της Ελίζας Περβανίδη, μέλους της Ομάδας Συνεντεύξεων

Ο κ. Βαφειάδης Νικόλαος, ένας από τους σπουδαιότερους πολεμικούς ανταποκριτές που έχει αναδείξει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια, έχει καλύψει ειδησεογραφικά περισσότερους από δέκα πολέμους, όπως τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Με εφόδιο την επιθυμία του να αναδείξει την Αλήθεια, κατάφερε να διακριθεί και να τιμηθεί για το έργο του. Στα χρόνια δραστηριοποίησής του στο πεδίο, κατάφερε να πάρει, επίσης, συνεντεύξεις και δηλώσεις από παγκόσμιους ηγέτες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύγχρονη ιστορία, ανάμεσά τους ο Νέλσον Μαντέλα, ο Γιασέρ Αραφάτ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, οι Τζορτζ Μπους -πατέρας και γιος- ο Κίρο Γκλιγκόροφ κ.ά. Τα τελευταία 32 χρόνια, εργάζεται για τον Όμιλο ΑΝΤΕΝΝΑ, ενώ σήμερα είναι ο επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Ειδήσεων της τηλεόρασης του ΑΝΤ1.

Ποιο είναι το έναυσμα, θα αναρωτηθεί κανείς, που οδηγεί κάποιον να αφήσει την άνεση της καθημερινότητας και να «στρατευθεί» στην πρώτη γραμμή των γεγονότων, για να αναζητήσει τα πραγματικά περιστατικά μιας πολεμικής σύγκρουσης. Ο κ. Βαφειάδης μου διηγήθηκε πως μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο αποτέλεσε το έναυσμα να στραφεί στην πολεμική ειδησεογραφία. Ήταν η διάλεξη του Phillip Knightley, από τους πλέον έγκριτους δημοσιογράφους της Sunday Times, που, μάλιστα, κάποιες μέρες πριν τη διάλεξη είχε κάνει παγκόσμια επιτυχία, έχοντας πάρει συνέντευξη από τον λεγόμενο «Τρίτο άνθρωπο», ένα στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών που ήταν διπλός πράκτορας και δούλευε και για την KGB. Τον είχαν ανακαλύψει και είχε καταφύγει μόνιμα στη Ρωσία και, λίγο πριν πεθάνει, αποφάσισε να δώσει τη σχετική συνέντευξη στον Phillip Knightley. Είναι, ακόμη, ο συγγραφέας του βιβλίου “The First Casualty”, που αναφέρεται στην ιστορία της πολεμικής ειδησεογραφίας, που κοσμεί στο εξώφυλλο ένα σκίτσο. Αυτό παρουσιάζει μια νεκρή γυναίκα, που πάνω της φέρει την ταμπέλα «Αλήθεια» και πάνω στο πτώμα της «Αλήθειας» πατάει ένας άνδρας ντυμένος με στρατιωτικά ρούχα που κρατάει ένα σημειωματάριο, από το οποίο προκύπτει ότι πρόκειται για δημοσιογράφο. Οπότε το πρώτο θύμα ενός πολέμου είναι η Αλήθεια, τόνισε ο κ. Βαφειάδης. «Η καταπληκτική του αφήγηση μαζί με την ανάπτυξη της ιστορίας των πολεμικών ανταποκρίσεων στο πλαίσιο της ομιλίας του, θα ήταν έναυσμα για τον καθένα και αρκετοί που βρεθήκαμε εκεί επηρεαστήκαμε σε μεγάλο βαθμό.»

i.gr-assets.com/images/S/compressed.photo.goodr...

Σχετικά με τη διαδικασία προετοιμασίας για το πεδίο δράσης, ο κ. Βαφειάδης ανέφερε ότι στην εποχή που ο ίδιος ξεκίνησε τις πολεμικές ανταποκρίσεις, δεν προβλεπόταν κάποιο μάθημα ή σεμινάριο προετοιμασίας σχετικά με τα πρωτόκολλα προστασίας ή για τα δικαιώματα των δημοσιογράφων. «Η ιστορία των Ελλήνων πολεμικών ανταποκριτών πρόκειται περισσότερο για ανθρώπους που είχαν τη διάθεση να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της ιστορίας και να την καταγράψουν εν τη γενέσει της. Αυτό ήταν το μοναδικό κίνητρο.». Με την πάροδο των ετών δημιουργήθηκαν ειδικά σεμινάρια, αλλά πολλοί από τους τότε ανταποκριτές είχαν ήδη αντιμετωπίσει σχετικά ζητήματα στο πεδίο. Σήμερα είναι πιο οργανωμένο το πρόγραμμα και στις δημοσιογραφικές σχολές, αλλά δεν πρόκειται για νομικά σεμινάρια που μαθαίνεις τα δικαιώματά σου. Εσύ ο ίδιος καλείσαι να τα αναζητήσεις όταν έρθει η ώρα. «Εγώ προσωπικά κρατούσα στενή επαφή με την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) και με την Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων. Μια φορά που μου έτυχε στα Σκόπια να με συλλάβουν και επιχείρησαν να μου κατασχέσουν το υλικό, απευθύνθηκα στη Διεθνή Ομοσπονδία και στον τότε Διευθυντή μου και το θέμα λύθηκε άμεσα.». Επομένως, αποτελεί προσωπική υπόθεση η προετοιμασία του κάθε δημοσιογράφου, αν και πάντοτε πίσω του βρίσκεται και ένα Μέσο Ενημερώσεως με το νομικό του τμήμα, που μπορεί να αναλάβει δράση, όταν χρειαστεί. Παρ’ όλα αυτά, το πιο σημαντικό είναι η επαφή με τις Δημοσιογραφικές Ενώσεις, γιατί αυτές είναι ο πυρήνας του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και μπορούν να συνδράμουν καθοριστικά. (Για την προστασία των δημοσιογράφων υπό το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, βλ. σχετικό άρθρο της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού-International Commission of the Red Cross)

Συνεχίζοντας τη συζήτησή μας, αναφέρθηκε ότι οι σύγχρονες συρράξεις δεν περιορίζονται μόνο σε συμβατικούς πολέμους, αλλά περιλαμβάνουν και τον πόλεμο της πληροφορίας. Συνεπώς, η δράση των δημοσιογράφων δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτη από τις Κυβερνήσεις ή/και τις ένοπλες ομάδες. Είναι το συχνότερο φαινόμενο που αντιμετωπίζει ένας πολεμικός ανταποκριτής, επιβεβαιώνει ο κ. Βαφειάδης. Πρέπει, λοιπόν, κανείς να συνεργάζεται με τις τοπικές Αρχές και να προσαρμόζεται στις καταστάσεις. «Αυτό μας είχε τύχει στο Ιράκ, όπου πρέπει ένας άνθρωπος του Υπουργείου Πληροφοριών να σε ακολουθεί σε κάθε σου βήμα. Δε δικαιούσαι να κυκλοφορείς χωρίς αυτόν. Γνωρίζεις ότι θα σου πει τη δική του εκδοχή της ιστορίας και το λαμβάνεις υπόψη. Αυτές είναι συνθήκες υπό τις οποίες εργαζόμαστε σε πολλές χώρες και όχι μόνο εμπόλεμες, αλλά και σε χώρες που μπορεί να μην διάκεινται φιλικά προς την ελευθεροτυπία.»  

Στην ερώτησή μου σχετικά με το αν η Ελληνική καταγωγή του κ. Βαφειάδη τον ευνόησε με μια θετικότερη αντιμετώπιση από τις ένοπλες ομάδες ή ακόμα και τους τοπικούς ηγέτες, η απάντησή του υπήρξε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Το ελληνικό διαβατήριο ήταν πάντα ένα από τα ισχυρότερα του κόσμου λόγω της μακράς μας ιστορίας, αλλά και του διεθνούς status που κατέχει η Ελλάδα σε παγκόσμιο επίπεδο, ανέφερε ο κ. Βαφειάδης. Χαρακτηριστικά στον αραβικό κόσμο, το “Yunan” (= Ελλάδα) είναι μια λέξη με θετικό πρόσημο, όπου σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Παράλληλα, η χώρα μας και ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζεται θετικά. «Πάντως, στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία που οι Έλληνες είχαν δείξει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, τύχαμε μιας ειδικής μεταχείρισης, την οποία, βέβαια, τη διεκδικούσαμε και οι ίδιοι, δεν την έδιναν εύκολα και απλόχερα.». Σημαντικό υπήρξε, όμως, το γεγονός ότι η Ελλάδα ως κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ συμμετείχε στις αποστολές, αλλά όχι στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας. «Ήταν ένα διακριτικό γνώρισμα της χώρας μας, το οποίο αξιοποιήσαμε και στη συνεργασία μας με τις τοπικές αρχές, για να υπερασπιστούμε το δικαίωμά μας να παραμείνουμε στο πεδίο κατά την περίοδο των βομβαρδισμών στο Κόσσοβο, ενώ άλλοι συνάδελφοι διαφορετικών εθνικοτήτων εκδιώχθησαν, καθώς το αρχικό σχέδιο ήταν να διωχθούν όλοι των σχετικών χωρών του ΝΑΤΟ που βομβάρδιζαν τη χώρα. Έτσι, οι Έλληνες δημοσιογράφοι καλύψαμε τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας σχεδόν σε παγκόσμια αποκλειστικότητα και το υλικό μας έπαιξε σε όλες τις τηλεοράσεις του κόσμου, γιατί τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ δεν ήταν ευπρόσδεκτα εκεί.» 

Ως προς τις συνθήκες στο πεδίο του πολέμου, ο κ. Βαφειάδης τόνισε ιδιαίτερα ότι οι δυσκολίες είναι ίδιες για όλους. Δε βρίσκεις τρόφιμα και καύσιμα εύκολα, κάτι που είναι σημαντικό για την επιβίωση ενός δημοσιογράφου που πρέπει να μετακινείται συνεχώς. Όλα τα προϊόντα τα βρίσκεις στην μαύρη αγορά αντί υψηλού τιμήματος. Ακόμη, υπάρχουν μέρη  με ελεύθερους σκοπευτές, οπότε πρέπει να είσαι ενημερωμένος και σε συνεχή ετοιμότητα, μιμούμενος τον τοπικό πληθυσμό. Αν δεις του πολίτες να τρέχουν διασχίζοντας μια γειτονιά, πρέπει να τρέξεις και εσύ. Εκείνοι ξέρουν καλύτερα τις περιοχές, καθώς ζουν εκεί, ενώ εμείς είμαστε επισκέπτες. Άλλη μια χαρακτηριστική δυσκολία είναι η επικοινωνία με τους εμπολέμους. Πρέπει να εμπιστεύεσαι και να σε εμπιστεύονται, διαφορετικά η περιήγησή σου δε θα έχει αίσιο τέλος. Φυσικά, για να σε εμπιστευτούν απαιτείται χρόνος και προσπάθεια και εξαρτάται από την προσωπικότητα του δημοσιογράφου και από τον τρόπο που καταγράφεις τα γεγονότα, γιατί σε παρατηρούν. 

Κλείνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον κ. Βαφειάδη, του ζήτησα να μου διηγηθεί μια ιστορία που του έχει μείνει αξέχαστη. Η αφήγησή του μας πάει πίσω στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών στο Κόσσοβο. «Όταν τελείωναν τα δελτία μας, κατεβαίναμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για να φάμε. Το εστιατόριο είχε γύρω του τζαμαρία. Ένα βράδυ είχε έρθει και ένας Έλληνας Πρέσβυς, αρκετά καλά εκπαιδευμένος ως προς τις συνθήκες στις εμπόλεμες ζώνες, που βρισκόταν εκεί στο πλαίσιο σχετικής αποστολής. Εγώ κατέβηκα τελευταίος εκείνο το βράδυ. Λίγο μετά αφού είχα καθίσει στη θέση μου, βομβάρδισαν το απέναντι κτίριο, ακριβώς δίπλα από το δικό μας ξενοδοχείο και έσπασαν όλα τα τζάμια του εστιατορίου. Όλοι έπεσαν κάτω από τα τραπέζια και εγώ έμεινα ακίνητος στην καρέκλα μου. Τότε ο Πρέσβυς μου λέει «Καλά, δεν έχετε συναίσθηση του κινδύνου;» και του απαντώ «Ναι, έχω. Όταν μπήκα στην αίθουσα και κάθισα στη θέση μου, έλεγξα πού ακριβώς βρίσκεται η θέση μου. Η θέση μου βρίσκεται τρεις φορές το ύψος των τζαμιών μακριά από τη τζαμαρία. Ο μόνος τρόπος να χτυπήσω από θραύσματα ήταν να σκάσει βόμβα τόσο κοντά στα τζάμια του εστιατορίου, που δε θα γλίτωνε κανείς μας.». Αυτό έδειξε εκείνη την ώρα την ψυχραιμία της εμπειρίας που εξέπληττε και εμένα τον ίδιο αρκετές φορές. Αρχίζεις να αποκτάς μια κυνικότητα με τον καιρό και μαθαίνεις να υπολογίζεις τον κίνδυνο. Η μεγάλη παγίδα είναι να εξοικειωθείς με τον κίνδυνο και να νιώσεις σίγουρος και προστατευμένος. Τότε είναι που οι περισσότεροι πολεμικοί ανταποκριτές κάνουν τα μεγαλύτερα λάθη και σκοτώνονται στο πεδίο της μάχης, γιατί υποτίμησαν τον κίνδυνο. Κάθε απειλή είναι μοναδική και θέλει ξεχωριστή αντιμετώπιση.»  

***

Με αφετηρία την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του κ. Ν. Βαφειάδη, μπορείτε να παρακολουθήσετε κάποια στιγμιότυπα από τη ζωή ενός πολεμικού ανταποκριτή σε μια εμπόλεμη ζώνη μέσα από το εξής βίντεο.