του Δημήτρη Καράμπαλη, Ερευνητή της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής
Το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 και το Σύνταγμα του 1982 – Η διακυβέρνηση του Κόμματος Μητέρας Πατρίδας (1983-1991)
Το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 οδήγησε στην εκ νέου ανάληψη της εξουσίας από το στρατό, υπό την ηγεσία του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Κενάν Εβρέν, η οποία διήρκεσε 3 χρόνια, εντός των οποίων συνετάχθη το Σύνταγμα του 1982, δείγμα ανάληψης των ΤΕΔ και της νομοθετικής εξουσίας (Μπαϊράμογλου, 2007, σ.100). Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος, απαγορεύτηκαν όλες οι πολιτικές δραστηριότητες και μέσω του Συντάγματος του 1982 επεβλήθησαν περιορισμοί (παρά τους ήδη υπάρχοντες μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1971) στις βασικές ελευθερίες (Γρηγοριάδης, 2011, σ.85). Οι στρατιωτικοί με σκοπό να εξασφαλίσουν την συνέχεια της δυνατότητας της παρέμβασης τους στην πολιτική, στηρίχθηκαν πάνω σε μία διευρυμένη αντίληψη περί εθνικής ασφαλείας που θα τους επέτρεπε να ορίζουν οι ίδιοι το πεδίο δράσης τους, δεδομένου ότι ο καθορισμό των εσωτερικών ή εξωτερικών απειλών επαφιόταν στο ΣΕΑ (Σαρλάκ, 2007, σ.285). Μέσα απ’ το Σύνταγμα τους οι στρατιωτικοί φυσικά φρόντισαν φυσικά να ισχυροποιήσουν και επεκτείνουν την αυτονομία του ΣΕΑ, του οποίου πλέον οι γνωστοποιήσεις θα εξετάζονταν κατά προτεραιότητα από το Υπουργικό Συμβούλιο (Μπαϊράμογλου, 2007, σ.102), αλλά και να επεκτείνουν την θέση του στρατού στις τρείς εξουσίες εν γένει (Cizre, 1997, p. 162). Επιπλέον, μετά το πραξικόπημα του 1980, ο στρατός σταδιακά υιοθετεί την ιδεολογία της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης» (Yavuz, 1998, p.30), ως αντίβαρο σε μία πιθανή επανενδυνάμωση της Αριστεράς (Σαρλάκ, 2007, σ.281).
Στις εκλογές του 1983 συμμετείχαν κόμματα και πολιτικοί οι οποίοι αφενός δεν είχαν ενεργό δράση πριν το 1980, αφετέρου χρειάζονταν την έγκριση του ΣΕΑ. Σε αυτές τις εκλογές, νικητής αναδείχθηκε ο Τουργκούτ Οζάλ με το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας/ΚΜΠ-Anavatan Partisi, το λιγότερο ευνοημένο από τη στρατιωτική ηγεσία κόμμα (Zürcher, 2004, σ.262-3). Η στρατιωτική ηγεσία, έχοντας εξασφαλίσει την αυτονομία που επιζητούσε μετά από το Σύνταγμα του 1982 αλλά και καθώς στην θέση του Προέδρου βρισκόταν πλέον ο στρατηγός Κενάν Εβρέν, δεν αισθανόταν την αναγκαιότητα επέκτασης της πολιτικής εμπλοκής της, ωστόσο οι χειρισμοί του Οζάλ κατάφεραν να μειώσουν αυτήν την εμπλοκή (Aknur, 2013, p. 37). Ο Οζάλ προσπάθησε να εξισορροπήσει τη γραφειοκρατική εξουσία, προχώρησε σε οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και έθεσε υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία της κρατικής ελίτ, προωθώντας μια ενός βαθμού «αποστρατιωτικοποίηση» (Γρηγοριάδης, 2011, σ.123-25). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του, δε δίστασε να αντιπαρατεθεί ανοιχτά σε διάφορα θέματα με το στρατό. Ενδεικτικά επισημαίνονται, οι διαφωνίες του το 1987, όταν ο Οζάλ θέλησε να επιλέξει ο ίδιος τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου παραβλέποντας τη ιεραρχία (Zürcher, 2004, σ.367), και το 1990, όταν ο Πρόεδρος, πλέον, Οζάλ διαφώνησε με τις ΤΕΔ σχετικά με την εμπλοκή της χώρας στον Πόλεμο του Κόλπου (Γρηγοριάδης, 2007, σ.123). Παρά το γεγονός ότι ο Οζάλ το 1989 διαδέχθηκε τον Κενάν Εβρέν στην Προεδρία της χώρας, συνέχισε να ασκεί παρασκηνιακά έλεγχο επί του ΚΜΠ (Hale, 2016, σ.239). Στις εκλογές του 1991 το ΚΜΠ, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μεσούτ Γιλμάζ, έχασε τις εκλογές από το Κόμμα Ορθού Δρόμου/ΚΟΔ- Doğru Yol Partisi του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (Zürcher, 2004, σ.375), και έκτοτε ξεκίνησε μία νέα περίοδος η οποία θα εξεταστεί στο επόμενο κεφάλαιο, σε συνάρτηση με την ανάδυση του ισλαμισμού, που εκφραζόταν από το Κόμμα Ευημερίας/ΚΕΥ-Refah Partisi του Νετζμετίν Ερμπακάν, έως το πραξικόπημα του 1997.
Η διακυβέρνηση του Κόμματος Ορθού Δρόμου (1991-1995) – Η κυβέρνηση συνεργασίας με το ισλαμικό Κόμμα Ευημερίας (1996-1997) – Το «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα της 28ης Φεβρουαρίου 1997
Κατά τη δεκαετία του 1990, οι σχέσεις κυβερνήσεων-στρατού, κινήθηκαν πάνω σε έναν άξονα ο οποίος καθοριζόταν από δύο παράγοντες: την κλιμάκωση του κουρδικού ζητήματος, και την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ. Εξαιτίας αυτών των δύο παραγόντων, σε συνάρτηση και με την απουσία πλέον του Οζάλ μετά τον θάνατό του το 1983, ο οποίος όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο είχε προσπαθήσει να αντιπαρατεθεί με την ελίτ, ο στρατός επεχείρησε χρησιμοποιώντας τους ως πρόσχημα, σύμφωνα με την διευρυμένη έννοια της εθνικής ασφάλειας, να εμπλακεί περαιτέρω στην πολιτική ζωή της χώρας (Γρηγοριάδης, 2011, σ.124-25).
Κατά την διάρκεια διακυβέρνησης του ΚΟΔ, δεν επήλθε καμία ρήξη με το στρατό, ωστόσο αυτό άλλαξε με την συγκυβέρνηση ΚΟΔ-ΚΕΥ το 1996 (Τζίζρε, 2007, σ.145-46). Η συγκυβέρνηση μεταξύ ΚΟΔ-ΚΜΠ, την οποία προωθούσε ο στρατός, δε μπορούσε να επιτευχθεί κυρίως λόγω προσωπικών διαφορών μεταξύ των ηγετών τους (Zürcher, 2004, σ.378-81). Στις εκλογές του 1995, πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το ισλαμικό ΚΕΥ του Ερμπακάν, έστω και με διαφορά λίγων μονάδων, και έλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Η συζήτηση για συμφωνία μεταξύ ΚΕΥ και ΚΜΠ, διεκόπη μετά την πίεση στρατιωτικών και επιχειρηματικής κοινότητας, και εφόσον οι ηγέτες του ΚΟΔ και του ΚΜΠ δε κατάφεραν να συνυπάρξουν σε μία συμμαχία, κατέστη πλέον ευκρινές ότι η παρουσία των ισλαμιστών στην κυβέρνηση ήταν απαραίτητη για τον σχηματισμό αυτής, κάτι το οποίο ωστόσο προκάλεσε την αντίδραση της στρατιωτικής ηγεσίας η οποία δεν ενέκρινε σε καμία περίπτωση τον εν λόγω συνασπισμό, και η οποία προχώρησε σε απόλυση αξιωματικών οι οποίοι διακατέχονταν από ισλαμικές τάσεις (Zürcher, 2004, σ.381-82).
Η παρουσία του ΚΕΥ στην κυβέρνηση, έθεσε τον θρησκευτικό παράγοντα ως την κύρια απειλή εναντίον της εσωτερικής ασφαλείας, και το ίδιο το ΚΕΥ στο στόχαστρο των ΤΕΔ (Τζίζρε, 2007, σ.146). Οι σχέσεις μεταξύ ΚΕΥ-ΤΕΔ δεν άργησαν να επιδεινωθούν ραγδαία, και η κορύφωση αυτής της σύγκρουσης έγινε εμφανέστατη την 28η Φεβρουαρίου 1997, όταν κατά την διάρκεια σύσκεψης του ΣΕΑ, τα στρατιωτικά μέλη παρουσίασαν στα πολιτικά μέλη ένα μνημόνιο 18 σημείων το οποίο στόχευε στην καταστολή της ισλαμικής εξάπλωσης στον κρατικό μηχανισμό (Γρηγοριάδης, 2011, σ.125). Παρότι το μνημόνιο επικυρώθηκε από την κυβέρνηση στις 13 Μαρτίου 1997, η κυβέρνηση δε προχώρησε σε ουσιαστική υλοποίηση των στρατιωτικών αιτημάτων, το οποίο την έφερε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον στρατό. Ο στρατός αποστράτευσε 166 αξιωματικούς/υπαξιωματικούς οι οποίοι διέπονταν από ισλαμικά αισθήματα, και προχώρησε σε ενημέρωση δημοσιογράφων και δικαστών σχετική με τον κίνδυνο του ισλαμικού φονταμενταλισμού ο οποίος βρισκόταν προ των πυλών, οδηγώντας βουλευτές και των δύο κομμάτων σε παραίτηση, αποδυναμώνοντας έτσι την κυβέρνηση (Zürcher, 2004, σ.384). Η κινητοποίηση αντι-ισλαμικών δυνάμεων και η αυξανόμενη πίεση του στρατιωτικού και γραφειοκρατικού κατεστημένου, οδήγησαν στην παραίτηση του Ερμπακάν στις 18 Ιουνίου 1997. Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται με τον όρο «μεταμοντέρνο» ή «βελούδινο» πραξικόπημα (Γώγος, 2011, σ.94-95).
Ακόμα και την επαύριον του πραξικοπήματος, το πολιτικό Ισλάμ στο ιδεολογικό πλαίσιο του στρατού παρέμεινε πρωταρχικής σημασίας απειλή. Ωστόσο ιδιαίτερης σημασίας αποτελεί το γεγονός ότι μέσω της «διαδικασίας του Φεβρουαρίου», η κοσμικότητα κατέστη εγγύηση της δημοκρατίας, της κοινωνικής γαλήνης και τρόπος ζωής. Επιπλέον, το πραξικόπημα αυτό δύναται να εξεταστεί και ως αντίδραση της κεμαλικής-καθεστηκυίας ελίτ, απέναντι σε μια ανερχόμενη ισλαμική αντι-ελίτ (Μούδουρος, 2012, σ.224-7). Η στρατιωτική επέμβαση αυτή, έδωσε στις ΤΕΔ την δυνατότητα επέκτασης της αυτονομίας τους στο μικρο-πολιτικό πεδίο, δυνάμενες πλέον να κατευθύνουν την πολιτική προς την «σωστή» τροχιά, έχοντας επεκτείνει και την κοινωνική τους νομιμοποίηση (Τζίζρε, 2007, σ.135).
Η ανάδυση του Κόμματος δικαιοσύνης και Ανάπτυξης/ΚΔΑ – Adalet ve Kalkınma Partisi/AKP μέσα από την διάσπαση του ισλαμικού Κόμματος Αρετής και η διακυβέρνηση του (2002-σήμερα) – Η ασταθής σχέση με τον στρατό και το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016
Η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού η οποία σχηματίστηκε στις πρώτες εκλογές μετά το «βελούδινο» πραξικόπημα, αναγκαστικά, εναρμονίστηκε με τις επιταγές του στρατού, ο οποίος επέβαλε την ανάγκη προστασίας του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους (ibid, σ.141), και παρότι δημόσια εξέφραζαν την υποστήριξή τους στον στρατό, παρουσιάζονταν ενοχλημένοι από τη συνεχόμενη ανάμειξη του στρατού στην πολιτική (Zürcher, 2004, σ.385). Και αυτή η κυβέρνηση, αλλά και η επόμενη αφοσιωθήκαν στο οικονομικό και κοινωνικό κομμάτι, τομείς στους οποίους δεν θα εστιάσουμε γι’ αυτό θα σταθούμε στην επόμενη κυβέρνηση, του ΑΚΡ, η οποία είναι στην εξουσία μέχρι σήμερα.
Η σταδιακή απονομιμοποίηση του μέχρι τότε πελατειακού συστήματος και του κεμαλικού μοντέλου αυταρχικής διαχείρισης του κράτος όπως επίσης και η επιτυχία του ΑΚΡ, μπορούν να αναχθούν από διάφορους παράγοντες μερικοί εξ’ αυτών όπως: η οικονομική δυσπραγία του κόσμου και η κρίση του 2001, η κορύφωση της λαϊκής οργής απέναντι στα πρόσωπα που οδήγησαν στην κρίσης, η ενίσχυση των μουσουλμάνων επιχειρηματιών μέσα από την καπιταλιστική ανάπτυξη της Τουρκίας, καθώς και η ανάδειξη του ζητήματος της ένταξης στην Ε.Ε ως μοναδικός τρόπος επίλυσης των διαχρονικών προβλημάτων της χώρας (Μούδουρος, 2012, σ.245-59).
Το ΑΚΡ δημιουργήθηκε τον Αύγουστο 2001, μέσα από τη διάσπαση του Κόμματος Αρετής, και μέχρι τις εκλογές του 2002, όπου επικράτησε ολοκληρωτικά είχε καταφέρει να μετατραπεί σε κύριο εκπρόσωπο της ανάγκης για μετασχηματισμό του κεμαλικού κράτους και της οικονομίας της Τουρκίας (ibid, σ.260-61). Βασικός στόχος της κυβέρνησης ήταν η δημοκρατική κατάληψη της εξουσίας από ένα κόμμα-φορέα του πολιτικού Ισλάμ, μια διαδικασία η οποία όπως παρουσιάσαμε προγενέστερα είχε αναχαιτισθεί από πραξικοπήματα (Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016, σ.13). Όπως είναι φυσικό, η αλλαγή η οποία θα επιβαλλόταν στον τομέα της κοσμικότητας, θα έφερνε αντιδράσεις από τον στρατό (Γρηγοριάδης, 2011, σ.178). Όπως εύλογα προμηνύει ο Erik J. Zürcher: «Η σχέση ανάμεσα στο Λευκό Κόμμα (ΑΚΡ) και το κράτος, ιδιαίτερα το στρατό μπορεί ακόμη να αποδειχθεί προβληματική. Εντάσεις είναι πιθανό να προκύψουν γύρω από μια σειρά θεμάτων και καμία από τις δύο πλευρές δεν ενδέχεται να αποφύγει τις προκλήσεις» (Zürcher, 2004, σ.425).
Στις αρχές του 2000 είχε ήδη ξεκινήσει μία διαδικασία μεταρρυθμίσεων, σε συνεργασία με την Ε.Ε, στις οποίες κύριο μέλημα ήταν η μείωση του ρόλου του στρατού στην πολιτική (Μπαϊράμογλου, 2007, σ.122-23). Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε και επί διακυβέρνησης ΑΚΡ. Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια του 7ου πακέτου εναρμόνισης με την Ευρώπη, η κυβέρνηση προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες περιόρισαν τη λειτουργία του ΣΕΑ, της Γ.Γ του ΣΕΑ, και έκτοτε προωθήθηκε μια διαδικασία «αντιμιλιταρισμού» (Μούδουρος, 2012, σ.336-7). Στο ζήτημα περί της ένταξης στην Ε.Ε, στρατός και κυβέρνηση βρέθηκαν στην ίδια κατεύθυνση (Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016, σ.13), γεγονός το οποίο σύμφωνα με τον Ομέρ Λατσινέρ ανάγεται σε μια διαδικασία ανακωχής-συμβιβασμού μεταξύ στρατού-κυβέρνησης στα πλαίσια της εναρμόνισης με τη Δύση (Λατσινέρ, 2007, σ.52). Στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, το ΑΚΡ κατάφερε να επιβληθεί επί του στρατού (Hale, 2016, σ.252), με κυριότερα παραδείγματα επ’ αυτού την στάση της Τουρκίας στον Β’ Πόλεμο του Κόλπου, καθώς και το «Κουρδικό άνοιγμα».
Την περίοδο μετά το 2007 κορυφώθηκε η κόντρα μεταξύ κυβέρνησης στρατού. Εκείνη την περίοδο το σημαντικότερο ζήτημα το οποίο εγέρθηκε σχετιζόταν με την αλλαγή στον τρόπο ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας, ζήτημα το οποίο καθορίστηκε μέσα από το δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του 2007 και έδειχνε μια στροφή προς το Προεδρικό σύστημα (Τεάζης, 2013, σ.189-90), ωστόσο ο στρατός είχε απειλήσει τον Απρίλιο του 2007 πραξικόπημα σε περίπτωση που αναδεικνυόταν Πρόεδρος ο Αμπντουλάχ Γκιούλ (Hale, 2016, σ.244). Έκτοτε ξεκίνησε μια περίοδος, από την οποία συρρικνώθηκε σε τεράστιο βαθμό το κύρος του σκοπού λόγω των κατηγοριών περί ανατροπής της κυβέρνησης, οι οποίες ξέσπασαν την περίοδο 2008-2010 και έμειναν γνωστές ως «Εργκένεγκον», «Κλουβί», «Βαριοπούλα» (Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016, σ.352-57). Η σύλληψη, η δίκη, και η απομάκρυνση από τον στρατό μεγάλου αριθμού ανώτατων, απόστρατων και εν ενεργεία αξιωματικών, αποδυνάμωσε τον ρόλο του στρατού στην πολιτική (Hale, 2016, σ.244). Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση κατάφερε να υπερισχύσει έναντι του κεμαλικού πολιτικού και στρατο-γραφειοκρατικού κατεστημένου (Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016, σ.33).
Η 15η Ιουλίου 2016, έδειξε ότι τα πραξικοπήματα συνεχίζουν να επηρεάζουν στην σύγχρονη Τουρκία, και παραμένουν στις συζητήσεις των Τούρκων αξιωματούχων, και επίσης αποτέλεσε ορόσημο στην εμπλοκή του στρατού στην πολιτική (Ozkan, 2018). Στο εσωτερικό της Τουρκίας πραγματοποιήθηκε μια ευρεία εκκαθάριση όχι μόνο στις ένοπλες δυνάμεις, αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τον ιδιωτικό τομέα, το δικαστικό σώμα. Με αυτόν τον τρόπο, ο στρατός υπάχθηκε πλήρως στην πολιτική εξουσία (Κάννερ, 2016). Η 15η Ιουλίου 2016, αποτελεί ημερομηνία ορόσημο και για έναν επιπρόσθετο λόγο ο οποίος συνδέεται με το καθεστώς Ερντογάν και την ενίσχυση του. Σε μήνυμά του για την 93η επέτειο της συνθήκης της Λωζάνης, ο Ερντογάν παρομοίασε την καταστολή της απόπειρας πραξικοπήματος με τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (ibid), δείχνοντας έτσι την αλλαγή που θα επερχόταν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της Τουρκίας την επαύριον του πραξικοπήματος.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, η έλευση του πολυκομματισμού προκάλεσε έντονη ανησυχία στις κρατικές και στρατιωτικές ελίτ οι οποίες θεώρησαν ότι με αυτόν τον τρόπο θίγονταν τα συμφέροντα τους έναντι άλλων μερών της κοινωνίας. Σταδιακά, τα συμφέροντα τους θα έρχονταν αντιμέτωπα με αυτά άλλων ελίτ, πιο πρόσφατα με αυτών της ισλαμικής/μουσουλμανικής ελίτ, και με σκοπό την ανάκτηση των συμφερόντων τους και τον έλεγχο επί των άλλων ελίτ προχώρησαν σε μία σειρά πραξικοπημάτων, το καθένα εξ’ αυτών υποδείκνυε έτι περαιτέρω την επιθυμία του στρατού να ανακτήσει τον έλεγχο επί της πολιτικής (Γρηγοριάδης, 2011, σ.84). Η προστασία του κεμαλικού μοντέλου από τον στρατό ο οποίος είχε αναλάβει τον ρόλο του θεματοφύλακα του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, αποτελούσε τον νομιμοποιητικό παράγοντα όλων αυτών των πραξικοπημάτων, και σταδιακά αυτός ο ρόλος θεσμοθετούνταν, με βασικότερο παράδειγμα το ΣΕΑ (ibid, σ.177-78). Ανά τα χρόνια, εμφανίστηκαν κόμματα τα οποία αντιτάχθηκαν σε αυτό το ρόλο, ωστόσο δε κατάφεραν να επιφέρουν ριζικές αλλαγές στο δίπολο στρατός-πολιτική. Η έλευση του ΑΚΡ στην εξουσία της Τουρκικής Δημοκρατίας, διαμόρφωσε μια νέα κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα (Τεάζης, 2013, σ.212), η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων ερχόταν σε αντίθεση με τις επιθυμίες της διαχρονικής κεμαλικής ελίτ, γεγονός που δημιουργούσε ρήξεις μεταξύ των. Το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, επιτάχυνε τις εξελίξεις όσον αφορά στην απομάκρυνση του στρατού από την πολιτική, διαδικασία η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1999, στα πλαίσια της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ (Κάννερ, 2016), και σε συνδυασμό με τις εκκαθαρίσεις οι οποίες είχαν γίνει την περίοδο 2008-2012, λόγω των σκανδάλων στα οποία αναφερθήκαμε εκτενώς παραπάνω, διαμόρφωσαν μια νέα Τουρκία.
Βιβλιογραφία
Βιβλία
Ακτσά, Ι. (2017) ‘Ο Ρόλος Των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων Ως Συλλογικού Κεφαλαιοκράτη’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 223–69. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνστανίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Γρηγοριάδης, Ι. Ν. (2011) Η Πρόκληση Του Εξευρωπαϊσμού: Τουρκική Πολιτική Κουλτούρα Και Ευρωπαϊκή Ένωση. μτφρ. Ευγενία Μαλικούτη. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
Γώγος, Κ. Χ. (2011). Τουρκικό Πολιτικό Ισλάμ Και Ισλαμιστικά Δίκτυα Στη Γερμανία. Αθήνα: Α.Α Λιβάνη.
Λατσινέρ, Ο. (2007). ‘Τουρκικός Μιλιταρισμός II. «Στρατιώτες: Πρώτος Μας Στόχος η Αγορά;»’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 51–63. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Μούδουρος, Ν. (2012). Ο Μετασχηματισμός Της Τουρκίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Μπαϊράμογλου, Α. (2007) ‘Στρατός Και Πολιτική’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 79–131. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Ακτσά, Ι. (2017) ‘Ο Ρόλος Των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων Ως Συλλογικού Κεφαλαιοκράτη’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 223–69. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Γρηγοριάδης, Ι. Ν. (2011) Η Πρόκληση Του Εξευρωπαϊσμού: Τουρκική Πολιτική Κουλτούρα Και Ευρωπαϊκή Ένωση. μτφρ. Ευγενία Μαλικούτη. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
Γώγος, Κ. Χ. (2011). Τουρκικό Πολιτικό Ισλάμ Και Ισλαμιστικά Δίκτυα Στη Γερμανία. Αθήνα: Α.Α Λιβάνη.
Καρντάς, Ο. (2007). ‘Ένα Συνταγματικό Πεδίο Στρατιωτικής Δικαιοδοσίας: Η Ενεργός Συμμετοχή Του Στρατού Στην Εκτελεστική Εξουσία’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 295–311. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Λατσινέρ, Ο. (2007). ‘Τουρκικός Μιλιταρισμός II. «Στρατιώτες: Πρώτος Μας Στόχος η Αγορά;»’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 51–63. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Λατσινέρ, Ο. (2007) ‘Τουρκικός Μιλιταρισμός Ι’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 33–51. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Μούδουρος, Ν. (2012). Ο Μετασχηματισμός Της Τουρκίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Μπαϊράμογλου, Α. (2007) ‘Στρατός Και Πολιτική’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 79–131. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Μπόρα, Τ. (2007) ‘Στρατός Και Εθνικισμός’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 159–77. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Σαρλάκ, Ζ. (2007) ‘Από Τον Ατατουρκισμό Στο Καθεστώς Εθνικής Ασφαλείας: Μια Ματιά Στην Τουρκία Της Δεκαετίας Του 1990’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 281–95. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Τεάζης, Χ. Ν. (2013). Η Δεύτερη Μεταπολίτευση Στην Τουρκία. Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Η Άνοδος Των Μη Προνομιούχων. Αθήνα: Πατάκη.
Τζιάρρας, Ζ., και Μούδουρος, Ν. (2016). Η Τουρκία Στην Ανατολική Μεσόγειο. Αθήνα: Τουρίκη.
Τζίζρε, Ο. (2007) ‘Κυρίαρχη Ιδεολογία Και Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις: Μια Ανάλυση Εννοιών Και Σχέσεων’. Σε Ο Τουρκικός Στρατός. Ένα Πολιτικό Κόμμα, Μια Κοινωνική Τάξη, 131–59. (επίμ). Αχμέτ Ινσέλ, Αλί Μπαϊράμογλου, μτφρ. Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Αμαρυλλίς Λογοθέτη, Ιλεάνα Μορώνη. Αθήνα: Βιβλιόραμα.
Hale, W. (2016) Τουρκική Εξωτερική Πολιτική 1774-2000. μτφρ. Ρόζα Βασιλάκη, Σοφία Σφυροέρα. Αθήνα: Πεδίο.
Zürcher, E. J. (2004). Σύγχρονη Ιστορία Της Τουρκίας. μτφρ. Βαγγέλης Κεχριώτης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Ακαδημαϊκά άρθρα
Κάννερ, Έ. (2016) ‘Μια παράξενη απόπειρα πραξικοπήματος: η Τουρκία μετά τα γεγονότα του Ιουλίου’. Χρόνος 42. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 13/07/21]
Aknur, M. (2013) ‘Towards More Democratic Civil-Military Relations in Turkey’. L’Europe en Formation n° 367, 25 July, 31–50. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 13/07/21].
Cizre – Sakallioğlu, Ü. (1997). ‘The Anatomy of the Turkish Military’s Political Autonomy’. Comparative Politics 29, no.2, January, 151–66. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 13/07/21]
Yavuz, M. H. (1998) ‘Turkish Identity and Foreign Policy in Flux: The Rise of Neo‐Ottomanism’. Critique: Critical Middle Eastern Studies 7, no.12, 1 March 1998, 19–41. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 13/07/21]
Άρθρα
Ozkan, O. (2018). ‘Don’t Turn The Turkish Army Into A Political Tool’. Foreign Policy (blog), 20 June. Διαθέσιμο εδώ [Ημερομηνία πρόσβασης 13/07/21]