της Στέλλας Μίτιλη, Ερευνήτριας της Ομάδας Κοινωνικών Ζητημάτων

Εισαγωγή/Ορισμός

Αποτελεί γεγονός σήμερα ότι σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση την Κούβα και την Βόρειο Κορέα, κυριαρχεί η οικονομία της αγοράς (Αυγερινός Θ., 2019). Το καπιταλιστικό σύστημα έχει κατισχύσει οποιουδήποτε εναλλακτικού οικονομικοπολιτικού μοντέλου. Ωστόσο, σχεδόν ένδεκα χρόνια μετά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2010, όλο και εντονότερα γίνεται λόγος και πάλι για κρίση του καπιταλισμού με κυριότερα επιχειρήματα την καταστροφή του περιβάλλοντος και την διεύρυνση των ανισοτήτων – παράδειγμα αποτελεί ότι ένας στους τρεις πολίτες των χωρών του ΟΟΣΑ ζουν στα όρια της φτώχειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε δημοσκόπηση, που διεξήχθη σε 28 χώρες, το 56% των πολιτών δήλωσε ότι ο καπιταλισμός δεν εξυπηρετεί πια τόσο το δημόσιο συμφέρον, κάτι που τον τοποθετεί έτσι σε μια πρωτοφανή υπαρξιακή απειλή, ανεξαρτήτως αν διαπιστωθεί ότι σήμερα διανύει όντως μια δεύτερη περίοδο κρίσης ή όχι (Σπάθη Ρ., 2020).

Το βέβαιο, παρόλα αυτά, είναι ότι και μόνο γεωγραφικά το σύστημα του καπιταλισμού έχει αναδειχθεί στον μόνο τρόπο παραγωγής παγκοσμίως: από τη Σουηδία, όπου ο ιδιωτικός τομέας απασχολεί το 70% του εργατικού δυναμικού, μέχρι τις ΗΠΑ, με το 85%, ή ακόμα και την Κίνα, όπου παράγει το 80% της προστιθέμενης αξίας. Είναι φανερό ότι η πτώση του κομμουνισμού και η εμπλοκή της Κίνας στον λεγόμενο «μετασχηματισμό» από τη μία και η τεχνολογική εξέλιξη και η παγκοσμιοποίηση από την άλλη, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Παρά τις αναμφισβήτητες διαφοροποιήσεις, η καπιταλιστική αυτή επέκταση παρουσιάζει κοινά στοιχεία με εκείνη του 18ου και 19ου αι. στην Ευρώπη, την οποία αριστουργηματικά περιέγραψαν ο Άνταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ (Milanovic B., 2020). Αυτά ακριβώς τα κοινά σημεία είναι που μας οδηγούν στην ανάγκη μιας μεγαλύτερης εμβάθυνσης στις ρίζες και τα στάδια του καπιταλισμού και τον αντίκτυπό του στην κοινωνία.

Χρήσιμο κρίνεται πάντως να αναφερθεί ένας πρώτος ορισμός του όρου για την μετέπειτα μεγαλύτερη κατανόηση της σταδιακής μεταβολής του ανά τους αιώνες, αλλά και τον διαχωρισμό της οικονομικής από την κοινωνική πτυχή του. Καπιταλισμός, λοιπόν, εν συντομία και με τη σύγχρονη έννοια του, είναι το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, με το ιδιωτικό κεφάλαιο να αποτελεί τον βασικό οικονομικό παράγοντα και τη συσσώρευση κέρδους το κυρίαρχο κίνητρο (Μπαμπινιώτης Γ., 2010). Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι μια συνοπτική παρουσίαση της πορείας του καπιταλισμού από τον 17ο αι. έως σήμερα, όχι μόνο ως οικονομικό αλλά και ως βαθιά κοινωνικό σύστημα και η επιρροή του στο άτομο, με κύρια βάση του το έργο «Η υγιής κοινωνία» του Έριχ Φρομ.

Τα στάδια στην οικονομική και κοινωνική ιστορία του καπιταλισμού ανά τους αιώνες διεθνώς

17ος-18ος αι.

Η ανάδυση του καπιταλισμού ως επικρατούς οικονομικού συστήματος της Δύσης έλαβε χώρα κατά τον 17ο και 18ο αι. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πρώιμης όψης του καπιταλισμού είναι τα εξής: αφενός η έλλειψη τεχνογνωσίας και ανεπτυγμένης βιομηχανικής παραγωγής και αφετέρου η επίδραση των μεσαιωνικών ιδεών στην οικονομική πρακτική της περιόδου. Σύμφωνα με τις τελευταίες, θεωρούνταν ανήθικη η επιδίωξη κέρδους από τον έμπορο εις βάρος των ανταγωνιστών του με την πρακτική της μείωσης των τιμών, πράγμα που απαγορευόταν συχνά από την ίδια την κοινωνία (κρατικός παρεμβατισμός), όπως συνέβαινε στις περιπτώσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας το 18ο αι. (Sandel M. J., 2017).

19ος αι.

Με τον ερχομό του 19ου αι., οι παραπάνω παραδοσιακές αρχές και η θεοκρατική αντίληψη της φεουδαρχίας φαίνεται να αλλάζουν συλλήβδην. Την κεντρική θέση που μέχρι τότε κατείχε το άτομο στην οικονομική σφαίρα παίρνουν τώρα η επιχείρηση και η παραγωγή, ενώ χαρακτηριστικό στοιχείο της περιόδου αναδεικνύεται η ανελέητη εκμετάλλευση του εργαζομένου. Κάθε έννοια ανθρώπινης αλληλεγγύης θυσιάζεται στο βωμό του κέρδους, το οποίο επικρατεί ως μοναδική επιδίωξη της ανθρώπινης στάσης και συμπεριφοράς. Καθένας επιθυμεί να ξεπεράσει τον ανταγωνιστή του και η αίσθηση της εξουσίας κυριαρχεί. Καθοδηγητική αρχή γίνεται πλέον η αρχή του ανταγωνισμού, σύμφωνα με την οποία η εκπλήρωση του ιδιωτικού συμφέροντος είναι αυτή που οδηγεί και στο δημόσιο και το κοινό καλό. Ενώ, δηλαδή, φαινομενικά ενεργούν βάσει των δικών τους συμφερόντων, οι νόμοι της αγοράς και της οικονομικής μηχανής είναι αυτοί που κινούν τις πράξεις τους. Από την άλλη μεριά, ο εργάτης – και καλύτερα η εργασία του – μετατρέπεται σε εμπόρευμα, για το οποίο ο «αγοραστής» δεν φέρει καμία περαιτέρω ευθύνη, πέραν της καταβολής της αμοιβής του· η εκμετάλλευση έχει γίνει ανώνυμη. Μιλάμε πια για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, όπου το σύστημα μετατρέπει τον άνθρωπο σε εξάρτημά του χωρίς σκοπό (Μαντέλ Ε., 2004).

Περαιτέρω, η αποδοχή του κέρδους ως ύψιστο στόχο οδηγεί τους ανθρώπους στο σημείο να μην ενδιαφέρονται πια για την ποιότητα της εργασίας τους και του αποτελέσματος-προϊόντος, παρά μόνο για την πώλησή του στον καταναλωτή. Μάλιστα, η επίτευξη του τελευταίου, και κατ’ επέκταση της αποκόμισης κέρδους, αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία όταν καταβάλλεται και ο λιγότερος δυνατός κόπος, ιδίως σε μια κοινωνία όπου το εισόδημα (αναγνώριση) και η εργασία (προσωπική προσπάθεια) φαίνεται να μην βρίσκονται σε αλληλένδετη και εξαρτώμενη σχέση (έλλειψη αξιοκρατίας): απουσιάζει, δηλαδή, η αναλογική διανομή τους και υποτιμάται η ανθρώπινη προσπάθεια, καθιστώντας την εκπλήρωση των επιθυμιών ένα θέμα ευκαιριακό, ανεξάρτητο από την ικανότητα καθενός (Μηλιού Γ., 2016).

Κατά τον 19ο αι., λοιπόν, εξακολουθούσε να υπάρχει μεν η νοοτροπία της υπακοής και υποταγής στον κεφαλαιούχο, παράλληλα, όμως, και ακόμη περισσότερο στον 20ό αι., ο άνθρωπος άρχισε να στηρίζεται στη λογική του, να σέβεται τους φιλοσόφους και τους επιστήμονες και να είναι περήφανος για τις πεποιθήσεις του. Αυτή ακριβώς η υπερηφάνεια και κυριαρχία του ανθρώπου, ο οποίος λάμβανε αποφάσεις και ένιωθε να είναι πια υποκείμενος στους νόμους της λογικής και όχι των φυσικών δυνάμεων, παρουσιάζεται ιδιαιτέρως σημαντική αν αντιπαραβληθεί με τη σημερινή εποχή, όπου συνεχώς αυξάνεται μια ασυνείδητη αίσθηση αδυναμίας.

Συνοπτικά, ο χαρακτήρας του 19ου αι. ήταν, θα λέγαμε, ατομικιστικός, ανταγωνιστικός και εκμεταλλευτικός. Ήταν ο αιώνας της έλλειψης σεβασμού προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και της εκμετάλλευσης της Αφρικής και της Ασίας από την Ευρώπη. Η παράλογη εξουσία οδήγησε τον άνθρωπο σε μια σειρά από στερήσεις και περιορισμούς φυσικών του αναγκών. Αυτή ακριβώς την κοινωνική παθολογία προσπάθησαν να θεραπεύσουν τα κινήματα που αναπτύχθηκαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές 20ου αι.

20ος-21ος αι.

Με το πέρασμα σιγά σιγά στον 20ο αι., σημειώθηκαν ριζικές αλλαγές – που φτάνουν έως και τον 21ο αι. – τόσο στη βιομηχανία όσο και στην οικονομική και κοινωνική δομή του καπιταλισμού. Παρατηρείται ένας προσανατολισμός πιο εμπορικός και «μαζικός» και λιγότερο επιθετικός και αποθησαυριστικός, ενώ στόχος του ατόμου παύει να είναι το όλο και μεγαλύτερο κέρδος, αλλά το σταθερό εισόδημα. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι αυτό που έχει ανάγκη και του επιφέρει όφελος δεν είναι πια η εκμετάλλευση του άλλου, αλλά ο συμμερισμός του πλούτου· η ατομική συνείδηση μετατρέπεται σε συλλογική. Φυσικά, με τον νέο αιώνα, οι αλλαγές δεν είναι μόνο θετικές. Ακολουθώντας τις Η.Π.Α., και η Ευρώπη απαλλάσσεται σιγά σιγά από όλα τα φεουδαρχικά πρότυπα και τις αρνητικές τους ιδιότητες, αλλά μαζί με αυτά και τα ανθρώπινα γνωρίσματά τους. Η πιο ισχυρή, προοδευτική και καθαρή μορφή καπιταλισμού έρχεται να συγκρουστεί με τις παλαιότερες αξίες του παρελθόντος που επιζούν ακόμα στην Ευρώπη.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη διαφορά στον 20ο, αλλά ιδίως στον δικό μας 21ο αι., σε σχέση με τους προηγούμενους, αφορά στην χρήση της μηχανής. Ξεκινώντας από την ατμομηχανή και φτάνοντας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, είναι φανερό ότι η τεχνική και – καλύτερα – τεχνολογική εξέλιξη είναι ραγδαία και καθιστά τον άνθρωπο εξάρτημά της, με κύριο αποτέλεσμα την αντικατάσταση όχι μόνο των ανθρωπίνων χεριών, αλλά και της ανθρώπινης διάνοιας, σε πολλές περιπτώσεις, από τις μηχανές. Επακόλουθο αυτού αποτελεί η επικράτηση των μεγάλων έναντι των μικρών εταιρειών και η αύξηση των εργαζομένων σε αυτές, με όλο και λιγότερους από αυτούς, όμως, να εντάσσονται στους εργάτες (Sandel M. J., 2017). Δύο σημεία γίνονται φανερά από τις παραπάνω «ανακατατάξεις»: το πρώτο είναι η διαφοροποίηση των εργασιών των πολιτών που αποτελούν πλέον την μεσαία τάξη και το δεύτερο ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας από την διαχείριση της επιχείρησης. Το σημαντικότερο, όμως, είναι η αντικατάσταση της τάσης για αποταμίευση του 19ου αι., ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ιδιωτικός», από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις που απολάμβαναν την ιδιοκτησία τους, από την τάση για διάθεση κεφαλαίου, μαζική παραγωγή και καταναλωτισμό, κάτι στο οποίο συμβάλλει και η διαφήμιση μεταξύ των μεθόδων ψυχολογικής πίεσης. Αυτό το επιτρέπει φυσικά, όπως πρέπει να επισημανθεί, ιδίως στις Η.Π.Α., αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, η αύξηση, όπως συνάγεται και από τα παραπάνω, της οικονομικής δύναμης των εργαζομένων και εργατών – η αποταμίευση αποτελεί πια στόχο των λιγότερο ανεπτυγμένων ομάδων που το είχαν άλλωστε και ανάγκη, ενώ οι ανώτερες είναι πιο «άνετες» και λιγότερο επιφυλακτικές και φιλάργυρες: στόχος τους είναι η οικονομική πρόοδος μέσω της κατοχής ιδιοκτησίας και όχι η τελευταία καθαυτή -, η αυξανόμενη δυνατότητα του ατόμου να εξουσιάζει δυνάμεις που κάποτε φάνταζαν «άφταστες» για εκείνο, αλλά και η παραγωγή ποικιλίας προϊόντων κάθε είδους.

Πάντως, είναι αναμφισβήτητο ότι τους δύο τελευταίους αιώνες και με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα στις μέρες μας πια, η παράλογη εξουσία και η καπιταλιστική εκμετάλλευση έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και η ισότητα κερδίζει όλο και μεγαλύτερο έδαφος. Καθένας θεωρείται πια ελεύθερος και ίσος με τον άλλον χωρίς διακρίσεις, ένα ανεξάρτητο και σεβαστό ον, πράγμα που αντικατοπτρίζεται και στην ισχύουσα διεθνή νομοθεσία. Οι διακηρύξεις για τα δικαιώματα των ανθρώπων, αλλά και ειδικότερα συγκεκριμένων ομάδων (π.χ. παιδιά), όπως και διεθνή κείμενα αποδεικνύουν την τεράστια αλλαγή αντιμετώπισης των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και νοοτροπίας γενικότερα. Τα άρ. 2 και 4 (αναφορικά με την αξία του ανθρώπου και την ισότητα αντίστοιχα) του ελληνικού Συντάγματος, 5, 9, 10 και 14 (αναφορικά με την προσωπική ελευθερία, την ελεύθερη σκέψη, συνείδηση και θρησκεία, την ελευθερία έκφρασης και την απαγόρευση των διακρίσεων αντίστοιχα) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 1 και 6 (αναφορικά με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία και ασφάλεια αντίστοιχα) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν μεταξύ πολλών άλλων «τρανταχτά» παραδείγματα της παραπάνω παραδοχής. Βέβαια, η καταπολέμηση της παράλογης εξουσίας συμπαρασύρει και την ορθολογική. Έτσι, σήμερα τη θέση της ηθικής και του ορθολογισμού παίρνουν οι κανόνες της αγοράς και το συμβόλαιο. Αρκεί να γίνονται όλα «δίκαια» βάσει των ισχυόντων κανόνων, χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση, «τυφλά».

Μολονότι διανύουμε τώρα τον 21ο αι. και δεν μας επιτρέπεται ακόμη να συνάγουμε οριστικά συμπεράσματα για αυτόν στο σύνολό του, μπορούν να γίνουν ήδη ορισμένες παρατηρήσεις, αλλά και ορισμένες προβλέψεις. Όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό πολλά από αυτά που αναφέρθηκαν για τον 20ό αι. ισχύουν και για τον 21ο ή τουλάχιστον για τις μόνες ακόμη γνωστές μας δύο πρώτες δεκαετίες του (αναφορές στον αιώνα μας διατρέχουν όλο το κείμενο). Κάποια από τα χαρακτηριστικά του αιώνα μας – όσο και του 20ού – είναι ακριβώς ο διαχωρισμός της προσωπικής προσπάθειας από το εισόδημα (π.χ. ο κάτοχος κεφαλαίου μπορεί να αποκομίσει κέρδη χωρίς να εργάζεται), η αίσθηση αδυναμίας και τρομερής πίεσης (λόγω π.χ. της εργασίας) του ανθρώπου, καθώς οι ρυθμοί των τεχνολογικών αναγκών και εξελίξεων υπερβαίνουν τους δικούς του (σε επίπεδο, βέβαια, πια προόδου και όχι τόσο επιβίωσης), η παραγωγή και ο καταναλωτισμός. Πράγματι, ο άνθρωπος, μολονότι έχει προοδεύσει από άποψη θεμελιωδών ελευθεριών και δεν κινδυνεύει να γίνει σκλάβος, τώρα κινδυνεύει να γίνει ρομπότ, όπως είπε επιτυχημένα ο Στήβενσον Α. (Φρομ Έ., 1973). Και σε αυτό ακριβώς το σημείο κρίνεται κατάλληλο να θιχτεί το ζήτημα περί κρίσης.

Ο καπιταλισμός επεκτείνεται και ισχυροποιείται σήμερα ολοένα και περισσότερο· επομένως, γιατί να γίνεται λόγος περί κρίσης; Αρχικά, να διευκρινιστεί ότι ως κρίση χαρακτηρίζεται μόνο από τις πλούσιες δυτικές χώρες λόγω της δυσφορίας τους από την άνιση κατανομή των κερδών της παγκοσμιοποίησης. Σε αντίθεση με τον 19ο αι., ο μεγάλος κερδισμένος τής παγκοσμιοποίησης τώρα δεν είναι η Δύση, αλλά χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, το Βιετνάμ ή η Ινδονησία. Η κρίση, δηλαδή, είναι κατά κάποιον τρόπο μονόπλευρη. Δεν είναι λίγες άλλωστε και οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου και στην πολιτική, η οποία διαβρώνεται με το χρόνο και φτάνει να θεωρείται εμπορική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την επικράτηση ενός γενικευμένου κυνισμού (Milanovic B., 2020).

Πέρα από τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και της προαναφερθείσας «υποταγής» στην τεχνολογία, μια άλλη όψη της λεγόμενης σημερινής κρίσης είναι ότι προκειμένου η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία να επιβιώσει, πρέπει να αυξάνει συνεχώς την παραγωγή από τη μία, αλλά και να αυξάνεται και η ζήτηση και αγορά από την άλλη. Για να διασφαλιστεί το δεύτερο έχει εμφανιστεί σε έντονο βαθμό σήμερα ένα νέο είδος ηθικής: ο καταναλωτισμός. Έτσι, υπέρτατη αξία των πλουσίων αναδεικνύεται η επένδυση και των υπολοίπων η αγορά. Αυτό το σύστημα καπιταλιστικής-καταναλωτικής ιδεολογίας δείχνει να είναι σύμφωνο με τις υπάρχουσες επιθυμίες των λαών, μολονότι εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με μηδενική τελικά εξοικονόμηση (Kakkar N., 2019).

Η επιρροή του καπιταλισμού στον άνθρωπο

Σε μια τέτοια κοινωνία – όπως περιγράφηκε παραπάνω – όπου η οικονομική δραστηριότητα έχει γίνει η κύρια απασχόληση του ανθρώπου είναι πρόδηλο πως τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά αυτού του συστήματος ξεφεύγουν απ’ το χώρο της οικονομικής παραγωγής και διαγράφουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στη δομή του χαρακτήρα του σύγχρονου ατόμου. 

Από τη μια πλευρά, με την πρόοδο της επιστημονικής σκέψης, των τεχνικών ανακαλύψεων και της διάλυσης των παραδοσιακών δεσμών – ειδικότερα μέσα από το πρίσμα του ποσοτικού προσδιορισμού –  ο φυσικός και κοινωνικός κόσμος του ανθρώπου αποβάλει τον συγκεκριμένο και πεπερασμένο χαρακτήρα του, καθώς αποκτά διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ τα μεγέθη που επιτρέπει κάθε είδους ανθρώπινη εμπειρία. Μπορούμε να μιλάμε λόγου χάριν για άστρα εκατομμύρια έτη φωτός μακριά απ’ τη γη ή για κάποιες δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε μία πολυεθνική εταιρεία κ.λπ. Η διόγκωση αυτού του φαινομένου, οδηγεί το σύγχρονο άνθρωπο σε μια ολοένα και αυξανόμενη αίσθηση αποξένωσης από τον εαυτό του. Το άτομο δεν αισθάνεται δημιουργός των πράξεών του, αλλά ακολουθητής αυτών, αγνοώντας το ειδικό βάρος τους. Το φαινόμενο αυτό σε όρους κοινωνιολογίας αναφέρεται ως «αλλοτρίωση» και χρησιμοποιείται για να εκφράσει, όχι ακριβώς μια κατάσταση ψυχασθένειας, αλλά περισσότερο μια μορφή κοινωνικής ανεπάρκειας. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον Μαρξ, αλλοτρίωση καλείται η κατάσταση στην οποία «οι πράξεις καταντούν στο άτομο μια  ξένη δύναμη που το κυριαρχεί και στρέφεται εναντίον του αντί να τις εξουσιάσει το ίδιο» (Μαρξ Κ., 2010).

Από την άλλη πλευρά, το άτομο γίνεται το ίδιο μέρος της διαδικασίας της αφηρημενοποίησης – έννοια που οριζόταν ότι αφορά αποκλειστικά σε αντικείμενα ή υπηρεσίες – μετατρέποντας τον εαυτό του σε εμπορευματοποιήσιμο προϊόν που πρέπει να απασχοληθεί με επιτυχία στην αγορά. Η αντικειμενοποίηση του ατόμου οδηγεί σε μια διαστρέβλωση του εγώ,  το οποίο παύει να εγκολπώνει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του και ορίζεται αποκλειστικά από τον κοινωνικοοικονομικό του ρόλο. Ο Ίψεν, αναφερόμενος στην απώλεια του εγώ, παρομοιάζει γλαφυρά στο έργο του «Πέερ Γκύντ» τον σύγχρονο αλλοτριωμένο άνθρωπο σαν ένα κρεμμύδι με πολλά διαδοχικά στρώματα και χωρίς πυρήνα (Ίψεν Ε., 2013).

Ταυτοχρόνως, η αλλοτρίωση, όπως συναντάται στη σύγχρονη κοινωνία, διαποτίζει κάθε πτυχή και της κοινωνικής ζωής του ατόμου· τη σχέση του με την εργασία, τα πράγματα που παράγει και καταναλώνει, το κράτος και τους συνανθρώπους του. Μοιάζει λογικό να υποτεθεί εδώ πως μια κοινωνία που απαρτίζεται από «αλλοτριωμένα» μέλη είναι μια ατομικιστική κοινωνία στη βάση της· ένα πλέγμα μικρών σωματιδίων – ατόμων –  αποξενωμένων μεταξύ τους, που, εντούτοις, συγκρατείται από εσωτερικά ατομικά συμφέροντα και την ανάγκη να χρησιμοποιεί το ένα το άλλο.

Σ’ αυτό το σημείο της ανάλυσης, ωστόσο, και με δεδομένο πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κοινωνικό ον με βαθιά ανάγκη να αισθάνεται μέλος μίας ομάδας, προβάλλει εύλογα το ερώτημα: «Τι απέγιναν οι κοινωνικές παρορμήσεις και ανάγκες του ανθρώπου;». Αυτές καταναλίσκονται στην ειδική σφαίρα του δημοσίου τομέα. Η κοινωνική ζωή των «πολιτών» είναι αυστηρά διαχωρισμένη από την ιδιωτική ζωή των «ατόμων». Στον δημόσιο ρόλο του ως πολίτης, ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να διεκπεραιώνει το κοινωνικό του καθήκον πληρώνοντας φόρους, ψηφίζοντας, υπακούοντας στους νόμους κ.λπ., αντίθετα με  το ρόλο του ως ιδιώτης, όπου φαίνεται να παρουσιάζει μια μεγαλύτερη δυσφορία για οποιαδήποτε παραχώρηση προς τον συνάνθρωπό του. Όπως αναφέρει ειρωνικά ο Φρομ στο εν λόγω βιβλίο, «ο ίδιος άνθρωπος που ούτε θα σκεφτόταν καθόλου να διαθέσει 100 δολάρια για να ανακουφίσει την ανάγκη ενός ξένου, δε θα δίσταζε να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να σώσει τον ίδιο αυτό ξένο σε περίπτωση πολέμου».

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, το κράτος ανάγεται σε είδωλο, μια απρόσωπη δύναμη που στέκεται πάνω από το άτομο και αποτελεί ενσάρκωση των κοινωνικών του αισθημάτων, αλλοτριωμένων απ’ αυτό, διευρύνοντας συνεχώς την απόστασή του από τους άλλους (Φρομ Έ., 1973).

Καταληκτικά συμπεράσματα/Επίλογος

Συμπερασματικά, από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί ότι ο καπιταλισμός, παρά τις διαφορές που παρουσίασε στην πορεία του, έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ανά του αιώνες τα οποία και διαχρονικά τον ορίζουν. Πρόκειται για: 1. την ελευθερία του ανθρώπου, 2. την πώληση της εργασίας από τους εργάτες στον ιδιοκτήτη κεφαλαίου (συγκέντρωση) με σύμβαση (προσφορά-ζήτηση), 3. την εμπορευματική αγορά και λογική για την ρύθμιση των τιμών και του κοινωνικού προϊόντος και 4. την επιδίωξη κέρδους και τον ανταγωνισμό με σκοπό το κοινό καλό.

Είναι γεγονός ότι ανέκαθεν οι ανάγκες των ανθρώπων ήταν μεγαλύτερες από το κοινωνικό προϊόν. Είναι επίσης γεγονός ότι ο άνθρωπος πέρα από σκοπός αποτελεί και μέσο ενός άλλου ή του εαυτού του ή της οικονομικής μηχανής που χρησιμοποιείται για την αποκόμιση κέρδους· είναι αμφίβολο το αν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Παρ’ όλ’ αυτά, αποτελεί πραγματικότητα ότι η καπιταλιστική μέθοδος έχει αποδειχθεί η καλύτερη μέχρι και σήμερα δοκιμασμένη και εφικτή μέθοδος σε μια ταξική κοινωνία, η οποία συνεχίζει να διατηρείται, καθώς αποτελεί μια πρώτη βάση για την πολιτική ελευθερία του ατόμου, παρά την επίδρασή της στην συμπεριφορά του.

Όσον αφορά την κρίση που συζητείται, αυτή προέκυψε από την ανισότητα που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και την επέκταση του καπιταλισμού σε τομείς και δραστηριότητες που παραδοσιακά την αρνούνταν και δεν πρόκειται για κρίση του ίδιου ως συστήματος. Παρά την ισχύ του καπιταλισμού σήμερα και τα θετικά του αποτελέσματα ως προς την ασφάλεια δικαίου και την ενίσχυση της δημοκρατίας, συνεχίζει να συγκρούεται με βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις. Αν αυτό συνδυαστεί με λανθασμένους χειρισμούς (όπως προδίδουν τα αποτελέσματα ως προς το περιβάλλον, η κυριαρχία μιας ισχυρότερης χώρας στην άλλη, π.χ. ΗΠΑ-Ιράκ), η ανησυχία για τον καπιταλιστή γίνεται ακόμη εντονότερη. Λύση σε αυτό αποτελεί η συνέχιση επενδύσεων σε νέους τομείς που εξακολουθούν να αντιστέκονται στην εμπορευματοποίηση και η διατήρηση της αρχής παραγωγής-κατανάλωσης, με ελεύθερη, δηλαδή, επιλογή των ατόμων που συνυπάρχουν και δουλεύουν μαζί αρμονικά, καθώς οι επιθυμίες όλων – φτωχών και πλουσίων – σιγά σιγά εξομοιώνονται· διαφορετικά, αναμένεται η συρρίκνωση του πεδίου παρέμβασής του. Μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Το μέλλον θα δείξει…

Βιβλιογραφία

Βιβλία/Διαδικτυακοί τόποι

[1] Ίψεν Ε. (2013), Πέερ Γκύντ, Αθήνα, Δωδώνη

[2] Μαντέλ Ε. (2004), Ο ύστερος καπιταλισμός, Εργατική Πάλη

[3] Μαρξ Κ. (2010), Το Κεφάλαιο, Κάκτος

[4] Μηλιού Γ. (2016), Ο Καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα και η προέλευσή του, (Ένωση Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης), Available here or here

[5] Μπαμπινιώτης, Γ. (2010), Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ιστορία των Λέξεων, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας

[6] Φρομ Έ. (1973), Η υγιής κοινωνία, Μπουκουμάνης

[7] Sandel M. J. (2017), Δικαιοσύνη – Τι είναι το σωστό;, Πόλις

[8] Milanovic B. (2020), Capitalism, Alone: The Future of the system that rules the world, Harvard University Press, Available here

Άρθρα

[1] Αυγερινός Θ. (2019), Καπιταλισμός και Δικαιοσύνη, Το Βήμα, Available here

[2] Σπάθη Ρ. (2020), Κρίση ταυτότητας για τον καπιταλισμό, Η Καθημερινή, Available here

[3] Kakkar N. (2019), A Short History of Capitalism, Available here

Διεθνή κείμενα

[1] Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Available here

[2] Σύνταγμα της Ελλάδος, Available here

[3] Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Available here