαναχώρηση ως προς τις αξιώσεις της. Το μόνο που φάνηκε να διατηρείται και στην επίσκεψη Τσαβούσογλου ήταν το θέμα της Θράκης με τη μειονότητα, την οποία χαρακτήρισε «τουρκική» στο Twitter χωρίς, βέβαια, τις «κορώνες» που είχαμε στο παρελθόν. 

Για να έλθουμε στα ζητήματα της θάλασσας, που αποτελούν και θέμα της συζήτησής μας, ας ξεκινήσουμε από τη γεωγραφική θέση της χώρας μας με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που επιφέρει. Θα μπορούσατε να μας απαριθμήσετε τα ζητήματα που παραμένουν ανοικτά και με ποιες χώρες;

Γενικότερα, σε σχέση με την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας φαίνεται ότι υπάρχει πρόβλημα εδώ και πολλά χρόνια όσον αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και στη συνέχεια της αιγιαλίτιδας ζώνης υπό την έννοια της επέκτασής της από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το Νοέμβριο του 1973 για πρώτη φορά η Τουρκία είχε δημοσιεύσει στην Εφημερίδα της Κυβέρνησής της, ένα χάρτη του Β.Α. Αιγαίου στο πλαίσιο του οποίου έδινε άδειες στην Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων να προβεί σε εξερεύνηση και εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων υδρογονανθράκων. Δηλαδή σε σημεία που έθιγαν την ελληνική υφαλοκρηπίδα ιδιαίτερα τη νησιωτική της Σαμοθράκης, της Λήμνου, του Αγίου Ευστρατίου και της Λέσβου. Αμέσως μετά ακούσαμε για πρώτη φορά το «casus belli» και όχι στη δεκαετία του ’80 όπως ορισμένοι ισχυρίζονται. Από εκείνη, λοιπόν, την εποχή τίθεται η απειλή χρήσης βίας μπροστά στην ενδεχόμενη απόπειρα της Ελλάδας να επεκτείνει τη χωρική της θάλασσα, δηλαδή την αιγιαλίτιδα ζώνη της από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Αυτό, γιατί θα της επιτρεπόταν από την 3η Συνδιάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας που ξεκινούσε τις εργασίες της εκείνη την εποχή (το Δεκέμβρη του 1973). Έπειτα ήρθε ένας νέος χάρτης τον Ιούλιο του 1974, πριν από το κυπριακό δράμα που αφορούσε στο υπόλοιπο Αιγαίο και ξέφευγε από τον προηγούμενο χάρτη της Τουρκίας. Φαινόταν, λοιπόν, από τότε η πάγια τακτική της Τουρκίας να μην αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία της Ελλάδας στο μισό Αιγαίο, αλλά και να μην αναγνωρίσει την όποια απόπειρα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Το τελευταίο είναι και το σημαντικότερο, για αυτό και εγείρεται το casus belli.

Εκτός από την Τουρκία, ποια είναι η εξέλιξη της οριοθέτησης με την Αλβανία;

Με την Αλβανία έγινε προσπάθεια οριοθέτησης ζωνών το 2009, με την κα Μπακογιάννη στο Υπουργείο Εξωτερικών, με στόχο την επίτευξη μίας Συμφωνίας ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στις περιοχές βόρεια της Κέρκυρας. Υπεγράφη μία Συμφωνία, η οποία, όμως, δεν επικυρώθηκε ποτέ ούτε από το αλβανικό, αλλά ούτε και από το ελληνικό Κοινοβούλιο -δυστυχώς- που κατά την άποψή μου θα έπρεπε να είχε σπεύσει. Στη συνέχεια πρόλαβε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας να την ακυρώσει. Επομένως, εκεί δε μιλάμε για ελληνο-αλβανική διαφορά, αλλά προσπάθειες να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία. Αυτές έχουν προχωρήσει αρκετά και ευελπιστούμε ότι το συντομότερο δυνατό να προβούμε και σε οριοθέτηση. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς στην περιοχή της Αδριατικής τα νερά έχουν οριοθετηθεί, δημιουργώντας ένα κατεστημένο. Επίσης, σπεύσαμε και εμείς πέρυσι να μετεξελίξουμε την οριοθετημένη -ήδη από το 1977- υφαλοκρηπίδα με την Ιταλία, οριοθετώντας τις αντίστοιχες ΑΟΖ. Προχθές, μάλιστα, (σ.σ. από την ημέρα διεξαγωγής της συνέντευξης) είχαμε και την επικύρωση της συμφωνίας από το ιταλικό Κοινοβούλιο με συντριπτική πλειοψηφία, περισσότερο από αυτή που επιτεύχθηκε στο ελληνικό. Το συγκεκριμένο κομμάτι με την Αλβανία είναι, λοιπόν, το μόνο που απομένει στην ευρύτερη περιοχή. 

Έχετε αναφέρει ότι ένα από τα βασικά προβλήματα είναι η αναντιστοιχία της αιγιαλίτιδας ζώνης με αυτήν του εθνικού εναερίου χώρου, κάτι που προκαλεί την αντίδραση της Τουρκίας. Ποιες λύσεις έχουν προταθεί για να λυθεί αυτό το ζήτημα;

Η μοναδική λύση για αυτό το ζήτημα είναι να επεκτείνει η Ελλάδα τη χωρική της θάλασσα (αιγιαλίτιδα ζώνη) στα 12 ν.μ. ενιαία, όχι μόνο στο Ιόνιο όπου ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε κάτι τέτοιο, εφόσον και η απέναντι χώρα είχε επεκτείνει τη ζώνη της. Εάν γίνει αυτό λύνεται και το πρόβλημα που θεωρεί η Τουρκία ότι υπάρχει, η αναντιστοιχία δηλαδή ανάμεσα στη θαλάσσια αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 ν.μ. και τον εναέριο χώρο της αιγιαλίτιδας ζώνης των 10 ν.μ., που ήταν πριν από το 1936. Τότε δηλαδή που ο Μεταξάς με αναγκαστικό νόμο συρρίκνωσε το θαλάσσιο χώρο στα 6 ν.μ διατηρώντας τον εναέριο στα 10 ν.μ. Η λύση λοιπόν που προαναφέρθηκε είναι η μοναδική, ενώ το casus belli που εγείρεται από την Τουρκία είναι εντελώς παράνομο και αντίκειται στις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, ως απειλή χρήσης βίας.

Πώς θα κρίνατε την απόφαση για επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο Πέλαγος στα 12 ν.μ., μετά από το κλείσιμο των κόλπων και χάραξη ευθειών γραμμών βάσης;

Οπωσδήποτε το κλείσιμο των κόλπων και η χάραξη ευθειών γραμμών βάσης θα πρέπει να προηγηθεί. Θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολύ καιρό στο Αιγαίο και μάλιστα είναι μία κίνηση η οποία μπορεί να γίνει μονομερώς ενώ δεν έχει αναφερθεί και στο casus belli της Τουρκίας. Εάν λοιπόν είχαμε προβεί σε μία ενιαία υιοθέτηση των ευθειών γραμμών βάσης και σε κλείσιμο των κόλπων, δεν θα δημιουργείτο πρόβλημα. Το εάν θα επεκτείναμε μετά την αιγιαλίτιδα ή όχι, είναι άλλο ζήτημα. 

Με τη Συμφωνία με την Ιταλία, τι αλλάζει;

Είχε οριοθετηθεί, ήδη το 1977, με Συμφωνία η υφαλοκρηπίδα, όχι όμως η ΑΟΖ. Η δεύτερη οριοθετήθηκε με την περσινή συμφωνία που βασίστηκε στη συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα. Η ΑΟΖ σκεφτείτε ότι είναι «τα νερά πάνω από την υφαλοκρηπίδα». Επομένως ένα μεγάλο μέρος δικαιοδοσίας, στο Ιόνιο και στη νότιο Αδριατική, έχει περάσει στην Ελλάδα. Βέβαια, σε αυτές τις συμφωνίες, όταν υπάρχουν φιλικές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, γίνονται και ειδικές ρυθμίσεις. Ο γενικός κανόνας παγκοσμίως είναι η ειρηνική διευθέτηση των ζητημάτων οριοθέτησης, με το Αιγαίο να συνιστά εξαίρεση λόγω του casus belli. Αυτό γιατί η Τουρκία ζητά πολιτική διευθέτηση του ζητήματος και όχι λύση στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό γιατί γνωρίζει ότι η πάγια θέση της δεν μπορεί να αναγνωριστεί από κανένα δικαιοδοτικό διεθνές όργανο. Η θέση αυτή περιλαμβάνει μη αναγνώριση του δικαιώματος της Ελλάδας στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης αλλά και του δικαιώματος των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα. Το δικαίωμα των νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα δεν πρέπει, επίσης, να συγχέεται με την επήρεια, όπως γίνεται συχνά στην Ελλάδα. Το δικαίωμα είναι βασικός κανόνας του Διεθνούς Δικαίου, ενώ η επήρεια είναι μέθοδος για την τεχνική οριοθέτηση. 

Είναι, επίσης, ξεκάθαρο ότι η πολιτική διευθέτηση που επιθυμεί η Τουρκία δεν θα περιλαμβάνει μόνο την οριοθέτηση των ζωνών, αλλά και διάφορα προβλήματα που εμπλέκουν, τις λεγόμενες ελληνοτουρκικές διαφορές. Εμείς από την άλλη δεχόμαστε ως διαφορά προς επίλυση μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. 

Στην κατεύθυνση αυτή του τυχοδιωκτισμού άλλωστε, υπεγράφη και το τουρκο-λυβικό μνημόνιο συνεργασίας. Ποια είναι τα βασικά σημεία που το καθιστούν νομικά άκυρο;

Καταρχάς, δεν υπάρχει γειτνίαση ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες, που θα  μπορούσε να δικαιολογήσει οριοθέτηση ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας. Δεν γειτονεύει η Τουρκία δηλαδή με τη Λιβύη, εφόσον δεν έχουν ούτε αντικείμενες ακτές, αλλά ούτε και διακείμενες. Παρεμβάλλεται η Ελλάδα, την οποία και παραβλέπει, απλώς για να γειτνιάσει με τη Λιβύη. 

Η Συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου μπορεί να αναιρέσει de facto το τουρκο-λυβικό μνημόνιο;

Η Ελλάδα βεβαίως το έχει αναιρέσει με την οριοθέτηση με την Αίγυπτο. Ήταν ένα βήμα ουσιαστικής απάντησης της Ελλάδας  για πρώτη φορά. Έγινε δηλαδή μία παράνομη ενέργεια και απαντήσαμε με μία νόμιμη η οποία ακυρώνει την παράνομη. Αυτό ήταν το σκεπτικό και ήταν επιτυχημένο και, ευτυχώς, γρήγορο. Κάτι που επίσης πρέπει να επιτευχθεί όμως, είναι η εξομάλυνση των ελληνο-λυβικών σχέσεων, με την πρόθεση να οριοθετήσουμε την υφαλοκρηπίδα ανάμεσα στην Κρήτη/Γαύδο και τις απέναντι ακτές της Λιβύης.

***

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Καθηγητή Γρηγόρη Τσάλτα για την σύντομη, πλην όμως περιεκτική συνέντευξη για τρέχοντα ζητήματα Δικαίου της Θάλασσας, επιβεβαιώνοντας παράλληλα (ή/και διευρύνοντας) ήδη κεκτημένες γνώσεις στο αντικείμενο. Είναι γεγονός πως και στο εγγύς μέλλον σχετικά ζητήματα θα συνεχίσουν να μας απασχολούν και μοιραία θα βρίσκονται στο επίκεντρο του ελληνικού ενδιαφέροντος.