της Εύας Καπόγιαννη, μέλους της Ομάδας Αρθρογραφίας

Ένα από τα πολλά ζητήματα το οποίο σχετίζεται άμεσα με τη διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα με τους φορείς των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι αυτό της ποινικοποίησης των ανηλίκων. Οι διάφορες περιπτώσεις που έχουν επιβληθεί ποινές μη αρμόζουσες για παιδιά, καθώς επίσης και τα σχετικά στατιστικά τα οποία έχουν έρθει στο φως, αποτέλεσαν ένα ισχυρό κίνητρο για την παρούσα αναφορά στο ζήτημα της βαριάς -ενίοτε- ποινικοποίησης ανηλίκων.

Διάφορα περιστατικά έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους, επιβεβαιώνοντας έτσι την σοβαρότητα του εν λόγω ζητήματος. Ένα πρόσφατο και αρκετά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί περιστατικό που έλαβε χώρα στην Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ, τον Μάρτιο του 2021, στο οποίο ένα παιδί 6 ετών προφυλακίστηκε και εστάλη στο δικαστήριο ανηλίκων. Ο λόγος; Ξερίζωσε μια τουλίπα από μια ιδιωτική περιουσία κοντά στην στάση των λεωφορείων, όπου περίμενε. Σύμφωνα, μάλιστα, με την δικηγόρο του νεαρού, Julie Boyer, το παιδί δικάζεται για βλάβη σε κινητή περιουσία. Η προσοχή του παιδιού είχε διασπαστεί σε τέτοιο βαθμό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παρακολουθήσει τις απαιτούμενες διαδικασίες, οπότε η δικηγόρος του τού έδωσε μαρκαδόρους, για να ζωγραφίσει. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι το εξής: η ποινικοποίηση των  ανηλίκων αποτελεί ένα πολύ λεπτό ζήτημα, το οποίο απαιτεί μεγαλύτερη επιείκεια και κατανόηση για το παιδικό μυαλό. Οι διαδικασίες και οι κανονισμοί που επιβάλλονται στα παιδιά πολύ πιθανό να μην είναι τα δέοντα ούτε τα κατάλληλα για αυτά.

Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από διάφορα άλλα περιστατικά, που έχουν λάβει κατά καιρούς χώρα κυρίως στις ΗΠΑ. Το αμερικανικό ποινικό σύστημα τίθεται -ιδίως τελευταία- υπό αμφισβήτηση, αφού πολλές δικαστικές υποθέσεις έχουν “ξεσηκώσει” την κοινή γνώμη στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία φαίνεται να μην αποδίδεται ή να αποδίδεται πλημμελώς. Σύμφωνα με πηγές, 2,363 παιδιά συλλαμβάνονται καθημερινά στις ΗΠΑ, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί σε 1 παιδί κάθε 37 δευτερόλεπτα (!)• ένα παιδί, του οποίου η ζωή δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια από την στιγμή που καταχωρίζεται στο δικαστικό σύστημα. Στο σημείο αυτό, τίθεται ο εξής προβληματισμός: το φαινόμενο της -ενίοτε- άδικης και υπέρ το δέον σκληρής ποινικοποίησης των ανηλίκων επηρεάζει όχι μόνο την ζωή του συγκεκριμένου παιδιού, αλλά μεσο-/μακρο-πρόθεσμα και το ποινικό σύστημα της εκάστοτε χώρας. Δηλαδή, όχι μόνο ένα παιδί αποκτά ποινικό μητρώο από νεαρή ηλικία -γεγονός που ίσως το δυσκολέψει στην ψυχολογική του ανάπτυξη, στην κοινωνικοποίησή του και μελλοντικά στην εύρεση εργασίας- αλλά και το ποινικό σύστημα “διαψεύδεται” και  (μοιάζει να) υπολειτουργεί.

Σύμφωνα με τις αρχές του ποινικού δικαίου, μέρος των σκοπών της ποινής αποτελεί η ειδική πρόληψη, η οποία αποβλέπει στον ατομικό εκφοβισμό και την επανένταξη του καταδικασθέντα δράστη στην κοινωνία. Εύλογα, λοιπόν, δημιουργούνται τα εξής ερωτήματα: πόσο εύκολο είναι να επανενταχθεί ένα παιδί στην κοινωνία ως “φυσιολογικό”, εφόσον έχει λάβει βαρύτερη ποινή και έχει υποστεί σκληρότερες διαδικασίες από αυτές που του αρμόζουν βάσει των αναγκών ανάπτυξης ενός παιδιού; πώς θα επιτευχθεί η γενική πρόληψη, δηλαδή η πρόληψη της τέλεσης μιας παραβατικής πράξης, όταν το παιδί έχει στιγματιστεί ψυχολογικά σε νεαρή ηλικία από μια βαριά ποινή; Στην περίπτωση ποινικών συστημάτων, στα οποία τα ως άνω δύο ερωτήματα αγνοούνται, το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι η διαμόρφωση ενός -συχνά- άδικου ποινικού συστήματος το οποίο παραμερίζει τις ανάγκες των παιδιών -και άρα, αντιμετωπίζουμε και μια πιθανή παραβίαση των δικαιωμάτων τους- και η πιθανή μακροπρόθεσμη αύξηση της εγκληματικότητας, αφού η λειτουργία της ποινής δεν καθίσταται δυνατό να πραγματωθεί όπως θα έπρεπε, δεδομένων των λανθασμένων ή/και στρεβλών κριτηρίων βάσει των οποίων επιβάλλεται.

Το τελευταίο βασίζεται στην απαιτούμενη εκ μέρους των ποινικών συστημάτων εξέταση των παιδαγωγικών, ψυχολογικών και νευροβιολογικών κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά θα έπρεπε να καθορίζουν το αξιόποινο, καθώς, επίσης, και να αποτελέσουν την βάση πάνω στην οποία θα αναδιαμορφωθεί η έννοια της “παραβατικής συμπεριφοράς”, όταν πρόκειται για παιδιά. Οι βαριές ποινές και οι σύνθετες διαδικασίες, που επιβάλλει η υπέρμετρη ποινικοποίηση των ανηλίκων, μπορούν να οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση του παιδιού και στην διαμόρφωση μιας λανθασμένης αυτο-εικόνας, η οποία θα επηρεάσει μετέπειτα την κοινωνικοποίηση του παιδιού, καθώς, επίσης, και σε προβληματικές συμπεριφορές, αφού πρόκειται για ένα διάστημα κρίσιμο για την ανάπτυξη του παιδικού εγκεφάλου. Αυτό συμβαίνει, διότι το παιδί μέχρι να ενηλικιωθεί, δεν είναι σε θέση ούτε ψυχολογικά ούτε από απόψεως νευροβιολογικής να διαχειριστεί τέτοιες σύνθετες διαδικασίες, γεγονός που αποδεικνύεται και από την αντίδραση του εξάχρονου παιδιού του προαναφερθέντος περιστατικού. Ένα παιδί σε ηλικία 6 ετών έχει ανάγκη να παίξει, όχι να καταδικάζεται για μια πράξη η οποία είτε δεν είναι αξιόποινη είτε η απαξιολόγησή της -ηθική και νομική- είναι αρκετά χαμηλή. Στις ηλικίες αυτές δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι είναι όντως το αξιόποινο και τι αποτελεί μια παραβατική συμπεριφορά.

Πέραν των παραπάνω, η φυλάκιση των ανηλίκων (ως μια μορφή ποινικοποίησης) εγκυμονεί και άλλους κινδύνους. Από την στιγμή της φυλάκισης, τα παιδιά διατρέχουν τον κίνδυνο της σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης, της αυτοκτονίας, καθώς και άλλες επιπτώσεις, όπως της ενδεχόμενης αδυναμίας πρόσβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία.  Οι κίνδυνοι είναι ακόμη μεγαλύτεροι για τους ανηλίκους, οι οποίοι έχουν δικαστεί βάσει του ποινικού συστήματος που απευθύνεται στο μέσο ενήλικο πολίτη, το οποίο επικεντρώνεται περισσότερο στον κολασμό του δράστη, παρά στην αποκατάσταση. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται και απο αντίστοιχα στατιστικά, τα οποία αναφέρονται ενδεικτικά ατις ΗΠΑ: το 67-70% από τους νέους, που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του δικαστικού συστήματος, έχουν διαγνωστεί με μια ψυχική διαταραχή, ενώ το 30% με πολύ σοβαρές ψυχικές διαταραχές. Μάλιστα, οι νέοι σε φυλακές ενηλίκων τείνουν να υποφέρουν ακόμη περισσότερο από μόνιμο τραύμα και είναι 5 φορές πιο πιθανό να καταλήξουν λόγω αυτοχειρίας, σε σύγκριση με παιδιά που έχουν κρατηθεί σε κέντρα κράτησης νέων. 

Μία αξιοσημείωτη έκφανση του ζητήματος αυτού είναι και η ρατσιστική αντιμετώπιση. Ο ρατσισμός όχι μόνο δεν σταματά στο σημείο αυτό, αλλά επεκτείνεται ακόμη περισσότερο και αποτελεί τον κανόνα δυστυχώς και όχι την εξαίρεση. Πρόκειται για ακόμη μια γενική παραβίαση των δικαιωμάτων κυρίως της κοινωνικής ομάδας των αφροαμερικανών, αφού, όπως και σε υποθέσεις που αφορούν ενήλικες, έτσι και σε αυτές που αφορούν ανηλίκους, οι αφροαμερικανοί φαίνεται να κατηγορούνται ακόμη πιο εύκολα και να ποινικοποιούνται πιο βαριά. Αποτελεί ένα φαινόμενο πάρα πολύ συχνό, με τα παιδιά της συγκεκριμένης ομάδας να ποινικοποιούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό, από την στιγμή της σύλληψης μέχρι και την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Το 2019, παρά το γεγονός πως το 62% των παιδιών που συνελήφθησαν στις ΗΠΑ ήταν λευκά, τα έγχρωμα παιδιά ήταν 2.5 φορές πιο πιθανό να συλληφθούν. Ακόμη, παιδιά της BIPOC κοινότητας (“black, Indigenous and people of color”) αντιμετωπίζεται σε δυσανάλογο -συγκριτικά με τους λευκούς-  βαθμό από το ποινικό σύστημα, γεγονός το οποίο αποτελεί πολλαπλή παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κανένα παιδί δεν πρέπει να φυλακιστεί σε σωφρονιστικά ιδρύματα για ενηλίκους. Αν και οι νέοι της κοινότητας BIPOC αποτελούν μόνο το 16% του πληθυσμού των ΗΠΑ, οι νέοι αφροαμερικάνοι αποτελούν το 58%, που καταδικάζονται βάσει του ποινικού συστήματος που ισχύει για τους ενήλικες. Οι μαύροι είναι εννιά φορές πιο πιθανό συγκριτικά με τους λευκούς να καταδικαστούν σε ποινή που ισχύει για ενηλίκους, οι ΑΙ/ΑΝ (american indians and alaska native) είναι δύο φορές πιο πιθανό και οι Ισπανοί 40% πιο πιθανό.

Στο πλαίσιο της προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και πιο συγκεκριμένα τα συμβατικά κείμενα προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού, είναι σημαντικό τα ποινικά συστήματα να λειτουργούν με γνώμονα όχι τι είναι δίκαιο, αλλά και τι είναι αναλογικό ως ποινή μιας παραβατικής πράξης. Και το πιο δίκαιο είναι να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες του παιδιού και η ισότητα μεταξύ τους, στόχοι οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν μέσω της άδικης ποινικοποίησης, αλλά μέσω της καλύτερης εκπαίδευσης και μέσω ενός δίκαιου ποινικού συστήματος, στοιχεία που θα διαμορφώσουν πολίτες με συνείδηση. Χρειαζόμαστε πολίτες ικανούς να αναγνωρίζουν το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο και, άρα, την διάκριση μιας πράξης ως εγκληματικής ή μη. Μόνο έτσι μπορεί να διαμορφωθεί μια διεθνής κοινωνία με σεβασμό προς τα δικαιώματα όλων μας…