της Ελένης Αλεξανδρή, Ερευνήτριας της Ομάδας Περιβάλλοντος & Ενέργειας
Ορισμός
Γρήγορη μόδα καλείται το επιχειρηματικό μοντέλο που στηρίζεται στην μαζική παραγωγή ενδυμάτων με χαμηλό κόστος, που ανταποκρίνονται στις τελευταίες τάσεις, και στην πώλησή τους σε φθηνές τιμές. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο τρόπος που οι καταναλωτές αγοράζουν και πετούν ρούχα έχει αλλάξει κατά κόρον, κυρίως λόγω των διαθέσιμων ενδυμάτων σε πολύ χαμηλές τιμές. Η νέα συμπεριφορά διακρίνεται από υπερκαταναλωτισμό και παραγωγή πολλών απορριμμάτων ρουχισμού, γεγονός που συνάδει με σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες. Παράλληλα, η άνοδος της παγκοσμιοποίησης συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας καθολικής οικονομίας. Έτσι, οι αλυσίδες προμήθειας έχουν διεθνοποιηθεί, γεγονός που επιτρέπει την μεταφορά των εργοστασίων παραγωγής σε περιοχές με φθηνότερη εργασία. Η αυξημένη ζήτηση οδηγεί σε παραγωγή φθηνών ενδυμάτων και οι τιμές μειώνονται συνεχώς λόγω της εξωτερικής ανάθεσης της παραγωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες. Αποτέλεσμα αυτού είναι η εργασιακή εκμετάλλευση, άλλη μια επίπτωση της γρήγορης μόδας (Bick, Halseyκαι Ekenga, 2018).
Η Γρήγορη Μόδα σε νούμερα
Ο υπερκαταναλωτισμός, η μαζική παραγωγή και το μειωμένο κόστος ευνόησαν την βιομηχανία του ρουχισμού και -κατ’ επέκταση- η συνολική παραγωγή διπλασιάστηκε από το 2000 έως το 2014 και υπερέβη τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου 14 κομμάτια ρουχισμού για κάθε άτομο παγκοσμίως. Ταυτόχρονα, ο μέσος καταναλωτής αύξησε τον αριθμό των ενδυμάτων που αγοράζει κατά 60 τοις εκατό. Παρατηρήθηκε, ακόμη, πως μείωσε την διατήρηση των ρούχων στην ντουλάπα του στο μισό, σε σχέση με 15 χρόνια νωρίτερα και πως ορισμένοι απορρίπτουν χαμηλής ποιότητας ρούχα, που είχαν αγοράσει φθηνά, έχοντας τα φορέσει μόλις 7 ή 8 φορές (Remy,SpeelmanκαιSwartz, 2016). Στην πραγματικότητα, κάθε χρόνο 80 δισεκατομμύρια κομμάτια νέων ενδυμάτων αγοράζονται παγκοσμίως, το οποίο ισοδυναμεί με 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο για την παγκόσμια βιομηχανία μόδας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής καταναλώνουν περισσότερα ρούχα από οποιοδήποτε άλλο έθνος στον κόσμο, ενώ ο μέσος Αμερικάνος πετάει περίπου 80 κιλά ρούχων και υφασμάτων ετησίως, καταλαμβάνοντας σχεδόν το 5% του χώρου υγειονομικής ταφής (Bick, Halseyκαι Ekenga, 2018).
Περιβαλλοντικές Συνέπειες
Νερό
Η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες νερού για την διεξαγωγή των λειτουργιών της. Συγκεκριμένα, χρειάζεται νερό για το πλύσιμο των ινών, τη βαφή, την λεύκανση και το πλύσιμο των τελικών προϊόντων. Κατά μέσο όρο, απαιτούνται 200 λίτρα νερού, για να παραχθεί ένα ρούχο (Mukherjee, 2015). Επίσης, χρειάζονται 10,000 λίτρα νερού για την παραγωγή ενός κιλού βαμβακιού ή, αλλιώς, περίπου 3,000 λίτρα νερού για ένα βαμβακερό πουκάμισο;! (Le, 2020). Παράλληλα, στις περισσότερες χώρες παραγωγής των ενδυμάτων, τα τοξικά απόβλητα από τα εργοστάσια υφασμάτων απορρίπτονται κατευθείαν στους ποταμούς, χωρίς να υποβληθούν προηγουμένως σε επεξεργασία. Τα λύματα αυτά περιέχουν επιβλαβείς τοξικές ουσίες, όπως μόλυβδο, υδράργυρο και αρσενικό, με αποτέλεσμα η υδρόβια ζωή και η υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων, που τρέφονται από αυτή, να τίθενται σε κίνδυνο. Τα ύδατα ρυπαίνονται και από τη χρήση λιπασμάτων για την καλλιέργεια βαμβακιού (Charpail, 2017).
Μικροΐνες
Δυο από τα κοινότερα συνθετικά που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ενδυμάτων είναι ο πολυεστέρας και το νάιλον. Καταναλώνονται αρκετά μεγάλες ποσότητες ενέργειας για την παραγωγή συνθετικών υλικών, γεγονός που μεταφράζεται σε έντονη περιβαλλοντική επιβάρυνση, λόγω απελευθέρωσης αερίων θερμοκηπίου (Mukherjee, 2015). Τα συνθετικά υλικά είναι ο βασικός παράγοντας που προκαλεί την είσοδο των μικροϊνών στην υδρόβια ζωή. Πιο αναλυτικά, περίπου το 35% όλων των μικροπλαστικών προέρχεται από αυτά τα υλικά (Le, 2020). Με κάθε πλύση ενός συνθετικού υφάσματος απελευθερώνονται περίπου 1,900 μεμονωμένες μικροΐνες στο νερό, που καταλήγουν στους ωκεανούς. Είναι επιστημονικά επιβεβαιωμένο πως αυτές καταναλώνονται από μικρούς υδρόβιους οργανισμούς, που με την σειρά τους καταναλώνονται από μεγαλύτερους, με τους οποίους τρέφεται ο άνθρωπος και κάπως έτσι εισάγεται το πλαστικό μέχρι και στην τροφή του (Charpail, 2017).
Απορρίμματα
Η μόδα αλλάζει συνεχώς και οι καταναλωτές επιδιώκουν να συμβαδίζουν μαζί της. Οι τιμές είναι χαμηλές, γι’ αυτό είναι εύκολη η μετατροπή των ρούχων σε αναλώσιμα υλικά αγαθά. Η ποσότητα των ρούχων που καταναλώνεται ετησίως όλο και αυξάνεται, με το 2019 να φτάνει τα 62 εκατομμύρια μετρικούς τόνους παγκοσμίως (Le, 2020). Με άλλα λόγια, μια οικογένεια του δυτικού κόσμου απορρίπτει ετησίως 30 κιλά ρούχων (Charpail, 2017). Η κατανάλωση των φθηνών ενδυμάτων κυριαρχεί, γεγονός που συνάδει με την άμεση απόσυρσή τους μετά από μερικές πλύσεις. Μόνο το 15% ανακυκλώνεται, ενώ σε ποσοστό 57% τα απορριφθέντα ρούχα καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής, όπου συσσωρεύονται και έπειτα μετακινούνται σε μια και μόνο περιοχή, ώστε να γίνει η αποτέφρωση (Le, 2020). Η διαδικασία αυτή συνοδεύεται από βαρύ φορτίο περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεδομένου ότι τα συνθετικά υλικά που χρησιμοποιούνται, όπως πολυεστέρας και πλαστικές μικροΐνες, δεν βιοδιασπώνται και ενδέχεται να χρειαστούν έως και 200 χρόνια, για να αποσυντεθούν. Παράλληλα, ρούχα φτιαγμένα από φυσικές ίνες, όπως το μαλλί, παρόλο που αποσυντίθεται, παράγουν υψηλές ποσότητες αερίου του θερμοκηπίου, δηλαδή μεθάνιο (Gwozdz, Nielsen και Muller, 2017).
Χημικά
Τα χημικά είναι ένα από τα κύρια συστατικά στα ρούχα μας, καθώς χρησιμοποιούνται σε μια σειρά διαδικασιών για την παραγωγή τους. Συγκεκριμένα, γίνεται χρήση τους κατά την παραγωγή ινών, την λεύκανση και την βαφή των ρούχων (Charpail, 2017). Στην βαφή περιλαμβάνονται χημικές τοξικές ουσίες, όπως οι τοξίνες που είναι καρκινογόνες. Ακόμη, πολλές βαφές δεν καταφέρνουν να παραμείνουν πάνω στο ύφασμα, με αποτέλεσμα κατά το αμέσως επόμενο στάδιο επεξεργασίας, της πλύσης, περίπου το 20 τοις εκατό της βαφής να καταλήγει στο νερό. Ενδεικτικά, η παγκόσμια κλωστοϋφαντουργία απορρίπτει 40,000-50,000 τόνους βαφής ετησίως, σε ποτάμια και ρέματα. Φυσικά, μπορεί να γίνει επεξεργασία του νερού, για να αφαιρεθεί η βαφή και άλλες χημικές ουσίες. Ωστόσο, είναι αρκετά δαπανηρή και γι’ αυτό δεν συμβαίνει συχνά (Mukherjee, 2015). Παράλληλα, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως όσο περισσότερη χρήση χημικών γίνεται, όπως λιπασμάτων, τόσο περισσότερα χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε την επόμενη φορά, αφού το έδαφος έχει μολυνθεί και δεν είναι πλέον το ίδιο γόνιμο. Όμως, οι επιπτώσεις τους είναι δραματικές και για τον άνθρωπο. Αναλυτικότερα, αυξάνονται οι γενετικές ανωμαλίες, οι καρκίνοι, καθώς και οι ψυχικές και σωματικές αναπηρίες (Ozdamar-Ertekin, 2017). Τέλος, ρυπαίνονται μαζικά ωκεανοί και γλυκά νερά, το έδαφος υποβαθμίζεται, η ζωική αλυσίδα αποδυναμώνεται και πολλά είδη τίθενται υπό εξαφάνιση (Charpail, 2017).
Εργασιακή Εκμετάλλευση
Η αυξημένη ζήτηση ενδυμάτων και η ανάγκη για διατήρηση των χαμηλών τιμών οδηγεί τις κλωστοϋφαντουργικές βιομηχανίες να εδρεύουν σε αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να προσλαμβάνουν εργαζομένους για εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς. Στην πλειοψηφία τους τα εργοστάσια απασχολούν ανειδίκευτους εργάτες, κυρίως γυναίκες και παιδιά, που δεν έχουν γνώση των εργασιακών και εν γένει δικαιωμάτων τους, αλλά συχνά ούτε και το σθένος να αντιδράσουν στις διάφορες μορφές βίας, που τους ασκούνται. Συχνά, το προσωπικό εργάζεται σε ανθυγιεινά περιβάλλοντα, στα οποία ενδέχεται να απουσιάζουν ακόμα και εγκαταστάσεις τουαλέτας ή/και πόσιμο νερό. Επίσης, καταγράφονται πολλά περιστατικά υπερωρίας και υπερεργασίας, αλλά και παρενόχλησης παντός τύπου (σεξουαλική, λεκτική, σωματική ή/και ψυχολογική). Επακολούθως, οι εργαζόμενοι συχνά υπόκεινται σε πολλούς και πολλαπλούς τραυματισμούς, με πιο συνήθεις μορφές τα εγκαύματα, τυχόν αναπνευστικά προβλήματα και σωματικοί πόνοι (Mukherjee, 2015). Η παιδική εργασία ακμάζει όλο και περισσότερο σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ινδία, που καταγράφει περίπου το 90 τοις εκατό της παγκόσμιας παιδικής εργασίας. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (International Labour Organization) δημοσίευσε πως για το 2018, τα θύματα παιδικής εργασίας ανέρχονταν σε 152 εκατομμύρια παγκοσμίως, ενώ στην βιομηχανία ρούχων το 12 τοις εκατό των απασχολούμενων αποτελείται από παιδιά κάτω των 5 ετών (ILO, 2019).Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μπαγκλαντές, όπου το 2013, το κτίριο που στέγαζε μια βιομηχανία ρούχων, κατέρρευσε, καταπλάκωσε και σκότωσε 1.129 εργάτες, τραυματίζοντας συνολικά 2.500 (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2017). Το κτίριο αυτό είχε ήδη επισημανθεί ως μη ασφαλές, αλλά οι εργάτες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην δουλειά τους. Η τραγωδία αυτή έφερε στο φως της δημοσιότητας τις παγκόσμιες ανισότητες και την εργασιακή εκμετάλλευση που υπάρχει στη διαδικασια παραγωγής των φθηνών ρούχων (Ozdamar-Ertekin, 2017).
Επίλογος
Συμπερασματικά, αξίζει να σημειωθεί πως η βιομηχανία της μόδας προσαρμόζεται συνεχώς στην πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, για να καλύψει τις πολλαπλές καταναλωτικές ανάγκες της αγοράς και να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της. Το τρέχον μοντέλο που ακολουθείται όμως, επιφέρει διαρκώς μεγαλύτερες περιβαλλοντικές συνέπειες, που -όπως παρουσιάστηκε ανωτέρω- ζημιώνουν άμεσα και έμμεσα την ανθρώπινη ύπαρξη. Οφείλουμε, λοιπόν, να αναρωτηθούμε: είναι αυτό το μοντέλο μακροχρόνια βιώσιμο; (Ozdamar-Ertekin, 2017) Για να επιβραδύνουμε την κλιματική αλλαγή (αν και όσο ακόμα υπάρχουν περιθώρια), μπορούμε να στηρίξουμε την «πράσινη» βιομηχανία μόδας και να καταναλώνουμε ενδύματα με περιβαλλοντική συνείδηση (Le, 2020).
Βιβλιογραφία
[1] Isaza Juan, 2019. Adweek. [online] Available at: https://www.adweek.com/ [Accessed 23 February 2021]
[2] Bick, R. and Halsey, E.andEkenga, C., 2018. ‘The global environmental injustice of fast fashion’, Environmental Health, 17.[online] Available at: https://link.springer.com/[Accessed 28 February 2021]
[3] Remy, N. andSpeelman, E.andSwartz, S. 2016. ‘Style that’s sustainable: A new fast-fashion formula’, Sustainability & Resource Productivity.[Accessed 27 February 2021]
[4] Mukherjee, S., 2015. ‘Environmental and Social Impact of Fashion: Towards an Eco-Friendly, Ethical Fashion’, International Journal of Interdisciplinary and Multidisciplinary Studies (IJIMS), 2, No.3, 22 -35.[online] Available at:https://core.ac.uk/ [Accessed 28 February 2021]
[5]Le, N., 2020. ‘The impact of fast fashion on the environment’. [online] Available at:https://psci.princeton.edu/[Accessed 2March 2021]
[6]Charpail, M., 2017. ‘Fashion’s Environmental Impact’, The fashion industry is the second largest polluter int the world. [online] Available at:https://www.sustainyourstyle.org/ [Accessed 1 March 2021]
[7] Gwozdz, W.,Nielsen, K.,καιMuller, T., 2017. ‘An Environmental Perspective on Clothing Consumption: Consumer Segments and Their Behavioral Patterns’. [online] Available at:https://www.mdpi.com/[Accessed 2 March 2021]
[8] Ozdamar-Ertekin, Zeynep (2017) «The True Cost: The Bitter Truth behind Fast Fashion,» Markets, Globalization & Development Review: Vol. 2: No. 3, Article 7.[online] Available at:https://digitalcommons.uri.edu/[Accessed 4 March 2021]
[9] ΕυρωπαϊκόΚοινοβούλιο, 2017. ‘Ποιες οι συνθήκες εργασίας στην βιομηχανία ρούχων;’. [online] Available at:https://www.europarl.europa.eu/[Accessed 5 March 2021]
[10] ILO, 2019. Child Labour.[online] Available at:https://www.ilo.org/[Accessed 6 March 2021]