της Πολυξένης Μαρίνας Πολύζου, Ερευνήτριας της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής
Αντί εισαγωγής: Η μόχλευση της θρησκείας στην Υποσαχάρια Αφρική
H ανάδυση της τρομοκρατίας, ως παγκόσμιος κίνδυνος ασφαλείας, οδήγησε τους ερευνητές στην αναζήτηση παραγόντων, που λειτουργούν καταλυτικά στην εμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Παράγοντες και συνθήκες σε παγκόσμιο, τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, στην πολιτική σκηνή, στο κοινωνικό γίγνεσθαι αποτελούν διαχρονικά σημαντικές αιτίες για την επικράτηση ακραίων καταστάσεων. Σημαντικό ρόλο στην κοινωνική αλλά και πολιτική ζωή, με δυνητικά βαθύτατες προεκτάσεις, κατέχει η θρησκεία, ως μια ιδιαίτερη, ιδιόμορφη και πολυδιάστατη έκφανση της ανθρώπινης φύσης. Μάλιστα στην σύγχρονη εποχή, σε ορισμένες περιπτώσεις η θρησκεία υπερβαίνει τον κοινωνικό και πνευματικό της χαρακτήρα, καταλήγοντας να έχει άμεση ανάμειξη σε όλο το φάσμα του πολιτικού φαινομένου, ένα δεδομένο ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για την ερμηνεία του φαινομένου του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και κατ επέκταση της τρομοκρατίας -ως μορφή πολιτικής βίας- όσο και για την αναζήτηση των βαθύτερων παραγόντων που οδηγούν στη σύνδεση αυτή (Odhiambo, 2014, σ.188).
Η Αφρική και συγκεκριμένα η Υποσαχάρια Αφρική αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, όπου μέχρι σήμερα διατηρείται σε υψηλή και σημαντική θέση η θρησκεία. Μολονότι, οι κυρίαρχες θρησκείες στην ήπειρο (αρχαίες αφρικανικές, χριστιανισμός και μουσουλμανισμός) διέθεταν κύρος και εξέχοντα ρόλο στη διαχείριση κρίσεων και διαφορών στην Αφρική, τα τελευταία χρόνια τα αιματηρά επεισόδια με θρησκευτικό χαρακτήρα έχουν αυξηθεί αισθητά σε αριθμό αφρικανικών χωρών, ως αποτέλεσμα διαφόρων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αλλαγών στην περιφέρεια (Ludovic, 2021, σ.47-48)·(Basedau & Scaefer-Kehnert, 2019).
Η Νιγηρία είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση χώρας της αφρικανικής ηπείρου, ως σύστημα όπου παρατηρείται μεγάλος βαθμός μόχλευσης της θρησκείας για σκοπούς πολιτικής βίας εντός του κράτους. Προαποικιακή γη της Μεγάλης Βρετανίας, ευνοημένη και πλούσια σε φυσικούς πόρους, θεωρείτο μετά από την ανεξαρτησία της κατά την δεκαετία του 1960 ως μία Ομοσπονδιακή Προεδρική Δημοκρατία με σπουδαίες προοπτικές, παραμένοντας παράλληλα μέλος της Κοινοπολιτείας. Η έλευση του εκσυγχρονισμού δεν κατάφερε να διαφοροποιήσει ωστόσο ορισμένα χαρακτηριστικά της χώρας, όπως την ύπαρξη εκατοντάδων φυλών, με κυρίαρχες τρεις εξ αυτών (Hausa-Fulani, Yoruba και Igbo) και την γεωγραφική κατάτμηση της χώρας και την διεύθυνση αυτών από τις ανωτέρω. (Ajayi et al., 2020).
Εκτός της φυλετικής κατάτμησης του κράτους, η οποία εξελίχθηκε περαιτέρω μετά το 1963, η επικράτεια χωρίστηκε και θρησκευτικά στη βάση ενός Ισλαμικού Βορρά και Χριστιανικού Νότου. Οι προσδοκίες για ένα πολλά υποσχόμενο, δημοκρατικό και οικονομικά ευημερές, λόγω του πλούσιου υπεδάφους, μέλλον της Νιγηρίας, αντικαταστάθηκαν από μία εκτεταμένη αντιπαλότητα και εχθρότητα μεταξύ των φυλών, για επικράτηση στις εκλογές και στη διακυβέρνηση της χώρας (Heerten & Moses, 2014, σ.172-173).
Η ανάδυση ενός εμφυλίου πολέμου στην χώρα σε συνδυασμό με την απόπειρα απόσχισης της φυλής των Igbo κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τις αρχές του 1970 κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα βαθύ πλήγμα, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, δεδομένης της ανθρωπιστικής κρίσης που ξέσπασε στο εσωτερικό της “Δημοκρατίας της Biafra”, όπως ονομάστηκε η αποσχιστική προσπάθεια των Igbo. Παρόλο που το τελικό αποτέλεσμα εξελίχθηκε εις βάρος της κίνησης της Biafra, τα γεγονότα είχαν πλέον προσελκύσει την προσοχή άλλων κρατικών δρώντων, όπως η Γκαμπόν, η Ακτή Ελεφαντοστού, η Ζάμπια, η Γαλλία και άλλες (Heerten & Moses, 2014, σ.173-176). Ωστόσο, η λήξη του αιματηρού εμφυλίου πολέμου δεν κατάφερε να αναχαιτίσει εκτεταμένες διαμαρτυρίες που ξέσπασαν τις επόμενες δεκαετίες κυρίως στο Βόρειο κομμάτι της χώρας, σχετικά με την οικονομική εξαθλίωση και ανισότητα, το θρησκευτικό στοιχείο αλλά και την είσοδο του δυτικού προτύπου διακυβέρνησης στην αφρικανική χώρα. Τα εν λόγω γεγονότα αποδεικνύουν την αδυναμία του κράτους της Νιγηρίας να αξιολογήσει φλέγοντα ζητήματα όπως η θρησκεία και άλλους κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες, υπό μία σκοπιά καθολικά αποδεκτή από την νιγηριανή κοινή γνώμη (Adesoji, 2010, σ.103-104) .
Το τεταμένο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο της χώρας υπέθαλψε την ανάδειξη διαφόρων ισλαμιστικών ομάδων, όπως η Yan Izala και η πιο γνωστή και “αντιδραστική” Boko Haram. Η ανάπτυξη τέτοιου είδους ομάδων αποδεικνύει όχι μόνο τις εχθρότητες μεταξύ των θρησκειών που συναντώνται εκεί αλλά και την αδυναμία σύμπλευσης της Μουσουλμανικής κοινότητας στην Νιγηρία, παρουσιάζοντας σημαντικές διαφοροποιήσεις αναφορικά με την προσέγγιση κοινωνικοπολιτικών ζητηματων (Loimeier, 2012, σ.141-152).
Κρίνεται λοιπόν ενδιαφέρον να ερευνηθεί η παρουσία του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού στην περιφέρεια της Υποσαχάριας Αφρικής, η ανάδυση και δράση της ισλαμιστικής οργάνωσης Boko Haram, εντός των συνόρων της Νιγηρία, και τέλος να γίνει μία αποτίμηση της αντίδρασης της Νιγηριανής κυβέρνησης καθώς και άλλων κρατικών δρώντων, όπως οι ΗΠΑ.
Islam και Jihad στην Υποσαχάρια Αφρική
Η εμφάνιση της τρομοκρατίας αποδίδεται συχνά σε φαινόμενα όπως η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση μιας κοινότητας, η απώλεια μιας ενιαίας ταυτότητας, η ύπαρξη ενός ασταθούς κράτους. Οι εν λόγω παράγοντες δεν μπορούν αναγκαστικά να καταλήγουν στην εμφάνιση τρομοκρατικών οργανώσεων και επιθέσεων, παρόλα αυτά, με την επίδραση στοιχείων όπως η υιοθέτηση μιας κοινά αποδεκτής ιδεολογίας και ακόμα περισσότερο με την εκμετάλλευση αυτής της ιδεολογικής ανάγκης του κοινού από χαρισματικές προσωπικότητες, η επικράτηση εξτρεμιστικών και τρομοκρατικών πρακτικών είναι πιο πιθανή. Τα περισσότερα εξ αυτών των στοιχείων βρέθηκαν σε πολλές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, καταλήγοντας στην ανάδυση τέτοιων φαινομένων με κοινή συνιστώσα το Ισλάμ (Mair, 2003, σ.107).
Ενώ το Ισλάμ αποτελούσε ανέκαθεν στοιχείο του θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα της Υποσαχάριας Αφρικής, ο εκδημοκρατισμός και ο εκσυγχρονισμός –ιδίως στα κράτη των δυτικών και ανατολικών ακτών της ηπείρου– έφερε ως αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό και την περιθωριοποίηση Μουσουλμάνων ηγετών από θέσεις ισχύος. Οι πολιτικές και κοινωνικές διαμαρτυρίες και συγκρούσεις οδήγησαν και σε περαιτέρω εσωτερικό γεωγραφικό διαχωρισμό κρατών της δυτικής ακτής, όπως η Νιγηρία, η Γκάνα και η Ακτή Ελεφαντοστού, μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών (Mair, 2003, σ.108). Σε αυτό το σημείο ωστόσο πρέπει να διασαφηνιστεί πως η μουσουλμανική κοινότητα της Υποσαχάριας Αφρικής δεν εξισώνεται με τους ισλαμιστές εξτρεμιστές. Σύμφωνα με την έρευνα του Pew Research Center κατά την περίοδο 2010-2013, μία μειονότητα μόνον μουσουλμάνων υποστήριξε την εξτρεμιστική τροπή της ισλαμιστικής ιδεολογίας, ενώ παράλληλα μόνο 29% των μουσουλμάνων ερωτηθέντων χαρακτήρισαν δικαιολογημένες τις επιθέσεις σε αμάχους για την υπεράσπιση της θρησκείας· αντίστοιχα ένα 19% των χριστιανών ερωτηθέντων συμφώνησαν στο ίδιο. Επιπλέον σε χώρες όπως η Μπουρκίνα Φάσο, η Σενεγάλη και η Νιγηρία, η πλειοψηφία των πολιτών ήταν αντίθετη με την δράση του Ισλαμικού Κράτους (IS), δεδομένης όμως της πρωτοκαθεδρίας τουλάχιστον στην περίπτωση της Νιγηρίας– της ισλαμιστικής οργάνωσης της Boko Haram (Basedau, 2017, σ.5).
Ωστόσο, για την ανάδειξη και επέκταση του ισλαμιστικού εξτρεμισμού στην περιοχή, εκτός από το ασταθές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον των κυβερνήσεων των χωρών και της αδυναμίας αναχαίτισης τους από τις αρμόδιες αρχές, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η γεωγραφική εγγύτητα των χωρών με την Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, οι οποίες ως γνωστόν αποτελούν καταφύγιο ριζοσπαστικών ιδεολογιών και φονταμενταλιστικών ομάδων. Κράτη όπως η Αλγερία, η Λιβύη, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν υπήρξαν φορείς μετάδοσης ιδεών, τακτικών, χρηματικής βοήθειας ακόμη και ατόμων για την επάνδρωση και ενίσχυση οργανώσεων και κινήματων σε αριθμό χωρών, όπως το Μάλι. Παρόλο που η Νιγηρία σε σημαντικό βαθμό φιλοξενούσε διαχρονικά φονταμενταλιστικές ιδέες και κινήματα χωρίς εξωγενείς παρεμβάσεις, φημολογείται πως η ηγεσία της Boko Haram είχε καταφύγει στην Σαουδική Αραβία το 2005, μετά από επεισόδια με τις αρχές (Basedau, 2017, σ.5-6).
Πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση της Boko Haram, η οργάνωση φαίνεται να εμπνεύστηκε σε σημαντικό βαθμό από τις τακτικές που ακολούθησε η γνωστή στον ισλαμιστικό κόσμο αλλά και στη Δύση, al Qaeda (al Qaeda in the Lands of the Mahgreb), καθώς και η Σομαλιανή al Shebaab. Η σημασία της σύνδεσης της οργάνωσης, ιδιαίτερα με την al Qaeda, ήταν μεγάλη, καθώς μία τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε την προσοχή και το ενδιαφέρον χωρών όπως οι ΗΠΑ. Παρόλα αυτά η επικέντρωση της Boko Haram σε τοπικές και περιφερειακές επιθέσεις, με ορισμένες εξαιρέσεις όπως η επίθεση στις εγκαταστάσεις του ΟΗΕ στην Abuja το καλοκαίρι του 2011, αλλά και η έντονη δυσαρέσκεια της ομάδας για τα εσωτερικά ζητήματα της Νιγηρίας, δείχνουν ότι η οργάνωση επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο σε εσωτερικά ζητήματα και όχι στο παγκόσμιο τρομοκρατικό έγκλημα, καθώς τα στοιχεία που την συνέδεαν με άλλες γνωστές ισλαμιστικές ομάδες παρέμειναν στο επίπεδο των πρακτικών και όχι των στόχων (Thomson, 2012, σ.54-55). Επιπλέον, το 2015, η οργάνωση της Boko Haram προσεγγίστηκε από το Ισλαμικό Κράτος (IS/ISIS). Η ισλαμιστική οργάνωση ήταν τότε γνωστή και με το όνομα Islamic State West Africa Province (ISWAP), ενώ μετά την απόφαση συνεργασίας του αρχηγού της Abubakar Shekau, η οργάνωση μετατράπηκε στο πρώτο Υποσαχάριο Αφρικανικό Ισλαμικό Κράτος Wilaya, υπό την ονομασία Wilayat West Africa. Ωστόσο, η απόφαση σύμπραξης μεταξύ των δύο οργανώσεων κατέληξε να διασπάσει την Boko Haram εξαιτίας ιδεολογικών διαφορών του Shekau με τον Abu Bakr al-Baghdadi, τον τότε αρχηγό του IS. Η διαφωνία αυτή εξελίχθηκε ραγδαία με την απόφαση από το IS να αντικαταστήσει τον Shekau από το αξίωμα του αρχηγού της οργάνωσης και να θέσει υπεύθυνο τον Abu Musab al-Barnawi, τον φημολογούμενο γιο του πατέρας της Boko Haram, Mohammed Yusuf. Η κίνηση αυτή από το IS και η επακόλουθη άρνηση του Shekau οδήγησε στην διάσπαση της ομάδας σε δύο μέρη: την υποομάδα του Shekau, με δράση στο κέντρο και νότο του ομόσπονδου κρατιδίου του Borno, και την υποομάδα του al-Barnawi, δραστήρια στην περιοχή της λίμνης Τσαντ και στο βόρειο κομμάτι του Borno. Στο τέλος αυτή η σύμπραξη με το IS και τις υπόλοιπες συνεργατικές του ομάδες στην περιοχή της Υποσαχάριας Αφρικής, χαρακτηρίζεται εφήμερη και η Boko Haram συνέχισε να ενεργεί κατά κύριο λόγο μονομερώς στην ακτίνα που δραστηριοποιείτο μέχρι τότε (Warner, 2017, σ.30-31· Reva, 2017· Zenn, 2020).
Η ανάδυση της Boko Haram: η μετατροπή μιας ισλαμιστικής σέκτας σε τρομοκρατική οργάνωση
Πολιτικές εξελίξεις όπως η μετάβαση στη δημοκρατία το 1999, μετά από δεκαετίες εντάσεων και στρατιωτικών διεκδικήσεων σε πολιτικό επίπεδο, με την υιοθέτηση ενός Συντάγματος φιλικά προσκείμενο σε ένα πλειοψηφικό πολιτικό σύστημα φεντεραλισμού δεν μπορούν να αγνοηθούν, καθώς έπαιξαν σημαντικό ρόλο τόσο στην ανάπτυξη των 36 ομόσπονδων κρατιδίων της Νιγηρίας, όσο και στην ανάδυση οργανώσεων όπως η Boko Haram. Η εδραίωση και εφαρμογή της σαρία στον Μουσουλμανικό Βορρά του κράτους αποτέλεσε σημαντική επιδίωξη των τοπικών αρχών αλλά ακόμα περισσότερο των οπαδών της ιδεολογίας. Ενώ στην αρχή οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στα ερωτήματα για το εάν και πώς θα ήταν δυνατή η εφαρμογή της σαρία, εν συνεχεία επεκτάθηκαν στο βαθμό εφαρμογής της, θέτοντας τις διαιρέσεις της ισλαμιστικής κοινότητας σε μία εκ νέου αντιπαράθεση. Οι αγώνες πολιτικών, οι οποίοι προεκλογικά υπόσχονταν την υιοθέτηση της σαρία, παρόλο που έδωσαν την ελπίδα για την πραγματική αλλαγή που αποζητούσε ο νιγηριανός Βορράς, δεν στάθηκαν επαρκείς ώστε οι συνθήκες διαβίωσης των κοινοτήτων να αλλάξουν και εν τέλει ο εκδημοκρατισμός όχι μόνο δεν λειτούργησε ευνοϊκά αλλά διόγκωσε και το χάσμα. Οι εξελίξεις αυτές εκμεταλλεύτηκαν από άτομα όπως ο Mohammed Yusuf, ο οποίος έμεινε γνωστός ως ο ιδρυτής της σέκτας Boko Haram (Omotosho, 2015, σ.10 · Matfess, 2017).
Έπειτα από την συμμετοχή του σε άλλες ισλαμιστικές ομάδες, όπως η “Izala B” κι έχοντας έρθει κοντά και με άλλες προσωπικότητες της κοινότητας, το 2002 ο M. Yusuf στην πόλη Maiduguri, προχώρησε στην ίδρυση της ομάδας Boko Haram. Ενώ το επίσημο όνομα της σέκτας μεταφράζεται στα αγγλικά, «People Committed to the Prophet’s Teaching for Propagation and Jihad», το όνομα Boko Haram («το βιβλίο/η δυτικοποίηση είναι ανίερο/η») ήταν αυτό που έγινε ευρέως γνωστό διεθνώς. Προτάσσοντας την θρησκεία, η οργάνωση μέχρι σήμερα θεωρεί την δυτικοποίηση και τις αλλαγές που αυτή προάγει ως τις αιτίες για τα δεινά που έχουν προκύψει στη Νιγηρία αλλά και για τις αρνητικές επιρροές προς το Ισλάμ (The Editors of Encyclopaedia Britannica, 2020· Shuriye et al., 2013, σ.106).
Ουσιαστικά το όραμα και η αποστολή της οργάνωσης συνοψίζονται στην καταδίκη της νιγηριανής κυβέρνησης, που χαρακτηρίζεται από διαφθορά, και αντ’ αυτού στην εδραίωση ενός αμιγώς ισλαμικού κράτους, το οποίο θα ακολουθεί μία αυστηρή σαρία και δεν θα επαναφέρει φαινόμενα διαφθοράς και ανηθικότητας (Shuriye et al., 2013, σ.108). Από το 2003 η ισλαμιστική ομάδα ξεκίνησε να έρχεται σε συμπλοκές με την κρατική αστυνομία, ενώ διεθνώς η δραστηριότητα της έγινε αισθητή μόλις το καλοκαίρι του 2009 έπειτα από συγχρονισμένα επεισόδια σε τέσσερα επιμέρους κρατίδια της χώρας (Bauchi, Kano, Yobe και Borno). Το αποκορύφωμα των εν λόγω δράσεων ήταν η σύλληψη του M. Yusuf στις 30 Ιουλίου και τελικά ο θάνατός του, έπειτα από επιχείρηση αξιωματικών ασφαλείας στην πόλη Maiduguri την έδρα της οργάνωσης. Κατά την διάρκεια των επεισοδίων υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές, ενώ πολλά μέλη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και να αναδιοργανωθούν σε γειτονικά κράτη όπως ο Νίγηρας και το Τσαντ. Από το 2010 η οργάνωση συνέχισε την δράση της στη Νιγηρία με πιο συντονισμένες επιθέσεις σε φυλακές, εκκλησίες, αστυνομικά τμήματα αλλά το σημαντικότερο γεγονός υπήρξε η βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας στις εγκαταστάσεις των Ηνωμένων Εθνών στην πρωτεύουσα Abuja τον Αύγουστο του 2011, αφήνοντας 25 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες (Shuriye et al., 2013, σ.109). Συγκρινόμενη με άλλες οργανώσεις όπως η MEND, η Boko Haram είχε καταλήξει να αποτελεί την πιο σοβαρή τρομοκρατική απειλή της Νιγηρίας, καθώς μέχρι το 2009 είχε προκαλέσει τους περισσότερους θανάτους από οποιαδήποτε άλλη ανάλογη ομάδα, ενώ μέχρι το 2010 είχε πραγματοποιήσει τις περισσότερες τρομοκρατικές επιθέσεις από τις υπόλοιπες ομάδες συνολικά ( Forest J., 2012, σ.65-66).
Τα επόμενα χρόνια η νέα ηγεσία της οργάνωσης, με αρχηγό τον Abubakar Shekau και τον δεύτερο στην ιεραρχεία Mamman Nur, αύξησε αισθητά την δράση της στο κράτος Borno, ενώ συγχρόνως, υπό την καθοδήγηση του Nur, έλαβαν χώρα πιο στοχευμένες επιθέσεις σε στρατηγικές τοποθεσίες όπως τα κεντρικά γραφεία των ΗΕ, η πρεσβεία των ΗΠΑ στην πρωτεύουσα της χώρας και αλλού, αποσκοπώντας να εκβιάσουν την νιγηριανή κυβέρνηση ζητώντας την απελευθέρωση μελών της οργάνωσης και την αποζημίωση για τα επεισόδια του Ιουλίου του 2009 (Zenn, 2014, σ.3). Αποκορύφωμα της ομολογουμένως πιο εξτρεμιστικής δραστηριότητας της ισλαμιστικής οργάνωσης, υπό την ηγεσία του Shekau, ήταν η εδραίωση της πρακτικής των απαγωγών και συγκεκριμένα το περιστατικό της 14ης Απριλίου του 2014, οπότε και περισσότερες από 200 μαθήτριες απήχθησαν από την πόλη Chibok. Αν και η εν λόγω απαγωγή προκάλεσε έντονη διεθνή αντίδραση, φορέων και κρατών, και τελικά την ανάπτυξη του κινήματος #BringBackOurGirls, δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει την τακτική της Boko Haram (Omeni, 2017). Την ίδια στιγμή που οι απαγωγές ανθρώπων, ανεξαρτήτου φύλου και ηλικίας, συνεχίζονται μέχρι σήμερα από την οργάνωση, είναι γεγονός πως παραπάνω από 100 από τα λεγόμενα «κορίτσια του Chibok» δεν έχουν απελευθερωθεί μέχρι σήμερα, αφήνοντας ερωτήματα σχετικά με την διαχείριση της δράσης της οργάνωσης τόσο από την νιγηριανή κυβέρνηση όσο και από εξωγενείς παράγοντες (Omeni, 2017) (Jones, 2021).
Αντί επιλόγου
Μέχρι σήμερα η Boko Haram και το παρακλάδι της ISWAP, συνεχίζουν τις επιθέσεις ενάντια πολιτών, νιγηριανών αρχών και εγκαταστάσεων διεθνών οργανισμών όπως τα ΗΕ (Human Rights Watch, 2020). Η συνέχιση των αιματηρών επιθέσεων της αναγνωρισμένης τρομοκρατικής οργάνωσης από το 2013 από τις ΗΠΑ και της προστιθέμενης στον κατάλογο κυρώσεων 1267 των ΗΕ, εγείρει το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε αποτελεσματική έως σήμερα η αντίδραση της νιγηριανής κυβέρνησης και δρώντων όπως οι ΗΠΑ, προς την επικίνδυνη δράση της Boko Haram (CNN Editorial Research, 2021). Η κυβέρνηση της Νιγηρίας, με απώτερο σκοπό την αντιμετώπιση της Boko Haram, έχει κληθεί στην πραγματικότητα να αντικρίσει και να διαχειριστεί ακανθώδη εσωτερικά ζητήματα δεκαετιών. Οι άθλιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην περιοχή του Βορρά, η επικράτηση διαφθοράς στον πολιτικό και στρατιωτικό χώρο, η αισθητή καθυστέρηση της νιγηριανής κυβέρνησης για την εδραίωση αντιτρομοκρατικού νομοθετικού πλαισίου μόλις το 2013, η ανάπτυξη ομάδων πολιτών, υπό το όνομα Civilian Joint Task Force, με στόχο τον πόλεμο εναντίον της Boko Haram και η συχνή δυσκολία προσέγγισης των πολιτών από τις αρχές για την απόδοση πληροφοριών είναι ζητήματα που δεν επιτρέπουν στην νιγηριανή κυβέρνηση να αντιμετωπίσει επαρκώς και επιτυχώς την απειλή της τρομοκρατικής οργάνωσης που ενεργεί εντός των συνόρων (Forest, 2012, σ.88 · Blanchard, 2014, σ.9).
Επιπλέον, οι εξελίξεις αυτές στην υποσαχάρια χώρα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των ΗΠΑ, καθώς η Νιγηρία αποτελεί ένα σημαντικό ενεργειακό συνεργάτη της δυτικής δύναμης, ούσα η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός της ηπείρου (Council on Foreign Relations, 2021).
Κατά την προεδρία Obama, όταν και τα προβλήματα στο εσωτερικό της Νιγηρίας είχαν οξυνθεί, οι ΗΠΑ απέδωσαν σημαντική οικονομική, στρατιωτική και επιχειρησιακή βοήθεια στη χώρα. Από το 2010 οι αμερικανικές προσπάθειες είχαν την τάση να μην επικεντρώνονται μόνο στο πρόβλημα της τρομοκρατικής δράσης της Boko Haram αλλά και στο τρόπο που το νιγηριανό κράτος έπρεπε να δράσει για να αναχαιτίσει την θελκτικότητα και την επιρροή της ομάδας (Forest, 2012, σ.107-108· Blanchard, 2014, σ.11). Βοήθεια και ενίσχυση μέσω του State Department, του USAID και άλλων πρωτοβουλιών έχουν αποδοθεί τα τελευταία χρόνια για την άμβλυνση των ριζοσπαστικών και τρομοκρατικών φαινομένων (Blanchard, 2014, σ.12). Η απαγωγή των εκατοντάδων κοριτσιών από την πόλη του Chibok το 2014, ήταν ένα γεγονός που έφερε την έντονη αντίδραση και δράση από το μέρος των ΗΠΑ, οι οποίες προσέφερεαν –από κοινού με άλλες δυτικές χώρες– τεχνική, υπηρεσιακή βοήθεια για την ανεύρεση των κοριτσιών. Επιπροσθέτως, οι ΗΠΑ μέσω του State Department θέσπισαν το Nigeria Planning and Operation Group, στοχεύοντας στην αμεσότερη και αποτελεσματικότερη αντίδραση για την νέα αυτή συγκυρία (Brechenmacher, 2019, σ.4). Παρόλη την μεγάλη έκταση που είχε λάβει στη Δύση το ζήτημα της απαγωγής των εκατοντάδων κοριτσιών από το Chibok, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί όλα τα απαχθέντα κορίτσια, υποδηλώνει ότι τα μέσα που παρήχθησαν από χώρες όπως οι ΗΠΑ αλλά και η εκμετάλλευση τους από τις νιγηριανές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές δεν απέδωσαν καρπούς βάσει της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο μερών, έχοντας ως αποτέλεσμα αυτή την τραγική κατάληξη της άγνοιας (Parkinson & Hinshaw, 2021).
Σε τελική ανάλυση, η συνέχεια της δραστηριότητας της Boko Haram, η εφήμερη και τελικά διχαστική –για το εσωτερικό της ομάδας– ανάμειξη με το IS, η χαμηλή αποδοτικότητα στην ενδογενή και εξωγενή διαχείριση της τρομοκρατικής οργάνωσης, υποδηλώνουν την πραγματική δυσκολία αναχαίτισης και καθολικής αντιμετώπισης όχι μόνο της Boko Haram σαν ομάδα, αλλά της θρησκευτικής τρομοκρατίας εν γένει και των σημαντικότερων παραγόντων που οδηγούν σε αυτή σε κράτη του σύγχρονου κόσμου.
Βιβλιογραφία
Adesoji, A. (2010). The Boko Haram Uprising and Islamic Revivalism in Nigeria. Africa Spectrum, 45(2), (pp. 95-108). Διαθέσιμο εδώ
Ajayi, J. A., Udo, R. K., Anthony Hamilton Millard, K.-G., & Falola, T. O. (2020, December 8). Nigeria. Encyclopedia Britannica. Διαθέσιμο εδώ
Basedau, M. (2017). The Rise of Religious Armed Conflicts in Sub-Saharan Africa: No Simple Answers. German Institute of Global and Area Studies (GIGA) Focus, (4), (pp.1-12). Διαθέσιμο εδώ
Basedau, M., & Scaefer-Kehnert, J. (2019). Religious discrimination and religious armed conflict in sub-Saharan Africa: an obvious relationship? Religion, State and Society, 47(1), (pp.30-47). Διαθέσιμο εδώ
Blanchard, L. P. (2014, May 28). Nigeria’s Boko Haram: Frequently Asked Questions. Congressional Research Service, 1-21. Διαθέσιμο εδώ
Brechenmacher, S. (2019, May). Stabilizing Northeast Nigeria After Boko Haram. Carnegie Endowment for International Peace, (pp.1-40). Διαθέσιμο εδώ
CNN Editorial Research. (2021, February 7). Boko Haram Fast Facts. CNN. Διαθέσιμο εδώ
Council on Foreign Relations. (2021, April 20). Global Conflict Tracker: Boko Haram in Nigeria. Council on Foreign Relations. Διαθέσιμο εδώ
Heerten, :. L., & Moses, A. D. (2014, August 21). The Nigeria–Biafra war: postcolonial conflict and the question of genocide. Journal of Genocide Research, 16(2-3), (pp.169–203). Διαθέσιμο εδώ
Ηuman Rights Watch. (2020, October 14). World Report 2021:Nigeria. Human Rights Watch. Διαθέσιμο εδώ
James J.F. Forest, J. J.F. F. (2012, May). Confronting the Terrorism of Boko Haram in Nigeria. Joint Special Operation Report, 12(5), (pp.1-196). Διαθέσιμο εδώ
Jones, M. (2021, March 9). Nigeria kidnappings: The Chibok captive who defied Boko Haram. BBC. Διαθέσιμο εδώ
Loimeier, R. (2012). Boko Haram: The Development of a Militant Religious Movement in Nigeria. Africa Spectrum, 47(2-3), (pp.137-155). Διαθέσιμο εδώ
Ludovic, L. T. ,. S. J. (2021). Religion and Peacebuilding in Sub-Saharan Africa. In The State of Peacebuilding in Africa (pp. 47-64). Palgrave Macmillan. Διαθέσιμο εδώ
Mair, S. (2003, February). Terrorism and Africa: On the Danger of Further Attacks in Sub-Saharan Africa. SWP Comments, 12(1), (pp.107-110). Διαθέσιμο εδώ
Matfess, H. (2017, October 26). Boko Haram: History and Context. Oxford Research Encyclopedia of African History. Διαθέσιμο εδώ
Odhiambo, E. O. S. (2014, June). Religious Fundamentalism and Terrorism. Journal of Global Peace and Conflict, 2(1), (pp.187-205). Διαθέσιμο εδώ
Omeni, A. (2017, April 11). The Chibok Kidnappings in North-East Nigeria: A Military Analysis of Before and After. Small Wars Journal. Διαθέσιμο εδώ
Omotosho, M. (2015). Dynamics of Religious Fundamentalism: A Survey of Boko Haram Insurgency in Northern Nigeria. Journal of Philosophy, Culture and Religion, 4, (pp.8-15). Διαθέσιμο εδώ
Parkinson, J., & Hinshaw, D. (2021, April 3). When America Couldn’t Bring Back Our Girls. The Atlantic. Διαθέσιμο εδώ
Reva, D. (2017, August 25). How will ISIS setbacks impact Africa? Institute For Security Studies.Διαθέσιμο εδώ
Shuriye, A. O., Adeyemi, B. K., & Huud, S. (2013, May). Global Challenge of Manual Suapicion: Boko Haram Uprising in Nigeria. American International Journal of Contemporary Research, 3(5), (pp.105-111). Διαθέσιμο εδώ
The Editors of Encyclopaedia Britannica. (2020, February 26). Boko Haram Nigerian Islamic group. Britannica. Διαθέσιμο εδώ
Thomson, V. (2012). Boko Haram and Islamic Fundamentalism in Nigeria. Global Security Studies, 3(3), (pp.46-60). Διαθέσιμο εδώ
Warner, J. (2017, January). Sub-Saharan Africa’s Three “New” Islamic State Afliates. CTC Sentinel – Combating Terrorism Center at West Point, 10(1), (pp.28-32). Διαθέσιμο εδώ
Zenn, J. (2014, May). Boko Haram and the Kidnapping of the Chibok Schoolgirls. Combating Terrorism Center (CTC) Sentinel, 7(5), 1-8. Διαθέσιμο εδώ
Zenn, J. (2020, May 26). ISIS in Africa: The Caliphate’s Next Frontier. Newlines Institute for Strategy and Policy. Διαθέσιμο εδώ